10.5.10

The Fear

Χόρευα και σκεφτόμουν, ότι εκείνο το κομμάτι - παρ' όλο ότι ανήκε στην κατηγορία των σκληρών -, συνδύαζε ρυθμό, μελωδία και αισθησιασμό.
Τρελό αισθησιασμό.
Ένα κράμα μεθυστικά ερωτικό.

Μέσα στην ησυχία της άδειας Αθήνας, η μουσική που έβγαινε από το διαμέρισμα, πρέπει να ακουγόταν σε όλο το τετράγωνο. Είχα πατήσει το repeat - αγαπημένο button για τα κολλήματά μου -, και συνέχιζα να χορεύω non-stop. Είχα αφεθεί στον ρυθμό, αισθανόμουν απίστευτα ωραία μέσα στα φετιχιστικά μου, φορούσα επιτέλους τακούνια, και, παραδόξως, η ζέστη δεν με χάλαγε. Όσο έβλεπα τα κατεβασμένα παντζούρια από τα γύρω διαμερίσματα, τόσο πιο πολύ αγρίευε η χαρά μέσα μου, η σκέψη τού ότι αυτό θα το έκανα μέχρι να λιποθυμήσω.

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι ότι γύρισα απότομα το κεφάλι, να διώξω τα μαλλιά που είχαν κολλήσει στο πρόσωπό μου - και που τότε έφταναν μέχρι την μέση της πλάτης μου, περίπου. Ό,τι συνέβη μετά, έγινε μέσα σε δευτερόλεπτα.

Το χέρι του με έπιασε ξαφνικά και απότομα από τον αγκώνα, με δύναμη.
Τρομαγμένη, πρόλαβα να δω το πρόσωπό του, όσο μπορούσα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει και τα χείλη του είχαν γίνει μία γραμμή. Με πονούσε. Με έσπρωχνε βίαια με το ένα χέρι, και με το άλλο τραβούσε την κουρτίνα του δωματίου. Θυμάμαι μόνο τον θόρυβο. Ένας κακός θόρυβος. Η ράγα της κουρτίνας έπεσε στο παρκέ, αλλά δεν τον σταμάτησε. Με έριξε στο πάτωμα, και η πλάτη μου χτύπησε στα πλαϊνά του κρεβατιού, το οποίο με την φόρα που έπεσα, το έσπρωξα προς την ντουλάπα.

Βρισκόμουν καθιστή στο πάτωμα, με την πλάτη να στηρίζεται στα πλαϊνά του κρεβατιού.
Ανέβηκε επάνω μου, και έκλεισε τα πόδια μου στα δικά του. Με το δεξί του χέρι, μου έπιανε τον λαιμό, ενώ το κεφάλι μου ήταν επάνω στο στρώμα. Μπορούσα να κινήσω μόνο τα μάτια, και να δω ό,τι διέκρινα. Σε εκείνη την στάση, τα βλέφαρά μου ήταν σχεδόν κλειστά, και τα φώτα του δρόμου ήταν από πίσω του. Με το αριστερό του χέρι, με είχε πιάσει σφιχτά από την μέση. Ενώ το χέρι του στον λαιμό απλώς με κρατούσε ακινητοποιημένη, το χέρι του στην μέση μού έκοβε την αναπνοή. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από το ότι μου πατούσε το φόρεμα, το οποίο είχε γυρίσει στο σώμα μου και με έσφιγγε - κυρίως στα σημεία που ήταν τα δεσίματα, δηλαδή παντού.

Δεν έφερα κανενός είδους αντίσταση.
Άφησα το σώμα μου στα χέρια του, σχεδόν άψυχο. Η αναπνοή του έπεφτε στο πρόσωπό μου, και για κάποια λεπτά το μόνο που ακουγόταν ήταν η μουσική. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Τι είχε προκαλέσει αυτήν του την αντίδραση. Δεν ήξερα ποιον είχα απέναντί μου. Ήθελα, όμως, να μάθω. Όταν η φωνή του βγήκε σταθερή, κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.

-Αν ποτέ με αφήσετε, δεν ξέρω τι θα κάνω..., είπε με σφιγμένα δόντια. Ψιθυριστά.
Αυτή ήταν η πρώτη του κουβέντα.

"Αν με αφήσετε, νομίζω θα πεθάνω... Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά θα το κάνω..."

"Αν σας χάσω από μαλακία μου, δεν θα το αντέξω... Από τότε που σας γνώρισα, ένα πράγμα έχω στο μυαλό μου. Ότι θα με αφήσετε... Ξυπνάω με αυτόν τον φόβο τα πρωϊνά... Ότι θα ξαναζήσω εκείνη την μέρα που είχατε φύγει... Ότι θα γυρίσω στην παλιά μου ζωή... Χωρίς εσάς..."

"Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ... Σκέφτομαι πως είμαι λίγος για εσάς... Ότι δεν κάνω αρκετά... Ότι αξίζετε ακόμη περισσότερα... Και δεν ξέρω αν μπορώ..."

"Αν με διώξετε γιατί με βαρεθήκατε, θα τρελαθώ... Αλλά θα το πάρω απόφαση ότι τελείωσε... Θα εξαφανιστώ... Δεν ξέρω τι θα κάνω... Θα βρω τον τρόπο... Αλλά αν με διώξετε γιατί είμαι λίγος... αλήθεια σας λέω... δεν ξέρω τι είμαι ικανός να κάνω... στον εαυτό μου..."

"Είμαι κομμάτι σας... Αν ξεκολλήσω από εσάς, δεν θα υπάρχω... Θέλω να είμαι ό,τι θέλετε εσείς... Θέλω να κάνω ό,τι θέλετε εσείς... Θέλω να είμαι κτήμα σας... Δεν ήθελα τίποτε άλλο στην ζωή μου... Και το βρήκα... Και τώρα με κοροϊδεύω... Γιατί σας περίμενα μια ζωή... Και τώρα καταλαβαίνω ότι φοβάμαι... Φοβάμαι ότι θα σας χάσω..."

"Όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, χάνω τον κόσμο... Όταν σκέφτομαι ότι θα έρθει μέρα που δεν θα σας ξαναδώ, που δεν θα μου χαμογελάσετε, που δεν θα μου μιλήσετε, γιατί θα φταίω εγώ, δεν το αντέχω... τρελαίνομαι... Δεν ξέρω πως να σας το πω..."

"Αυτό το τραγούδι, είναι το πρώτο πράγμα που μου ζητήσατε και ήμουν 100% σίγουρος ότι θα σας έκανε χαρούμενη, ευτυχισμένη... Κι όταν μου είπατε ότι θα το πάρετε από αλλού, θα σας το δώσει κάποιος άλλος, φοβήθηκα... Ζήλεψα... Δεν θα με ένοιαζε, αν ήταν κάτι που δεν μπορούσα να κάνω... Θα με πλήγωνε, αλλά δεν θα με ένοιαζε... Ήταν, όμως, κάτι που μπορούσα να κάνω για εσάς... Και η σκέψη τού ότι δεν θα σας έδινα εγώ αυτή την χαρά, με έκανε κουρέλι..."

"Δεν φοβάμαι την ημέρα που δεν θα υπάρχετε εσείς για εμένα. Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα υπάρχω εγώ για εσάς..."

"Δεν έχω αγαπήσει έτσι ξανά... Δεν είναι αγάπη αυτό... Είναι κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου... Με εξαντλεί... Και όσο με εξαντλεί, τόσο το θέλω περισσότερο... Αλλά δεν ξέρω αν σας φτάνει... Αν σας φτάνω εγώ..."

"Φοβάμαι ότι γίνομαι παρανοϊκός... Ότι γίνομαι επικίνδυνος... Δεν τα έχω ξανανοιώσει αυτά τα συναισθήματα... Φοβάμαι ότι θα σας κάνουν κακό... Ότι θα σας κάνω εγώ κακό..."

"Μέχρι τώρα έλεγα ότι ήμουν ανώμαλος... Το ήξερα... Το καταλάβαινα... Μου αρέσουν πράγματα πέρα από την λογική... Κι εσείς δεν με κρίνετε... Με αγαπάτε... Πως μπορώ να φανώ άξιος για εσάς;... Αυτό με τρώει... Συνέχεια..."

"Όταν σας γνώρισα, είπα ότι θα κάνω τα πάντα για να γίνω δικός σας... Τώρα ξέρω, ότι ακόμα και παντρεμένος να ήμουν, και να είχα παιδιά, αν σας γνώριζα, θα τα άφηνα όλα... Δεν θα μπορούσε τίποτα να με κρατήσει μακριά σας... Τώρα είμαι σίγουρος..."

Είπε πολλά.
Και όλα ήταν φόβος.
Δεν είπα ούτε μία λέξη.
Τον άκουγα.
Και δεν φοβήθηκα ούτε για μία στιγμή.

Μέχρι που σηκώθηκε από πάνω μου, τον άκουγα προσεκτικά.
Πήγε μέσα, ήρεμος, έκλεισε την μουσική, έκλεισε τα παντζούρια, έκλεισε τα παράθυρα, και άναψε το φως του σαλονιού. Είχα μείνει ακίνητη, όπως με άφησε. Μούσκεμα στον ιδρώτα, αδύναμη από τον πόνο, να σκέφτομαι ό,τι είχε πει.

Ο Χ επέστρεψε.
Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας.
Κρατώντας ένα μαχαίρι.