16.12.10

A Tribute To An Alpha male slave



Υπάρχει ένα γνωμικό των Sufi που λέει, "Όταν η καρδιά θρηνεί γι’ αυτό που έχει χάσει, το πνεύμα γελά γι’ αυτό που έχει βρει". Και θα ήθελα να γεμίσω αυτό το τελευταίο post με διάφορα γνωμικά που εκφράζουν αυτή την σχέση. Αλλά μάλλον πρέπει να τα πω με τα δικά μου λόγια. Όπως έκανα και με όλα τα άλλα αυτής της ετικέττας.

Όταν αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το blog γράφοντας για την σχέση μου με τον Χ, δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα. Η μνήμη μου είχε απωθήσει όλες τις αναμνήσεις - ή, τουλάχιστον, τις περισσότερες. Όταν, όμως, άρχισε να ξεδιπλώνεται η ιστορία από την αρχή, ήταν σαν να συνέβησαν όλα εχθές. Θυμήθηκα και την παραμικρή λεπτομέρεια. Και αυτό ήταν τόσο επώδυνο, που μόνο όποιος έχει βιώσει μία ανάλογη απώλεια μπορεί να το νοιώσει.

Είναι ελάχιστα τα λεγόμενά του που παράθεσα αυτολεξεί, και το έκανα μόνον όταν υπήρχε σοβαρός λόγος. Από αυτά που συνέβησαν στην σχέση μας - και σε ό,τι αφορά το καθαρά προσωπικό μας επίπεδο και στο επίπεδο τού BDSM - δεν ανέφερα ούτε το 1/10. Δεν το ήθελα, αλλά και να το ήθελα δεν θα μπορούσα.

Παρ' όλα αυτά, και μόνο το να θυμάμαι και να γράφω για κάτι που δεν μοιράστηκα ποτέ με κανέναν, μου έδινε ενέργεια. Ο Χ, ακόμα και εν τη απουσία του, μου έδινε την ενέργεια που έπαιρνα όταν ζούσε. Ο Χ για εμένα δεν ήταν ούτε το BDSM, ούτε το sex. Ήταν η επιβεβαίωσή μου ότι το ένστικτο τού κάθε ανθρώπου δεν είναι ποτέ λανθασμένο. Ότι μπορεί να μην έχεις παραδείγματα, παραστάσεις, αλλά πρέπει πάντα να πιστεύεις και να ακολουθείς το ένστικτό σου. Εκείνο ξέρει μόνο να σε οδηγήσει εκεί που επιθυμείς. Αρκεί να το θέλεις. Να το θέλεις πραγματικά.

Αν πρέπει να βγει κάτι άλλο από αυτήν την κατάθεση σχέσης - εκτός από το πώς μπορεί να είναι μία D/s -, είναι ότι πρέπει να ζεις την στιγμή, να ζεις το τώρα. Αυτή είναι η μεγάλη αξία της ζωής, το πραγματικό της νόημα. Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά – γιατί κάποτε είναι αργά – και μπορεί να μην σου δοθεί ποτέ η ευκαιρία να πεις ή να κάνεις εκείνα που έπρεπε, και δεν τα έκανες. Αν μπορώ να δώσω μία συμβουλή - ή να προτρέψω κάποιον ή όπως κι αν θέλει κανείς να το πει -, είναι ότι πρέπει να μας γίνει συνειδητό ότι η ζωή δεν μας προσφέρει τίποτα πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο.

Η ζωή μάς δίνει ό,τι της ζητήσουμε. Ότι οι άνθρωποι είμαστε ζωντανοί μαγνήτες. Ό,τι σκεφτόμαστε, ό,τι προσευχόμαστε, αυτό και εμφανίζεται μπροστά μας. Κι αλίμονο στον άνθρωπο που θα φανεί λίγος. Γιατί όσο πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το κακό, έτσι, και παραπάνω, οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για το καλό. Και αυτό απαιτεί να σεβαστούμε όχι το πρόσωπο ή το γεγονός αυτά καθ’ αυτά. Αλλά την ίδια μας την ζωή, την ίδια μας την ύπαρξη, τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ο Χ βρισκόταν πάντα στο μυαλό μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ως γυναίκα. Από τότε που ξεκαθάρισαν τα "θέλω" μου από μία σχέση. Τα "θέλω" μου από έναν άνδρα. Από έναν σκλάβο. Δεν ήξερα τι είναι η D/s, δεν γνώριζα ότι το S/M λεγόταν πλέον BDSM, αγνοούσα κατηγορίες, πρωτόκολλα, κτλ. Κι εκείνος δεν με είχε διορθώσει ή δεν μου είχε ποτέ πει κάτι για όλα αυτά. Είχε αφήσει συνειδητά όλους τους τίτλους και τα αξιώματα έξω από την σχέση μας. Το μέλημά του δεν ήταν να μου δώσει μαθήματα BDSM. Το μέλημά του ήταν να κάνει ό,τι έκανε εμένα ευτυχισμένη.

Όταν μπήκα στο internet, και διάβασα για το BDSM, τις πρακτικές, τα άτομα τού χώρου, κατάλαβα από πόσα πράγματα με είχε προφυλάξει. Ήθελε να είμαι εγώ όπως είμαι. Και το μόνο που ζητούσε ήταν να είναι σκλάβος μου. Μπορεί να μην προλάβαμε να ζήσουμε ή να πράξουμε παρά λίγα πράγματα που αφορούσαν τον χώρο, αλλά πως να δώσω - έστω και σε έναν από εκείνους που διαβάζουν αυτό το blog - να καταλάβει ότι όλα αυτά δεν έχουν καμμία απολύτως σημασία; Ότι οι πρακτικές μπορούν να υπάρξουν κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες; Ότι εκείνο που είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, είναι το να εναρμονίζεται η Κυριαρχία τής Αφέντρας με την υποταγή τού σκλάβου Της;

Γιατί αυτό δεν έχει να κάνει με αντικείμενα. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Όσο μεγάλος και να είναι ο εξοπλισμός, όσο έντονα και να είναι τα φετιχιστικά στοιχεία, είναι ανίκανα να σου προκαλέσουν την επιθυμία. Ο σωστός άνθρωπος - εκείνος με τον οποίον έχεις κοινά χαρακτηριστικά, που είναι μέσα στο μυαλό σου και είσαι κι εσύ μέσα στο δικό του, εκείνος με τον οποίον μπορείς να είσαι το ατόφιο "εγώ" σου - μπορεί να σου προκαλέσει τα πάντα. Τα πάντα, όμως. Και τότε όλα τα άλλα φαντάζουν τόσο λίγα, τόσο μικρά.

Ναι. Ο Χ δεν μου έδωσε μαθήματα BDSM. Μου έδωσε μαθήματα ζωής. Με την ευγένειά του, με τον ενθουσιασμό του, με την αγάπη του, με την προσοχή του, με την φροντίδα του, με τον αυθορμητισμό του, με την ειλικρίνειά του, με την αξιοπρέπειά του, με την συνέπειά του, με την ακεραιότητά του, με την υποταγή του. Κι αυτά δεν τα χωρά κανένα blog.

Όταν έφυγε δεν μου έλειψε το BDSM. Μου έλειψαν εκείνες οι στιγμές τής ηρεμίας που μου προσέφερε. Όσο άγρια και ακραία ήταν η σχέση μας - με στοιχεία που θα φρίκαραν πάρα πολλούς ανθρώπους, ακόμη και εντός τού χώρου -, τόση ήταν η ηρεμία και η αίσθηση τού "σωστού" που είχαμε. Η ισορροπία τής D/s είναι μαγική. Και λυπάμαι όσους δεν καταλαβαίνουν τι γράφω. Διότι είμαι βεβαία ότι ακόμα και εκείνοι που ανήκουν θεωρητικά στο BDSM και δεν έχουν βιώσει την D/s, δεν μπορούν να καταλάβουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που του έλεγα πολλές φορές "εγώ μία μέρα θα γράψω βιβλίο". Κι εκείνος πάντα χαμογελούσε, σαν να ήξερε ότι θα το έκανα. Λοιπόν, βιβλίο μπορεί να μην έγραψα, αλλά ποιος το περίμενε ότι θα τα έγραφα σε ένα blog...

Εάν υπάρχει παράδεισος - γιατί Θεός δεν υπάρχει, μπορεί να είχα κάποιες υποψίες πριν, αλλά ο αιφνίδιος και άδικος θάνατος ενός τόσο Καλού ανθρώπου μου το επιβεβαίωσε με τον πιο άθλιο τρόπο... -, ο Χ είναι εκεί. Όπως, επίσης, βάζω στοίχημα πως οι Αφέντρες θα κάνουν ουρά για να τον κάνουν δικό Τους σκλάβο η καθεΜία - εάν είχε γίνει κάποιο λάθος, ασφαλώς, στα κιτάπια, γιατί Αφέντρα και παράδεισος καμμία σχέση.

Είμαι σίγουρη, όμως, ότι η έντονη σκέψη - όχι μόνον η δική μου αλλά και τόσων ατόμων που διάβασαν για εκείνον - τον ανησυχούσε τόσον καιρό, οπότε θα κλείσω εδώ. Ξέρω πως, εάν μπορεί να "βλέπει" από εκεί που είναι - όπου κι αν είναι αυτό -, θα είναι χαμογελαστός. Καθώς επίσης, όσες φορές αναφερόμουν σε κάτι που έκανε, θα κοκκίνιζε, σίγουρα.

Το κεφάλαιο Χ ολοκληρώνεται με το τραγούδι που άκουγε συνέχεια, όταν τον είχα αφήσει να κοιμάται στο σπίτι. Όταν νόμιζα ότι είχα υπερβεί τα όρια. Όταν εκείνος νόμιζε πως τον είχα σιχαθεί. Όταν το βράδυ εκείνης τής Ανάστασης το χορεύαμε στο σκοτάδι. Όταν είχε πει ότι θα τον σκότωνε εάν έφευγα από την σχέση. Όταν δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα υπήρχε επόμενη Ανάσταση. Όταν δεν μπορούσα να διανοηθώ πως ο Χ θα έφευγε από την ζωή.

Ελπίζω να είναι αντιληπτό ότι δεν θέλω να ξαναγράψω σε αυτό το blog για κάποιο διάστημα.

14.12.10

The Day After

Υπάρχουν φορές που νομίζεις πως η ζωή σου κυλά αργά, χωρίς νόημα, αδιάφορα.
Ελπίζεις, περιμένεις κάτι να κάνει την ανατροπή.
Προσπαθείς να την αλλάξεις, έχοντας κάτι στο μυαλό σου.

Κι εκεί που δεν το περιμένεις, όλα αλλάζουν.
Ό,τι έχεις κάνει, αρχίζει να αποδίδει.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα γεγονότα σε ξεπερνούν.
Αλλά είναι ωραία να τρέχεις για να διεκδικείς το καλύτερο.

Η ανατροπή, ωστόσο, μπορεί να έρθει και σε μία άσχετη στιγμή.
Όταν η ζωή σου έχει νόημα.
Όταν ήδη θερίζεις ό,τι έχεις σπείρει.
Κι όταν κάποιος σου κλέβει την σοδειά, αδικαιολόγητα, οργίζεσαι.
Και αυτή η οργή δεν σβήνει ποτέ.
Ποτέ, όμως.

Η μητέρα τού Χ έφυγε σχεδόν έναν μήνα μετά από εγκεφαλικό.
Η μητέρα τού Χ δεν είχε κανένα παθολογικό πρόβλημα.
Ο πατέρας του, μέσα στο καλοκαίρι από ανακοπή.
Ούτε εκείνος αντιμετώπιζε παθολογικά προβλήματα.

Με τα παιδιά δεν ξαναβρεθήκαμε έκτοτε.
Ήταν μία άτυπη, σιωπηλή συμφωνία που κάναμε.
Το να βλέπει ο ένας τον άλλον ήταν κάτι που δεν αντέχεται.
Εγώ έβλεπα σε εκείνους εκείνον κι εκείνοι σε εμένα τον ίδιο.
Όση χαρά έδινα κάποτε σε εκείνον, τόση λύπη έπαιρναν από εμένα εκείνοι.

Ο χαμός τού Χ στοίχισε πολύ περισσότερο στον Α.
Για πολλά βράδια μετά, με έπαιρνε τηλέφωνο.
Αλλά δεν μου μιλούσε.
Άκουγα τους εξωτερικούς θορύβους - μπορεί να ήταν αυτοκίνητα, μπορεί να ήταν φωνές -, αλλά όχι εκείνον.
Ούτε καν την ανάσα του.
Κρατούσα την γραμμή ανοικτή μέχρι να το κλείσει εκείνος.

Έναν χρόνο μετά, ακριβώς τέτοια εποχή, συναντήθηκα με τον Α τυχαία, σε ένα παλιό κλασσικό βιβλιοπωλείο - που πλέον δεν υπάρχει - στην Ερμού. Είχα πάει για να πάρω ανταλλακτικά φύλλα για τον οργανωτή, τα οποία υπάρχουν μόνο σε συγκεκριμένα σημεία αγοράς, όπως σε εκείνο τότε. Ανέβηκα στον όροφο, και παρ' όλο που ήταν ένας πολύ μικρός χώρος, δεν τον πρόσεξα μέσα σε τόσο κόσμο. Ψάχνω στο stand της εταιρείας για να βρω τον συγκεκριμένο τύπο που αγοράζω, και μία πωλήτρια - συνοδεύοντας έναν πελάτη στο ταμείο - μου φωνάζει ότι θα με εξυπηρετήσει άμεσα. Της απαντώ "ευχαριστώ", και όπως σηκώνω το κεφάλι για δευτερόλεπτα για να την κοιτάξω, πιάνω με την άκρη τού ματιού μου έναν κύριο στο διπλανό stand με τις πένες να σηκώνει ξαφνιασμένος το κεφάλι του και να με κοιτάζει.
Ήταν ο Α.

Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω την σκηνή.
Είχαμε παγώσει, σχεδόν από τρόμο, και κοιταζόμασταν, χωρίς να είναι σίγουρο εάν ο ένας έβλεπε κανονικά τον άλλον. Χωρίς να είναι σίγουρο εάν καταλαβαίναμε τι μας γινόταν εκείνη την στιγμή.
Έφυγα.

Ξέρω, πως ό,τι κι αν συμβεί, όλοι θα είναι δίπλα μου.
Εάν θελήσω κάτι, θα είναι από τους πρώτους που θα τρέξουν.
Ξέρω ότι με αγαπούν όπως τους αγαπάω κι εγώ.

Μετά τον χαμό τού Χ, η επικοινωνία μας είναι μόνο τυπικά sms.
Ίσως να μην λένε τίποτε ουσιώδες αλλά καταλαβαίνω ότι για εκείνους, ακόμη κι αυτό, είναι άθλος. Γιατί ξέρω ότι τους πληγώνω. Και ξέρω ότι μέχρι εκεί μπορούν. Δεν θέλουν να χάσουν επαφή, αλλά δεν αντέχεται τίποτε παραπάνω από αυτό. Ακόμη και ένα απλό τηλέφωνο είναι αδύνατον, διότι εγώ μπορώ να κρατηθώ αλλά εκείνοι δεν αντέχουν την φωνή μου. Όπως και να έχει, για εμένα αυτή η επικοινωνία είναι χρέος. Είναι η μεγαλύτερη υποχρέωση που έχω δημιουργήσει στην ζωή μου και αφορά τρίτους.
Τρεις τρίτους.

