31.5.10

The Freak Show

Είχε έρθει η ώρα της απόλυτης σιωπής.
Κοιτούσαν τα πιάτα τους, αμήχανοι.
Εκείνος κοιτούσε εμένα, ξαφνιασμένος.

Σηκώθηκα αργά από το τραπέζι.
-Μην περιμένετε από εμένα να κάνω την αρχή, τους δήλωσα.
Πήρα το κρασί και τα τσιγάρα μου και κάθησα στον καναπέ, σταυρώνοντας τους αστραγάλους πάνω στο τραπεζάκι του καφέ.
Σιωπή.
-Μην το πάμε έτσι όλη μέρα. Shoot.

-Ό,τι συμβαίνει μεταξύ σας, είναι δική σας υπόθεση..., έκανε δειλά την αρχή ο Α.
-Αυτό είναι δεδομένο, του απάντησα. Δεν είναι, όμως, το θέμα μας. Ακούω.
-Εγώ θα ήθελα να μάθω, αν έχει αλλάξει κάτι στην σχέση σας, ακούστηκε σοβαρή η φωνή του Γ.
Οι άλλοι δύο τον κοίταξαν, σαν να του έλεγαν να βγάλει τον σκασμό.
Ο Χ ακίνητος.
-Πολλά. Εσύ σε τι αναφέρεσαι;
-Γιατί έχετε μελανιές, Νανά; Τι έγινε;

Ο Γ ήταν ταραγμένος.
Οι άλλοι ανησύχησαν με την ερώτηση. Και μάλλον δεν την περίμεναν. Αλλά ο Γ δεν κρατιόταν.
-Πολλά. Οι μελανιές, είναι απλώς το τίμημα. Εκτός του ότι εγώ μελανιάζω σαν ροδάκινο, για την πλάκα.
-Έχει ξεφύγει η κατάσταση από τα χέρια σας, Νανά;, σειρά τού Β να ρωτήσει.
-Η κατάσταση δεν έχει ξεφύγει από κανέναν, του απάντησα αυστηρά. Όλα είναι υπό έλεγχο. Όσο για τα χέρια μας, μάλλον παραδούλεψαν εχθές. Όχι άσχημα.
-Δηλαδή αυτά τα σημάδια είναι φυσιολογικά;, επέμενε ο Γ.
-Για εσάς, όχι. Για εμάς, ναι.

Ο Χ σηκώθηκε.
Τον κοίταξαν και οι τρεις, σχεδόν φοβισμένοι. Πήρε το κρασί του, τα τσιγάρα του, και κάθησε δίπλα μου στον καναπέ.
-Δικάζετε την Νανά;, τους ρώτησε νευριασμένος.
-Δεν δικάζουν κανέναν, είπα πριν προλάβει να απαντήσει κάποιος. Είναι απόλυτα λογικό να ανησυχούν, στην κατάσταση που μας βρήκαν. Δεν είχαμε σχεδιάσει κάτι, δεν το υπολογίσαμε, συνέβη. Ok. Προσπάθησε να καταλάβεις πώς αισθάνονται από την ώρα που ήρθαν. Δεν θα ήθελες να είσαι στην θέση τους. Δεν ξέρουν. Δεν είναι υποχρεωμένοι. Δεν υπάρχει λόγος να εκνευρίζεσαι. Εξήγησέ τους.
Ο Χ με κοιτούσε στα χείλη και σιγά-σιγά χαμογέλασε.
-Να τους εξηγήσω;, με ρώτησε πονηρά.
-Φυσικά, του είπα κι εγώ πονηρά, σηκώνοντας λίγο τους ώμους.

Μάλλον ξεχάσαμε ότι ήταν εκεί, γιατί κοιταζόμασταν με νόημα.
Στο μυαλό μας είχαν έρθει σκηνές από τα πραχθέντα της προηγούμενης νύχτας. Και το διασκεδάζαμε, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον.
-Δηλαδή, είναι όλα καλά;, ο Γ δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Καλύτερα από ό,τι φαντάζεσαι, τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου, χωρίς να στρέψω το πρόσωπο από τον Χ.
-Τότε;, συνέχισε.
-Τότε;, γύρισα και τον κοίταξα. Τότε τι; Γιατί κάναμε ό,τι κάναμε; Ok. Εσύ γιατί πήρες παστουρμά; Μου ζητήσατε μία λίστα, με το τι θα αγοράσετε για να μαγειρέψουμε. Σας την έδωσε εχθές ο Χ. Σε ποιο σημείο διάβασες εσύ για παστουρμά;

Είχαν φοβηθεί. 'Ολοι τους. Εκτός από τον Χ.
-Δεν είχε παστουρμά η λίστα..., μόλις που τον ακούσαμε να λέει.
-Όχι, δεν είχε. Αλλά εσύ αγόρασες. Γιατί;
-Γιατί είπα να κάνουμε αυτό που κάναμε στις διακοπές..., σχεδόν τραύλιζε. Για να ξαναφάμε...
-Και γιατί δεν πήγαινες έξω να φας; Δύσκολα θα βρεις μεζεδοπωλείο που δεν φτιάχνει πίτες Καισαρείας. Που είναι το θέμα σου, λοιπόν;
Ο Γ είχε παγώσει.
-Θα σου πω εγώ ποιο είναι το θέμα σου, σηκώθηκα σβήνοντας το τσιγάρο. Γιατί αυτό, ήθελες να το κάνουμε μαζί. Γιατί δεν ήθελες μόνον να φας, ήθελες να συμμετέχεις, κι όλα. Γιατί αυτό σου άρεσε περισσότερο από όλα όσα κάναμε. Οι άλλοι έφαγαν από ένα κομμάτι με το ζόρι, κι εσύ έφαγες το μισό ταψί. Θυμάσαι ότι περνούσαμε καλά στις διακοπές. Το ότι θα βρωμάς σαν ασβός για μία εβδομάδα, το θυμάσαι;
-Το... το ξέρω..., με κοιτούσε τρομοκρατημένος.
-Τότε;, σχεδόν κόλλησα το πρόσωπό μου με το δικό του, σκύβοντας. Τότε, Γ; Γιατί ήθελες να φας κάτι, που δεν ήταν στην λίστα, που θα σε έκανε να βρωμάς για μέρες; Γιατί δεν έφαγες ό,τι και ο άλλοι;

Καμμία απάντηση.
Ο Γ στραβοκατάπινε παγιδευμένος από το έντονο βλέμμα μου και δεν ξέρω αν ανέπνεε, καν.
-Απάντησε, Γ!, είπα δυνατά. Τότε;!
Τίποτα.
Γύρισα να καθήσω. Είχαν καταλάβει όλοι.
-Η πίτα, όμως, δεν θα τον έβαζε σε κίνδυνο..., ακούστηκε ο Β.

Όρθια ακόμη, τον είχα πλάτη.
Κοιταχτήκαμε με τον Χ. Πήρε βαθιά ανάσα, και είδα να αλλάζει έκφραση. Ο αφέντης είχε πάρει την θέση του. Έτοιμος.
-Ώπα, του είπα. Ώπα. Άσε εμένα.
Γύρισα στην μεριά τους.
-Και τι θα έβαζε ποιον σε κίνδυνο;, τον ρώτησα με μισόκλειστα μάτια.
-Δεν ξέρω..., μαζεύτηκε.
-Ok..., είπα. Σηκωθείτε.

Έκανα το ημικύκλιο του καναπέ, περνώντας πίσω του.
Στάθηκα στην πόρτα του δωματίου και έπιασα το πόμολο.
-Λοιπόν; Θέλετε στα αλήθεια να μάθετε;

30.5.10

The Marks

-Τι έγινε, παιδιά μου; Τελείωσε η σπανακόπιτα;
Στέκονταν και οι τρεις, κορδωμένοι, με σακούλες από το super market στα χέρια, μες στα χαμόγελα.
-Τώρα ξυπνήσατε;, ρώτησε ο Α.
-Πειράζει; Μας ήθελες κάτι νωρίτερα;, του απάντησα με ερώτηση.
-Όχι… Είναι 12…
-12;!, κοιταχτήκαμε με τον Χ και είπαμε με μία φωνή.

Κάτι πήρε το μάτι μου αλλά δεν έδωσα σημασία.
Πέρασαν μέσα, άφησαν τα ψώνια στο πάσο, και μπήκαν στην κουζίνα να φτιάξουν καφέδες. Εγώ έχω πιάσει πρώτο τραπέζι-πίστα στον καναπέ, για να απολαύσω το θέαμα. Ο Χ άρχισε να ανοίγει παντζούρια / παράθυρα, και ήμασταν όλοι μες στο κέφι και την τρελή χαρά. Όταν βγήκε και από το δωμάτιο που είχε κάνει το ίδιο, σηκώθηκα για να μπω στο μπάνιο.
Κι εκεί έπαθα σοκ…


Τα χέρια μου ήταν μες στην μελανιά.
Ξεκούμπωσα το πουκάμισο, και η μέση μου ήταν κατάμαυρη. Κατέβασα το παντελόνι, και μηροί, γάμπες, όλα μαύρα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, αναπαριστώντας την Κραυγή. Όταν συνήλθα, άνοιξα την πόρτα, το έπαιξα άνετη, και έκανα νόημα στον κακοποιό μου.

Ήρθε στο μπάνιο. Σειρά του να φρικάρει.
Δεν του γδύθηκα. Τα χέρια μόνο αρκούσαν. Αλλά φρίκαρα κι εγώ. Κι άλλο. Τον γύρισα στον καθρέφτη. Τα υπέροχα δάκτυλά μου, σχημάτιζαν κολιέ στον υπέροχο λαιμό του. Αντί να κάνει κι αυτός το αντίγραφο του Munch, χαμογελούσε!
-Είσαι τρελός;!, παρανόησα ψιθυριστά. Νομίζεις ότι θα πας να φορέσεις ζιβάγκο;!
-Όχι, Αφέντρα, είπε ήρεμος. Γιατί να φορέσω ζιβάγκο;
-Χριστέ μου, τι σου έκανα;, είπα δραματικά. Λες να σου προκάλεσα καμμία εγκεφαλική κάκωση; Τι είναι αυτά που λες; Έχεις συναίσθηση τού πως είσαι;
-Έχω, Αφέντρα, απάντησε το ίδιο ήρεμα. Έχω τα σημάδια σας. Δεν μου κάνατε κάτι κακό.

Καμάρωνε στον καθρέφτη τον λαιμό του, σαν να είχε αποκτήσει την τρίτη σειρά μαργαριτάρια.
-Ok, το πήρα απόφαση. Πάμε έξω. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.
-Αφέντρα…, είπε στενοχωρημένος. Εσείς, όμως… Εσάς δεν… Θέλω να πω, ντρέπομαι…
-Για ποιο πράγμα, τώρα;, ρώτησα σαν χαμένη. Που θα γίνουμε ρεζίλι εις τριπλούν;
-Όχι, Αφέντρα… Που εγώ φταίω που…
-Για ό,τι γίνεται, φταίω μόνο εγώ. Πάντα. Τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά. Έξω, τώρα.

Φυσικά και μας κοιτούσαν κάπως.
Αλλά προσπαθούσαν να μην το δείχνουν. Όσο κράτησε το μαγείρεμα – που όχι Κυριακή θα μπορούσε να ήταν, πάρτυ κανονικό… - όλα ήταν ok. Μπορεί να είχαμε μιλήσει γενικά, τα προσωπικά μας δεν είχαν μαθευτεί. Το ήξερα. Το καταλάβαινα. Ο Χ δεν είχε πει τίποτα και ό,τι ήξεραν, ήταν από τις συζητήσεις μας στις διακοπές. Τίποτε το συγκεκριμένο. Ό,τι φαντάζονταν.
Και εκείνη την ημέρα, μπορούσαν να φανταστούν πολλά.


Έτρωγαν, κι εγώ τρωγόμουν μέσα μου.
Κοιτούσα μία εκείνους, μία εκείνον. Εκείνος, μια χαρά! Σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Για να μην πω ότι ήταν και πολύ χαρούμενος… Σχεδόν υπερήφανος… Στ’ αρχείδια του όλα. Εκείνοι, όμως, το σκέφτονταν. Και μάλλον προβληματίζονταν… Αλλά όλα καλά. Έλεγαν για το πόσο τους έλειψε αυτό που κάναμε, ότι ήταν πολύ ωραίες οι διακοπές, ότι ήθελαν από την πρώτη μέρα να έρθουν για να το ξανακάνουμε, ότι σκέφτονταν μήπως μας ήταν βάρος.

Τελειώνοντας το φαγητό, έχουμε γελάσει πολύ, έχουμε περάσει πραγματικά ωραία.
Πηγαίνοντας στην κουζίνα να σερβίρω το γλυκό, έρχεται το χαϊδεμένο από πίσω μου. Όπως ανοίγω το ψυγείο και οι άλλοι γελάνε, ακούω να με ρωτάει διακριτικά: «Σε πόνεσε…;». Γύρισα ξαφνιασμένη και τον κοίταξα. «Τι είπες…;», τον ρώτησα τρελαμένη. «Γιατί έχεις μελανιές, Νανά;… Εκείνος σού τις έκανε;… Δεν σου φέρεται καλά;… Τι έγινε;…». Κατέβασα το κεφάλι αμυδρά, προσπαθώντας να μην πω καμμία κουβέντα που δεν έπρεπε. Ό,τι μου ερχόταν να του πω, δεν έπρεπε να του το πω. «Σοβαρέψου», του είπα αυστηρά. «Δεν έχει καμμία σχέση αυτό που λες με εμάς. Κατάλαβέ το. Ο Χ δεν θα έκανε κάτι κακό σε εμένα. Μόνο εγώ μπορώ να κάνω κάτι που δεν πρέπει». «Γι’ αυτό έχει σημάδια στον λαιμό του;», ρώτησε με παράπονο. «Δεν πήγε να σε χτυπήσει κι εσύ τον έπιασες από τον λαιμό, για να τον σταματήσεις;».

