1.2.10

Public Humiliation

Ο Χ και οι φίλοι του - από τότε που πήγαιναν σχολείο - έκαναν κάθε χρόνο ένα πάρτυ, το οποίο αναλάμβανε να οργανώσει και να φιλοξενήσει ο καθένας, εκ περιτροπής.

Δίνονταν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κι ενώ στην αρχή γινόταν για να γιορτάσουν το τέλος του σχολικού έτους και να μαζευτούν όλοι οι φίλοι τους - που λίγο έως πολύ, ήταν κοινοί -, είχε καταλήξει μία καλή ευκαιρία για να ξαναβρίσκονται, προσθέτοντας και τις νέες γνωριμίες, τους νέους συναδέλφους, κτλ.
Εκείνη τη χρονιά, ήταν η σειρά του Χ.

Μπήκα στο σπίτι του και νόμιζα ότι μπαίνω σε club...
Πρέπει να ήταν πάνω από 100 άτομα εκεί.
Μαζί με τη Βδέλλα...

Η βραδυά κυλούσε ωραία, ο Χ - ως οικοδεσπότης - πήγαινε κι ερχόταν, η μουσική που έπαιζε κάτι μου έλεγε πως είχε προσαρμοστεί στα δικά μου γούστα, όλα καλά.
Εγώ, μετά τις βόλτες μου, καθόμουν περισσότερο με τον Α και την καλή του.
Οι Β και Γ, δε με πολυσυμπαθούσαν. Μάλλον με κρατούσαν σε απόσταση.
Οι δε καλές τους, ούτε με σφαίρες. Δεν είχαμε και πολλά κοινά.
Ήταν φίλες μεταξύ τους - από πριν - και ήταν από το είδος εκείνο του "είμαι πολύ καλή, πολύ ανώτερή σου, φοράω/κρατάω πάντα κάτι επώνυμο, δεν μιλάω στον καθένα, ξέρω τι έχει η τελευταία Vogue".
Δεν έχανα και πολλά.
Από την άλλη, η καλή του Α ήταν ανοικτός άνθρωπος, γελούσε κατσαρά και είχε το είδος εκείνο της ειρωνείας και του σαρκασμού, που ταίριαζαν γάντι με την ιδιοσυγκρασία μου.
Δεν χρειάζεται να πω, ότι η Βδέλλα ήταν φίλη με τις 2 πρώτες...

Μετά από ώρες και αρκετά ποτά, ο κόσμος άρχισε να φεύγει.
Βγήκαμε με τα παιδιά στη βεράντα, για να μου δείξουν κάτι στο αυτοκίνητο του Α.
Χωρίς να το προσέξουμε, βγήκε και η άλλη παρέα.
Όπως μιλούσαμε, ακούγαμε τη Βδέλλα να λέει κάτι.
Ανακαλύψαμε, όπως ήμασταν και οι τρεις πλάτη, ότι μιλούσε για 'μένα(;)/σε 'μένα(;)
Ρίξαμε μερικές λοξές μεταξύ μας, προσπαθώντας να ακούσουμε τι έλεγε.

-... έτσι είναι οι πουτάνες... μπαίνουν ανάμεσα στα ζευγάρια και τα χωρίζουν... δεν κάθονται στα μπουρδέλα τους... θέλουν και γκόμενους να τις σπιτώνουν... αλλά θα γαμήσουν-θα γαμήσουν, πάλι θα γυρίσουν σε εσένα... γιατί εσένα αγαπάνε... εκείνες τις έχουν μόνο για να τις πηδάνε..., έλεγε αγανακτισμένα.
Προσπαθούσα να μη χαμογελάσω.
-Δεν θα πει κανείς κουβέντα..., τους προειδοποίησα χαμηλόφωνα. Κουβέντα, όμως!

Γύρισα αργά και την κοίταξα.
Την πλησίασα με τον ίδιο ρυθμό, κι εκείνη έκανε μισό βήμα πίσω, φοβισμένη.
Πήρα το ποτό και τα τσιγάρα μου, που ήταν στο τραπέζι μπροστά της και κάθησα σε μία καρέκλα, σταυρώνοντας τα πόδια. Μπροστά της.
Άναψα ένα τσιγάρο και έκανα πίσω την πλάτη, για να απολαύσω τη σκηνή.
Έγινε πυρ και μανία...
Οι φίλες της μας κοιτούσαν φοβισμένα μεν, χαιρέκακα δε, περιμένοντας τη συνέχεια.

-Με συγχωρείτε, της είπα ανέκφραστα. Κάτι λέγατε; Σας διέκοψα.
-Άκουσες το όνομά σου και ήρθες;! Γιατί εσύ είσαι η πουτάνα της υπόθεσης! Μπήκες σε ένα ζευγάρι και τα έχεις κάνει σκατά! Αυτή είσαι! Όλοι το ξέρουν! Τι πουτάνα είσαι! Αλλά θα σε χρησιμοποιήσει και θα σε πετάξει! Έτσι σου αξίζει!
Δεν μιλούσε απλώς, πλέον. Φώναζε. Εκτός εαυτού.
Κάποιοι έστρεφαν το κεφάλι από την άλλη, αμήχανα.
Κάποιοι κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια, μία εμένα-μία εκείνη.
Κάποιοι έμπαιναν μέσα στο σπίτι.
Και οι φίλοι του Χ προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν.