Καμμιά φορά ο Γ μου στέλνει κάποια πολύ πιο γλυκά μηνύματα από τους άλλους.
Ο Γ συνεχίζει να είναι το βλαμμένο μου, το μικρό, που του έχω αδυναμία.
Ξέρω ότι του λείπω περισσότερο από τους άλλους δύο.
Τα μηνύματα του Β έχουν το χρώμα τής οργής.
Και μου αρέσουν περισσότερο.
Ξέρει ότι είμαστε μαζί σε αυτό. Με την ίδια ένταση.
Του Α είναι σαν να μου τα στέλνει ξένος.
Ο Α έχει σταθερή άρνηση να αποδεχθεί, από τότε.
Ξέρω ότι βάζει την θέση του στην θέση τού Χ που δεν θα ήθελε ποτέ να με στενοχωρήσει.

Αλλά οι Τρεις Σωματοφύλακες είναι μαζί.
Ενωμένοι.
Μπορεί να έχασαν τον αρχηγό τους στην μάχη αλλά ο "Νονός" είναι εδώ.
Αλλά και πάντα εκεί για εκείνους.

8.12.10

The Omen

Όσοι με γνωρίζουν - είτε προσωπικά είτε από το cm είτε από αυτό το blog -, γνωρίζουν επίσης τον σεβασμό μου στους οιωνούς. Πιστεύω ακράδαντα σε όσα σημάδια με προειδοποιούν ή με προϊδεάζουν. Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν τα ακολουθούν, διότι δεν υπάρχει τίποτα στην ζωή για το οποίο δεν δέχεσαι θετικά ή αρνητικά σημάδια, εκ των προτέρων. Κάποιοι μπορεί να τα λένε "οιωνούς", "σημάδια", ή να εκφράζονται με προτάσεις όπως "δεν μου έβγαινε με τίποτα", "έγινε σαν να ήταν δεδομένο ότι θα γίνει", "ενώ δεν ήθελα, κάτι μου έλεγε να το κάνω". Εάν δεν δώσεις την αρμόζουσα σημασία, θα το πληρώσεις ακριβά.

Είτε είναι διαίσθηση είτε είναι γεγονός, οι οιωνοί είναι πάντα εκεί για να σε καθοδηγήσουν. Κι από εμάς εξαρτάται πάντα εάν θα συμμορφωθούμε. Προσωπικά, οι φορές που έχω μετανοιώσει στην ζωή μου, έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τις φορές που αγνόησα αυτά τα σημάδια - ή τις αισθήσεις. Και, φυσικά, το πλήρωσα εκ των υστέρων. Οι δικοί μου άνθρωποι το ξέρουν, και πάντοτε θα συζητήσουμε για ό,τι σκέφτονται να (μην) κάνουν, εξετάζοντας τους οιωνούς. Αλλά εάν ακόμη δεν "βλέπουν" κάτι εκείνοι, εάν το "δω" εγώ, ακολουθούν αυτό που τους επισημαίνω, και είναι λίγοι εκείνοι που ακολουθούν την επιθυμία τους, όταν εκείνη έρχεται σε αντιπαράθεση. Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε κάνει λάθος.

Βρίσκομαι σε έναν κλειστό χώρο, με μία μεγάλη πισίνα με καθαρό νερό. Μόνη. Οι πισίνες δεν είναι το καλύτερό μου, και, μάλλον, τις σιχαίνομαι κι όλα. Εν τούτοις, θέλω να κολυμπήσω. Βγάζω τα ρούχα μου και αρχίζω να περπατάω μέσα σε αυτή. Η πλευρά στην οποία στέκομαι, μοιάζει με παραλία - χωρίς τοιχίο, δηλαδή -, και σταδικά υψώνονται τα πλαϊνά, το νερό να βαθαίνει. Όπως περπατώ, παρατηρώ ότι μέσα στο νερό υπάρχουν χρυσόψαρα(;), αλλά σχεδόν τα διπλάσια σε μήκος, και κόκκινα. Προβληματίζομαι αλλά χαίρομαι. Με κάθε βήμα το νερό - ενώ δείχνει να βαθαίνει - δεν ξεπερνά το γόνατό μου σε ύψος. Πληθαίνουν, όμως, τα κόκκινα χρυσόψαρα. Κι αρχίζουν να μου τσιμπούν τα γόνατα. Σκέφτομαι εάν πρέπει να βουτήξω.

Και, ξαφνικά, βλέπω έναν κύριο να στέκεται στην απέναντι πλευρά, πολύ ψηλότερα από εμένα, εκεί που υποτίθεται τελείωνε η πισίνα και το νερό, λογικά, θα ήταν πολύ βαθύ. 'Ηταν ντυμένος με στολή οικιακής υπηρεσίας, κάτι σαν butler(;).
-Θα φάτε;, με ρωτάει.
-Όχι, του απαντώ. Θέλετε να περάσετε έξω μέχρι να ντυθώ;
Κάνω την κίνηση να γυρίσω πίσω, και πριν προλάβω, με σταματάει η φωνή του.
-Δεν προλαβαίνετε, μου λέει επιτακτικά. Πρέπει να φάτε, τώρα.
-Δεν θέλω να φάω, κουνώ το κεφάλι μου με αποδοκιμασία.
-Θα φάτε, ακούστηκε, όχι να μου προτείνει, να με προειδοποιεί.

Δεν του απαντώ, παρά αρχίζω να περπατώ προς το μέρος του θυμωμένη. Και βλέπω ότι στα πόδια του είναι ένας μεγάλος δίσκος γεμάτος τηγανητά ψάρια. Ακαθάριστα, όλα γυρισμένα κάθετα ανάποδα, και φαίνονται τα δόντια τους.
-Δεν μου αρέσουν τα ψάρια, του λέω νευριασμένη.
-Ψάρια θα φάτε, μου λέει ήρεμα.
-Σας είπα. Δεν τρώω ψάρια. Μπορείτε να φύγετε.
-Θα φάτε, είπε βέβαιος.
Κι εκείνη την στιγμή αισθάνομαι την στάθμη να ανεβαίνει απότομα, κοιτάζω γύρω μου και το νερό έχει γίνει κατακόκκινο από το πλήθος των χρυσόψαρων που αρχίζουν να με τσιμπούν παντού στο σώμα, και αρχίζω να κολυμπάω προς τα πίσω, αλλά το νερό με σκεπάζει, κι αρχίζω να πνίγομαι.

Ξύπνησα ξημερώματα, με τα γόνατά μου μουδιασμένα.
Ήξερα ότι ήταν ένα πολύ κακό όνειρο. Η ανικανότητά μου να εξηγώ ό,τι βλέπω, με περιόρισε στο να υποθέσω ότι θα μάθαινα κάτι πολύ κακό. Μόνον αυτό. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος μαζί μου, οπότε αυτό αφορούσε αποκλειστικά εμένα. (Στην δεύτερη ανάγνωση, το όνειρο τα είχε πει όλα, με τον δικό του τρόπο...).

Ήμασταν μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα.
Ο Χ είχε έρθει στην Αθήνα, αλλά είχαμε συμφωνήσει να το παίξουμε αδιάφοροι. Έπρεπε να κάνει κάποιες δουλειές και να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Οι γονείς του έμεναν πλέον στο χωριό τους, κι εκείνος θα έκανε διαδρομές για να διεκπεραιώσει γραφειοκρατικά θέματα με τον πατέρα του, που απαιτούσαν μετακινήσεις εδώ κι εκεί είτε μαζί του είτε χωρίς εκείνον. Αποφασίσαμε να κάνει ό,τι έπρεπε, χωρίς να συναντιόμασταν ενδιάμεσα, διότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνα να φύγει την ώρα που έπρεπε. Ούτε κι εκείνος θα το ήθελε, κι αυτό θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Οπότε θα συναντιόμασταν στο τέλος. Δεν δοκιμάσαμε να μιλήσουμε ούτε στο τηλέφωνο - το να υποτροπιάζαμε ήταν ζήτημα μίας λέξης και μόνο. Ακόμα και τα sms ήταν εντελώς ακατάλληλα ακόμη και για ενηλίκους.

Η χαρά και ο ενθουσιασμός τού Χ με έκαναν να ξεχάσω εντελώς το όνειρο που είχα δει. Για τον Χ αυτό το ταξίδι ήταν η τακτοποίηση της ζωής του. Όλα έμπαιναν σε μία σειρά: οι γονείς του είχαν φύγει από το σπίτι, είχε μία δουλειά που σύντομα στόχευε να αφήσει για να έρθει εδώ, η δική μας σχέση ήταν από τις σχέσεις που δύσκολα δομούνται, αλλά είχαμε καταφέρει να την κάνουμε ισχυρή και ακλόνητη. Έτσι, όλα έδειχναν τακτικά και συγκεκριμένα.

Το βράδυ θυμήθηκα το όνειρο.
Σκέφτηκα ότι σε λίγο θα ήταν παρελθόν.
Και άκυρο.

Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο αριθμός τού Χ.
Σκέφτηκα ότι δεν άντεξε.
Σκέφτηκα να μην απαντήσω.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
Ο Χ δεν θα ξαναέπαιρνε.

Σήκωσα το κινητό, και δεν ήταν εκείνος.
Ήταν ο Α.
Το μόνο που είπε, μετά από μία παύση, ήταν "Νανά...;".
Καταλαβαίνω από την φωνή του.
Στο μυαλό μου έρχονται τα δόντια, τα χρυσόψαρα, το νερό, ότι πνίγομαι.
Το τελευταίο που θυμάμαι καλά, ήταν αυτό που του είπα: "Πες μου που να έρθω".
Με το δεύτερο "Νανά...", αρχίζω να αντιλαμβάνομαι μέσα σε ομίχλη.
"Σε ρώτησα, που να έρθω", του είπα, μου απάντησε, κι έφυγα.

Μπαίνοντας στο νοσοκομείο και κοιτάζοντας γύρω μου σαν να έχω χαθεί, βλέπω ένα ασανσέρ με ανοικτές πόρτες, μέσα δύο νοσοκόμους με ένα φορείο. Μπήκα, τρέχοντας να το προλάβω - ενώ δεν θα έπρεπε - αλλά κανείς τους δεν μου είπε τίποτα. Θυμάμαι τον έναν να με κοιτάζει, σαν να καταλάβαινε, μες στα μάτια. Λίγο πριν σταματήσει το ασανσέρ, ακούστηκε μία γυναικεία κραυγή "Το παιδί μου!".

Βγαίνοντας, το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, ήταν την μητέρα του να λιποθυμά στην αγκαλιά τού πατέρα του.

5.12.10

Nature's Freak

Η πρώτη αίσθηση που είχα ότι μπορεί και να 'παιζε ότι ήμουν φρικιό, δεν είχε σχέση με το BDSM. Είχε σχέση με την διαίσθησή μου και, ιδιαίτερα, με τα όνειρά μου. Η διαφορά τους ήταν ότι το BDSM ποτέ δεν με φρίκαρε. Το άλλο, όταν ήμουν μικρή και άγουρη, με φρίκαρε τρελά.
Τρελά, όμως...

Όταν ήμουν μικρή, λοιπόν, και είχα αρχίσει να λέω διάφορα στα καλά καθούμενα - χωρίς να ακούω φωνές ή να βλέπω οράματα -, φρίκαρε το σύμπαν. Δεν είναι και τόσο λογικό για ένα παιδί ή έναν έφηβο, εκεί που κάθεται, ξαφνικά, να σου λέει π.χ. "το ραντεβού δεν πρόκειται να γίνει" όταν υπάρχουν ενδείξεις για το ακριβώς αντίθετο, ή "είσαι έγκυος" όταν είναι ξεκάθαρο πως ο άλλος ούτε καν το έχει σκεφθεί. Πρώτον, σε φέρνει σε μεγάλη αμηχανία γιατί - τουλάχιστον όπως το βιώνω εγώ - δεν το σκέφτεσαι: σου βγαίνει σαν να σου έχει κάτσει στο λαιμό και μία ακούσια λειτουργία τού οργανισμού σου σε προκαλεί να το φτύσεις. Και δεύτερον, δεν σε ξαναπλησιάζει άνθρωπος, γιατί τον έχεις κατατρομάξει. Γιατί ό,τι έχεις πει στο ξεκούδουνο έχει βγει...

Ξεκίνησα - όπως όλοι, φαντάζομαι -, με το "μήπως σου έχει συμβεί ποτέ να...;". Όσο ήμουν μικρή δεν έβρισκα άλλους "να...". Δεν μιλούσα κι εγώ. Ήμουν που ήμουν κλειστή, με αυτό σφραγιζόμουν. Άκουγα κι εκείνα τα απόκοσμα τής μάζας, ότι αυτά τα κάνουν χαρτορίχτρες/καφετζούδες/αστρολόγοι/χειρομάντες, και μου ερχόταν ο θάνατος. Πίστευα ότι υπήρχαν άνθρωποι με χάρισμα αλλά η πλειονότητα, στο μυαλό μου, ήταν πάντα κομπογιαννίτικες μαλακίες για κοσμάκη που γουστάρει ουτοπίες. Εγώ δεν έλεγα χαρτιά/καφέδες/χάρτες/παλάμες. Μου 'ρχονταν. Στο άσχετο. Από το πουθενά.

Αυτό μπορούσα να το ελέγξω: δεν μιλούσα. Επειδή σε όσους "μεγάλους" μου είχε βγει, γύριζαν κάποια στιγμή μερικοί και με ρωτούσαν το παρανοϊκό - για ένα παιδί - "τι ψυχανεμίζεσαι;!". Και τότε φρίκαρα δύο φορές. Και κάπου εκεί πρέπει να ξεκίνησε το άλλο, που δεν μπορούσα να ελέγξω: τα όνειρα. Εκεί έκανα μεγάλα γλέντια... 'Ο,τι μου ερχόταν, μου ερχόταν. Το έλεγα - χωρίς να ξέρω για/τί και πως - και τελείωνε. Τα όνειρα με τυραννούσαν. Και συνεχίζουν να με τυραννούν... Είτε θετικά είτε αρνητικά, δεν ήξερα να τα εξηγήσω - ούτε και τώρα έχει βελτιωθεί η κατάστασή μου. Κοιμάσαι μια χαρά άνθρωπος, και σηκώνεσαι ράκος. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Ποιον να ειδοποιήσεις όταν δεν βλέπεις μόνον ένα πρόσωπο; Τι να του πεις; Και πως;

Για παράδειγμα.
Κάποτε ονειρεύτηκα ότι μία παιδική μου φίλη είναι πάνω σε μία μηχανή που την οδηγεί ο καλός της σε μία εξοχή(;), και πέφτουν και οι δύο σε έναν γκρεμό. Ξυπνάω πανικόβλητη μες στα μεσάνυχτα, και μέχρι να ξημερώσει προσπαθώ να βρω τι και πως να το πω. Ασφαλώς, δεν παίρνεις κανέναν στις 8-9 πρωΐ-πρωΐ να του πεις "εμ... ξέρεις, σας είδα να πέφτετε σε έναν γκρεμό", οπότε περιμένεις μαρτυρικά να πάει 10-11, να έχει πιει και έναν καφέ. Όταν, λοιπόν, προχώρησε η μέρα, την πήρα τηλέφωνο και την ρώτησα αν ο καλός της είχε πάρει μηχανή. Φυσικά, άρχισαν τα γνωστά "πως σου ήρθε;". Και άντε να εξηγείς το όνειρο, φίλε... Εν πάση περιπτώσει, της είπα τουλάχιστον να μην ανέβουν σε μηχανή, γιατί μπορεί να είδα ό,τι είδα, αλλά να μην ήταν αυτό-καθ'αυτό το θέμα. Απλά να έπρεπε να προσέξουν για κάτι(;). Άντε βγάλε άκρη...