Έκλεισα τα μάτια. Σφιχτά.
Όταν τον κοίταξα, τον είδα να με κοιτάζει στενοχωρημένος. Με λυπόταν. «Νανά, σ’ αγαπάμε… Αν σου κάνει κάτι κακό, πες το ‘μας… Είναι φίλος μας… Θα βρούμε τρόπο να του μιλήσουμε… Αν κινδυνεύεις, πες το σε εμένα, τουλάχιστον… Και θα δούμε τι θα κάνουμε… Αρκεί να είσαι καλά…». Του χαμογέλασα. «Βοήθησέ με να σερβίρω, σε παρακαλώ, και σταμάτα να έχεις αυτό το ύφος. Αν με αγαπάς, σταμάτα να με λυπάσαι. Εντάξει;». Συμφώνησε απρόθυμα και γυρίσαμε στο τραπέζι. Ο Α είχε πιάσει τα πάντα. Τον κοίταξα με νόημα. Πήρε το βλέμμα του και μπήκε στην συζήτηση που είχαν οι άλλοι.

Η συζήτηση, όμως, είχε να κάνει με εμένα…
-Σου είπαμε το άλλο;!, είπε ευδιάθετα ο Β. Ξέρεις ότι όλοι μάς ρωτούσαν για τις νυχιές;!
-Αλήθεια;, έκανα την ευδιάθετη κι εγώ. Και τι λέγατε;
-Ότι βρήκαμε γκόμενες!, περηφανεύτηκε.
-Εσύ τι είπες Α;
-Εγώ τίποτα!, στο ίδιο παιχνίδι κι εκείνος. Εκείνη μου είπε.
-Τι σου είπε;, γέλασε ο Χ, που δεν είχε καταλάβει τίποτα.
-Για να σ’το έκανε, είχε λόγο! Καλά σου έκανε!

Γελούσαν όλοι.
Εκτός από εμένα.
Μια απόφαση ήταν.

-Ok. Θέλετε τώρα να μιλήσουμε για εμάς;

28.5.10

Ground Control To Major Tom

Ήταν ένας πολύ ωραίος, γλυκός ύπνος.
Νομίζω πως δεν πρέπει να άλλαξα καν πλευρό.
Κοιμόμουν με το air-condition τσίτες, σκεπασμένη με το σεντόνι του, και με εκείνον να έχει κολλήσει πίσω μου - θα το πω - σαν την βδέλλα.

Αλλά δεν είχα κουράγιο να κάνω παράπονα.
Είχα χάσει το αίμα μου, είχα στεγνώσει από σωματικά υγρά, γενικώς.
Κάποια είχαν πάει χαμένα. Κάποια είχαν πιάσει τόπο.

Μέσα στην υπέροχη αυτή αίσθηση, κάτι άκουσα.
Νευρίασα.
Γύρισα στην μεριά του. Μισάνοιξα το μάτι. Ονειρευόταν.
Ξανάκλεισα τα μάτια. Ήρθε, σπρώχνοντάς με, πιο κοντά, μέχρι να ξανακολλήσει - αλίμονο...
Δεν είχα όρεξη για μονομαχίες. Τον άφησα.

Δεν πρόλαβε να με πάρει ο ύπνος, και πάλι με ξύπνησε κάτι.
Τον άκουσα να μουρμουρίζει... Το ύφος δεν άλλαξε ούτε στον ύπνο του...
Μέχρι που ξυπνήσαμε και οι δύο.
Χτυπούσε το κουδούνι.
Κοιταχτήκαμε, στην αρχή με μισόκλειστα μάτια και μετά με γουρλωμένα.

Δεν ξέρω για πότε πεταχτήκαμε όρθιοι, για πότε άρχισε ο ένας να πετάει ρούχα/σεντόνια/μαξιλάρια/ό,τι έβρισκε, στον άλλον... Δεν είχαμε ξυπνήσει, λέμε... Τον έσπρωχνα να φέρει την βαλίτσα του από το σαλόνι, εκείνος άνοιγε την ντουλάπα. Του έλεγα ότι είναι το κουδούνι, έκλεινε το air-condition.
-Χριστέ μου..., είχα πιάσει το κεφάλι μου. Ήθελα και σκλάβο, τρομάρα μου... Άσε. Κάτσε να ξαποστάσεις. Θα ανοίξω εγώ. Εσύ δεν πας καλά.

Είχε σταθεί γυμνός μπροστά μου, και με κοιτούσε με απορία, λες και μου ζητούσε τον λόγο.
-Να πάω να ανοίξω ή έχεις κάτι να πεις;
Τίποτα. Καμμία επαφή με το περιβάλλον.
-Θέλεις να κάνουμε sex;
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε μπροστά μου. Το χαμόγελο του χαζού παιδιού.
-Δεν θα συνεννοηθούμε..., παραιτήθηκα.

Άνοιξα την εξώπορτα, έφερα την βαλίτσα του στο δωμάτιο.
Ακόμα με κοιτούσε.
-Λαμβάνεις;
-Αφέντρα..., είπε χαμογελώντας, σαν να είχε χαπακωθεί με L.S.D.
-Χριστέ μου... τι τραβάω..., είπα μες στην απελπισία. Θα ξυπνήσεις; Εντός ολίγων λεπτών, θα γίνουμε ρεζίλι στον κόσμο. Μπορείς να ντυθείς; Ήρθαν τα παιδιά.
-Τα παιδιά...;, αναρωτήθηκε σαν κάτι να του θύμιζε.
-Ok. Άσ'το σε εμένα. Σε ντύνω εγώ.

Συνήλθε. Και ντράπηκε.
Πήρε αμίλητος το jean του, φόρεσε ένα T-shirt και βγήκε ξυπόλητος στο σαλόνι.
-Είμαστε σοβαροί;, τον ρώτησα καθώς ντυνόμουν. Θα είσαι μπροστά μου, τόση ώρα με το jean, χωρίς εσώρουχο, και ξυπόλητος; Θέλεις να έχουμε άλλα;
Γύρισε αναμαλλιασμένος, όπως ήταν, και μου χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο που δεν είχα ξαναδεί. Ήρθε κοντά μου, γονάτισε, με αγκάλιασε σφιχτά, και με φίλησε ανάμεσα στα πόδια.
-Πήγαινε, διάολε, να ανοίξεις πρωΐ-πρωΐ..., έκλεισα τα μάτια. Πήγαινε μην τους αφήσω απ' έξω για κάνα 2ωρο... Πήγαινε, γιατί θα σε ψάχνουν και δεν θα σε βρίσκουν, διάολε, λέμε...

Ο Χ είχε γαντζωθεί επάνω μου και δεν κουνιόνταν από την θέση του.
-Αν δεν ανοίξεις, δεν θα τελειώσουμε νωρίς, δεν θα μείνουμε μόνοι, και θα χάσω την siesta μου... Αυτό θέλεις;
Σήκωσε το κεφάλι, και με κοίταξε προβληματισμένος, σαν να δούλευε την ερώτησή μου στο μυαλό του. Όταν το αποφάσισε, σηκώθηκε, και πήγαμε μαζί να ανοίξουμε, καθώς έκλεινα την πόρτα του δωματίου πίσω μας.

Μετά από λίγη ώρα, θα είχαμε τρελά γλέντια.
Τρελά γλέντια, όμως.

24.5.10

The Contravention

Δεν ξέρω τι καταλαβαίνουν οι σκλάβοι όταν κάνουν sex με τις Αφέντρες τους.
Αλλά όταν μία Αφέντρα κάνει sex με τον σκλάβο Της, καταλαβαίνει τι είναι sex.

Όσο καλό sex και να είχε στο παρελθόν, όσο κι αν την αγαπούσε κάποιος, η αίσθηση τού να κάνει sex με τον σκλάβο Της, είναι πέρα και πάνω από κάθε προσδοκία. Εκεί καταλαβαίνει για τι είναι γεννημένη μία Γυναίκα, και για τι είναι γεννημένος ένας άνδρας. Σε καμμία περίπτωση δεν έχει να κάνει ούτε με στάσεις, διάρκειες, λόγια, ή οτιδήποτε μπορεί να παίζει ρόλο για τους vanilla. Στην D/s, δεν έχει να κάνει ούτε με ρούχα, ούτε με αξεσουάρ, ούτε με τίποτα φετιχιστικό.
Είναι η ατμόσφαιρα.

Το κλίμα που διαμορφώνεται από την συμπεριφορά του σκλάβου.
Το πως κρατά τις ισορροπίες, σε κάθε του κίνηση. Γιατί τον βάζεις να περπατήσει σε τεντωμένο σκοινί. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Το sex του σκλάβου, είναι προσφορά. Είναι δόσιμο. Είναι 100% υποταγή. Μπορεί να κρατήσει 5 λεπτά ή μία ώρα, αλλά το κάθε δευτερόλεπτο είναι γεμάτο από την λατρεία του. Λατρεύει Εσένα, το τι είσαι, το τι σημαίνεις για εκείνον.

Και δεν είναι ότι εκείνος απουσιάζει. Όχι.
Είναι εκεί. Αλλά είναι εκεί ως σκλάβος. Δεν το δείχνει. Δεν το πλασάρει. Το αισθάνεται. Και το αισθάνεσαι κι εσύ. Είναι η στιγμή που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς οδηγίες, χωρίς διαταγές. Κι εκεί είναι η απόδειξη τού πόσο πιστός είναι. Του πόσο σε έχει μάθει. Του πόσο σκλάβος μπορεί να γίνει. Στις στιγμές του BDSM, ακολουθεί ό,τι του λες. Κάνει ό,τι του έχεις δείξει ότι σε ευχαριστεί. Στο sex, είναι μόνος του. Και, όσο πιο καλά σε έχει μάθει, όσο πιο πολύ σε αγαπάει, τόσο πιο πολλούς τρόπους βρίσκει για να σου δείξει ότι είσαι η θεά του.
Γιατί ακολουθεί το ένστικτό του.

Και αυτό είναι, ουσιαστικά, που θέλεις να δεις.
Όλα τα άλλα, σε τελική ανάλυση, είναι παραγγελιές. Και ο καθένας μπορεί να τις εκτελέσει. Στο sex - όπου τα περιθώρια είναι σχεδόν αόρατα και δεν τα υπαγορεύεις -, βλέπεις τι είναι πραγματικά. Κανένας σκλάβος δεν μπορεί να υποκριθεί στο sex με την Αφέντρα του. Εκεί αντιλαμβάνεσαι τι πραγματικά έχει μέσα του. Διότι είναι αδύνατον να μην βγει μπροστά σου.

Θεωρώ, πως για 3 πράγματα αξίζει να ζεις.
Να γελάς, να κάνεις sex, και να τρως.
Με αυτήν ακριβώς την σειρά.

Αλλά δεν έχω χειρότερο από το να γελάει κανείς στο κρεβάτι.
Θυμάμαι τον Harry Reems που κάθε φορά που έχυνε, γελούσε. Μιλάμε, δεν υπήρχε πιο γελοίος γκόμενος στην βιομηχανία του porno. Έβλεπες ότι αυτό που έκανε, το έκανε για να το κάνει. Δυστυχισμένος άνθρωπος. Και απαίσιος άνδρας. Μόνο και μόνο γι' αυτό. Όσο καλός και να ήταν στο sex - που δεν ήταν -, όσο καλό πουλί και να είχε - που τι να το κάνεις; -, ήταν αξιοθρήνητος. Δεν μπορώ να φανταστώ, ότι υπήρξε γυναίκα - συγγνώμη, Γυναίκα - που να τον έχει φαντασιωθεί ποτέ.

Όσο και να μου αρέσει να γελάω, όσο και να μου αρέσει να κάνω sex, να κάνω και τα 2 ταυτόχρονα, με ξενερώνει αφάνταστα. Αφάνταστα, όμως.
Και ο Χ, ήταν μεγάλη εξαίρεση.

Μέσα στα μεσάνυχτα, κατάλαβα ότι ήταν ξύπνιος.
Μισάνοιξα τα μάτια, και τον είδα καθιστό δίπλα μου, με αναμμένο το πορτατίφ του, να με κοιτάζει. Τον κοίταξα κι εγώ, με απορία.
-Ήθελα να δω αν είστε καλά..., απολογήθηκε.
-Τώρα, είμαι, του είπα με σφιγμένα δόντια και μάτια. Αν δεν σβήσεις το φως και δεν πέσεις για ύπνο, δεν θα είμαι. Θα νευριάσω. Εκτός κι αν θέλεις να πας να κοιμηθείς μέσα. Δεν θέλω να κάνεις περιπολίες. Πέρασε.

Έσβησε το φως, και έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα.
Περίμενα να δω τι θα κάνει. Και τι το ήθελα;
Άρχισε.
-Αφέντρα...;, ρώτησε με νάζι.
-Τι θέλεις, μην γαμήσω κάνα κώλο, νυχτιάτικα;, είπα νευριασμένη.
-Να βγάλω ένα σεντόνι να σας σκεπάσω;... Θα κρυώσετε..., είπε με περισσότερο νάζι.