Με την άκρη του ματιού μου, είδα τον Α να μπαίνει γρήγορα στο σαλόνι.
Από πίσω του η καλή του, κοιτάζοντας έντονα και νευριασμένα τη Βδέλλα.
Εκείνη συνέχιζε στον ίδιο ακριβώς τόνο και ρυθμό, με το ίδιο και χειρότερο φρασεολόγιο.
Ώσπου ανάμεσα από τον κόσμο, βγήκε σπρώχνοντάς τον ο Χ με τα παιδιά.
Μόλις πλησίασε τη Βδέλλα και άκουσε αυτά που έλεγε, έγινε κατακόκκινος...
Ό,τι του είχα κάνει, τόσους μήνες, δεν είχε καταφέρει να του δώσει τόσο χρώμα...
Έβλεπα τη φλέβα στο μέτωπό του έτοιμη να εκραγεί και το στόμα του να έχει γίνει μία γραμμή...
Σήκωσε το χέρι για να την τραβήξει μέσα και με κοίταξε.
Τον κοίταξα κι εγώ. Και κατάλαβε.
Κατέβασε το χέρι και έμεινε ακίνητος, εξακολουθώντας να με κοιτάζει.
Χαμογέλασα αδιόρατα.
Ξανακοίταξα τη Βδέλλα, πάλι ανέκφραστα.

Εκείνη κοίταξε πίσω της ακολουθώντας τη ματιά μου, είδε τον Χ και έγινε θηρίο.
-Αυτή είναι η πουτάνα σου;! Την έφερες και στο σπίτι σου;! Να την γνωρίσουν και οι υπόλοιποι;! Τι σου κάνει πια;! Μάγια;! Αυτή ήταν στη φωτογραφία;! Σου είχε δώσει και φωτογραφία, για να τη θυμάσαι;! Δεν σε είχα για τόσο μαλάκα! Δεν ήξερα ότι σου αρέσουν οι πουτάνες! Σε τραβάει από τη μύτη, το τσουλάκι;! Είσαι μαλάκας! Μαλάκας!
Ο Α δεν άντεξε.
Την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε απότομα, τραντάζοντάς την.
-Πάμε μέσα! Τώρα! Τώρα, είπα!, φώναξε τόσο που γύρισαν κεφάλια από μέσα.
Την έσερνε πίσω του και την ακολούθησαν οι άλλες 2.

Με πλησίασαν μερικά άτομα - κυρίως άνδρες - ρωτώντας εάν είμαι καλά, εάν θέλω κάτι.
Έλεγαν πόσο θράσσος είχε η Βδέλλα, τι κουβέντες ήταν αυτές και αναρωτιόνταν που βρήκα τόση ψυχραιμία.
Ο Χ ήρθε κοντά μου. Αμίλητος. Το πρόσωπό του ήταν πέτρα. Αλλά κόκκινο. Κατακόκκινο...
Σηκώθηκα από τη θέση μου και τον κοίταξα στα μάτια.
-Μπορείς να μιλήσεις, τώρα.
-Θα ήθελα να φύγουμε..., είπε αργά και σχεδόν ψιθυριστά.
Πριν απαντήσω, ήρθαν τα παιδιά.
-Πάμε να φύγουμε!, είπε ο Α έξαλλος. Θα σας πάμε εμείς στο σπίτι!
Ο Χ δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από 'μένα. Δεν ήταν καλά...

Προχωρώντας, είδαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στην πόρτα, να μιλάει στη Βδέλλα.
Η φωνή του άνδρα ακουγόταν βροντερή.
-Πήγαινε σπίτι σου, Β! Πήγαινε σπίτι σου, κορίτσι μου! Πολλά έκανες για απόψε!
Η ματιά της γυναίκας έπεσε πάνω μου. Η έκφρασή της άλλαξε.
Κοιταχτήκαμε με ηρεμία.
-Εμείς θα σας περιμένουμε κάτω, είπε διακριτικά ο Α κι έφυγαν.
Ο άνδρας συνόδευε τη Βδέλλα, σχεδόν σπρώχνοντάς την έξω.
Η γυναίκα δεν έδινε σημασία.
Μας πλησίασε.
-Πάρε την κοπέλα στο σπίτι σας, είπε στον Χ. Έχω συνεννοηθεί με τον Β και τον Γ. Θα μείνουν εκείνοι.
Ο Χ πήγε να πάρει τα πράγματά του, ζητώντας συγγνώμη.

Η γυναίκα με κοίταξε, κουνώντας ανεπαίσθητα το κεφάλι.
-Καλά σε λέει ο γιος μου "Αφέντρα"...