Αφού με διαβεβαίωσε ότι θα προσέχουν - γελώντας, θα το πω... -, έμεινα ήσυχη. Μετά από αρκετές μέρες με πήρε τηλέφωνο: είχαν φύγει - χωρίς να το είχαν κανονίσει - για Σαββατοκύριακο, ο καλός της νοίκιασε μηχανή για να πάνε κάπου που δεν πήγαινε αυτοκίνητο, και έπεσαν σε γκρεμό, αποφεύγοντας ένα φορτηγάκι που έκανε εργασίες στην στροφή. Αφού έμεινα άφωνη για πολύ ώρα, την ρώτησα: "μήπως ήταν κόκκινος χωματόδρομος, είχατε έναν λοφίσκο στα δεξιά, και αριστερά - ο γκρεμός - ήταν πυκνόφυτος;". Παύση. Μεγάλη. Απάντηση: "...ναι...". Το φορτηγό δεν το είχα δει, και ευτυχώς, διότι δεν θα κοιμόμουν μέχρι να γίνει κάτι. Αλλά φρικάρεις ή δεν φρικάρεις;...

Αυτό, ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο όνειρο.
Ήταν εκείνη κι εκείνος. Όταν βλέπεις πράγματα που αφορούν ναι μεν άτομα, αλλά δεν έχεις συγκεκριμένη εικόνα παρά μόνο μίαν αίσθηση τού "κακού"; Τότε δεν έχεις τι να πεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να προειδοποιήσεις με τρόπο, διότι μπορεί και να μην είναι τίποτα ή να έφαγες στιφάδο για βράδυ. Όπως και να έχει, όμως, όταν δω κάτι - το οτιδήποτε - πάντα μα πάντα θα ειδοποιήσω. Δεν πα' να μην έχουμε μιλήσει για 10ετίες; Δεν πα' να έχουμε σκοτωθεί; Επειδή ξέρω τι έχει συμβεί στο παρελθόν - όταν προσπαθούσα να το αγνοήσω και τα έβρισκα μπροστά μου... -, θεωρώ μεγάλη ευθύνη να κάνω κάτι. Ακόμα κι αν αυτό δεν είναι όνειρο αλλά μία απλή έντονη σκέψη, στο ξεκάρφωτο. Εάν δεν πάρεις τηλέφωνο ή δεν σε συναντήσω μέσα στο 24ωρο, θα σε ειδοποιήσω σχετικά - έχω φτάσει να γυρίσω όλο το σπίτι ανάποδα για ένα post it...

Τώρα πια δεν με φρικάρει τίποτα.
Τώρα ξέρω πως αυτό δεν είναι καμμία "υπερφυσική ικανότητα". Είναι ένα μικρό θαύμα τής ανθρώπινης φύσης - και των περισσότερων έμβιων όντων, εξ' άλλου -, που συμβαίνει σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Βέβαια, το καλό θα ήταν να ήξερα να εξηγώ κι όλα, αλλά εγώ δεν είμαι από τους προικισμένους. Μόνο τα απλά - αυτά που συμβαίνουν σε όλους - μπορώ να καταλάβω. Δηλαδή. Ξυπνάω, και από το πουθενά μου έρχεται ένα τραγούδι που έχω χρόνια να ακούσω. Ξέρω πως μόλις ανοίξω την τηλεόραση θα το δω στο MTV. Και το βλέπω. Ή εκεί που κάνω κάτι άσχετο, σκέφτομαι έναν φίλο που έχουμε να μιλήσουμε καιρό. Ξέρω πως θα με πάρει τηλέφωνο μέσα στην επόμενη ώρα. Και με παίρνει.

Αλλά αυτά δεν με φρικάρουν.
Με ενοχλούν.
Ποτέ δεν ήθελα να ξέρω τα παρακάτω.
Η ζωή είναι πάντα μία έκπληξη.
Γιατί να σου την χαλάει κάτι τέτοιο;

Ακόμα κι αν η έκπληξη έχει την μορφή τού εφιάλτη...

2.12.10

Brain Tattoo

(Και αυτή είναι η δεύτερη και τελευταία - έως στιγμής - αγαπημένη μου απεικόνιση Αφέντρας/σκλάβου. Και αυτό, το κατάλληλο post για να καταχωρηθεί).

Φτάσαμε στις δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα.
Με τον Χ ξαναπερνούσαμε νοερά ό,τι είχαμε ζήσει. Γελούσαμε απίστευτα με κάθε τι που είχε προξενήσει παρεξηγήσεις μεταξύ μας μέχρι να γνωριστούμε καλά: όπως το βράδυ που μιλούσαμε μέσα στο αυτοκίνητο στην παραλιακή, και δεν βγάζαμε κανένα νόημα με ό,τι έλεγε ο άλλος. Μπορεί να ήταν ένας μόλις χρόνος, αλλά για εμάς ήταν σχεδόν μισή ζωή. Τι σχέση μπορεί να έχει ο χρόνος που ξοδεύεις με κάποιον, όταν αυτά που λες δεν είναι όλα όσα αισθάνεσαι; Πως μπορεί να συγκριθεί η ποιότητα με την ποσότητα; Μέσα σε αυτόν τον έναν χρόνο είχαμε πει τόσα για εμάς, από όσα δεν είχαμε πει ποτέ ούτε σε άνθρωπο που μας γνώριζε εξ απαλών ονύχων.

Δεν θέλαμε να βγαίνουμε και πολύ έξω.
Είχαμε πράγματα να κάνουμε, να σκεφτούμε, να δρομολογήσουμε, πράγματα που είχαν να κάνουν με εμάς, με το BDSM. Αλλά είχαμε μία πρόταση των παιδιών να βγούμε μαζί, για να πάμε κάπου που τους είχαν καλέσει. Είχαν λυσσάξει τον τελευταίο καιρό, και αποφασίσαμε να πάμε να τους βρούμε αργότερα. Είχαμε πειράματα να κάνουμε πρώτα... Δεν έχω συζητήσει ποτέ πως είναι να κάνεις ό,τι κάνεις και μετά να πρέπει να πηγαίνεις κάπου. Από δική μου εμπειρία, μπορώ να πω πως αυτό είναι ένα μικρό κατόρθωμα: δεν έχεις κουράγιο να πας ούτε μέχρι την κουζίνα για νερό. Πόσο, μάλλον, να πρέπει να ετοιμαστείς, να πας, και να φαίνεσαι και καλά για να μην εγείρεις ερωτήματα...

Και δεν ήταν μόνον αυτό.
Θα πηγαίναμε σε ρεμπετάδικο. Εγώ με τις ταβέρνες, τα κουτούκια και, ιδίως, με τα ρεμπετάδικα, βγάζω σπυριά. Προτιμώ να με πας σε ένα παγκάκι να τρώμε πασατέμπους. Δεν με πειράζει. Αλλά είπαμε. Ό,τι μπορούσαμε και ό,τι προλαβαίναμε. Δεν είχαμε την πολυτέλεια της άρνησης, γιατί δεν είχαμε χρόνο. Αλλιώς, ούτε με τα κυάλια δεν θα με έβλεπαν...

Μπήκαμε σε έναν τεκέ - μα έναν τεκέ, λέμε... - με τόσο περίεργα χαμηλό φωτισμό που μπορεί και οι μισοί, φεύγοντας, να ανακάλυψαν ότι στραβώθηκαν, καθισμένοι όλοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον - άλλο πράγμα που σιχαίνομαι... -, και με ένα ρεπερτόριο που εγώ δεν έχω καμμία σχέση. Από την ώρα που κάθησα, ήθελα να φύγω. Τόσο ωραία. Τα παδιά ήταν μαζί με μία μεγάλη παρέα - μαζί με εκείνους που τους είχαν καλέσει -, και μέχρι να ενωθούν τραπέζια, να κάνουν χώρο καρέκλες, να συστηθούμε σε όλους τους αγνώστους, να καθήσουμε, τα είχα δει όλα. Όλα, όμως... Φώναξα τον Β να καθήσει δίπλα μου για να βγάλω το άχτι μου.
-Δεν ξέρω ποιον θα βρεις από 'δω μέσα να θάψεις, αλλά πάρε το φτυάρι και ξεκίνα!, του είπα επιτακτικά.
-Δεν ήθελες να έρθετε;, γέλασε.
-Όχι! Όχι, γαμώ το σπίτι τους! Τι είναι εδώ μέσα;!
-Αν σου πω ότι είναι και γνωστό μέρος;
-Στ' αρχείδια μου! Είναι σαν ποντικότρυπα! Ξεκίνα να θάβεις, χαρά μου, μήπως και ξεχαστώ!

Άλλο που δεν ήθελε ο Β.
Ο Α δεν ανοιγόταν. Ο Γ δεν έλεγε κακό και για κανέναν. Ο Χ ήταν ικανοποιημένος και μόνο που ήμασταν μαζί. Μόνο το δηλητήριο του Β θα με έσωζε. Και ευτυχώς που δεν γούσταρε κι εκείνος καθόλου, και άρχισε να κάνει τις δικές του μοναδικές συστατικές περιγραφές για τον καθέναν στο τραπέζι. Τα γέλια μου δεν άφηναν την απαίσια μουσική να φτάνει στα αυτιά μου, και μου αρκούσε. Αλλά τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα. Τα παιδιά ήθελαν να καθήσουμε κάπου όλοι μαζί, ξεχωριστά. Έβαλα φυτίλια σε όλους να μαζεύονται την ώρα που οι άλλοι χόρευαν αμέριμνοι, και σιγά-σιγά μεταφερθήκαμε στο τελευταίο τραπέζι, αποκομμένοι από το πλήθος. Είχε περάσει και η ώρα, κανείς δεν έδωσε σημασία.

Κι εκεί άρχισε το μεγάλο το γλέντι.
Και οι τέσσερις κατάφεραν να με κάνουν να ξεχάσω το μπουντρούμι στο οποίο βρέθηκα, και ήμασταν μόνο για την πάρτη μας. Όταν ρώτησα γιατί δεν συνοδεύονταν, μου είπαν ότι ήθελαν να βγούμε μόνοι μας. Με λόγιζαν ως τον πέμπτο τής παρέας - ούτε καν "την". Η διασκέδασή μας ήταν πια τελείως διαφορετική: γνωριζόμασταν περισσότερο από έναν χρόνο, είχαμε κάνει μαζί διακοπές, με είχαν μάθει - όσο αυτό ήταν δυνατόν -, είχαν συμφιλιωθεί με το είδος τής σχέσης μας, και όλα ήταν πιο ουσιώδη και με πολλά κοινά σημεία αναφοράς. Ήμασταν κανονική παρέα. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω πόσο καλά περάσαμε.

Κάποια στιγμή, όλοι σταμάτησαν.
Η ορχήστρα - η ορχήστρα... ναι... η ορχήστρα τής Βιέννης... με ρούχα γενικής καθαριότητας και το τσιγάρο στο στόμα... - έπαιζε μία μαλακία, η οποία, όμως, έλεγε "σκληρά βασάνισέ με" (αυτό το θυμάμαι καλά), "έπρεπε να την είχα κάνει αλλά δεν το ήξερα"(;), κάτι τέτοια. Και έχουν αρχίσει να γελάνε όλοι. Μαζί και ο Χ. Οι άλλοι τρεις έχουν σηκώσει ποτήρια στον αέρα, φτύνουν χέρια και χτυπούν τακούνια, μερακλωμένοι. Κι έχω αρχίσει να γελάω κι εγώ, με παύσεις ενδιάμεσα για να ακούσω τους στίχοι. Μιλάμε, για πολύ γέλιο... Το καλύτερο το θυμάμαι ακόμη, γιατί όταν φύγαμε το τραγουδούσαν συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Α οδηγός, ο Χ δίπλα του, και - κλασσικά - εγώ πίσω, ανάμεσα σε Β και Γ. Εκεί που μιλούσαμε και γελούσαμε, κάπου το κολλούσαν και τραγουδούσαν δυνατά χτυπώντας τα χέρια "τώρα είναι αργά, αγάπη μου γλυκιά". Ο Γ ξελαρυγγιάζονταν, ο Β κουνούσε με απελπισία το κεφάλι, και ο Α -πάλι δεν κρατούσε χαρακτήρα -, σήκωνε το δεξί χέρι κροταλίζοντας τα δάκτυλα.

Το ότι κοντέψαμε να σκοτωθούμε;
Ενώ λέγαμε πως αν μας σταματήσουν για αλκοτέστ θα σπάσουμε τους μετρητές και θα μας μπουζουριάσουν κανονικά και τους 5, ο Α - την τελευταία φορά που τραγουδούσαμε το "τώρα είναι αργά" - καβάλησε την νησίδα και έσκασε το λάστιχο. Ευτυχώς που δεν τρέχαμε, και το κατάλαβε, και αμέσως, χωρίς να χάσει τον έλεγχο, πάρκαρε δεξιά, σε ένα αλσύλλιο. Δεν είχε κίνηση, αλλά εάν δεν υπήρχε νησίδα, θα είχαμε περάσει στο αντίθετο ρεύμα. Φυσικά, εμείς δεν καταλάβαμε τι είχε γίνει και στην αρχή τον ρωτούσαμε γιατί σταμάτησε. Αφού βγήκαμε, και πέρασαν λίγα λεπτά για να το συνειδητοποιήσουμε, μέχρι να βγάλει ρεζέρβες και να αρχίσουν να αλλάζουν το λάστιχο, έχουμε συνεχίσει να τραγουδάμε, και εκείνη την φορά και να το χορεύουμε.

Λίγο πριν ξημερώσει με άφησαν στο σπίτι.
Ο Χ θα έφευγε την άλλη μέρα νωρίς και δεν θα ερχόταν το επόμενο τριήμερο, γιατί είχε πάρει άδεια για όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Περπατούσαμε μέσα στην ησυχία προς το σπίτι μου, προσπαθώντας να γελάμε πνιχτά.
-Την Ανάσταση θα πάμε στην ίδια εκκλησία, έτσι δεν είναι, Αφέντρα;, ρώτησε ενθουσιασμένος.
-Γιατί όχι;
-Και θα έρθουν και τα παιδιά μαζί;, ρώτησε πιο ενθουσιασμένος.
-Ας έρθουν.
-Και μετά;!
-Ε, και μετά, αν είναι κανένας παπάς εύκαιρος, του λέμε να μας παντρέψει!, του είπα αγανακτισμένη.
-Ναι!, άρχισε να γελάει δυνατά.
-Ναι, ε;!, συνέχισα. Και όταν γυρίσουμε σπίτι μας, να κάνουμε και κανέναν γιο, μια που θα είναι και αργία!

Έσκασε στα γέλια.
-Σας αγαπάω, Αφέντρα!, είπε. Είστε η ζωή μου!
-Αυτό να μου το πεις όταν με δεις με την κοιλιά τούρλα!
Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.

Αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα.