Μου ανέβηκε το αίμα - όσο είχε περισσέψει - στο κεφάλι...
Κάθησα στο κρεβάτι, άναψα το πορτατίφ μου, και τον κοίταξα.
-Τι καταλαβαίνεις τώρα;..., του είπα κάπως. Μετά από ό,τι έγινε, νομίζεις ότι με αυτού του ύφους τις ερωτήσεις θα μου γλυτώσεις;
-Μα...
-Μανταλάκια. Νομίζεις ότι μία ρινορραγία θα με σταματήσει; Άντε, να έχω καμμία επίσταξη. Το έχασα όσο αίμα είχα. Κοιμήθηκα, όσο με άφησες. Τώρα, νομίζεις, ότι το έχω εύκολο να ξανακοιμηθώ;
-Αφέντρα... θα κρυώσετε... αυτό σκέφτηκα..., εκείνος συνέχιζε απτόητος. Ήταν ανήσυχος και δεν είχε αίσθηση ότι το μάτι μου άρχιζε να γυαλίζει.
-Εγώ, πάλι, άλλα σκέφτομαι τώρα. Αλλά δεν πειράζει. Φέρε το σεντόνι. Φέρε το σεντόνι, γαμώ το σπίτι μου, λέμε.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι, ψιλοφοβισμένος.
Πήρε ένα σεντόνι, ενώ εγώ τον παρακολουθούσα σφίγγοντας το στόμα να μην βάλω τα γέλια.
Γύρισε για να με σκεπάσει. Εγώ καθόμουν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
-Γιατί γελάτε, Αφέντρα...;,
-Άσε εμένα γιατί γελάω... Εσύ να σκέφτεσαι μήπως κλάψεις...
-Αφέντρα... Πρέπει να ξεκουραστείτε... Χάσατε πολύ αίμα... Θα πάω μέσα να κοιμηθώ... Να μην σας ενοχλώ...
-Δεν είναι αυτό το θέμα μου..., το μάτι μου δεν γυάλιζε πλέον. Άστραφτε.

Έμεινε να με κοιτάζει. Δεν καταλάβαινε.
Όταν κατάλαβε, άρχισε να πηγαίνει τοίχο-τοίχο, με το σεντόνι αγκαλιά.
-Αφέντρα... η κατάστασή σας..., άρχισε να λέει.
-Ναι; Η κατάστασή μου; Πείτε μου, γιατρέ μου..., σηκώθηκα από το κρεβάτι.
-Δεν κάνει, Αφέντρα... Μπορεί να αιμορραγήσετε πάλι..., το γύρισε στον γνωστό τόνο, οπισθοχωρώντας.
-Έλα εδώ... Έλα εδώ..., έβαλα το χέρι στο μέτωπο. Δεν θα μου γλύτωνε με τίποτα.

Άρχισε να γελάει. Αθώα.
Μου έστριψε περισσότερο.
-Αφέντρα, συγγνώμη... Δεν το ήθελα... Δεν πρέπει...
-Ώπα. Εγώ είμαι η Άφεντρα κι εσύ λες ότι δεν πρέπει; Πως το συνδυάζεις;
Τον έπιασα από το χέρι, αφού είχε προλάβει να περάσει στο σαλόνι.
-Αφέντρα...
-Τώρα θα σου πω εγώ τι παθαίνει κανείς, όταν ξυπνάει μεσάνυχτα την Αφέντρα... Και της μιλάει σε αυτόν τον τόνο...

Ξανάρχισαν οι συγγνώμες.
Νόμιζε ότι αυθαδίαζε. Αλλά δεν ήταν αυτό.
Ήταν το ενδιαφέρον του, ήταν η αθωότητά του.

Το sex που κάναμε - μέσα στα γέλια -, ήταν σουρεαλιστικό.
Από την μία πρόσεχε να μην μου ανοίξει η μύτη, από την άλλη δεν κρατιόταν.
Από την μία μου έλεγε πόσο με θέλει, από την άλλη αν έπρεπε να πάμε την άλλη μέρα στον γιατρό.
Από την μία φοβόταν να με αγγίξει, από την άλλη δεν ήξερε από που έρχονταν τα βογκητά.

Μέχρι να γνωρίσω τον Χ, πίστευα ότι αν έκανα μία τέτοια σχέση, θα ήταν παραπάνω από σοβαρή. Θα ήταν αφόρητα βαριά. Γιατί με ξέρω. Με εκείνον, όμως, κατάλαβα ότι η D/s σού βγάζει πράγματα που ούτε φαντάζεσαι ότι έχεις, ούτε πιστεύεις ότι θα τα κάνεις. Και αυτό συμβαίνει αμφίπλευρα. Οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις, γεννώνται μέσα από ό,τι ζεις. Και βγαίνουν στην πορεία. Μπορεί στην vanilla σχέση, να τα κρύψεις ή να τα σταματήσεις.
Στην D/s, αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις.

Αν πραγματικά θέλεις να ζήσεις την D/s.
Και όχι την παρωδία της.

21.5.10

A Drop Of Sweat

Πετάχτηκε πανικόβλητος από το κρεβάτι.
Το αίμα έτρεχε από την μύτη μου σαν νερό.
Ό,τι του είχα κάνει πριν από λίγα λεπτά, και για τόση ώρα, δεν τον φρίκαρε.
Στην θέα της αιμορραγίας μου, αφηνίασε.

-Αφέντρα!, φώναξε σαστισμένος.
-Δεν είναι τίποτα, τον καθησύχασα. Είναι από την ζέστη. Δεν έπρεπε να μείνω τόση ώρα με σκυμμένο το κεφάλι.
Τον κοιτούσα ψύχραιμη, με το αίμα να κυλάει επάνω στο στήθος μου, στην αγκαλιά μου, στα σεντόνια.
Εκείνος είχε σοκαριστεί.

Έτρεξε στην κουζίνα.
-Μην φέρεις πάγο. Είναι χειρότερα.
-Αφέντρα, δεν μπορώ να σας αφήσω έτσι! Αιμορραγείτε πολύ! Να σας κρατήσω το κεφάλι πίσω!
-Θα καταπίνω το αίμα μου. Θα περάσει. Κλείσε τις πόρτες και άνοιξε το air-condition.
Πολύ γρήγορα, κατέβασε τα παντζούρια, έκλεισε τα παράθυρα, και άνοιξε το κλιματιστικό.
Δυστυχώς, όμως, άναψε το φως...
Και τρελάθηκε.

-Αφέντρα! Σας παρ...
-Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις έτσι. Είμαι καλά. Θα σταματήσει. Θα είμαι αδύναμη, γιατί θα χάσω πολύ αίμα. Δεν έπρεπε να μείνω τόσο πολύ στην ζέστη, και τόση ώρα σκυμμένη. Αν φρικάρει κάποιος, αυτός είμαι εγώ. Γιατί είναι κάτι που δεν το ελέγχω. Και με δαιμονίζει. Θα μείνω έτσι καθισμένη, και το πολύ-πολύ να πετάξουμε τα σεντόνια.

Το αίμα έτρεχε καυτό επάνω στα χείλη μου.
-Ήταν μεγάλη απερισκεψία, αυτό που έκανα. Ήταν το Killing Time που με ξεμυάλισε... και μετά εσύ... Διάολε... αν γύριζε ο χρόνος πίσω, μπορεί και να το ξαναέκανα!
Πήγε να χαμογελάσει, σταμάτησε, ξαναφάνηκε λίγο το χαμόγελό του, έσκυψε το κεφάλι.
Γονάτισε μπροστά μου, και έβγαλε μία μαξιλαροθήκη.
Πήγε στην κουζίνα, την έβρεξε, και γύρισε πίσω.

Εγώ καθισμένη οκλαδόν, κι εκείνος γονατισμένος και συνοφρυωμένος, σκούπιζε τα πόδια μου, κλείνοντας που και που τα μάτια του, λυπημένος. Σκούπιζε τα χέρια μου, το στήθος μου. Τον κοιτούσα σχεδόν χαμογελαστή. Ένοιωθα την αδυναμία να έρχεται, γιατί μούδιαζε το στόμα μου. Ο αέρας στο δωμάτιο γινόταν σιγά-σιγά δροσερός και σύντομα κρύος. Η ρινορραγία άρχισε να σταματάει σταδιακά.

Όταν σταμάτησε εντελώς, ήμουν εξαντλημένη.
-Θέλω να ξαπλώσω..., είπα με όση δύναμη είχα.
Σηκώθηκε αμέσως, με έπιασε από την πλάτη, και έβαλε ένα μαξιλάρι στο ύψος του κεφαλιού μου. Με βοήθησε να ξαπλώσω στο πλάϊ, και ήρθε να γονατίσει μπροστά μου. Του χάϊδεψα το πρόσωπο.
-Λες να υπάρχει Θεός;..., τον ρώτησα αδύναμα.
-Υπάρχει, Αφέντρα, είπε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντάς με στα μάτια.
-Επειδή με τιμώρησε;..., του χαμογέλασα, όσο μπορούσα.
-Επειδή σάς γνώρισα, είπε σοβαρός.

Έκλεισα τα μάτια, και το χαμόγελό μου έγινε πλατύτερο.
Σηκώθηκε, έσβησε τα φώτα, έκλεισε την μουσική, άνοιξε την τηλεόραση, και ήρθε και ξάπλωσε πίσω μου.
-Αφέντρα;...
-Ναι;
-Μπορώ να σας αγκαλιάσω;...
-Ναι.
Έσυρε το σώμα του στο στρώμα, και πήρε την στάση που είχε το δικό μου, κολλώντας επάνω του.
Έφερε το χέρι του στο στήθος μου, και έπιασε το δικό μου, βάζοντας το πρόσωπό του στα μαλλιά μου.

-Αφέντρα... Αν πάθετε κάτι..., ψιθύρισε.
-Μία ερώτηση μόνο. Ποια ήταν η αφορμή για ό,τι έκανες;
-Μία σταγόνα από τον ιδρώτα σας, Αφέντρα...

17.5.10

Facing The Moment

Ό,τι είχε να πει, το είχε πει.
'Ο,τι είχε να κάνει, το είχε κάνει.
Ήταν η σειρά μου.

Σηκώθηκα, αφήνοντάς τον εκεί που ήταν.
Πήγα στην ντουλάπα, και έβγαλα κάτι παρόμοιο με αυτό που φορούσα.
Του το πέταξα, και τον διέταξα να με ντύσει.
Πήγα στο σαλόνι να φέρω τα τσιγάρα μου, πάτησα το repeat στο CD Player, άναψα ένα μπαίνοντας στο δωμάτιο, και τον έβλεπα να κάνει ό,τι του είχα πει.

Αυτό που έγινε μετά, δεν είχε προηγούμενο.
Κολλούσαμε επάνω στα σεντόνια, από τον ιδρώτα που σχημάτιζε γραμμές στα σώματά μας.
Ήξερε πως ό,τι μου έβγαινε, δεν είχε να κάνει με ό,τι έκανε.
Είχε να κάνει με όσα είπε.
Και με τον τρόπο που τα είπε.

Κι εγώ αυτό, απλώς, το λέω "feedback".

Δεν ήμουν σε θέση να ακούσω καμμία ανάσα του, καμμία αντίδρασή του, κανέναν αναστεναγμό του.
Αυτό θα το έκανε πιο επικίνδυνο.
Ήμουν ήδη όπως έπρεπε να είμαι.
Οι κραυγές του, τα βογκητά του, θα επιβάρυναν την διάθεσή μου.
Και δεν έπαιρνε άλλο.

Όταν τελείωσα, εκείνος ήταν εξουθενωμένος.
Εγώ όχι.
Του έλυσα το gag, αλλά δεν ήθελα να κατέβω από επάνω του.
Του έπιασα τον λαιμό.
Όχι όπως είχε πιάσει εκείνος τον δικό μου...

Άνοιξε τα μάτια, με κοίταξε για μία στιγμή, και τα ξαναέκλεισε. Αργά.
Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
Μου έπιασε την μέση.
Έγινα χειρότερα...

-Σταμάτησέ με.
Καμμία απάντηση.
-Είπα. Σταμάτησέ με.
Καμμία απάντηση.

Άρχισα να σφίγγω τα δάκτυλά μου, γύρω από τον λαιμό του. Αργά.
Κοιτούσα και την παραμικρή έκφραση που έπαιρνε.
Μέχρι που ένοιωσα τα χέρια του να με αφήνουν.
Οι παλάμες του έπεφταν ανοικτές επάνω στο στρώμα.
Το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από τα χείλη του...

Έσφιξα περισσότερο.
Δεν ένοιωθε πόνο. Δεν ένοιωθε δυσφορία.
Το στρώμα είχε γίνει μία θάλασσα, κι εκείνος επέπλεε, γαλήνιος, στην επιφάνειά της.
Δεν ήμουν ο δυνάστης του.
Ήμουν ο ήλιος του...

Κι εκεί ξέφυγα.
Όταν άρχισε να βήχει δυνατά, τα δάκτυλά μου ήταν ακόμη γύρω από τον λαιμό του.
Ανασηκώθηκε να πάρει αναπνοή.
Τον κοιτούσα ικανοποιημένη.
Χαμογελαστή.

Όταν συνήλθε, έπιασε τα χέρια μου.
Τα φίλησε.
Μείναμε έτσι για λίγο.

Μέχρι που τα χέρια μας άρχισαν να γεμίζουν με αίματα.

16.5.10

Ready For The Worst

Όταν αρχίσαμε να μαγειρεύουμε, συζητούσαμε για τα μαχαίρια των chef.
Πόσο χρήσιμα είναι στην κουζίνα, πόσο μου άρεσε να βλέπω να φιλετάρουν κρέας και ψάρι.
Και οι συνειρμοί ήταν αναπόφευκτοι: ο κάθε ειδικός θέλει τον εξοπλισμό του.
Τον σωστό εξοπλισμό.

Σε ένα του ταξίδι, μου έφερε μία δερμάτινη θήκη.
Το μυαλό μου πήγε στον δικό μου ειδικό εξοπλισμό.
Αλλά μέσα, αντί για ταξιδιωτικό μαστίγιο, είχε 6 μαχαίρια.

Τα χρησιμοποιούσαμε σπάνια, γιατί έκοβαν βλεφαρίδα στον αέρα.
Του είχα πει, ότι θα ήταν καλύτερα να έφερνε σπαθιά - που ήταν και τα αγαπημένα μου -, και γελούσαμε.

Όταν είδα το είδωλό του στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, δεν γελούσε κανείς μας.
Μέσα στο σκοτάδι του υπνοδωματίου - που είχε γίνει πιο έντονο, με το φως του σαλονιού -, τον παρακολουθούσα ακίνητη. Δεν ήξερα τι θα έκανε. Αλλά δεν φοβόμουν. Δεν είχε χάσει τον έλεγχο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μου κάνει κακό. Αλλά δεν ήξερα αν θα το γύριζε σε εκείνον, προκειμένου να μου αποδείξει κάτι.

-Άνοιξε την μουσική, είπα αυστηρά.
Πήγε στο σαλόνι, και το Killing Time ακουγόταν ξανά, σε χαμηλότερη ένταση.
Ήρθε με αργά βήματα και στάθηκε μπροστά μου. Γονάτισε ξανά και με έπιασε από την μέση, με το αριστερό του χέρι. Μπορούσα να αναπνεύσω. Αλλά κράτησα την αναπνοή μου. Είχε φέρει το μαχαίρι στο ύψος του στήθους μου. Κοιτούσα την μεγάλη λεπίδα, ανέκφραστη.

-Δεν με φοβάστε, Αφέντρα...;, ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Όχι, του απάντησα στον ίδιο τόνο.
Έκλεισε τα μάτια. Τον κοίταξα, και ευχήθηκα αυτό που θα κάνει, να μην είναι μοιραίο. Δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Το μόνο που με ενδιέφερε, ήταν να μην γίνει κάτι μη αναστρέψιμο.

Με την λεπίδα ένα εκατοστό από το σώμα μου, φαινόταν να το σκέφτεται.
Το χέρι του δεν έτρεμε.
Είχε τον έλεγχο.
Η έκφρασή του είχε μαλακώσει.

"Όταν γυρίσαμε σπίτι, ήθελα να σας κάνω ό,τι δεν είχα ποτέ φανταστεί... Ήθελα να πέσουμε στο κρεβάτι και να μην σηκωθούμε ποτέ... Με έπιασε πανικός... Προσπάθησα να διώξω την σκέψη και έλεγα στον εαυτό μου ότι αυτό δεν είναι σωστό... Δεν είναι έτσι οι σκλάβοι... Στενοχωριόμουν, γιατί δεν σκεφτόμουν όπως εκείνος που θέλατε... Μία εβδομάδα μαζί σας και χώρια σας, μου στοίχισε... Αυτό που μου έβγαλε, δεν το είχα φανταστεί..."

"Ήθελα να σας αγκαλιάσω... να ξαπλώσω επάνω σας... να σας φυλακίσω με το σώμα μου... να μην αναπνέετε από το βάρος μου... Ήθελα να σας βασανίσω... Ήθελα να σας φέρνω σε οργασμό, ξανά και ξανά, μέχρι να μην μπορώ άλλο... Ήθελα να μην σηκωθείτε, ούτε για να αλλάξετε πλευρό... Ήθελα να μην μπορείτε να ανασάνετε από τα φιλιά... Ήθελα να σας φάω... Αλλά έκανα πίσω... Φοβήθηκα..."

"Τόσο καιρό, πριν σας γνωρίσω, έλεγα πως όλο αυτό που ήθελα, είχε και λίγο ηθοποιΐα μέσα... Ότι κάποιες στιγμές, πρέπει να υποκρίνομαι... Αυτό έβλεπα ότι γίνεται... Καταλάβαινα ότι έτσι είναι... Αφού υποκρίνονται οι Αφέντρες, θα έπρεπε να υποκρίνονται και οι σκλάβοι... Αλλά εγώ δεν έχω υποκριθεί μαζί σας... Γιατί εσείς δεν έχετε υποκριθεί μαζί μου... Εσείς μου αποδείξατε πως αυτό δεν είναι ηθοποιΐα... Εγώ νόμιζα πως δεν γινόταν αλλιώς... Έτσι είναι... Εγώ θα φορούσα τις χειροπέδες κι εσείς τα δερμάτινα, και θα κάναμε κάτι, ίδιο κάθε φορά..."

"Έχω ζήσει τέτοιες καταστάσεις... Μπορεί απ' έξω, αλλά τις έζησα... Εσείς, όχι... Περίμενα από εσάς, κάτι άλλο... Πιο στημένο ακόμα... Κι εσείς είστε το ακριβώς αντίθετο... Νόμιζα ότι χωρίς αυτά, δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα... Αλλά και πάλι, ήμουν λάθος... Αν δεν σας γνώριζα, δεν θα το μάθαινα ποτέ..."

Και με εκείνα τα λόγια, έφερε το μαχαίρι στο δέρμα μου.
Γύρισε την κόψη προς τα έξω, και άρχισε να κόβει τα δεσίματα.
Αμίλητος.
Το στήθος μου αφέθηκε γυμνό μπροστά του.

Κατέβασε το μαχαίρι, και άρχισε να κόβει ό,τι έβλεπε δεμένο.
Το ύφασμα σιγά-σιγά χαλάρωνε και έπεφτε από το σώμα μου.
Μέχρι που, από το βάρος του ιδρώτα, έπεσε στο πάτωμα, κομματιασμένο.
Πήρε ό,τι είχε μείνει στο άλλο του χέρι και το κοίταξε.

Και η φωνή του άλλαξε...
Η έκφρασή του, το ίδιο...
Άρχισε να μου στρίβει...

"Σε εκείνη την συζήτηση, δεν ήμουν καλός... Με ό,τι είπα, θεωρήσατε πως περιμένω από εσάς να είστε δήθεν... Από βλακεία μου... Δεν με ενδιαφέρουν αυτά που φοράτε... Δεν με ενδιαφέρει αν είστε ξυπόλητη ή αν φοράτε τακούνια... Όλα αυτά, με ενδιέφεραν πριν σας γνωρίσω... Όχι τώρα πια... Για εμένα όλα αυτά μετράνε, όταν τα φοράτε εσείς... Σημαίνουν πράγματα για εμένα, όταν βλέπω εσάς να τα φοράτε... Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχουν, όμως... Με ενδιαφέρει να υπάρχετε εσείς... Και να είμαι σκλάβος σας..."

Η φωνή του είχε περισσότερο νάζι...
Περισσότερο παράπονο...
Μου έστριβε στ' αλήθεια...

"Το πρωΐ, στην μπανιέρα, ήταν η καλύτερή μου ανάμνηση, όλη αυτή την εβδομάδα... Ήμασταν μέσα στο νερό, και γελούσαμε... Μου βάζατε χέρι, και αισθανόμουν σημαντικός... Με διορθώνατε... Με βάζατε στην θέση μου... Εκεί που κανονικά πρέπει να είμαι... Να είμαι εκεί για εσάς... Να μην χάνομαι στις σκέψεις μου... Να σας ρωτάω... Και να σας ακούω... Γιατί κάνω λάθη... Και εσείς έχετε υπομονή μαζί μου... Γιατί με αγαπάτε..."

Η φωνή του έσπασε.
Άφησε το μαχαίρι στο πάτωμα.
Ακούμπησε την πλάτη του πίσω στον τοίχο, δίπλα από την μπαλκονόπορτα.
Και έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια, φέρνοντας τα γόνατα στο στήθος.
Το ύφασμα από το φόρεμά μου, ήταν ακόμη στις παλάμες του.

Μαύρο.

10.5.10

The Fear

Χόρευα και σκεφτόμουν, ότι εκείνο το κομμάτι - παρ' όλο ότι ανήκε στην κατηγορία των σκληρών -, συνδύαζε ρυθμό, μελωδία και αισθησιασμό.
Τρελό αισθησιασμό.
Ένα κράμα μεθυστικά ερωτικό.

Μέσα στην ησυχία της άδειας Αθήνας, η μουσική που έβγαινε από το διαμέρισμα, πρέπει να ακουγόταν σε όλο το τετράγωνο. Είχα πατήσει το repeat - αγαπημένο button για τα κολλήματά μου -, και συνέχιζα να χορεύω non-stop. Είχα αφεθεί στον ρυθμό, αισθανόμουν απίστευτα ωραία μέσα στα φετιχιστικά μου, φορούσα επιτέλους τακούνια, και, παραδόξως, η ζέστη δεν με χάλαγε. Όσο έβλεπα τα κατεβασμένα παντζούρια από τα γύρω διαμερίσματα, τόσο πιο πολύ αγρίευε η χαρά μέσα μου, η σκέψη τού ότι αυτό θα το έκανα μέχρι να λιποθυμήσω.

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι ότι γύρισα απότομα το κεφάλι, να διώξω τα μαλλιά που είχαν κολλήσει στο πρόσωπό μου - και που τότε έφταναν μέχρι την μέση της πλάτης μου, περίπου. Ό,τι συνέβη μετά, έγινε μέσα σε δευτερόλεπτα.

Το χέρι του με έπιασε ξαφνικά και απότομα από τον αγκώνα, με δύναμη.
Τρομαγμένη, πρόλαβα να δω το πρόσωπό του, όσο μπορούσα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει και τα χείλη του είχαν γίνει μία γραμμή. Με πονούσε. Με έσπρωχνε βίαια με το ένα χέρι, και με το άλλο τραβούσε την κουρτίνα του δωματίου. Θυμάμαι μόνο τον θόρυβο. Ένας κακός θόρυβος. Η ράγα της κουρτίνας έπεσε στο παρκέ, αλλά δεν τον σταμάτησε. Με έριξε στο πάτωμα, και η πλάτη μου χτύπησε στα πλαϊνά του κρεβατιού, το οποίο με την φόρα που έπεσα, το έσπρωξα προς την ντουλάπα.

Βρισκόμουν καθιστή στο πάτωμα, με την πλάτη να στηρίζεται στα πλαϊνά του κρεβατιού.
Ανέβηκε επάνω μου, και έκλεισε τα πόδια μου στα δικά του. Με το δεξί του χέρι, μου έπιανε τον λαιμό, ενώ το κεφάλι μου ήταν επάνω στο στρώμα. Μπορούσα να κινήσω μόνο τα μάτια, και να δω ό,τι διέκρινα. Σε εκείνη την στάση, τα βλέφαρά μου ήταν σχεδόν κλειστά, και τα φώτα του δρόμου ήταν από πίσω του. Με το αριστερό του χέρι, με είχε πιάσει σφιχτά από την μέση. Ενώ το χέρι του στον λαιμό απλώς με κρατούσε ακινητοποιημένη, το χέρι του στην μέση μού έκοβε την αναπνοή. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από το ότι μου πατούσε το φόρεμα, το οποίο είχε γυρίσει στο σώμα μου και με έσφιγγε - κυρίως στα σημεία που ήταν τα δεσίματα, δηλαδή παντού.

Δεν έφερα κανενός είδους αντίσταση.
Άφησα το σώμα μου στα χέρια του, σχεδόν άψυχο. Η αναπνοή του έπεφτε στο πρόσωπό μου, και για κάποια λεπτά το μόνο που ακουγόταν ήταν η μουσική. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Τι είχε προκαλέσει αυτήν του την αντίδραση. Δεν ήξερα ποιον είχα απέναντί μου. Ήθελα, όμως, να μάθω. Όταν η φωνή του βγήκε σταθερή, κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.

-Αν ποτέ με αφήσετε, δεν ξέρω τι θα κάνω..., είπε με σφιγμένα δόντια. Ψιθυριστά.
Αυτή ήταν η πρώτη του κουβέντα.

"Αν με αφήσετε, νομίζω θα πεθάνω... Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά θα το κάνω..."

"Αν σας χάσω από μαλακία μου, δεν θα το αντέξω... Από τότε που σας γνώρισα, ένα πράγμα έχω στο μυαλό μου. Ότι θα με αφήσετε... Ξυπνάω με αυτόν τον φόβο τα πρωϊνά... Ότι θα ξαναζήσω εκείνη την μέρα που είχατε φύγει... Ότι θα γυρίσω στην παλιά μου ζωή... Χωρίς εσάς..."

"Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ... Σκέφτομαι πως είμαι λίγος για εσάς... Ότι δεν κάνω αρκετά... Ότι αξίζετε ακόμη περισσότερα... Και δεν ξέρω αν μπορώ..."

"Αν με διώξετε γιατί με βαρεθήκατε, θα τρελαθώ... Αλλά θα το πάρω απόφαση ότι τελείωσε... Θα εξαφανιστώ... Δεν ξέρω τι θα κάνω... Θα βρω τον τρόπο... Αλλά αν με διώξετε γιατί είμαι λίγος... αλήθεια σας λέω... δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω... στον εαυτό μου..."

"Είμαι κομμάτι σας... Αν ξεκολλήσω από εσάς, δεν θα υπάρχω... Θέλω να είμαι ό,τι θέλετε εσείς... Θέλω να κάνω ό,τι θέλετε εσείς... Θέλω να είμαι κτήμα σας... Δεν ήθελα τίποτε άλλο στην ζωή μου... Και το βρήκα... Και τώρα με κοροϊδεύω... Γιατί σας περίμενα μια ζωή... Και τώρα καταλαβαίνω ότι φοβάμαι... Φοβάμαι ότι θα σας χάσω..."

"Όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, χάνω τον κόσμο... Όταν σκέφτομαι ότι θα έρθει μέρα που δεν θα σας ξαναδώ, που δεν θα μου χαμογελάσετε, που δεν θα μου μιλήσετε, γιατί θα φταίω εγώ, δεν το αντέχω... τρελαίνομαι... Δεν ξέρω πως να σας το πω..."

"Αυτό το τραγούδι, είναι το πρώτο πράγμα που μου ζητήσατε και ήμουν 100% σίγουρος ότι θα σας έκανε χαρούμενη, ευτυχισμένη... Κι όταν μου είπατε ότι θα το πάρετε από αλλού, θα σας το δώσει κάποιος άλλος, φοβήθηκα... Ζήλεψα... Δεν θα με ένοιαζε, αν ήταν κάτι που δεν μπορούσα να κάνω... Θα με πλήγωνε, αλλά δεν θα με ένοιαζε... Ήταν, όμως, κάτι που μπορούσα να κάνω για εσάς... Και η σκέψη τού ότι δεν θα σας έδινα εγώ αυτή την χαρά, με έκανε κουρέλι..."