30.11.10

Everything Is Coming Up Roses

(Αυτό το post δεν θα μπορούσα παρά να το δημοσιεύσω με το πιο αγαπημένο μου σκίτσο Αφέντρας/σκλάβου. Αλλά και με μία υποσημείωση, ότι από 'δω και μέχρι να τελειώσει αυτή η ετικέττα δεν μπορώ να εγγυηθώ ούτε για το συντακτικό, ούτε για τα ορθογραφικά, ούτε για την ροή. Οι επιμελητές μου μπορούν να πάρουν προσωρινή άδεια. Ήδη από το προηγούμενο post το θέαμα είναι τραγικό).

Σε μία σχέση σαν την D/s υπάρχει ενθουσιασμός.
Ενθουσιασμός που βρήκες ό,τι έψαχνες, ενθουσιασμός που κάνεις πράγματα που πριν σου έμοιαζαν αδιανόητα, ενθουσιασμός που ανακαλύπτεις και ανακαλύπτεσαι. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με τα πρόσωπα. Η ίδια η φύση τής D/s, ωστόσο, είναι η μεγαλύτερη πηγή ενθουσιασμού. Κι αυτό, γιατί εκεί που λες "τώρα τα έχω κάνει όλα" ή "πόσο άλλη ευτυχία μπορώ να νοιώσω μετά από αυτό;", ξαφνικά γίνεται ή αισθάνεσαι κάτι, το οποίο προέρχεται ακόμα κι από μισή πρόταση, ένα μικρό υπονοούμενο. Ο δικός μου ορισμός για την D/s είναι "Ταξίδι στο Βαθύ Σκοτάδι". Είσαι εσύ, ο άλλος, σε ένα όχημα, το οποίο μπορεί να το οδηγείς εσύ, αλλά τα μέρη που σε πηγαίνει δεν μπορείς να τα δεις αμέσως. Και συνέχεια έχεις την αίσθηση τού "εκεί είσαι". Αλλά δεν είσαι. Όπως τα φώτα τού οχήματος φωτίζουν αυτόν τον δρόμο συγκεκριμένα μέτρα μπροστά σου, έτσι και με την D/s βλέπεις μόνο την λάμψη αυτού που διένυσες την δεδομένη στιγμή. Και πάντα έχει κι άλλο μπροστά. Πάντα.

Με δεδομένο το ότι εμείς ήμασταν περιορισμένοι από το γεγονός τού ότι δεν μέναμε στην ίδια πόλη - ούτε καν στην ίδια χώρα -, δεν μπορούσαμε εκ των πραγμάτων να κάνουμε όσα θέλαμε. Και στην από κοινού κοινωνική μας ζωή και στην προσωπική μας που είχε να κάνει με το BDSM. Θα αναφέρω ως παράδειγμα το σημαντικότερο, για εμένα, απλό θέμα, εκείνο του chastity. Και αυτό ήταν μία απλή εφαρμογή. Υπήρχαν αμέτρητα άλλα πράγματα που θέλαμε να κάνουμε και δεν μπορούσαμε. Δεν μας πείραζε. Ιδίως για τον Χ, το γεγονός ότι δεν ήταν εδώ, ήταν πολύ σημαντικότερο από όλα όσα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν σε συνεχή ενθουσιασμό με το παραμικρό. Όλα είχαν νόημα, όλα είχαν ουσία. Μπορεί να θέλαμε πράγματα αλλά δεν είχαμε φτάσει ούτε στο ελάχιστο να σκεφτούμε "πάλι αυτό...;". Το οποιοδήποτε "αυτό" δεν το είχαμε χορτάσει.

Και όλα αυτά, επειδή τον ενθουσιασμό δεν τον βιώναμε όπως η μάζα: επιπόλαια. Με άλλα λόγια, δεν ενθουσιαζόμασταν με κάτι που λέγαμε ή κάναμε, και μετά το μετανοιώναμε ή αλλάζαμε γνώμη ή δεν ξέρω τι άλλο. Ο δικός μας ενθουσιασμός δεν ήταν απόρροια μαλακίας. Ήταν απόρροια ενέργειας. Πάλι θα αναφέρω το αυτοκίνητο. Δεν βάζαμε κατά λάθος ταχύτητες και ενθουσιαζόμασταν με τον ίλιγγο και μετά μετανοιώναμε ή φοβόμασταν, και αφήναμε το γκάζι ψάχνοντας να κατεβάσουμε ταχύτητα ή βάζαμε όπισθεν σαν τα μαλακισμένα. Βάζαμε την συγκεκριμένη ταχύτητα για το συγκεκριμένο σημείο τού δρόμου, συνειδητά, και κατεβάζαμε μόνον όταν θέλαμε να απολαύσουμε το τοπίο λίγο ή πολύ περισσότερο. Και αυτή η συνείδηση μας έδινε τον ενθουσιασμό. Το ότι αυτή η ενέργεια θα μας πήγαινε παρακάτω, δεν θα μας άφηνε στάσιμους. Γι' αυτό και το κάθε λεπτό είχε ενδιαφέρον.

Ο Χ είχε δεχθεί την δουλειά που του προσέφεραν.
Δεν σταμάτησε να έρχεται τα τριήμερα, και μόνος του έλεγε πόσο ανόητο είναι να ανησυχεί κανείς εκ των προτέρων για κάτι που ενδεχομένως δεν θα ερχόταν ποτέ. Ο Χ, σε όλο αυτό το διάστημα μετά την γιορτή του, είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε "εγώ". Όχι το δικό του. Το δικό μου "εγώ". Τον έπιανα να μιλάει με άλλους στο τηλέφωνο και υπήρχαν φορές που ήταν σαν να άκουγα τον εαυτό μου. Αλλά και στις μεταξύ μας συζητήσεις είχαν αλλάξει τα πράγματα. Ήταν πολύ λίγα εκείνα που του έλεγα πλέον: τα καταλάβαινε πριν τα αποδώσω σε λέξεις. Καταλάβαινε τι ήθελα να πω αλλά και τι ήθελα να κάνω. Ήταν σαν να με διάβαζε εξωτερικά και εσωτερικά. Αν αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι μαλάκας, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να με κάνει.

Ο Χ ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Μόλις ο πατέρας του έκανε τα χαρτιά για την σύνταξη, πήρε την μητέρα του και έφυγαν για το χωριό τους, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Δεν ήταν ότι μετακόμισαν ή δεν έρχονταν πλέον, αλλά αυτό του έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν σαν να του παραχωρούσαν το σπίτι, σαν να του παρέδιδαν την σκυτάλη τού "είμαι μεγάλος και θα ζήσω σαν μεγάλος, κάνοντας την δική μου ζωή, σε ένα κανονικό σπίτι". Δεν υπήρξε καμμία συζήτηση τού να αφήσουμε το διαμέρισμα. Το αγαπούσαμε εκείνο το διαμέρισμα και θα μέναμε εκεί έως ότου μας έδειχνε κάτι διαφορετικό η δουλειά του. Υπήρξε, όμως, ενός άλλου είδους συζήτησης, από το πουθενά.

Ένα μεσημέρι μαγειρεύαμε.
Εγώ ήμουν πάνω από την κουζίνα κι εκείνος ήταν ο βοηθός μου. Αρχίσαμε να συζητάμε για την φύση τής σχέσης και πως αυτή είναι τόσο δυνατή, που μπορεί ή να σε κάνει δυνατότερο ή να σε καταστρέψει. Για το πως είναι από την δική του πλευρά, πως είναι από την δική μου.
-Αν ήξερα ότι υπάρχει άνδρας σαν εσένα, να του αρέσει αυτό που είμαι, θα έλεγα στην μαμά μου ότι μία μέρα υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ, για να μην στενοχωριέται!, του είπα χαριτολογώντας.
Και τότε σταμάτησε να κάνει ό,τι έκανε και με έπιασε από το χέρι που ανακάτευα το φαγητό, διακόπτοντάς με.
-Θα παντρευόσασταν έναν άνδρα σαν εμένα...;, ρώτησε αποσβολωμένος.
Και τότε του είπα κι εγώ κάτι που δεν περίμενα ποτέ να πω.
-Ναι.

Κι ενώ εγώ θα έπρεπε να είμαι εκείνη που θα πάθαινε σοκ - που άκουσα τον εαυτό μου να μιλάει για γάμους -, εκείνος που έμεινε με το στόμα ανοικτό ήταν ο Χ. Εν τούτοις, συνέχισα απτόητη, σαν να το είχα σκεφθεί από πριν.
-Τα πράγματα είναι απλά, του είπα. Όλοι παντρεύονται γιατί τους πιέζουν τα χρόνια, οι γονείς τους, παντρεύονται για να ενώσουν περιουσίες, μιζέριες, παντρεύονται γιατί το κάνουν κι άλλοι, και για ένα κάρο άλλους λόγους που είναι εκτός πραγματικότητας. Εμείς ξέρουμε τι είμαστε, τι θέλουμε, τι μας συμβαίνει, ξεκάθαρα. Δεν θα το κάναμε για κανέναν άλλον λόγο, για κανέναν άλλον άνθρωπο. Και μου κάνει εντύπωση που θα το πω αλλά έτσι το νοιώθω, ξέρω πως αυτό θα κρατούσε. Όχι όπως κρατούν οι γάμοι που κάνουν τα ανθρωπάκια, από ανασφάλεια και δειλία, και όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να πιστεύουν ότι οι γάμοι αυτών είναι ευτυχείς γιατί έχουν την ανάγκη να πιστεύουν ότι κατά τον ίδιο λόγο είναι και οι δικοί τους. Αλλά επειδή ξέρουμε τι μας γίνεται. Και δεν έχουμε αυταπάτες. Γιατί σε σοκάρει; Αλλάζω, ε; Μπορεί να φταίνε και οι αναθυμιάσεις... Έχουμε ρίξει μοσχοκάρυδο;

Δεν είχαμε ρίξει μοσχοκάρυδο.
Αν το είχαμε κάνει, ο Χ θα φταρνιζόταν ακατάπαυστα κι εγώ θα είχα πεθάνει από τα γέλια. Αλλά εγώ ανακάτευα το φαγητό κι εκείνος δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Σε τρομάζω;, τον ρώτησα και με μία ελπίδα κάτι να τον τρόμαζε από εμένα.
-Όχι, Αφέντρα..., κατόρθωσε να πει. Απλά... Δεν πίστευα ποτέ ότι μία γυναίκα θα ήθελε να παντρευτεί έναν άνδρα σαν εμένα...
-Μία οποιαδήποτε γυναίκα εννοείς..., τον διόρθωσα. Είμαι εγώ μία οποιαδήποτε γυναίκα;
-Όχι, Αφέντρα...
-Εσύ ένας οποιοσδήποτε άνδρας;
Με κοιτούσε. Χαμογέλασα.
-Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε άνδρας, Χ, του είπα σοβαρά. Και ένας τέτοιος γάμος δεν θα ήταν σαν τον οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει αυτό που ζούμε. Το έχεις συνειδητοποιήσει;

Κι εκεί που έλεγα ότι μετά την γιορτή του είχε αλλάξει, μετά από εκείνη την συζήτηση ο Χ άλλαξε ακόμη περισσότερο. Έγινε ακόμη πιο προσεκτικός, ακόμη πιο μεθοδικός, ακόμη πιο "εγώ". Και πάλι με έβαζε στην διαδικασία τού να σκέφτομαι "που, τελικά, θα σταματήσει όλο αυτό;" και "μα πόσο άλλο έχει ακόμη;". Η σκάλα έδειχνε συνέχεια νέες περιοχές με κάθε χιλιόμετρο.

Άλλαξαν και οι φίλοι του.
Ήθελαν να ξοδεύουμε περισσότερο χρόνο μαζί τους, όσο μπορούσαμε. Εκείνοι είχαν αλλάξει από το βράδυ που ανακάλυψαν ότι ήμασταν ναι μεν ένα περίεργο αλλά και "κανονικό" ζευγάρι. Είχαν καταλάβει ότι αυτό δεν ήταν μίσος αλλά ένα είδος παράξενης, σκληρής αγάπης. Και το είχαν αποδεχθεί.

Όλα είχαν μπει σε έναν δρόμο.
Σε μίαν ευθεία.
Αλλά τα φώτα - κι εκεί - έδειχναν λίγα μόνο μέτρα μπροστά.

28.11.10

Visvicis

Στην ζωή κανείς δεν παίρνει αυτά που δικαιούται.
Παίρνει αυτά που ζητά.
Αυτά που διεκδικεί.

Αυτό που ποτέ δεν ήθελα από έναν άνδρα, ήταν να είμαι η αδυναμία του.
Ενδιαφερόμουν για το ακριβώς αντίθετο.
Ήθελα να είμαι η δύναμή του.

Για όλες τις γυναίκες, ο άνδρας είναι κυνηγός.
Για μία γυναίκα, το να είναι ο άνδρας που της αρέσει κυνηγός, μετρά 10 φορές περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αρετή του.
Για μία γυναίκα σαν εμένα, μετράει 100.

Από γυναίκα σε γυναίκα, τα κριτήρια για έναν άνδρα μπορεί να διαφέρουν δραματικά.
Το μόνο σταθερό κοινό κριτήριο, είναι αυτό: να είναι κυνηγός.
Η γυναίκα έχει μία βασική ανάγκη που, στις μέρες μας, δύσκολα εκπληρώνεται.
Θέλει να θαυμάζει τον άνδρα.
Για μία γυναίκα σαν εμένα, αυτό είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας έλξης.

Και σε αυτό το σημείο κάποιοι, που δεν ανήκουν στον χώρο τού BDSM, θα αρχίσουν να μπερδεύονται. Είναι απολύτως λογικό να πιστεύουν πως μία γυναίκα σαν εμένα, θα ήθελε τον άνδρα να εξαρτάται από εκείνη. Αλλά δεν είναι έτσι. Η εξάρτηση και η δύναμη είναι δύο έννοιες αντιφατικές. Από εσένα μπορεί να εξαρτηθεί μόνον ένας άνδρας που δεν είναι τίποτα. Θα είναι μεγάλη έκπληξη, εάν γράψω ότι για να είναι ένας άνδρας σκλάβος, πρέπει να είναι πιο δυνατός από εσένα; Πολύ πιθανόν. Και είναι νωρίς για να το εξηγήσω.

Μπορώ να πω μόνον αυτό: για να θαυμάζει μία Αφέντρα έναν σκλάβο, πρέπει να ξέρει ότι είναι δυνατός αρκετά για να αντέξει την έντασή της. Διαφορετικά, κανένας άνδρας δεν μπορεί να σταθεί δίπλα της. Μην μπερδεύετε τα πόδια της σε αυτή την περίπτωση. Ο άνδρας που το μόνο που ξέρει είναι το να πέφτει στα πόδια της, είναι εκείνος που δεν ξέρει να κάνει τίποτε άλλο. Ο σκλάβος μπορεί να κάνει τα πάντα. Για εκείνη. Και αυτό θέλει δύναμη. Θέλει να είναι κυνηγός. Και αυτός είναι ο λόγος που οι σκλάβοι είναι οι πιο αξιόλογοι άνδρες που υπάρχουν.