"Δεν φοβάμαι την ημέρα που δεν θα υπάρχετε εσείς για εμένα. Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα υπάρχω εγώ για εσάς..."

"Δεν έχω αγαπήσει έτσι ξανά... Δεν είναι αγάπη αυτό... Είναι κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου... Με εξαντλεί... Και όσο με εξαντλεί, τόσο το θέλω περισσότερο... Αλλά δεν ξέρω αν σας φτάνει... Αν σας φτάνω εγώ..."

"Φοβάμαι ότι γίνομαι παρανοϊκός... Ότι γίνομαι επικίνδυνος... Δεν τα έχω ξανανοιώσει αυτά τα συναισθήματα... Φοβάμαι ότι θα σας κάνουν κακό... Ότι θα σας κάνω εγώ κακό..."

"Μέχρι τώρα έλεγα ότι ήμουν ανώμαλος... Το ήξερα... Το καταλάβαινα... Μου αρέσουν πράγματα πέρα από την λογική... Κι εσείς δεν με κρίνετε... Με αγαπάτε... Πως μπορώ να φανώ άξιος για εσάς;... Αυτό με τρώει... Συνέχεια..."

"Όταν σας γνώρισα, είπα ότι θα κάνω τα πάντα για να γίνω δικός σας... Τώρα ξέρω, ότι ακόμα και παντρεμένος να ήμουν, και να είχα παιδιά, αν σας γνώριζα, θα τα άφηνα όλα... Δεν θα μπορούσε τίποτα να με κρατήσει μακριά σας... Τώρα είμαι σίγουρος..."

Είπε πολλά.
Και όλα ήταν φόβος.
Δεν είπα ούτε μία λέξη.
Τον άκουγα.
Και δεν φοβήθηκα ούτε για μία στιγμή.

Μέχρι που σηκώθηκε από πάνω μου, τον άκουγα προσεκτικά.
Πήγε μέσα, ήρεμος, έκλεισε την μουσική, έκλεισε τα παντζούρια, έκλεισε τα παράθυρα, και άναψε το φως του σαλονιού. Είχα μείνει ακίνητη, όπως με άφησε. Μούσκεμα στον ιδρώτα, αδύναμη από τον πόνο, να σκέφτομαι ό,τι είχε πει.

Ο Χ επέστρεψε.
Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας.
Κρατώντας ένα μαχαίρι.

7.5.10

The Pillar

Ο Χ ήταν από τους άνδρες που δεν μιλούσαν πολύ.
Μπορεί να συζητούσαμε τα πάντα - τα πάντα, όμως... - αλλά το στόμα του άνοιγε με μέτρο.
Δηλαδή, δεν μου είχε πει ποτέ πράγματα του στυλ: "Είστε η Θεά του σύμπαντος", "Σκίζω τις φλέβες μου για Εσάς", "Θα είμαι για πάντα σκλάβος Σας", "Έπρεπε να φοράτε στέμμα", κι άλλες παρόμοιες μαλακίες.
Οι πράξεις του μπορεί να έλεγαν πολλά περισσότερα, εκείνος, ωστόσο, μετρούσε τα λόγια του.

Την Παρασκευή το βράδυ, τον περίμενα λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, βηματίζοντας πάνω-κάτω στην πρόσοψη του τετραγώνου. Μόλις είδα το αυτοκίνητο να έρχεται, μόνο που δεν έτρεξα. Μπήκα μέσα, πριν καλά-καλά πατήσει το φρένο, κάνοντας σχεδόν βουτιά στο πίσω κάθισμα.
-Πες μου ότι το έχεις μαζί σου..., ρώτησα χαμηλόφωνα, κοιτάζοντάς τον κάπως.
-Εδώ το έχω, Αφέντρα, χαμογέλασε χαρούμενος.
-Εσύ γιατί χαίρεσαι;
-Δεν θα έπρεπε να χαίρομαι, Αφέντρα;, χαμογέλασε πιο πλατιά.
-Όχι. Εσύ θα έπρεπε ήδη να οδηγείς.
-Όπως επιθυμείτε, Αφέντρα, το χαμόγελο έκανε φτερά.

Πήρα το CD στα χέρια και έκανα όνειρα για την ώρα που θα φτάναμε σπίτι.
Ο Χ κάπου θα πήγαινε με τους άλλους, θα επέστρεφε αργά, και είχα όλο το σπίτι δικό μου να ξελυσσάξω. Το ότι ήταν μέρες 15αύγουστου, το έκανε πολύ καλύτερο, διότι όλη η Αθήνα έλειπε και θα είχα ησυχία να κάνω φασαρία.
-Τι ώρα θα τελειώσετε;
-Δεν ξέρω, Αφέντρα... Θέλετε να γυρίσω κάποια συγκεκριμένη ώρα; Να γυρίσω νωρίς; Να σας τηλεφωνήσω;
-Δεν είμαστε καλά! Να πας και να μείνεις μέχρι αύριο το πρωΐ! Φίλοι σου είναι!
-Μάλιστα, Αφέντρα..., χαμογελούσε πάλι. Θα αργήσω όσο περισσότερο μπορώ.
-Να πάρεις και πυτζάμες. Μπορεί να χρειαστούν.
-Θα πάρω, Αφέντρα, είπε και ήταν, όντως, ικανός να πάρει. Εάν φορούσε...

-Αφέντρα, θέλω να σας πω κάτι... αλλά δεν ξέρω πως θα σας φανεί..., είπε διστακτικά.
-Μη μου πεις, ότι έχει χαλάσει το CD Player στο σπίτι..., τον βούτηξα από το πουκάμισο.
-Όχι, Αφέντρα, συνέχιζε να χαμογελάει.
-Τότε δεν με νοιάζει ό,τι κι αν πεις, τον διαβεβαίωσα ξαπλώνοντας στην θέση μου. Shoot.
-Τα παιδιά μού λένε εδώ και μέρες, να σας πω ότι θα ήθελαν πολύ να έρθουν αύριο να φάμε... Να κάνουμε ό,τι και στις διακοπές... Δεν ξέρω αν το θεωρείτε υπερβολικό...
-Υπερβολικό δεν θα είναι να έρθουν. Υπερβολικό θα είναι ότι θα ακούνε συνέχεια το Killing Time. Αν τους βαστάει, ας κοπιάσουν, ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω. Έχουμε παραγγελιές;
-Όχι, Αφέντρα, κούνησε αμέσως το κεφάλι. Ό,τι θέλετε εσείς. Μου είπαν, αν συμφωνήσετε, να γράψετε ό,τι θέλετε να σας φέρουν, και να μαγειρέψουμε, όπως στις διακοπές.
-Ok. Θα κάνω την λίστα μέχρι να φτάσουμε. Θα το σανιδώσεις, επιτέλους;

Μπήκαμε σπίτι, έκανε μπάνιο, άλλαξε, του έδωσα την λίστα στο χέρι, και τον πέταξα έξω.
Άνοιξα πόρτες-παράθυρα - έκανε απίστευτη ζέστη. Κρατιόμουν με δυσκολία να μην βάλω το CD να παίζει. Κάθησα για ένα τσιγάρο στον καναπέ, στα σκοτεινά, με τα φώτα του δρόμου να φωτίζουν το διαμέρισμα. Είχε ησυχία. Η αδημονία είχε φύγει, και την θέση της είχε πάρει ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Όλη αυτή η επιμονή του - να φέρει κάτι ήσσονος σημασίας, κάτι που θα μπορούσα να το έχω εύκολα -, και ο τρόπος του πέραν των λέξεων, ήταν σαν να μου ζητούσε να τον αφήσω να βρει edelweiss. Και εκτός της δικής μου χαράς, που ήταν δικαιολογημένη, η δική του ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Για ένα τραγούδι...

Έβαλα ραδιόφωνο, έκανα μπάνιο, και μπήκα στο δωμάτιο.
Μου είχαν λείψει πολύ τα φετιχιστικά μου. Πάρα πολύ.
Άνοιξα την ντουλάπα, βρήκα τα ωραιότερα τακούνια που είχα, και η ματιά μου έπεσε σε ένα φόρεμα. Ο Χ, κάποια στιγμή - όταν τελείωσαν οι βασικές εισαγωγές... -, έφερνε πράγματα που πίστευε ότι θα μου άρεσαν. Και δεν είχε πέσει ποτέ έξω. Μαζί με αυτά, ήταν και ένα φόρεμα μακρύ, μαύρο, που ήταν μέσα στα κρόσσια, την δαντέλα, και είχε δερμάτινες λεπτομέρειες. Το είχε φέρει, όμως, όταν είχε ήδη μπει το καλοκαίρι, και, από την μία ζεσταινόμουν, από την άλλη μία φορά που είχαμε επιχειρήσει να το φορέσω, ξενερώσαμε στο λύσε-δέσε-ξεμπέρδεψε μία ώρα. Συμφωνήσαμε ότι ήταν αμφίεση για show και όχι για οικιακή περιβολή, και το ξεχάσαμε.

Δεν ξέρω που βρήκα την όρεξη.

Τόσος κόπος - δεν ξέρω πόση ώρα γύριζα γύρω από τον εαυτό μου, μέχρι να βρω που μπαίνει τι... -, τόση υπομονή, μέσα σε τόση ζέστη, και τους Beggars να περιμένουν να σκοτώσουν τον χρόνο τους μαζί μου. Τι είδους μαζοχισμός ήταν αυτός, να μην ανοίγω ούτε το air-condition... ειλικρινά, δεν ξέρω.

Ετοιμάστηκα. Και πάτησα το play... Αυτό ήταν...
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνονται οι άλλοι τα αγαπημένα τους κομμάτια. Και δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθάνομαι εγώ. Αν γράψω, ότι αισθάνομαι ότι γίνομαι ένα με την μουσική, θα φανώ ρομαντική. Και θα πρέπει να φτύνω τον κόρφο μου, γράφοντας. Αλλά αυτή είναι η αλήθεια.

Άρχισα να χορεύω.
Δεν υπήρχε αυτό το κομμάτι... Δεν υπήρχε, όμως...
Βασικά, δεν ήμουν εκεί. Δεν ξέρω που ήμουν. Ο ιδρώτας κυλούσε ακατάπαυστα στην ραχοκοκκαλιά μου, το φόρεμα είχε κολλήσει επάνω μου, τα μαλλιά μου - που μούσκευαν αργά - πήγαιναν όπου ήθελαν, και πως την είδα, και βγήκα έξω. Στην βεράντα, είχε μία τεράστια κολώνα, που χρειάζονταν 2 άτομα για να την αγκαλιάσουν. Εκεί πήγαινε τον Χ να ξαποστάσει στην σκιά της, όταν το κοριτσάκι του ήθελε βόλτες κάτω από τον ήλιο.

Άρχισα να γυρίζω γύρω της. Δεν ξέρω για πόση ώρα.
Κάποια στιγμή, άναψε το φως του σαλονιού, και με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να σκύβει στην βαλίτσα που είχε αφήσει δίπλα από την πόρτα, και να παίρνει κάτι. Ήμουν πίσω από την κολώνα, και υπέθεσα ότι δεν με είδε. Το φως έσβησε, σχεδόν αμέσως, και υπέθεσα ότι είχε φύγει.

Ο Χ, όμως, δεν είχε φύγει.
'Ηταν εκεί.
Και έβλεπε.

6.5.10

Killing Time

Το ότι μου αρέσει η μουσική, το έχουμε πει.
Το τι παθαίνω με ένα κομμάτι που μου αρέσει και το ακούω για πρώτη φορά;
Αυτό δεν το έχουμε πει.

Το θέλω χθες.
Όταν θέλω ένα τραγούδι και δεν μπορώ να το έχω άμεσα, είναι τρελό βασανιστήριο.
Τρελό, όμως...
Όσο πιο πολύ μου αρέσει, τόσο αφόρητη μού είναι η έλλειψή του.

Την Τετάρτη το βράδυ, γύρισα πολύ αργά σπίτι.
Είχα μία κουραστική μέρα και μόλις που είχα κουράγιο να κάνω μπάνιο. Ήταν περασμένες 12 όταν ξάπλωσα και ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ, όταν άκουσα να παίζει ένα παλιό κομμάτι του Ozzy στην τηλεόραση. Είχα χρόνια να δω το clip και όταν τελείωσε, γύρισα πλευρό ήρεμη και ικανοποιημένη.

Ό,τι θα με έπαιρνε ο ύπνος, όταν άκουσα την εισαγωγή του.
Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και κράτησα την αναπνοή μου. Κάθησα πανικόβλητη, και έψαξα το control - που είχε μπερδευτεί στα σκεπάσματα - για να ανεβάσω την ένταση, όσο με έπαιρνε. Ήταν από τα ωραιότερα κομμάτια που έχω ακούσει στην ζωή μου... Μου έφυγε η ηρεμία, μου έφυγε ο ύπνος, μου έφυγε η μαγκιά. Άντε να με πείσεις να κοιμηθώ... Στριφογύριζα στο κρεβάτι σαν την άδικη κατάρα. Τίποτα.

Την προ-internet περίοδο, όταν άκουγα κάτι που μου άρεσε, το τακτοποιούσε μία φίλη/ένας φίλος, που είχε. Κάποια στιγμή το έβρισκε και μου το έδινε. Αλλά εκείνο το βράδυ η κατάστασή μου ήταν σοβαρή. Αφού πέρασαν ώρες να με τυραννά η μελωδία του - μένοντας ξάγρυπνη -, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο τον Χ.

-Αφέντρα;!, ακούστηκε ανήσυχος. Και αγουροξυπνημένος...
-Άσε την Αφέντρα, και πιάσε το laptop!
-Τι συμβαίνει, Αφέντρα;! Έγινε κάτι;!
-Από εσένα θα εξαρτηθεί! Λοιπόν. Θέλω ένα κομμάτι που πρέπει να λέγεται "Killing Time". Δεν ξέρω αν είναι παλιό/καινούριο, ποιος/ποιοι το τραγουδάνε, το μόνο που ξέρω είναι ότι το θέλω!
-Τι είναι, Αφέντρα; Pop; Rock;, είχε αρχίσει να ξυπνάει.
-Είναι heavy metal! Αλλά είναι slow!
-Θα πρέπει να είναι πολύ ιδιαίτερο, για να σας αρέσει, Αφέντρα..., μπορούσα να καταλάβω ότι χαμογελούσε.
-Γιατί;!
-Δεν σας αρέσουν τα slow, Αφέντρα... Έτσι δεν είναι;...

Έκλεισα τα μάτια.
Όλη η ένταση που είχα, εξαφανίστηκε... Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, πως είναι να σε έχει μελετήσει ο σκλάβος σου... Ακόμα και για ασήμαντα πράγματα, είναι τέτοιο το συναίσθημα της ικανοποίησης...
-Ναι... είναι από τις εξαιρέσεις..., άκουσα σπασμένη την φωνή μου. Και βαριά...
-Θα το βρω, Αφέντρα, είπε με σιγουριά.
-Ok... Βρες μου τίτλο και συγκρότημα, το συντομότερο δυνατό..., ήμουν χάλια...
-Θα το κάνω, Αφέντρα... (Παύση) Είστε καλά...;
-Όχι. Αλλά είσαι πολύ μακριά για να υποστείς τις συνέπειες...
Παύση.
-Είστε χαρούμενη που θα βρω το τραγούδι, Αφέντρα;..., ρώτησε αθώα.
-Όχι. Είμαι ήρεμη που είσαι σκλάβος μου. Καληνύχτα.

Ένοιωθα ότι θα κοιμόμουν αμέσως, όταν μετά από λίγο χτύπησε το τηλέφωνο.
Μόλις είδα τον αριθμό του, χαμογέλασα.
-Τι έγινε;..., συνέχιζα να είμαι χάλια...
-Νομίζω το βρήκα, Αφέντρα!, ακούστηκε ενθουσιασμένος. Είχε ξυπνήσει για τα καλά.
-Αποκλείεται, του είπα βέβαιη.
-Είναι αυτό, Αφέντρα;!

Όταν άκουσα εκείνη την εισαγωγή...
-Διάολε! Αυτό είναι! Αυτό είναι!, πετάχτηκα όρθια. Που στον διάολο το βρήκες;!
-Στο internet, Αφέντρα..., είπε συνεσταλμένα.
-Που να γαμήσω! Με το κωλο-internet πια! Ok! Ακούω! Ποιος / ποιοι / ποιο;!
-Spiritual Beggars, Αφέντρα. Θα κατεβάσω το album, και θα σας το φέρω την Παρασκευή.
-Την Παρασκευή;! Ποια Παρασκευή;! Εδώ καιγόμαστε! Τι να το κάνω το album; Θα το δώσω αύριο πρωΐ-πρωΐ να μου το κατεβάσουν!
-Σας παρακαλώ, Αφέντρα..., άλλαξε η φωνή του. Μην το ζητήσετε από αλλού... Αφήστε με να σας το φέρω εγώ... Σας παρακαλώ...
-Χ, δεν μπορώ να περιμένω μέχρι την Παρασκευή το βράδυ. Δεν έχει νόημα να μου το φέρεις εσύ. Ένα τραγούδι είναι.
-Αν είχατε internet, Αφέντρα, θα σας το έστελνα αμέσως..., είπε στενοχωρημένος. Σας παρακαλώ... Θα ήθελα να σας το φέρω εγώ... Αν θέλετε...

Πάνω που είχα αρχίσει να συνέρχομαι, ξανά χάλια...
-Ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο να μιλάμε στο τηλέφωνο...
-Το ξέρω, Αφέντρα...
-Ξέρεις ότι σε ξύπνησα...
-Το ξέρω, Αφέντρα..., άρχισε να χαμογελάει.
-Ξέρεις τι θα γίνει όταν θα έρθεις....
-Το ξέρω, Αφέντρα...

Δεν ήξερε.
Ούτε εγώ.

5.5.10

Music


Αν ήθελα κάτι - περισσότερο από όλα - να αλλάξει σε εμένα, αυτό θα ήταν η φωνή.
Όχι για να μιλάω.
Αυτό το έχω πάρει απόφαση: στα 50 μου η φωνή της Μαρίας Ρεζάν, μπροστά στην δική μου, θα είναι η φωνή της Betty Boop.
Θα ήθελα να μπορώ να τραγουδάω.
Δεν θα έκανα τίποτα όλη μέρα, εκτός από αυτό.
Θα τραγουδούσα συνέχεια.

Η σχέση μου με την μουσική, είναι σχέση λατρείας και πάθους.
Το πάθος το αισθάνομαι όταν ακούω τα αναλώσιμά μου. Τραγούδια που μου αρέσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Και λατρεία, όταν ακούω κομμάτια που ξέρω ότι θα τα αγαπάω μία ζωή. Και στις 2 περιπτώσεις, όμως, όταν τα ακούω για πρώτη φορά, τα ερωτεύομαι.

Αυτό που με πιάνει, είναι ότι θέλω να τα ακούω συνέχεια, να τα τραγουδάω και να τα χορεύω.
Όχι σε clubs ή στο σπίτι - σαν άνθρωπος - τόσο, όσο σαν το κατσίκι, χοροπηδώντας πάνω στο κρεβάτι. Δυστυχώς, δεν έχω αυλή για να πάρω ένα τραμπολίνο - που θα βόλευε όσο να πεις -, οπότε αγοράζω τάβλες κάθε τρεις και λίγο. Η τελευταία φορά που έκανα μεγάλη ζημιά, ήταν πριν 2-3 χρόνια, όταν άκουσα το Rumore. Πήγαμε με 2 φίλες μου, τρέχοντας, σε ένα παραλιακό μαγαζί που υποτίθεται ήταν Disco... Τ' αρχείδια μου ήταν τελικά, αλλά στην αρχή - πριν ξεκινήσει αυτό που είχαν για πρόγραμμα -, έπαιζε σε video-wall τα clips που ακούγονταν, συγχρόνως. Κι εκεί είδα και άκουσα το Rumore...

Δεν ξέρω αν παίζει ρόλο το ότι καθόμασταν ακριβώς κάτω από ένα, αλλά μου ήρθε ο θάνατος. Και η ίδια η Carrà να ερχόταν μπροστά μου, τέτοιο σοκ δεν θα πάθαινα. Εκτός του ότι η Raffaella ήταν μουνάρα... - μουνάρα, όμως -, μου άρεσε μέχρι και ο τύπος με το μαλλί-κράνος. Πόσο να κρατήθηκα; Για καμμιά ώρα; Τις παράτησα και πήρα ταξί για να με φέρει σπίτι να το κατεβάσω. Την τύφλα μου δεν ήξερα από internet, αλλά κάθησα έως τις τέσσερις το πρωΐ και τα κατάφερα. Από την άλλη μέρα, έγινε της πουτάνας. Της πουτάνας, λέμε.

Κι εκεί αρχίζει το άλλο πρόβλημα. Ο ήχος.
Όταν είσαι ένα στερημένο άτομο - όπως εγώ -, που τα τραγούδια που του αρέσουν πραγματικά, δεν τα ακούει όταν βγαίνει έξω, και αν τύχει να τα ακούσει δεν θα είναι στην ένταση που το ευχαριστεί, μία λύση υπάρχει: τα Mp3 Player. Για να ακούω ό,τι μου αρέσει, για όσο μου αρέσει, μέχρι να ματώσουν τα αυτιά μου. Τραγουδάω, μέχρι να πάθω φαρυγγίτιδα και χοροπηδάω μέχρι να σπάσουν τάβλες.

Μιλάμε, ότι εγώ στα 50 μου, θα φοράω 2 ακουστικά βαρηκοΐας, και ο Θεός να βάλει το χέρι του, να μην σέρνω από πίσω μου και κανένα καροτσάκι με ενισχυτές (θέλω να πιστεύω, ότι το καροτσάκι θα είναι ευγενική χορηγεία του ξυλουργού, ως ελάχιστο φόρο τιμής για τις συχνές αγορές μου). Κι αυτό, γιατί δεν μπορώ να ευχαριστηθώ τον ήχο σε ανοικτό χώρο - για παράδειγμα, δεν μου αρέσουν τα θερινά club / σινεμά. Δεν θέλω ο ήχος να βγαίνει έξω. Θέλω να μπαίνει μέσα μου.

Αν ήμουν μουσικός, ένα όργανο θα ήταν το ιδανικό για εμένα. Τα drums.
Θα μπορούσα να κοπανιέμαι ώρες ατελείωτες επάνω τους. Πράγμα που δεν θα γίνει ποτέ, διότι όσο και να τα αγαπάω, πιο πολύ αγαπάω τα νύχια μου - γαμώ το. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη φάση, από το να παίζω το Would You Love A Monsterman, π.χ., όλη μέρα, μέχρι τελικής πτώσης. Αλλά όχι με sticks. Με riding crops!

Διάολε!
Αυτές είναι φαντασιώσεις!

4.5.10

The sub/stance

Το sex του παραπόνου και της παρηγοριάς, το είχαμε κάνει.
Τι κάναμε μετά;
Το sex της παρωδίας.

Μπορεί να πηδιόμασταν, αλλά ταυτοχρόνως χτυπιόμασταν και από τα γέλια.
Του έλεγα - ας πούμε - για το πόσο ωραία θα ήταν να ήμασταν μαζί, και να γυρνούσε από την δουλειά και να με έβλεπε με την ρόμπα και τα ρόλλεϋ στο κεφάλι.
Τρελός παράδεισος.
Ή - μου έλεγε - πως θα ήταν αν έσπαγε το πόδι του, και έπρεπε εγώ να του πηγαίνω το φαγητό στο κρεβάτι, ρωτώντας τον "Μήπως θα ήθελες και κάτι άλλο να σου φέρω;".
Τρελός παράδεισος, λέμε τώρα.

Γκρεμίζαμε την εικόνα της σχέσης μας, και γελούσαμε.
Σατυρίζαμε ό,τι ήμουν και ό,τι ήταν, και διασκεδάζαμε.
Και αυτός ήταν ο πραγματικός παράδεισος.

Του ζήτησα να ετοιμάσει ένα αφρόλουτρο.
Μπήκαμε και οι δύο στην μπανιέρα, με τσιγάρα, τσάγια, σταχτοδοχεία, ενώ μέσα από το σαλόνι ακουγόταν δυνατά μουσική.
-Μην αρχίσεις να ψάχνεις για παιδιά πάλι, τον προειδοποίησα και ανασηκώθηκα λίγο, όταν ένοιωσα τα χέρια του να με σφίγγουν. Τα παιδιά σου είναι πεταμένα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, μέσα σε latex, δεμένα κόμπο.
Με τράνταζε από τα γέλια του και το τσάι μου χυνόταν στα πλακάκια.
-Πριν φύγεις, να σφουγγαρίσεις, του είπα σοβαρή και έφερα το ποτήρι στα χείλη μου.

Το μόνο που άλλαξε, ήταν ότι αυτή την φορά το αφέψημα χυνόταν μέσα στο νερό.
-Είπαμε να κάνουμε ένα μπάνιο, να καθαρίσουμε από τα σωματικά μας υγρά. Έχεις κάτι με το τσάι μου;, τον ρώτησα κοιτάζοντας το μισογεμάτο πλέον ποτήρι.
-Όχι, Αφέντρα, απάντησε χωρίς να σταματήσει να γελάει. Είμαι ευτυχισμένος.
-Που δεν θα πιω το τσάι μου;
-Όχι, Αφέντρα, γελούσε ακόμα.
-Όχι, γιατί αν είναι αυτό, είχα σκοπό να πιω το δικό σου...
-Αφέντρα, δεν φανταζόμουν αυτό που ζούμε, έτσι..., σοβαρεύτηκε και χαμήλωσε την φωνή του. Αυτό που φανταζόμουν, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που ζω.

Του έδωσα να κρατήσει το ποτήρι μου και άναψα τσιγάρο.
-Αυτό που φανταζόσουν εσύ, είναι αυτό που φανταζόμουν κι εγώ. Στην πορεία, όλα τα πράγματα αλλάζουν. Πόσο μάλλον οι σχέσεις. Και η θεωρία από την πράξη, πολλές φορές, απέχει πολύ.
-Αφέντρα, δεν θέλω να πιστεύετε ότι ήθελα κάτι δήθεν. Κάτι ψεύτικο. Δεν ξέρω αν όσα σας είπα πριν, τα είπα καλά. Αν καταλάβατε τι ήθελα να πω.
-Νομίζω πως κατάλαβα πολύ καλά. Φανταζόσουν πως μία κυριαρχική γυναίκα, θα ήταν συνέχεια κάπως. Δεν είναι. Αν ήμουν συνέχεια όπως είμαι σε στιγμές, θα έπρεπε να μου φορέσουν ζουρλομανδύα και να με κλείσουν σε ψυχιατρείο. Αν αυτό που έχουμε, σε κάνει ευτυχισμένο, είναι γιατί είναι ισορροπημένο. Όλα έχουν τον χρόνο τους. Τα όριά τους. Έτσι συμβαίνει με όλα.
-Το ξέρω, Αφέντρα. Αυτό που με προβλημάτισε εμένα...
-... είναι το αίσθημα της ανασφάλειας τού αν είσαι λίγος. Λίγος ως σκλάβος. Ok. Λίγος σε τι; Επειδή κάναμε sex σαν άνθρωποι και δεν κρεμαστήκαμε από το φωτιστικό; Επειδή δεν ούρλιαζα κι επειδή δεν χτυπούσες με γροθιές το στέρνο σου, την ώρα που πηδιόμασταν; Αυτό θα ήταν sex; Και θα περίμενα μία εβδομάδα για μία μαλακία; Τότε γιατί να μην το κάνω μόνη μου; Θα γλύτωνα και τις γελοιότητες.