Μία γυναίκα μπορεί να συγχωρήσει πολλά πράγματα σε έναν άνδρα. Το πρώτο και σημαντικότερο πράγμα που δεν θα αντέξει - χωρίς να τίθεται θέμα συγχώρησης -, είναι το να τον δει να πέφτει στα μάτια της. Να αποδειχθεί λίγος. Αυτό είναι μία εικόνα που δύσκολα σβήνει από τα μάτια της. Ο μεγαλύτερος εξευτελισμός για έναν άνδρα, είναι να αποδεικνύεται πολύ λίγος για εκείνη. Για μία γυναίκα σαν εμένα, αυτό συνιστά αυτόματη απόρριψη. Γιατί αυτό γράφεται στο μυαλό της. Αν για μία γυναίκα είναι κρίσιμο το γεγονός ότι παύει να τον θαυμάζει, για μία Αφέντρα είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να ανακαλύψει σε έναν άνδρα.

Η σχέση μου με τον Χ ήταν αρκετά χρόνια πριν.
Από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά στην ζωή μου. Αλλά αυτά τα κριτήρια, δεν έχουν απλώς παραμείνει, έχουν ενισχυθεί. Σε αυτό, μεγάλο ρόλο έπαιξε η είσοδός μου στο cm. Οι Φίλες που απέκτησα μέσω αυτού. Το να βλέπω - έστω και on camera - πως είναι ένα ζευγάρι μέσα στην D/s. Πως βιώνει το lifestyle. Πως είναι να σας χωρίζουν ωκεανοί αλλά να είναι σαν να είστε γεννημένες μαζί και κάποιος να σας χώρισε στο μαιευτήριο. Μέσω τού cm γνώρισα Φίλες και παρευρέθηκα στον γάμο Τους με τους σκλάβους Τους. Εγώ και όσοι γνωρίζουν εξ αποστάσεως, σε έναν messenger να παρακολουθούμε την τελετή. Όχι εκείνη για τους πολλούς αλλά εκείνη για τους λίγους. Που οι όρκοι είναι διαφορετικοί, οι καλεσμένοι με διαφορετικό dress-code, που τα στοιχεία της είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της εκάστοτε θρησκείας. Η πρώτη Φίλη που έκανα στο cm στα τέλη τού 2007 - όταν είχε πέσει η σελίδα για λίγες ώρες και βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο chat να συνομιλούμε σαν να ήμασταν περισσότερο από σιαμαίες -, σήμερα περιμένει το πρώτο Της παιδί με τον σκλάβο Της.

Το cm έγινε για εμένα το μικρό εκείνο παράθυρο, που μου επιτρέπει να βλέπω έναν κόσμο όπως τον ήθελα να είναι, σχέσεις όπως τις ήθελα να είναι, με άνδρες όπως τους ήθελα να είναι. Αλλά και με Γυναίκες σαν εμένα, που βιώνουν την D/s χωρίς να ανήκουν πουθενά, χωρίς να διαφημίζουν ό,τι είναι, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις γι' αυτό που είναι. Γιατί οι άνδρες που βρήκαν - όλοι μέσα από το cm - ξέρουν και τι είναι και για/τί είναι αυτό που είναι. Και προσπαθούν με κάθε τρόπο αυτό το "κυνήγι" να είναι πάντα ό,τι θέλει Εκείνη να είναι. Ο θαυμασμός Εκείνων ενώνεται με τον θαυμασμό τον δικό μου, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά πόσα κότσια πρέπει να έχει ένας σκλάβος για να τα κάνει όλα αυτά. Και όχι μόνο να τα κάνει. Αυτά να είναι ο σκοπός τής ζωής του.

Αλλά μερικά χρόνια πριν, εγώ νόμιζα πως μόνον ο Χ μπορούσε να τα κάνει αυτά. Όχι ως ο μοναδικός σκλάβος στον κόσμο αλλά ο μοναδικός άνδρας που γνώρισα εγώ. Χωρίς να ξέρω αν αυτά τα θέλουν ή τα κάνουν κι άλλοι, χωρίς καμμία πυξίδα, για εμένα ο Χ ήταν οι προσδοκίες που είχα από έναν άνδρα, με σάρκα και οστά. Ήταν μία μορφή επιβράβευσης για ό,τι ήμουν, για ό,τι πίστευα. Για ό,τι ήθελα να ζήσω. Δεν ήξερα ότι γυναίκες σαν εμένα βρίσκουν άνδρες σαν τον Χ. Δεν ήξερα ότι αυτό μπορούσε να δουλέψει. Τότε δεν είχα παραστάσεις, δεν είχα καν κάποιον να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις. Να μου πει αν είμαι ηλίθια ή αν όλα αυτά είναι λογικά. Είχα μόνον ένα ένστικτο. Και μία θέληση πολύ δυνατή. Αυτή η θέληση έφερε τον Χ στον δρόμο μου.

Αλλά η δική μου θέληση δεν ήταν τίποτα μπροστά στην θέληση την δική του. Γιατί εγώ είχα γεννηθεί έτσι, ενώ εκείνος έπρεπε να τα κάνει. Να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια τα δικά μου. Και αυτό έκανε. Ο θαυμασμός που είχα για εκείνον ήταν ανείπωτος. Πως θα μπορούσα να είχα φανταστεί πριν τον γνωρίσω, ότι αυτός ο άνθρωπος θα υπέμενε τόσα πράγματα από εμένα, σε ό,τι αφορά στις πρακτικές τού BDSM; Πως θα μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει άνδρας που θα κατανοούσε ότι δεν είναι μίσος ή απαξίωση, δεν είναι μείωση τού ανδρισμού του, αλλά τα αντίθετά τους; Πως μπορούσα να μην θαυμάζω έναν τέτοιον άνδρα;...

Από εκείνο το βράδυ, ο Χ ήταν ένας υποδειγματικός σκλάβος.
Σταμάτησαν οι φοβίες, οι αμφιβολίες, οι ανασφάλειές του. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, και στις κασσέτες του ήταν τόσο ήρεμος και τόσο συνειδητοποιημένος. Αυτό που έβγαινε, ήταν μία δύναμη. Την δύναμη εκείνη που ζητούσα από κάθε άνθρωπο που γνώριζα είτε ήταν φίλος είτε ήταν σύντροφος. Αλλά προερχόμενη από εκείνον - από έναν σκλάβο, σκλάβο δικό μου -, η δύναμη αυτή ήταν μαγική... Η δύναμή του με άφηνε εκστασιασμένη, αληθινά ευλογημένη που είχα έναν τέτοιον άνδρα να με υπακούει, να με εμπιστεύεται, να με εμπνέει...

Και όταν λίγο πριν την Πρωτοχρονιά συνέβη κάτι πολύ πιο σοβαρό και επίφοβο για εκείνον - όπως ήταν πριν -, ο Χ ήρθε στο σπίτι μας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Και όταν τον ρώτησα τι αισθάνεται, μου απάντησε πως δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του εάν με οποιονδήποτε τρόπο μού ξαναγύριζε την πλάτη. Μόνον αυτό. Κι αυτό ήταν ό,τι ακριβώς ήθελα από εκείνον. Αυτό που είχα ζητήσει.

Ό,τι ερχόταν, όμως, δεν το είχε προβλέψει κανείς...

25.11.10

his Mother's Voice

Η μητέρα τού Χ στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας.
Με κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να ανιχνεύσει τι είχε γίνει όσο ήταν κλειστή.

Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα.
Κάθησε δίπλα μου και ξαναρώτησε.
-Γιατί έκλαιγε ο γιος μου, Νανά;
-Θα πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο, απάντησα.
-Πειράζει που ρωτάω εσένα;, επέμεινε.
-Όχι. Αλλά την απάντηση πρέπει να την πάρετε από εκείνον.
-Έχει σχέση με την δουλειά;
-Έχει σχέση με εκείνον.
-Δεν θα μου πεις;
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά, κοιτάζοντάς την έντονα.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή.
Καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να με πλησιάσει. Όχι τόσο για να μου εκμαιεύσει πράγματα. Ήθελε να με γνωρίσει. Να δει ποια ήταν η καλή τού γιου της. Πως είναι σαν άνθρωπος. Ήταν ευκαιρία για εκείνη. Και το ήξερε.
-Τον αγαπάς τον γιο μου;, ρώτησε ξαφνικά.
Χαμογέλασα.
-Θα σας έλεγα να ρωτήσετε τον ίδιο, είπα, και χαμογέλασε κι εκείνη. Αλλά, υποθέτω, σε αυτή την ερώτηση πρέπει να απαντήσω εγώ. Ναι.
Με κοίταξε σκεπτική.
-Θέλω να κάνουμε μία κουβέντα σαν γυναίκες, είπε και μου έπιασε το χέρι. Εγώ γι' αυτό το παιδί έκανα μεγάλες θυσίες. Έμεινα στο κρεβάτι 7 μήνες, σε ακινησία. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήξερα αν θα το γεννήσω. Όταν θα μείνεις κι εσύ έγκυος θα καταλάβεις τι είναι για μία γυναίκα να νοιώθει το παιδί μέσα της και να μην ξέρει αν την άλλη μέρα αυτό σταματήσει. Ο γιατρός μού είχε πει ότι αν δεν κρατούσα κι αυτό το παιδί, δεν θα είχα ευκαιρία να κάνω άλλο και μου απαγόρεψε ακόμα και να το σκέφτομαι. Ξέρεις πως είναι να σε πηγαίνουν στο χειρουργείο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη για να γεννήσεις κανονικά ένα παιδί που είναι νεκρό; Και όχι μία αλλά δύο φορές; Όταν έμεινα έγκυος στον Χ, ήμουν αποφασισμένη ότι αυτό το παιδί θα ζήσει, πάση θυσία. Σταμάτησα από την δουλειά, ο άνδρας μου δούλευε από το πρωΐ έως το βράδυ για να τα φέρουμε βόλτα, και ζούσαμε με την αγωνία να μην πεθάνει κι αυτό το παιδί. Τότε πήραμε την Κ να μας βοηθάει, με σκοπό να μείνει μέχρι να γεννηθεί ο Χ. Και έμεινε για πάντα, γιατί εγώ αφοσιώθηκα σε αυτό το παιδί. Εκείνη ξέρει τι πέρασα, έγινε δικός μας άνθρωπος. Τον προσέχαμε σαν να ήταν από γυαλί.

(...) Από τότε που έφυγε για να σπουδάσει, τον έχασα. Στην αρχή έλεγα ότι είναι για το καλό του και σκεφτόμουν πως δεν είχα δικαίωμα να σταματήσω την τύχη του για να τον έχω εδώ. Ούτε εκείνος είχε πρόβλημα, γιατί και εμείς πηγαίναμε και εκείνος ερχόταν. Ήταν για το καλό του.

(...) Με την σχέση που είχε, λέγαμε ότι κάποια στιγμή θα το πήγαιναν σοβαρά, γιατί ήταν αρκετά χρόνια μαζί. Έτσι νομίζαμε εμείς. Αλλά ο γιος μου δεν την αγαπούσε. Ο γιος μου αγάπησε εσένα. Δεν ξέρω τι έκανε στην Α πριν σε γνωρίσει, αλλά από τότε που σε γνώρισε έγινε άλλος άνθρωπος. Άρχισε να μιλάει για το μέλλον του στην Ελλάδα, που όταν του λέγαμε για το σπίτι όταν το φτιάχναμε δεν ήθελε να ακούει τίποτα. Τότε το είχε πάρει απόφαση να μείνει στην Α. Και μας στενοχωρούσε. Η μόνη μας ελπίδα ήταν εκείνη η κοπέλα. Αν όλα πήγαιναν καλά και την παντρεύονταν, θα τον έφερνε εδώ. Ξέραμε και τους γονείς της. Δεν είχαμε σκεφτεί ότι αν την αγαπούσε θα το έλεγε μόνος του. Με εσένα, άρχισε να σκέφτεται και να διακόψει την αναβολή από τον στρατό.

Την κοίταξα σοκαρισμένη.
-Να διακόψει την αναβολή από τον στρατό;, μόλις που ακούστηκα να ρωτάω.
-Δεν σου το είχε πει;, με ρώτησε σαν να το είχε δεδομένο ότι το είχαμε συζητήσει.
-Όχι, της απάντησα σταθερά σοκαρισμένη.
Χαμογέλασε.
-Άρα δεν έκλαιγε γιατί εσύ τον πιέζεις να μην πάρει την δουλειά... Έκλαιγε γιατί δεν θέλει να πάει...
Η μητέρα του χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά, εμφανώς ικανοποιημένη και από το ότι κατάφερε να καταλάβει και από το ίδιο το συμπέρασμα.
Εγώ, ακόμη σοκαρισμένη, δεν μπορούσα να πιστέψω ό,τι μου έλεγε.
-Είναι έτσι;, ζήτησε να επιβεβαιώσει.
Δεν απάντησα.

-Άκου, Νανά. Κάποτε ήμουν από τις μάνες εκείνες που πιστεύουν ότι το παιδί τους πρέπει να σπουδάζει μία ζωή και να μαζεύει πτυχία και διπλώματα. Μετά κατάλαβα πως δεν έχει κανένα νόημα. Και ξέρεις πότε το κατάλαβα; Όταν είδα το παιδί μου ευτυχισμένο. Ο γιος μου είναι ευτυχισμένος με εσένα. Και θα σου πω τι πιστεύω τώρα. Πιστεύω ότι, τελικά, όσες σπουδές και να κάνεις, όσα πτυχία και να πάρεις, αν δεν έχεις έναν άνθρωπο να τον αγαπάς και να σε αγαπάει, η ζωή σου δεν έχει κανένα νόημα. Χαίρομαι που ο γιος μου έχει καταφέρει να κάνει πολλά με τις σπουδές του, αλλά αν δεν γνώριζε εσένα, εγώ δεν θα τον έβλεπα ποτέ ευτυχισμένο. Αυτό θέλει μία μάνα: να βλέπει το παιδί της ευτυχισμένο. Αν θέλει να γυρίσει πίσω, το θέλει επειδή θέλει να είναι μαζί σου. Εμείς τελειώνουμε το σπίτι στο χωριό, και μόλις πάρει την σύνταξη ο πατέρας του με την νέα χρονιά, θα φύγουμε. Το σπίτι αυτό είναι δικό του. Ας κάνει ό,τι θέλει. Εγώ αυτά που είχα να περιμένω από το παιδί μου, τα είδα. Για εμένα είναι πιο σπουδαίο να προλάβω να δω ένα παιδί του. Αν θέλει να έρθει πίσω και θέλεις κι εσύ, μην σκεφτείτε εμάς. Εμείς θα φύγουμε μία μέρα. Και από εδώ και από την ζωή. Να ζήσετε μαζί, όπως θέλετε. Και, αν γίνεται, να γεμίσετε αυτό το σπίτι με παιδιά. Εγώ δεν μπόρεσα...