Δεν μίλησε. Σκεφτόταν.
-Γιατί δεν μιλάς;
-Γιατί έχετε δίκιο, Αφέντρα...
-Εγώ το ξέρω. Εσύ, είναι το θέμα να το καταλάβεις.
-Το καταλαβαίνω, Αφέντρα. Σας ορκίζομαι. Σκέφτομαι συνέχεια το "τι" και το "πως". Σας ορκίζομαι πως δεν θα σταματήσω να σκέφτομαι έτσι.
-Τα πράγματα είναι απλά. Ούτε εσύ, ούτε εγώ, κάναμε κάτι με άλλους. Είναι η πρώτη μας φορά. Και είναι 2 τα θέματα. Το 1ο είναι, ότι δεν το κάναμε, γιατί δεν θέλαμε το δήθεν. Το 2ο είναι, ότι ό,τι κάνουμε και ό,τι σκεφτόμαστε, προέρχονται από αυτό που έχουμε ως ένστικτο. Δεν ξέρω τι γνώμη έχουν οι άνθρωποι για τον σαδομαζοχισμό. Φαντάζομαι την χειρότερη. Μπορεί να είμαστε άρρωστοι. Δεν θα φέρω σε κανέναν αντίρρηση, αν έρθει και μου το πει. Γιατί μπορεί και να είναι αλήθεια. Αλλά εγώ δεν το αισθάνομαι έτσι. Εμένα μου αρέσει. Αυτή είμαι. Άρρωστη; Μπορεί. Αλλά για εμένα, παίζουν άλλα πράγματα ρόλο. Τον νόμο του "τι" και του "πως". Αν κάποτε μου έφερναν έναν άνδρα ντυμένο-στολισμένο με δερμάτινα και κολλάρα, και μου έλεγαν "πάρ'τον και κάνε τον ό,τι θες", θα έλεγα "όχι, ευχαριστώ". Δεν είναι εκεί το θέμα μου. Εγώ ήθελα εσένα. Γιατί εσύ ήθελες εμένα. Μόνο έτσι μπορώ να λειτουργήσω. Δεν μπορώ αλλιώς.

Άφησε το ποτήρι μου στα πλακάκια, και με γύρισε απαλά προς το μέρος του.
-Αφέντρα, είπε πολύ σοβαρός. Αυτό είναι που σκέφτομαι. Αν εγώ είμαι αυτό που θέλετε. Αν κάνω αυτό που θέλετε. Αν σας έχω απογοητεύσει σε κάτι. Δεν θέλω να γίνει κάτι άλλο από αυτό που επιθυμείτε.
-Αυτό που επιθυμούσα μία εβδομάδα, ήταν να κάνουμε sex. Δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Δεν είχα σκεφτεί πως, που, τι ώρα. Σκεφτόμουν συνέχεια εσένα κι εμένα, σε ένα κρεβάτι. Ασταμάτητα. Και αυτό μου πρόσφερες. Αυτό είναι ο σκλάβος. Και δεν με ενδιαφέρει αν φοράς το κολλάρο, αν είσαι από πάνω μου ή από κάτω μου στο sex, αν καθόμαστε και οι δύο στον καναπέ ή στο κρεβάτι. Η ουσία είναι αλλού. Όχι στο τι μπορεί να δει ο καθένας. Αν εμένα με ικανοποιεί κάτι, αυτό είναι το σωστό.
-Όλη την εβδομάδα, και ιδίως στον γυρισμό, σκεφτόμουν ότι θα μπούμε μέσα στο σπίτι και δεν θα ξέρω τι θα κάνω... Ότι μπορεί και να σας έκανα κακό... Δεν ήξερα που θα φτάσω...
-Να μου κάνεις κακό; Διάολε, είμαι το κακό.

Πίσω μου, χαμηλά, ένοιωσα την στύση του.
-Είστε το κακό..., επανέλαβε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας το στόμα μου.
-Δεν είσαι εδώ για να με ζήσεις, Χ. Δεν ξέρεις πως είμαι κανονικά. Σου είπα. Ό,τι μπορούμε και ό,τι προλαβαίνουμε. Εσύ δεν ξέρεις πως θα ήσουν, μετά από μία εβδομάδα. Εγώ ξέρω πως θα ήμουν, αν ζούσες εδώ. Οπότε μην τρελαίνεσαι. Ήδη έχουμε φτάσει μακριά. Έστω και σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα που είμαστε μαζί.
-Ναι... Έχουμε φτάσει μακριά..., με κοίταξε στα μάτια.
-Πολύ μακριά, συμπλήρωσα με νόημα. Αυτό που έχει σημασία, είναι να μην αναλωνόμαστε σε ανούσια πράγματα. Μέχρι τώρα, λέγαμε και οι δύο τι μαλακία κάναμε. Νομίζω πως καλώς έγινε ό,τι έγινε. Μας έδειξε πράγματα. Γυρίσαμε πίσω, και δεν μπήκαμε μέσα στο σπίτι, εγώ να ψάχνω στολές κι εσύ να σέρνεσαι στα γόνατα. Γυρίσαμε και δεν μπορέσαμε να ξεκολλήσουμε ο ένας από τον άλλον. Μέσα στην κρεβατοκάμαρα, δεν πηδήχτηκαν δύο ρόλοι. Πηδήχτηκαν ένας άνδρας και μία γυναίκα. Όχι, όμως, μία οποιαδήποτε γυναίκα και ένας οποιοσδήποτε άνδρας. Κάναμε sex, και αν μας έβλεπαν άλλοι, δεν θα καταλάβαιναν καμμία διαφορά. Και θα καταλάβαιναν λάθος. Γιατί ακόμα και στο sex, εσύ είσαι σκλάβος κι εγώ Αφέντρα. Κι ας κάνουμε ό,τι και οι άλλοι. Καταλαβαίνεις τι λέω;

Με τράβηξε επάνω του και με έσφιξε δυνατά.
-Δεν μπορώ να έρθω πιο κοντά. Με εμποδίζει το πουλί σου.
-Αφέντρα..., είπε χαμογελαστός.
-Μη μου πεις ότι έχεις κι άλλες απορίες... Βαρέθηκα να μιλάω... Μίλα εσύ. Δώσε μου τσάι, τσιγάρα, και πάρε το πουλί σου από 'δω, μην έχουμε επαναλήψεις.
Ανασηκώθηκα, μου άναψε το τσιγάρο και ξάπλωσα στον ώμο του.
-Αφέντρα, είμαι ηλίθιος, είπε μετά από λίγα λεπτά.
-Ναι. Αλλά με ωραία στύση.
-Τώρα δεν ξέρω τι να πω..., είπε γελώντας.
-Μην σε ανησυχεί. Είναι που έχει κατέβει όλο το αίμα στο πουλί σου.

Άρχισε να γελάει δυνατά.
-Τι καταλαβαίνεις, τώρα;, γύρισα και τον κοίταξα. Δεν με αφήνεις να κάνω ένα τσιγάρο με την ησυχία μου, μου έχυσες το μισό τσάι, και δεν μπορώ να καθήσω αναπαυτικά γιατί με σπρώχνει το πουλί σου. Να φύγω; Ενοχλώ;
Ο Χ γελούσε σαν τρελός.
-Δεν θα σας αφήσω να φύγετε, Αφέντρα, είπε μες στα γέλια και με έσφιξε για άλλη μία φορά επάνω του. Είστε ό,τι περίμενα στην ζωή μου, και ακόμα περισσότερα.

Μία εβδομάδα μετά, τα τελευταία του λόγια, θα έβγαιναν από το στόμα ενός ανθρώπου που γνώριζα για πρώτη φορά.
Και που θα μπορούσε να ήταν και η τελευταία.
Χωρίς γέλια.

3.5.10

Doubts

Εκείνο το βράδυ, κατάλαβα ότι η σχέση είχε αλλάξει.
Και το κατάλαβε κι εκείνος.

Μέχρι να γνωρίσω τον Χ, δεν είχα κάνει sex με άνδρα που δεν μιλούσε στο κρεβάτι.
Δεν μου έτυχε, και ευτυχώς, γιατί δεν θα μπορούσα.
Ο Χ ήταν, όμως, κάτι άλλο.
Δεν ήταν το sex αυτό-καθ' αυτό με τον Χ.
Δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι μου γινόταν εκείνη την στιγμή.
Άκουγα.

Όχι εκφράσεις του τύπου "Και τώρα, μάνα μου, θα σου χώσω το παλούκι μου στο πηγάδι σου!" ή "Αχ, Αφέντρα... αυτό το υπέροχο αιδοίο σας...".
Ήταν σκέψεις, που δεν μου τις είχε πει όταν τις είχε.
Όταν κάναμε sex, μάθαινα πράγματα. Διάφορα.
Και ήταν και ο τρόπος που τα σκεφτόταν και ο τρόπος που τα έλεγε - τι ήθελε να κάνει, γιατί δεν το έκανε, τι είχα πει τις προάλλες στον παρκαδόρο, πως γελούσα με την φίλη μου στο τηλέφωνο, πως ήταν η έκφραση του προσώπου μου όταν έλεγα εκείνο, πως κοιτούσα όταν εννοούσα το άλλο.

Εκείνο το βράδυ, το sex ήταν διαφορετικό.
Ήταν το sex του παράπονου και της παρηγοριάς.
Μιλούσαμε ο ένας επάνω στον άλλον - πως κρατηθήκαμε, τι ήταν αυτό που περάσαμε, τι αισθανόταν όταν με έβλεπε να φεύγω τα πρωϊνά, τι σκεφτόμουν όταν έβγαινε από το μπάνιο, τι ήθελε να κάνει όταν τον ακουμπούσα κατά λάθος, τι ήθελα να κάνω όταν έλεγε ό,τι είχε πει.

Ξημέρωσε.
Αποφασίσαμε να σταματήσουμε, να πάμε στο σαλόνι, να καθήσουμε στον καναπέ, φρόνιμοι.
Τα παράπονά μας τα κάναμε, παρηγορηθήκαμε, φτάνει.
Έφτιαξε τσάι, το γέμισε πάγο, και καθήσαμε σιωπηλοί να κοιτάζουμε έξω από την μπαλκονόπορτα.

-Δεν τελειώσαμε, ε;, τον ρώτησα φυσώντας τον καπνό.
-Θέλω να σας πω κάτι, αλλά δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη η ώρα, απάντησε σταθερά.
-Θα πρέπει να είναι 6-7. Τι έχει η ώρα;
-Δεν θα ήθελα να χαλάσω την βραδιά...
-Έχει ξημερώσει.

Πήρε βαθιά ανάσα.
-Σκεφτόμουν πως θα ήταν αν ήμασταν συνέχεια μαζί. Αν θα ήταν όπως το είχατε φανταστεί ότι θα είναι. Αν εγώ θα ήμουν αυτό που είχατε φανταστεί. Ή αυτό που θα θέλατε. Μία εβδομάδα, ήταν κόλαση για εμένα. Ήσασταν εκεί, αλλά δεν μπορούσα να σας έχω. Και τώρα που γυρίσαμε, δεν είμαι εγώ.
-Δεν είσαι εσύ; Τι εννοείς;
-Δεν είμαι ο σκλάβος σας.
-Δεν έφτιαξα εγώ το τσάι.
-Είμαι σκλάβος επειδή έφτιαξα το τσάι, Αφέντρα;...

Γύρισα και τον κοίταξα.
Με ρώτησε θλιμμένα. Πραγματικά αναρωτιόταν.
Σηκώθηκα όρθια και άναψα κι άλλο τσιγάρο.
-Δεν είσαι σκλάβος, επειδή δεν φόρεσες κολλάρο, Χ;...
Μπερδεύτηκε. Με κοίταξε συνοφρυωμένος.
-Όοοχι... Δεν είπα κάτι τέτοιο...
-Αυτό εννοούσες, όμως. Και σε ξαναρωτώ. Δεν είσαι σκλάβος επειδή δεν φόρεσες κολλάρο;
-Αφέντρα... Σας θύμωσα;..., σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου.
-Να με θυμώσεις; Εσύ; Δύσκολα.
-Αυτό που εννοούσα..., ξεκίνησε.
-Αυτό που εννοούσες είναι ότι αν δεν φοράς κολλάρο, αν είσαι εσύ από πάνω την ώρα του sex, και αν δεν λες συνέχεια "Μάλιστα, Αφέντρα, Ό,τι πείτε, Αφέντρα", δεν είσαι σκλάβος, τον έκοψα.

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
-Αφέντρα..., είπε ανήσυχος και έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος μου.
-Ε, όχι και "Αφέντρα"..., του είπα και πήγα πίσω από τον καναπέ. Σε ποια μιλάς έτσι; Σε μία γκόμενα που στέκεται γυμνή, φορώντας το πουκάμισό σου; Που είναι τα μαστίγια; Και είναι και ξυπόλητη! Που είναι τα τακούνια;
-Αφέντρα..., είπε πιο έντονα, χωρίς να κινηθεί αυτή την φορά.
-Είπαμε. Όχι "Αφέντρα". Αν εσύ δεν είσαι σκλάβος, τότε εγώ δεν είμαι Αφέντρα. Τόσο απλά είναι τα πράγματα.