Μείναμε σιωπηλές.
Δεν ήμουν σε θέση να πω τίποτα. Κι εκείνη συνέχισε.
-Είσαι δυνατή γυναίκα, Νανά. Γι' αυτό σ' αγαπάει ο γιος μου. Γι' αυτό σε λέει "Αφέντρα". Τον πιστεύω. Ο γιος μου δεν είναι χαζός. Δεν τον μεγάλωσα για να γίνει βούτυρο στο ψωμί τής καθεμιάς. Εσένα σε σέβεται. Αν σε είχε μόνο για να περνάει τον καιρό του δεν θα έκανε ό,τι έκανε όταν η άλλη φώναζε στο σπίτι μας. Σε βλέπει αλλιώς. Σε βλέπει σοβαρά. Αν δεν τον βλέπεις κι εσύ έτσι, καλύτερα να τον αφήσεις. Μην τον αφήνεις να έχει ελπίδες. Εμείς κάνουμε τον άνδρα. Από εσένα εξαρτάται. Σταμάτησέ το τώρα που είναι αρχή. Και αν δεν το βλέπεις κι εσύ όπως εκείνος, πες του το. Μην τον στέλνεις να δουλέψει έξω για να μην πάρεις την απόφαση. Δεν είστε μικρά παιδιά. Πρέπει να βάλετε κάτω τα πράγματα. Αν τον αγαπάς, μην το πληγώσεις. Άσ'τον να πάρει τον δρόμο του και πάρε κι εσύ τον δικό σου. Θα ξαναφτιάξετε την ζωή σας κι εκείνος και εσύ. Μην πληγώσεις τον γιο μου. Και η δική σου η μητέρα το ίδιο θα ζητούσε από εκείνον, αν ήταν στην θέση μου.

Σηκώθηκε να φύγει και πριν βγει από το δωμάτιο, γύρισε να με κοιτάξει.
-Δεν θα ανακατευτώ ποτέ στο σπίτι σας. Από εμένα θα έχεις ό,τι θέλεις. Αν με εσένα ο γιος μου είναι ευτυχισμένος, θα γίνεις κι εσύ παιδί μου. Εγώ κορίτσι ήθελα πάντα. Να το ξέρεις: της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να 'ν' κορίτσι. Η κόρη σού αφοσιώνεται. Ο γιος, μόλις γνωρίσει φουστάνι, σε ξεχνάει. Είναι σαν να μην έχεις παιδί. Έτσι είναι οι άνδρες.
-Ο γιος σας δεν είναι έτσι, της είπα μάλλον απειλητικά, φανερά ενοχλημένη που σύγκρινε τον Χ με την μάζα.
-Δεν είναι, λες;
-Δεν είναι, και το ξέρω, είπα έντονα.
-Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι, με προκάλεσε.
-Όλοι οι άνδρες δεν είναι σαν τον Χ, της απάντησα, σχεδόν έτοιμη για καυγά. Κατανοώ ότι θέλατε κορίτσι, αλλά δεν μπορείτε να ξέρετε πόσο σπουδαίος είναι ο γιος σας. Γιατί είστε η μητέρα του. Και αλλιώς είμαστε σαν παιδιά, αλλιώς σαν σύντροφοι.

Έκλεισε την πόρτα και με κοίταξε με πραγματική απορία.
-Πως είναι ο γιος μου σαν σύντροφος;
Σηκώθηκα και την πλησίασα, χαμογελαστή.
-Δεν υπάρχει τρόπος να σας το εξηγήσω, της είπα απλά. Μόνον ένας που σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να σας δώσει μίαν ιδέα, αλλά δεν νομίζω ότι μου επιτρέπεται να μιλήσω έτσι σε εσάς.
-Όχι, αλήθεια, πες μου!, είπε ενθουσιασμένη.
Χαμογέλασα πιο πλατιά.
-Μπορείτε να φανταστείτε για λίγο τον εαυτό σας ελεύθερο, χωρίς παιδί; Μπορείτε να πάτε πίσω; Όταν θα ανακαλύπτατε τον εαυτό σας σαν γυναίκα;
-Ναι;, ρώτησε ανυπόμονα.
-Ας πούμε τότε, πως εάν γνωρίζατε έναν άνδρα σαν τον γιο σας, θα ξεχνούσατε ότι υπάρχουν οι άνδρες που πριν από λίγο αναφερθήκατε, της είπα πλησιάζοντάς την ακόμη περισσότερο, χωρίς χαμόγελα. Ο γιος σας είναι το είδος εκείνο τού άνδρα που το βρίσκεις με την ίδια ευκολία που βρίσκεις βελόνα στα άχυρα. Ο γιος σας είναι ικανός να κάνει όχι μία, αλλά 100 γυναίκες ευτυχισμένες. Αλλά είναι επιλογή του να κάνει μόνο μία. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Μπορείτε να σκεφτείτε πως θα νοιώθατε εάν αυτή η μία, ήσασταν εσείς; Ξεχάστε ότι είστε μητέρα. Είστε γυναίκα. Μπορείτε να φανταστείτε πως είναι η αγάπη αυτού του άνδρα που σας περιγράφω; Μπορείτε, έστω και λίγο; Μακάρι να μπορούσατε. Σας μιλώ ειλικρινά.

Ήταν σειρά της να σοκαριστεί.
-Είσαι τόσο ερωτευμένη με τον γιο μου;..., αναρωτήθηκε.
-Όχι. Αυτό που βλέπετε δεν είναι έρωτας. Είναι συνείδηση. Ξέρω ποιος είναι ο γιος σας. Και λυπάμαι - το λέω ειλικρινά - που δεν μπορούμε να μιλήσουμε σαν γυναίκα προς γυναίκα. Γιατί εγώ δεν μπορώ τις συζητήσεις μεταξύ πεθεράς και νύφης. Αυτό, δυστυχώς, είμαστε. Γι' αυτό λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν υπάρχει τρόπος να σας κάνω πολύ πιο υπερήφανη από όσο είστε για το παιδί σας. Γιατί δεν μπορείτε να ξέρετε τίποτα. Ούτε καν να το φανταστείτε στο παραμικρό.
Και η μητέρα τού Χ άρχισε να κλαίει...
-Τον αγαπάς..., μου είπε χωρίς να σταματήσει.
-Δεν τον αγαπάω, κυρία Χ, της είπα αυστηρά. Με κάνει να τον αγαπάω. Το είδος τής αγάπης που εννοείτε, εγώ δεν μπορώ να το αισθανθώ. Μόνο ένας άνδρας σαν τον γιο σας μπορεί να μου το προκαλέσει. Γι΄αυτό σας λέω. Μην με ρωτάτε πράγματα για τα οποία δεν έχω απάντηση. Και να είχα, δεν θα καταλαβαίνατε.

Και ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο πατέρας του...
Και θέλω να βάλω τα γέλια...
Δεν υπήρχε εκείνο που ζούσα...
Δεν υπήρχε, λέμε.

Κοίταξε αναστατωμένος την γυναίκα του.
-Τι έγινε;!, ρώτησε.
-Τίποτα, πάμε να φύγουμε, του είπε σπρώχνοντάς τον ελαφρά και σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
Καθώς εκείνος έφευγε, εκείνη γύρισε για λίγο πίσω.
-Θέλω να σου πω κάτι τελευταίο, είπε.
-Ξέρω τι θέλετε να μου πείτε, της είπα χαιρέκακα. Πως καλά όσα είπαμε, αλλά εάν ποτέ κάνω κακό στον γιο σας θα με βρείτε όπου και αν κρυφτώ. Αυτό δεν θέλετε να μου πείτε.
Δεν απάντησε. Χαμογέλασε.
-Αλλά το ψιλοσκέφτεστε κι όλα, γιατί θα χαλάσετε την τόσο ωραία ατμόσφαιρα, σωστά;
Η μητέρα τού Χ έβαλε τα γέλια, ρουφώντας την μύτη της.
-Λοιπόν, ακούστε. Μπορεί εσείς να ονειρευόσασταν κορίτσια. Εγώ μόνον αγόρια έχω στο μυαλό μου. Και θα σας πω αυτό: Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον Χ, αλλά αν ποτέ αποκτήσω παιδί, είτε με τον Χ είτε με κάποιον άλλον, δεν θέλετε να ξέρετε τι θα έλεγα εγώ στην καλή του... Αλλά αυτό που δεν θα θέλατε να ξέρετε, είναι τι θα έκανα εγώ στην καλή του εάν μου τον πείραζε... Αυτό σας λέω μόνο... Τίποτε άλλο... Πάμε, τώρα, κάτω.

Και όπως την σπρώχνω διακριτικά για να προχωρήσουμε, μου λέει εμπιστευτικά.
-Να είχα μία κόρη σαν εσένα...
Έβαλα τα γέλια.
-Τότε δεν μπορούσατε να έχετε και τον Χ γιο, της είπα καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες.
-Γιατί;
-Γιατί θα μας κρεμούσαν από τα μανταλάκια στα περίπτερα!
-Γιατί;!
-Γιατί δεν θα υπήρχε τέτοιο προηγούμενο αιμομιξίας...

Τα γέλια τής μητέρας του ακούστηκαν σε όλο το σπίτι.
Όλοι γύρισαν ξαφνιασμένοι να μας κοιτάξουν, μαζί με τον Χ.
Εκείνος που ξαφνιάστηκε περισσότερο ήταν ο πατέρας του, που δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά από την στιγμή που είχε δει τον άνθρωπο που γελούσε με την καρδιά του, να κλαίει.

Και από εκείνο το βράδυ, όλα άλλαξαν.
Όλα για όλους.

23.11.10

Like Cures Like

Υπάρχουν αμέτρητες και απύθμενες μαλακίες που πιστεύει ο κόσμος για τις Αφέντρες.
Και που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την πραγματικότητα.
Γιατί "Αφέντρα" στο μυαλό των περισσότερων - και κυρίως των μαλακοκαύληδων - είναι ένας ρόλος που παίζουν οι πουτάνες σε ταινίες και μπουρδέλα.

Και τόσο οι πουτάνες όσο και οι μαλακοκαύληδες, στην ερώτηση "τι θέλει μία Αφέντρα;" θα σου απαντήσουν "να της λες ότι είναι θεά". Και είναι σαν την παροιμία "Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς". Γιατί την πουτάνα όσο "θεά" και να την λες, δεν είναι παρά μία γκόμενα που έχει κάψει το φύλο της. Και οι απανταχού μαλακοκαύληδες εκτιμούν τα αποκαΐδια ως διαμάντια - αλλιώς και ως "Όμοιος τον όμοιο, και κοπριά στα λάχανα".

Στην αληθινή ζωή, αυτή που βιώνεται στην πραγματικότητα, και δεν διαδραματίζεται σε ένα studio ή σε ένα μπουρδέλο, η Αφέντρα έχει μόνον ένα όνειρο: να την κάνεις να αισθάνεται μαλάκας. Ασφαλώς, αυτό δεν είναι ικανό να φτιάξει τον μαλακοκαύλη - ποιος υπολογίζει τον στερημένο που πληρώνει για την ανικανότητά του -, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Η Αφέντρα δεν χρειάζεται να ακούει ότι είναι θεά. Και κανένας σκλάβος δεν μπορεί να την κάνει να νοιώσει θεά. Είναι θεά και το ξέρει. Στο μουνί της πως την βλέπεις εσύ. Εσύ είσαι εκεί για να την κάνεις να αισθάνεται μαλάκας. Το οποίο σημαίνει, ότι αυτά που σου έχει μάθει, αυτά που σε έχει εκπαιδεύσει να κάνεις, αυτά που καταλαβαίνεις ότι της αρέσουν ή ότι τα θέλει, όταν τα κάνεις λόγια - και ιδίως πράξεις - της κόβεις την αναπνοή. Αυτό είναι το "μαλάκας". Είναι το ίδιο ακριβώς με το παιδί σου. Του λες ή του μαθαίνεις κάτι, και στην κατάλληλη ή στην πιο άσχετη στιγμή, εκεί που δεν το περιμένεις, μπορεί να σε αφήσει μαλάκα.

Ο μαλακοκαύλης δεν είναι σε θέση να σε αφήσει μαλάκα. Γιατί το να σε αφήσει μαλάκα, προϋποθέτει ότι είναι έξυπνος. Και "μαλακοκαύλης" και "έξυπνος", είναι τόσο οξύμωρες έννοιες εάν τις συντάξεις μαζί, που είναι σαν να λες "ολίγον έγκυος" ή "άγριο sex με τον Χ''νικολάου". Ο μαλακοκαύλης μπορεί μόνο να πέσει χαμηλά, γιατί εκεί είναι η στάθμη τής αξίας τής πουτάνας. Η πουτάνα δεν μπορεί ποτέ να είναι Αφέντρα, όπως και ο μαλακοκαύλης δεν είναι ποτέ σκλάβος.

Ο σκλάβος είναι η σκιά τής αξίας τής Αφέντρας του.

Το ότι έμεινα μαλάκας, δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Ότι με είχε στείλει αδιάβαστη, ούτε. Ότι το τέρας μέσα μου ήθελε να τον φάει ζωντανό; Αυτό μόνο λίγοι μπορούν να το καταλάβουν.

Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Για άλλη μία φορά πρωτοτυπούσαμε: κοιταζόμασταν σαν τα χαζά, με εμένα να κατέχω τα πρωτεία. Με έπιασε από τα χέρια, φέρνοντας τα δάκτυλά μου στο στήθος του.
-Δεν μπορείτε να με καταλάβετε, Αφέντρα..., είπε πολύ σοβαρός. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πως είναι... Εκεί που αισθάνομαι καλά, ότι ξέρω τι κάνω, ότι μαθαίνω, εκεί γίνεται κάτι και σκέφτομαι ότι αυτό θα σταματήσει... Όπως σήμερα... Και όταν σκέφτομαι ότι θα σας χάσω, τρελαίνομαι... Δεν το ελέγχω... Δεν ξέρετε πως είναι...
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έριξε και τον καταπέλτη.
-Μην χάνετε την υπομονή σας με εμένα, Αφέντρα... Δεν το θέλω... Δεν ξέρω τι να κάνω... Σας παρακαλώ να με καταλάβετε... Δεν το κάνω επίτηδες... Δεν θέλω να φέρομαι έτσι... Αλλά δεν μπορώ να το νικήσω... Είναι σαν να περπατάμε μαζί, και εκεί που σας βλέπω και σας ακολουθώ, ξαφνικά γεμίζει ο τόπος από κόσμο, και σας χάνω... Και με πιάνει πανικός... Το ξέρω ότι εσείς έχετε την ικανότητα να με βρείτε στο πλήθος... Δεν είναι αυτό που αμφισβητώ... Αλλά με πιάνει πανικός... Δεν το ελέγχω... Ενώ εσείς έχετε πάντα τον έλεγχο... Και δεν μπορείτε να με καταλάβετε... Γι' αυτό εσείς είστε Αφέντρα κι εγώ ο σκλάβος...

Αισθάνομαι να μου μουδιάζουν τα γόνατα...
Ναυτίες, ζαλάδες, εμετοί, όλα μαζί...
Να γυρίζουν τοίχοι, ταβάνια, το δωμάτιο ολόκληρο...

Τράβηξα τα χέρια μου από τα δικά του, και γύρισα το κεφάλι να δω κατά που έπεφτε το κρεβάτι, να καθήσω. Κατάλαβε ότι δεν ήμουν καλά, και ήρθε μαζί μου να με βοηθήσει.
-Σβήσε το φως..., ψέλισσα.
Ο Χ έσβησε το φως και άναψε το πορτατίφ δίπλα μας. Δεν ήμουν καλά. Ένοιωθα έτοιμη να λιποθυμήσω. Τον κοιτούσα που μου κρατούσε τα χέρια γονατισμένος μπροστά μου, και δεν μπορούσα να πω λέξη, γιατί δεν ένοιωθα το στόμα μου. Εκείνος με κοιτούσε μέσα στα μάτια και ήταν ολοφάνερο ότι κρεμόταν από τα χείλη μου περιμένοντας κάτι να του πω. Αλλά δεν μπορούσα.

Μείναμε λίγα λεπτά έτσι. Ο Χ καταλάβαινε πότε με έστελνε. Και αντί να δείξει ότι ήταν υπερήφανος γι' αυτό - που θα έπρεπε -, περίμενε στωϊκά μέχρι να επανέλθω. Κι αυτό μπορούσε να συμβεί από την ώρα που ψωνίζαμε στο super market, μέχρι την στιγμή που κάναμε sex. Περίμενε χωρίς να με αφήνει από τα μάτια του. Ίσως μετά να χαμογελούσε, όταν με έβλεπε να έρχομαι πίσω. Αλλά κατά την διάρκεια που εγώ προσπαθούσα να αφομιώσω ό,τι είχε πει/κάνει, ήταν, απλώς, παρών. Και αυτό ήταν που ήθελα. Χωρίς να του το έχω πει, χωρίς να το έχουμε συζητήσει, το καταλάβαινε και αυτό έκανε.

-Πρέπει να μου μιλάς..., του είπα χαμηλόφωνα. Πρέπει να ξέρω τι είναι από την άλλη πλευρά... Χωρίς την δική σου βοήθεια, δεν μπορώ να το κάνω... Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω... Εάν δεν μου μιλάς, εάν τα κρατάς μέσα σου, εγκλωβίζεις εσένα και στήνεις παγίδες σε εμένα... Δεν μπορώ να ξέρω πως είναι από την άλλη πλευρά, χωρίς εσένα...
Και τότε ο Χ με κοίταξε και χαμογέλασε πικρά. Και αυτά που είπε δεν θέλω να τα γράψω αλλά πρέπει...
-Δεν είναι ωραία από την δική μου πλευρά, Αφέντρα..., μου είπε σε έναν πολύ περίεργο τόνο, που μαρτυρούσε λύπη, σαν να προσπαθούσε να με αποτρέψει από το να το σκέφτομαι, να το θέλω. Είναι πολύ άσχημα εδώ... Όλοι οι άνδρες που είναι σαν εμένα είναι πολύ μόνοι... Κοιμόμαστε και ξυπνάμε με γυναίκες σαν εσάς στο μυαλό μας... Και όσο περνάει ο καιρός, πιστεύουμε πως ποτέ δεν θα βρούμε αυτό που ψάχνουμε... Δεν μπορούμε να κάνουμε εύκολα σχέση με άλλη γυναίκα... Κι αυτό μας ρίχνει... κάθε μέρα που περνάει... Δεν φοβόμουν τίποτα πριν σας γνωρίσω, Αφέντρα... Ούτε ότι θα μείνω μόνος... Είχα συμβιβαστεί... Αλλά από τότε που σας γνώρισα φοβάμαι και την σκιά μου... Φοβάμαι ότι θα σας χάσω... Και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, Αφέντρα... Αν κάνω μαλακίες, είναι από τον φόβο μου... Από τον φόβο ότι μία μέρα θα ξυπνήσω και κάτι θα έχει γίνει ή κάτι θα έχω κάνει, και δεν θα σας ξαναδώ... Και τρελαίνομαι... Εκεί το χάνω... Κι όταν μου λέτε να σας τα λέω όλα, φοβάμαι μήπως με μισήσετε... Αν θα σας πω ότι σκέφτομαι πως αν μου ζητούσατε και το πιο παράλογο πράγμα, θα το έκανα, θα εξακολουθούσατε να με θέλετε για σκλάβο σας;... Αν σας πω ότι αν μου λέγατε να αφήσω τους γονείς μου για εσάς, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη, θα με θέλατε;... Δεν θα με σιχαινόσασταν;... Θα το έκανα, Αφέντρα... Θα άφηνα τους γονείς μου, που ξέρετε πόσο τους αγαπάω... Και δεν το λέω γιατί ξέρω ότι εσείς δεν θα το κάνατε ποτέ αυτό... Το λέω γιατί το πιστεύω... Έτσι είναι... Και δεν σας μιλάω όσο θα έπρεπε, όχι γιατί δεν σας έχω εμπιστοσύνη ή σκέφτομαι ότι θα μου κάνατε κακό... Αλλά γιατί φοβάμαι ότι θα με σιχαθείτε και θα σας χάσω... Δεν φοβάμαι τίποτε άλλο στην ζωή μου...

Δεν λιποθύμησα, αν και ήμουν στα πρόθυρα.
Δεν έφυγα, αν και με είχε στείλει όσο πιο μακριά μπορούσε.
Σε όλες μας τις συζητήσεις καταβάλλαμε και οι δύο τιτάνιες προσπάθειες για να είμαστε εκεί. Γιατί όλα αυτά δεν ήταν απλώς λέξεις. Ήταν η αλήθεια. Και έπρεπε να ακούμε προσεκτικά τι έλεγε ο άλλος, γιατί μπορεί να μας έστελναν αλλά έπρεπε να είμαστε εκεί. Ήταν σαν να ακροβατούσαμε σε ένα τεντωμένο σκοινί που το κρατούσε ο άλλος, κι αν έλεγε πως άλλαζε έστω και το κέντρο βάρους του στο άλλο πόδι, θα σωριαζόμασταν στο κενό. Αυτές είναι οι επικίνδυνες ισορροπίες στην D/s...

-Αυτή η άλλη πλευρά που εσύ κρίνεις ως άσχημη, για μένα είναι ο παράδεισός μου, του είπα με όση δύναμη είχα. Μπορεί για κάποιους να είναι κόλαση. Αλλά εμένα δεν με τρομάζει. Γιατί για εμένα είναι παράδεισος. Δεν γίνεται να σε σιχαθώ, γιατί αυτό που μου περιγράφεις, εγώ το αγαπάω. Και εδώ, μάλλον, είναι που εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις. Φοβάσαι κάτι που θα φόβιζε μία άλλη γυναίκα. Όχι μία γυναίκα σαν εμένα. Αυτό μπορείς να προσπαθήσεις να το καταλάβεις; Είναι τόσο απλό για εμένα. Όσο μου ανοίγεσαι, τόσο πιο πολύ με έλκεις. Όσο κρύβεσαι, τόσο με απομακρύνεις. Δεν με ενδιαφέρουν τα χιλιόμετρα και οι αποστάσεις. Αυτό θέλω να προσπαθήσεις να καταλάβεις. Δεν θα αλλάξει ούτε το ελάχιστο σε εμένα, ακόμα και αν πας στην άκρη τού κόσμου. Γιατί μου δίνεις ενέργεια. Μία λέξη σου από το τηλέφωνο μπορεί να με γεμίσει ενέργεια. Γιατί είσαι αυτό που είσαι και είμαι αυτό που είμαι. Αν δεν μου μιλάς, και εδώ να έρθεις, να μείνουμε μαζί, δεν μπορείς να μου δώσεις τίποτα. Δεν θα σε θέλω. Δεν θα με έλκεις. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Δεν θα παίρνω ενέργεια. Και δεν μπορώ. Έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί είμαι όπως είμαι και δεν με έχει κουράσει η απόσταση; Δεν είναι επειδή δεν ταλαιπωρούμαι εγώ φυσικά. Είναι επειδή έχω τις κασσέτες σου. Και δεν είναι επειδή δεν μου λείπει η φυσική σου παρουσία. Είναι επειδή και να ήσουν εδώ, αν δεν μου μιλούσες, αν δεν μου έλεγες ό,τι μου λες στις κασσέτες, δεν θα με ενδιέφερες. Τον περισσότερο καιρό λείπεις, αλλά μου είναι αδιάφορο. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο. Γιατί εσύ δεν έχεις τίποτα από εμένα. Γι' αυτό σε ενοχλεί η απόσταση. Αλλά αυτό διορθώνεται. Όχι με το να κλείνεσαι σε εσένα από φόβο μήπως φοβηθώ εγώ. Δεν βγάζει πουθενά αυτό. Γιατί εγώ δεν φοβάμαι. Γιατί εγώ ξέρω ότι αυτό δεν τελειώνει έτσι. Τίποτα αληθινό δεν τελειώνει. Ό,τι κι αν μπει ανάμεσα. Κάθε φορά που φοβάσαι, είναι σαν να μου γυρίζεις την πλάτη. Μπορείς να το κάνεις εικόνα κάθε φορά που σε πιάνει αυτός ο φόβος; Μπορείς, τουλάχιστον, να το κάνεις αυτό; Μόνο αν μου γυρίζεις την πλάτη θα τελειώσει όλο αυτό. Αυτό να σκέφτεσαι.

-Κι αν δεχθώ την δουλειά, Αφέντρα;..., ψιθύρισε και ήρθε πιο κοντά μου. Αν δεν σας βλέπω για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα;...
-Θα δεχθείς την δουλειά και θα κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις, του απάντησα σταθερά. Και εάν κι εφ' όσον αυτό αρχίσει να γυρίζει εις βάρος μας, θα το σταματήσουμε. Αλλά δεν θα κάνεις πίσω. Στο πάρτυ των παιδιών μού είπες ότι είχες έρθει για να επανορθώσεις την συμπεριφορά σου, όταν γνωριστήκαμε. Πίστευες ότι φέρθηκες σαν μαλάκας. Δεν με ρώτησες ποτέ τι γνώμη έχω εγώ για τότε. Αν μου ζητούσες να σου πω τι είναι αυτό που με τράβηξε σε εσένα, είναι το ότι δεν έκανες πίσω. Είχες όλες τις δικαιολογίες τού κόσμου για να το κάνεις. Αλλά δεν το έκανες. Αν είμαστε μαζί, είναι από δική σου μαλακία. Έτσι την λες εσύ. Εγώ το λέω θάρρος. Και δύναμη. Και δεν είναι ότι δεν έκανες πίσω όταν με πρωτογνώρισες. Δεν έκανες πίσω όταν με γνώρισες καλά. Και μέχρι τώρα, αυτή την στιγμή, δεν κάνεις πίσω. Λοιπόν, δεν θέλω να κάνεις πίσω ούτε στην δουλειά αυτή. Σου αξίζει, όπως σου αξίζω κι εγώ. Επειδή εσύ έκανες ό,τι έκανες. Και όπως αποδείχθηκες αυτό που ήθελα, έτσι θέλω να τους αποδείξεις ότι είσαι αυτός που θέλουν. Και μόνον όταν αυτά τα δύο θα ετοιμάζονται να έρθουν σε σύγκρουση, τότε μόνο θα εγκαταλείψεις. Μέχρι τότε, θα δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Όπου και να σε πάνε. Μου είπες ότι θα έκανες ό,τι παράλογο σου ζητούσα. Ξεκίνα, λοιπόν, από αυτό που εγώ θεωρώ πολύ λογικό.

Κι εκεί κλειδώσαμε.
Ήταν από τις στιγμές που μας κοιτούσες και νόμιζες ότι είχε έρθει η ώρα να σκοτωθούμε. Και ίσως να μην έπεφτες και τελείως έξω...
Κοιταζόμασταν ήσυχοι.
Με εκείνη την ησυχία που προηγείται ενός μεγάλου σεισμού...
Τέτοιες ήταν οι δικές μας ησυχίες...

Ούτε και τότε ξέρω που βρήκα την δύναμη να σηκωθώ.
Πλησίασα την πόρτα και του είπα να πάρει τηλέφωνο τον Α να έρθει να τον πάρει, για να μην σκεφτούν οι υπόλοιποι κάτι άλλο και δώσουμε δικαίωμα στο σπίτι του. Όταν ήρθε, παίξαμε θέατρο - είχαμε τρελαθεί από την χαρά μας και κοπανιόμασταν στις αγκαλιές και τις χειραψίες, καθώς το γιορτάζαμε μόνοι... -, τον πήρε και κατέβηκαν. Έμεινα μόνη και ξανακάθησα στο κρεβάτι. Τον αγαπούσα πάρα πολύ, τόσο πολύ που δεν νομίζω να το κατάλαβε ποτέ... Το ότι εγώ δεν φοβόμουν, δεν σήμαινε ότι δεν αναγνώριζα την αξία του. Απλά, ήμουν τόσο σίγουρη για εκείνον...

Κι εκεί που ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου, μία γυναικεία φωνή με επανέφερε.
-Γιατί έκλαιγε ο γιος μου;

21.11.10

Prometheus Bound

Ούτε που γύρισε να δει ποιος ήταν.
Δεν τον ενδιέφερε.
Ή, ίσως, και να κατάλαβε ότι ήμουν εγώ.
Δεν το ξέρω.

Έπιασα τον καρπό μου, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά.
-Θέλεις να γυρίσεις;, τον ρώτησα.
Ο Χ σταμάτησε να κλαίει και γύρισε αργά προς το μέρος μου χωρίς να με κοιτάξει. Κάθησε στην άκρη τού κρεβατιού, μπροστά μου, κοιτάζοντας το πάτωμα. Ωστόσο, τα δάκρυά του έπεφταν ακατάπαυστα στο πρησμένο πρόσωπό του, ενώ η φλέβα στο μέτωπο ήταν έτοιμη να εκραγεί.
-Αυτό ήταν, Αφέντρα..., είπε απελπισμένα. Τώρα δεν χρειάζεται να ζητάω υπερωρίες... Μπορεί και να μην έρχομαι τα Σαββατοκύριακα... Μπορεί και να είναι ζήτημα αν θα σας βλέπω μία φορά τον μήνα... Τελείωσε...
-Τελείωσε...;
-Τελείωσε, Αφέντρα... Τι να με κάνετε εμένα από δω και πέρα;... Δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα... Μετά από λίγο δεν θα σας είμαι τίποτα...

Τον κοιτούσα και ήθελα να του κάνω ό,τι δεν μπορεί κανείς να φανταστεί...
-Μου υποβάλλεις την παραίτησή σου;
Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε με μάτια κατακόκκινα, να αναβλύζουν ακόμα περισσότερα δάκρυα.
-Τι σημασία έχει;... Ξέρετε τι σκέφτομαι;... Ότι, τελικά, όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα... Δεν περίμενα να τελειώσει με αυτόν τον τρόπο... Αλλά τελείωσε... Τι σημασία έχει;...
-Να φύγω;
Σαν να πήρε βαθιά ανάσα και την κράτησε. Τα δάκρυα σταμάτησαν να κυλούν, και με κοίταξε σοκαρισμένος.
-Θα φύγετε;..., ψιθύρισε.

Ανασηκώθηκε λίγο, και έκανα ένα βήμα πίσω, χωρίς να αλλάξω στάση. Ξανακάθησε αμήχανος, κοιτάζοντας τα σταυρωμένα χέρια μου.
-Δεν θα το αντέξω αυτή την φορά, Αφέντρα..., είπε κουνώντας το κεφάλι αργά και σφίγγοντας τα χείλη.
-Αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι να ξέρω. Κοίτα με. Μοιάζω να συμπάσχω μαζί σου; Καταλαβαίνω τι σκέφτεσαι και για ποιον λόγο. Αλλά φαίνεται να αισθάνομαι κάτι από όσα αισθάνεσαι εσύ;
-...
-Έχεις σκεφτεί ότι αυτά που είδες εκείνη την εβδομάδα που ήμασταν μαζί, και σε έκαναν να θέλεις να είμαστε μαζί, ήταν όλα όσα θα έπρεπε να δεις; Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να περνάμε καλά, αλλά όταν έρχονται στιγμές που πρέπει να παίρνω αποφάσεις δεν θα είναι με το συναίσθημα αλλά με την λογική; Βλέπεις τίποτα λογικό σε όλο αυτό που μπορεί να με αγγίξει; Νομίζεις ότι είμαι μαζί σου επειδή ακολουθώ το συναίσθημά μου; Η λογική μου με έχει οδηγήσει σε εσένα. Όχι το συναίσθημα. Νομίζεις ότι μία δουλειά μπορεί να με κάνει να αναθεωρήσω; Η στάση σου μπορεί να με κάνει να αναθεωρήσω. Την δουλειά μπορώ να την κάνω ό,τι θέλω. Μπορώ να σου πω να πας, μπορώ να σου πω "όχι", μπορώ να σου πω ό,τι θέλω. Εσένα δεν θέλω να σε κάνω ό,τι θέλω. Γιατί δεν σκέφτεσαι όπως εγώ. Κι αν δεν θέλεις να αλλάξεις εσύ, εγώ δεν κάνω κόπους. Κάθησε εδώ να κλάψεις την μοίρα σου, γιατί μόνο εσύ το βλέπεις έτσι.