Πήγα και κάθησα στον καναπέ.
-Σας θύμωσα..., έσκυψε το κεφάλι. Δεν το ήθελα... Συγχωρήστε με... Απλά... δεν ήθελα να πιστέψετε ότι δεν σας σέβομαι... Ότι αλλάξατε, για εμένα... Δεν ξέρω πως να σας το πω...
-Και όλα αυτά επειδή κάναμε sex;
-Όχι, Αφέντρα!, ήρθε γρήγορα και γονάτισε μπροστά μου. Όχι γι' αυτό! Αλλά γιατί... γιατί...
-Γιατί...;
-Γιατί..., δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις.
-Γιατί μέσα στο μυαλό σου είχες μια εικόνα. Αλλά εγώ δεν είμαι εικόνα. Ούτε κι εσύ. Ξέρεις κάτι; Έχω να το λέω για το πόσο γρήγορα με έχεις μάθει. Αλλά μόλις τώρα κατάλαβα, ότι δεν έχεις μάθει ένα από τα σπουδαιότερα πιστεύω μου. Δεν είναι το "τι". Είναι το "πως". Πάντα.

Πήρε τα χέρια μου και τα φίλησε.
-Αφέντρα, σας αγαπάω... Δεν το έχω ξανακάνει αυτό... Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό... Έχω πάντα την ανασφάλεια αν κάνω κάτι λάθος... Αν σας δυσαρεστήσω... Αυτό που κάναμε... Αυτό που έκανα... δεν ξέρω αν σας ήταν αρκετό... Αν αυτό περιμένατε από εμένα... Μόνο...
Χαμογέλασα. Πήρα τα χέρια μου από τα δικά του, και έμπλεξα τα δάκτυλα στα μαλλιά του, χαϊδεύοντας το κεφάλι του.
-Είπες ότι σκεφτόσουν πως θα μπορούσε να ήταν, αν ήμασταν συνέχεια μαζί. Αν ήσουν εδώ, αν βρισκόμασταν συχνότερα, κανονικά. Νομίζεις ότι θα σε κυνηγούσα με ένα μαστίγιο κάθε μέρα; Ότι θα γύριζες από την δουλειά κουρασμένος και θα είχες κουράγιο να μου ετοιμάσεις το μπάνιο; Ότι θα είχα να πάω κάπου και θα σκεφτόμουν τι θα υποθέσεις, αν με έβλεπες με την φόρμα και τα αθλητικά;
-Όχι! Όχι!, είπε αμέσως, κοιτώντας με στα μάτια. Δεν φανταζόμουν κάτι τέτοιο!
-Ευτυχώς. Γιατί αυτά δεν υπάρχουν. Αυτό που ζούμε τώρα, με την παρούσα κατάσταση, είναι ό,τι μπορούμε και ό,τι προλαβαίνουμε. Δεν είναι, όμως, η καθημερινότητα. Γνωριζόμαστε, πόσο; 10 μήνες; Και είμαστε μαζί 6; Και; Πόσες φορές είμαστε όντως μαζί; Ελάχιστες. Αν νομίζεις ότι εγώ κυριαρχώ, νομίζεις λάθος. Κάνουμε και οι δύο ό,τι μπορούμε και ό,τι προλαβαίνουμε. Αυτά που θέλω να ζήσω, και αυτά που θέλεις να ζήσεις, μόλις που τα αγγίζουμε. Δεν θα ήταν έτσι, αν ήμασταν μαζί. Κανονικά.

Καθόταν ήσυχος στα πόδια μου, και ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του.
-Θα ήταν ευτυχία, Αφέντρα... Ευτυχία...
-Θα ήταν δύσκολα, Χ. Θα ήταν πολύ δύσκολα, με εμένα...
-Και αν εγώ αυτό το "δύσκολα" το ονειρευόμουν μία ζωή, Αφέντρα;, γύρισε λίγο το κεφάλι του στο πλάι, ξεφεύγοντας από τα χέρια μου.
-Τότε θα ήταν παράδεισος.
Το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του.
-Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έβρισκα μία γυναίκα σαν εσάς.
-Ούτε κι εγώ περίμενα ότι θα έβρισκα έναν άνδρα σαν εσένα.

Σηκώθηκα και προχώρησα στο υπνοδωμάτιο, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισο.
-Και τώρα που βρεθήκαμε, δεν ξαναπηδιόμαστε μία;

2.5.10

A Beast Without Collar

Μπήκαμε στο ασανσέρ αμίλητοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Κοιτούσαμε τις βαλίτσες, την καμπίνα, το φως.
Μόνο που δεν σφυρίζαμε αδιάφορα.

Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, και για 1-2 δευτερόλεπτα φάνηκε σαν να το σκέφτηκε.
Άνοιξε την πόρτα, και μόλις μπήκαμε, σταματήσαμε εκεί που ήμασταν, κοιτάζοντας γύρω μας.
-Μου έλειψε το σπίτι μας..., ακούστηκε μελαγχολική η φωνή του.
Στεκόμασταν και κοιτούσαμε λες και ήμασταν σε μουσείο.
-Θα αφήσεις τα πράγματα;, κοίταξα τις βαλίτσες μας που τις κρατούσε ακόμα.

Ξαφνιασμένος, άφησε μαλακά τα πράγματα κάτω και πήγε να ανοίξει τα παράθυρα.
Ήταν ήσυχα. Το μόνο που ακουγόταν από μακριά, ήταν μερικές φωνές παιδιών που έπαιζαν και γελούσαν χαρούμενα. Πήγα στο ψυγείο και έβγαλα μία Coca Cola. Την άνοιξα και κάθησα στο πάσο, παρακολουθώντας τον να μπαίνει στο δωμάτιο. Κοίταξε το κρεβάτι για λίγο, τον έχασα από το οπτικό μου πεδίο, και επανεμφανίστηκε στο άνοιγμα.

-Ίσως δεν θα έπρεπε να μπαίνεις στην κρεβατοκάμαρα, του είπα κοιτάζοντας το κουτί του αναψυκτικού. Θα μου δώσεις τα τσιγάρα μου, σε παρακαλώ;, τον κοίταξα.
Καταλάβαινα ότι η αναπνοή του είχε αλλάξει. Ήξερα ότι όταν άκουγε να λέω "σε παρακαλώ" σε εκείνον - όταν ήμασταν μόνοι -, κάτι έπαιζε.
Με κοίταξε έντονα για λίγο, και αργά πλησίασε την τσάντα μου. Έφερε τα τσιγάρα, μου άναψε αυτό που πήρα και μείναμε για λίγο έτσι.
-Επίσης, ίσως δεν θα έπρεπε να είμαστε καν εδώ, απόψε... Ίσως θα ήταν καλύτερα να ήμασταν σπίτια μας...
-Γιατί, Αφέντρα;..., πήρε το βλέμμα του από επάνω μου.

Κατέβηκα από το πάσο. Τον πλησίασα.
-Στ' αλήθεια δεν ξέρεις γιατί...;, ανασήκωσα το φρύδι. Θέλεις να παίξουμε...;
-Όχι, Αφέντρα..., είπε μετανοιωμένος.
-Τότε γιατί κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις τις απαντήσεις τους;
-Συγγνώμη, Αφέντρα... Θέλετε να φύγουμε...;
-Εσύ, θέλεις να φύγουμε...;, έκανα ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντάς τον έντονα.
-Ίσως θα ήταν καλύτερα.... Έχετε δίκιο..., είπε κουνώντας το κεφάλι, κοιτάζοντας το υπνοδωμάτιο.

Παραξενεύτηκα.
Δεν είχαμε το ίδιο στο μυαλό μας. Άλλος ήταν ο λόγος του. Ήταν εμφανές.
-Θα ήταν καλύτερα για ποιον; Για εμένα ή για εσένα;
-Για εμένα, Αφέντρα...
Στεκόμασταν όρθιοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον, σε απόσταση δύο-τριών βημάτων. Αλλά δεν με κοιτούσε. Κοιτούσε επάνω από τον ώμο μου, στην κουζίνα.
-Τι εννοείς;, ήμουν πάρα πολύ περίεργη.
Δεν απάντησε αμέσως. Με κοίταξε για λίγο και απομακρύνθηκε.
-Δεν ξέρω αν είναι σωστό να σας το πω..., είπε διστακτικά.
-Ακούω.

Πήρε βαθιά ανάσα. Με κοίταξε με σφιγμένα χείλη.
-Είπα ακούω.
-Περίμενα πως και πως να έρθουμε σπίτι μας... Περνούσαν διάφορα από το μυαλό μου... Νόμιζα ότι όλα θα ήταν εντάξει... Αλλά δεν είναι...
-Τι θέλεις να πεις;
-Αν μείνουμε... αν μπούμε στο δωμάτιο..., σταμάτησε.
-Ναι; Αν μπούμε στο δωμάτιο;...
-Αφέντρα..., δυσκολευόταν πραγματικά. Αφέντρα... αν μπούμε στο δωμάτιο... εννοώ, πως αν μπούμε στο δωμάτιο, δεν θα είμαι αυτός που ξέρετε...
-Μα την Παναγία, δεν καταλαβαίνω Χριστό!, άρχισα να χαμογελάω. Τι στον διάολο μου λες;! Δεν πιστεύω να αρχίσουμε να μιλάμε πάλι για εκσπερματώσεις και κρατήματα! Θα σου πετάξω το βάζο στο κεφάλι! Σοβαρά, όμως!

Άρχισε να κοκκινίζει.
Άρχισα να ακούω τους συναγερμούς.
-Μίλα, διάολε! Τι εννοείς;!
Ήρθε κοντά μου και μου έπιασε τα χέρια από τους αγκώνες. Τον κοιτούσα έκπληκτη.
Πήγε να γονατίσει.
-Μη!, τον κράτησα. Μην το κάνεις αυτό!
Σηκώθηκε όρθιος, κρατώντας με ακόμα.
-Βλέπετε, Αφέντρα;... Αυτό εννοώ... Εσείς θέλετε τον σκλάβο σας... Κι εγώ δεν αισθάνομαι έτσι... Δεν αισθάνομαι έτσι... τώρα...

Τα χαμόγελα σταμάτησαν.
-Δηλαδή;
-Αν μπούμε μέσα στο δωμάτιο, δεν θέλω κολλάρα, Αφέντρα... Νομίζω πως θα πνιγώ... Δεν αντέχω άλλο τόσες μέρες... Δεν μπορώ να κάνω ό,τι έκανα, σήμερα... Ούτε και αύριο θα μπορώ... Φοβάμαι ότι θα αλλάξετε γνώμη για εμένα, Αφέντρα... Δεν μπορώ να είμαι σκλάβος σας σήμερα...
Τα χαμόγελα επανήλθαν. Δριμύτερα.
-Χμ... Καταλαβαίνω... Εγώ ανησυχώ για εσένα κι εσύ ανησυχείς για εμένα... Μάλιστα...
Ξαφνικά, το τσιγάρο είχε αποκτήσει καλύτερη γεύση, η Coca Cola το ίδιο.
-Θέλετε να φύγουμε...;, ρώτησε ντροπαλά.

Έσβησα το τσιγάρο και τον προσπέρασα, αφήνοντας το αναψυκτικό στο πάσο.
Μπήκα στο δωμάτιο, και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου.
-Αφέντρα..., μόλις που τον άκουσα να λέει. Είχε βάλει τα χέρια στο κεφάλι και το κουνούσε αρνητικά, κλείνοντας τα μάτια.
-Χμ... Λοιπόν. Ξέρεις κάτι; Θα με ενδιέφερε να δω τι άλλο είσαι. Έτσι. Για να ξέρω. Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια. Το έχεις ξαναδεί το θέαμα.
-Αφέντρα..., είπε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου.
-Ναι;, ρώτησα συνεχίζοντας να γδύνομαι.
-Αφέντρα... δεν ξέρω τι θα γίνει... Δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω...
-Ok... Ούτε κι εγώ. Θα το δούμε.

Όσο με έβλεπε να γδύνομαι, τόσο βημάτιζε νευρικός πάνω-κάτω στο δωμάτιο.
-Αφέντρα... δεν με φοβάστε;, ρώτησε απελπισμένα.
Πέταξα το εσώρουχό μου στο πάτωμα και ανέβηκα στο κρεβάτι, κουνώντας αργά αρνητικά το κεφάλι μου.
-Θα πρέπει να μεταμορφωθείς σε αεροπλάνο ή κατσαρίδα..., χαμογέλασα.
-Φοβάμαι εγώ...
-Δεν πειράζει, συνέχισα να του χαμογελάω.

Κάθησε στα πόδια του κρεβατιού. Κατακόκκινος.
Έφερα τα γόνατα στο σαγόνι και αγκάλιασα τα πόδια μου.
-Λοιπόν, ξέρεις κάτι;, τον ρώτησα γέρνοντας λίγο το κεφάλι. Από παιδί μου άρεσαν οι γκόμενοι που κοκκίνιζαν. Και δεν αναφέρομαι στους κομπλεξικούς. Αλλά σε εκείνους που όταν κοκκίνιζαν, σήμαινε ότι μέσα τους έβραζαν... Καταλαβαίνεις τι λέω;...

Καταλάβαινε.
Εκείνο το βράδυ δεν έγινε τίποτα μοιραίο. Τίποτα τρομερό.
Βγήκαμε σώοι και αβλαβείς.
Εκείνο το βράδυ, δεν κάναμε τίποτα διαφορετικό, από έναν άνδρα και μία γυναίκα που είχαν φτάσει στα όρια της υπομονής τους.
Με άλλον τρόπο, όμως.
Που δεν είχε να κάνει ούτε με το S/M.

Κάναμε sex όλο το βράδυ, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής, που έφυγε.
Πολύ ήσυχα, πολύ ήρεμα.
Καμμία σχέση με ό,τι φανταζόμασταν ότι θα γινόταν.

Μία εβδομάδα μετά, τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Δραματικά διαφορετικά.