Σηκώθηκε αναστατωμένος.
-Αφέντρα!
Τον έσπρωξα στον ώμο για να ξανακαθήσει.
-Νανά. Αφού τελείωσε, απλώς, Νανά. Εάν πρέπει να σου πω κάτι, θα το κάνω για να μην έχεις λάθος εντυπώσεις για εμένα, τώρα που παραιτήθηκες. Αυτό που είπες για τα ωραία που τελειώνουν γρήγορα, είναι ένα από τα συνθήματα τής μάζας. Είναι έκφραση που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα ανθρωπάκια. Και την σιχαίνομαι. Πρώτη και τελευταία φορά που την λες μπροστά μου. Δεν μπορώ να σου απαγορεύσω να την σκέφτεσαι, ούτε τώρα που "τελείωσε", ούτε κι αν αυτό συνεχιζόταν. Τα φαντασιακά ωραία, δεν κρατούν. Τα αληθινά ωραία, κρατούν για πάντα. Αυτά που θέλουν να πιστεύουν τα ανθρωπάκια και τα ωραιοποιούν, είναι απλώς μέσα στην φαντασία τους. Δεν είναι η πραγματικότητα. Γι΄αυτό και δεν κρατάνε. Γιατί η φαντασία είναι σαθρή και μία μέρα τους γκρεμίζονται όλα, αργά ή γρήγορα. Η μάζα αρνείται να παραδεχθεί την ευθύνη της. Τόσο απλά. Αυτό που έχουμε εμείς, δεν είναι φαντασία. Είναι η πραγματικότητα. Είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι σταθερή αξία. Εάν νομίζεις ότι με κλονίζει το γεγονός ότι θα εργάζεσαι κανονικά μακριά μου, κάνεις μεγάλο λάθος. Ή εάν πιστεύεις ότι θα αλλάξω γνώμη. Ή ότι θα βρω κάτι άλλο. Δεν μπορώ να ξέρω πως σκέφτεσαι. Και αυτό είναι που με ενοχλεί. Όχι μία γαμημένη δουλειά στην αλλοδαπή. Αυτό για μένα είναι πρόκληση. Όχι εμπόδιο. Και λυπάμαι που το βλέπουμε διαφορετικά. Αλλά, υποθέτω, ότι δεν έχει σημασία τι λέω εγώ. Ξανά. Πιο πολλά μοιάζει να σου λέει το ηλίθιο γνωμικό τής μάζας.

Σηκώθηκε και πέρασε τα δάκτυλα στα μαλλιά του.
-Αφέντρα... μην μου το κάνετε αυτό...
-Δεν σου κάνω τίποτα. Θα συμμορφωθώ με τα πιστεύω σου και θα αποχωρήσω. Δεν χρειάζεται όλο αυτό το δράμα. Δεν είναι ανάγκη να κλαις και να σκέφτεσαι ό,τι σκέφτεσαι. Θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε όταν θα μέναμε μόνοι και θα καταλήγαμε σε μία απόφαση. Αλλά αν εμένα δεν με χρειάζεσαι, γιατί να το κουράζουμε; Τίποτα δεν κρατάει για πάντα, είχαμε μία σχέση τής μάζας, με λες πλαγίως και "ανθρωπάκι", τι άλλο να μείνω για να ακούσω; Να μείνω να σου κρατώ το χέρι; Να σου δίνω χαρτομάνδηλα; Να θρηνήσω κι εγώ μαζί σου; Δεν γίνεται, Χ. Δεν είναι αυτός ο χαρακτήρας μου. Εάν σε κάθε εμπόδιο πρέπει να σε παρηγορώ, δεν θα αντέξεις. Ούτε εσύ, ούτε εγώ.
-Αφέντρα...!, είπε πολύ πιο απελπισμένα από πριν.
-Άσε την Αφέντρα εκεί που κάθεται. Και κάθησε κι εσύ να συνεχίσεις την κλάψα. Δεν ξέρω τι θα κερδίσεις. Ξέρω, όμως, τι θα χάσεις.

Και γύρισα την πλάτη για να φύγω. Μπήκε αμέσως μπροστά μου και με έπιασε από τα μπράτσα, φοβισμένος. Κοίταξα αργά τα χέρια του, και με άφησε.
-Τι θέλεις, Χ;
-Αφέντρα... Δεν είμαι καλά... Μην μου το κάνετε αυτό... Σας παρακαλώ...
-Το ότι δεν είσαι καλά, είναι δικό σου πρόβλημα. Όχι δικό μου. Και δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα. Αφού δεν μπόρεσα τόσο καιρό να σε μάθω να σκέφτεσαι λογικά, προφανώς δεν μπορώ να το κάνω. Δεν ζήτησα να τρελαθείς από την χαρά σου με την τροπή που πήραν τα πράγματα, αλλά δεν είμαι υποχρεωμένη να σε βλέπω να αντιδράς τόσο ανεγκέφαλα. Δεν μου αρέσουν τα δράματα, ούτε οι θεατές τους. Μπορώ, όμως, να κλάψω. Εάν θέλεις να με κάνεις να κλάψω, άρχισε να σκέφτεσαι όπως εγώ. Νομίζεις ότι φοβάμαι να κλάψω; Μακάρι να μπορούσες να με κάνεις να κλάψω.
-Εγώ να σας κάνω να κλάψετε, Αφέντρα...;, είπε αναστατωμένος. Γιατί να σας κάνω να κλάψετε...;
-Γιατί τότε θα μου ξυπνήσεις κι εμένα το συναίσθημα. Κι αυτή την στιγμή μου προκαλείς το γέλιο. Είναι πολύ γελοία όλα αυτά, για εμένα. Στην Λαπωνία μπορούν να σε στείλουν; Δεν μου καίγεται καρφί. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα, είναι ότι είσαι καλός σε κάτι. Και σου το αναγνωρίζουν. Κι εσύ αντί να είσαι ευγνώμων, έρχεσαι εδώ για να ανεβάσεις τον Προμηθέα Δεσμώτη. Αν ήσουν ο Κατράκης, κι εδώ ήταν η Επίδαυρος, θα με έκανες πραγματικά ευτυχισμένη. Είσαι, όμως, ο Χ, κι εδώ είναι το δωμάτιό σου. Κι αυτό δεν είναι δράμα. Είναι φαρσοκωμωδία. Ούτε αυτές μου αρέσουν.

-Δεν σας πειράζει που...
-Όχι. Δεν με πειράζει κανένας εξωγενής παράγοντας. Με πειράζεις εσύ. Εσύ και οι αντιδράσεις σου. Θα μπορούσες να μου πεις τους προβληματισμούς σου. Θα μπορούσα να σου πω τι θέλω, τι θεωρώ σωστό. Αλλά αυτό είναι αστείο. Και δεν θέλω να είμαι εδώ. Γιατί κι εδώ που είμαι, δεν υπάρχω. Κλάψε μόνος σου.
Σήκωσα το χέρι να πιάσω το πόμολο, και το άρπαξε στα χέρια του.
-Αφέντρα... σας ικετεύω... μία στιγμή... δεν σας ενδιαφέρει που δεν θα είμαστε μαζί;... Αν δεχθώ την θέση αυτή, θα πρέπει να φεύγω συνέχεια ταξίδια... δεν θα μπορώ να έρχομαι... δεν το καταλαβαίνετε;... Θα κουραστείτε...
-Πολύ καλά. Σ' ευχαριστώ που με βάζεις στην θέση μου. Φύγε τώρα από μπροστά μου.
-Αφέντρα...
-Αν με ξαναπείς "Αφέντρα", δεν ξέρω τι θα γίνει... Ό,τι είχες να μου πεις, μου το είπες. Ξέρεις και τι θα σκεφτώ, και τι θα αισθανθώ. Φύγε από μπροστά μου.

Γονάτισε και με έπιασε από τις γάμπες.
-Αφέντρα... δεν θα ξαναμιλήσω... Δεν ξέρω γιατί τα κάνω όλα λάθος... Μην φύγετε... Μην με αφήσετε... Πείτε μου κάτι...
-Σήκω επάνω.
Ο Χ σηκώθηκε αλλά στάθηκε μπροστά στην πόρτα.
-Δεν θα ξαναμιλήσω... σας το ορκίζομαι... μην φύγετε...
-Τότε πες μου τι θέλεις από εμένα.
-Αφέντρα...
-Έχω αρχίσει και κουράζομαι αφάνταστα με το "Αφέντρα"! Η Αφέντρα δεν παίζει ρόλους! Ούτε παίρνει μέρος σε δράματα! Φύγε από μπροστά μου!

Ο Χ δεν πήγαινε βήμα πιο πέρα.
Ούτε μιλούσε. Ούτε έκλαιγε.
Στεκόταν και με κοιτούσε πολύ σοβαρός.
Και τότε είπε κάτι που με έστειλε στον διάολο.

-Πως μπορώ να σας κάνω να κλάψετε;

18.11.10

Bad News

Το Σαββατοκύριακο που ήταν η γιορτή του, ήρθε με έναν φίλο του από το Πανεπιστήμιο, που εργάζονταν μαζί και ήταν εκείνος που τον είχε συστήσει στην εταιρεία. Είχαμε γνωριστεί στο καθιερωμένο πάρτυ των παιδιών, και ήταν ένας εξαιρετικός και αξιαγάπητος άνθρωπος. Όπως κι εκείνος.

Οι γονείς του κάθε χρόνο έκαναν γιορτή, και ο Χ ήξερε ότι ενώ θα ήθελα να πάω, το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν πάρτυ αλλά η κλασσική γιορτή που οργανώνουν οι γονείς, θα με έκανε να το σκεφτώ. Αλλά δεν είχα να σκεφτώ τίποτα. Έπρεπε να πάω. Και έπρεπε να μην δείξω τίποτα, διότι αυτά με τους γονείς τού γκόμενου και τους καλεσμένους να σε πλησιάζουν και να σου λένε διάφορα για να σε γνωρίσουν, μου γυρίζουν το στομάχι ανάποδα. Και τα απέφευγα επιμελώς, αλλά η περίπτωση τού Χ ήταν ιδιάζουσα. Ο Χ δεν έμενε εδώ. Και υποτίθεται ότι ερχόταν γι΄αυτόν τον λόγο.

Δεν συναντηθήκαμε καθόλου την Παρασκευή που ήρθε, γιατί είχε τον καλεσμένο του, και το Σάββατο τού είπα ότι θα ήταν καλύτερα να κάνουμε το ίδιο, διότι θα ήταν επικίνδυνο να το ρισκάρουμε και να συναντηθούμε στο σπίτι μας. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν, πολλά που δεν θα ήταν ευχάριστα για τρίτους και άσχετους με το σπορ. Θα συναντιόμασταν κανονικά σπίτι του, εκείνος ως εορτάζων κι εγώ ως επισκέπτης.

Όταν είσαι σαν εμένα - μυστικοπαθής - και δεν σε ξέρει κανείς - ή θέλει να σε γνωρίσει όταν εσύ δεν έχεις καμμία όρεξη -, περνάς από διάφορα μαρτύρια, ιδίως όταν έχει να κάνει με τέτοιες περιστάσεις, που δεν είμαστε εμείς τα "παιδιά" μόνο αλλά είναι και οι "μεγάλοι" εκεί. Γιατί. Επειδή οι γονείς - και ιδίως η μαμά, όταν είναι γιος - θα έχουν ειδοποιήσει από πριν, ή και κατά την διάρκεια, ότι θα παρευρεθείς, και κοιτάζουν την πόρτα για να δουν πότε θα εμφανιστείς. Σε κοιτάζουν λοξά μέχρι να βρουν ελεύθερο το πεδίο - αν δεν είναι ο καλός σου μπροστά, 10 βαθμοί παραπάνω -, και μετά έρχονται όλοι - χμ... όλες, μάλλον - με φόρα, και αρχίζουν: "Α, εσύ είσαι η Κική;!", "Είσαι πιο όμορφη από ό,τι μας περιέγραψε ο Κοκός!", "Οι γονείς του είναι πολύ καλοί άνθρωποι!", "Να έρθετε μία μέρα με τον Κοκό και σε εμάς, ε;!".

Και η ανάκριση σκληραίνει με χειρονομίες. Πιάνουν ό,τι βρουν. Μαλλιά, φορέματα, χέρια... Μόνο τον κώλο δεν σου πιάνουν. Και συνεχίζουν: "Μα τι ωραία μαλλιά που έχεις!", και σου πιάνουν τα μαλλιά. "Οι βλεφαρίδες είναι δικές σου;!", και απλώνουν το χέρι να τις αγγίξουν - δεν κάνω πλάκα. "Τι ωραία που σου πάει αυτό το φόρεμα!", και τραβάνε τα μανίκια. "Τα νύχια σου είναι ακρυλικά;!", και σου τραβάνε και το νύχι - μια φορά κάποια προσπαθούσε να μου τραβήξει το νύχι, σε σημείο να την ρωτήσω "να σας φέρω μια τανάλια;". Φρίκη, λέμε.

Και, φυσικά, το όργιο γίνεται αφ' ότου φύγεις. Και μετά από καιρό τα μαθαίνεις όλα, γιατί όλες αυτές πηγαίνουν και τα λένε στην μητέρα τού καλού σου, κι εκείνη με την σειρά της στον καλό σου, και όταν έχει φτάσει ο καλός σου να σου τα πει, νομίζεις ότι όλοι έχουν πέσει σε ομαδική παράκρουση. Γιατί οι πρώτοι τα λένε ενθουσιασμένοι, η δεύτερη ψωνισμένη, και ο τελευταίος τρελαμένος! Και ενώ μερικές γκόμενες το βρίσκουν τόσο ωραίο, εγώ το σιχαίνομαι!

Και όλα αυτά επειδή είσαι η γκόμενα τού παιδιού τής αδερφής/του ξαδέρφου/της θείας/του κουμπάρου/της γειτόνισσας, που βλέπουν σπάνια, αν όχι καθόλου. Δεν μπορείς να φας, δεν μπορείς να πιεις, δεν μπορείς να ξύσεις την μύτη σου, χωρίς να σε κοιτάζουν κάπως και να περιμένουν κάτι. Κι επειδή γυναίκες σαν εμένα δεν χαρίζονται εύκολα, προσπαθούμε να τα αποφεύγουμε για να μην έχουμε άλλα. Η υπομονή μας εξαντλείται πολύ γρήγορα με τους αγνώστους και τους ανεπιθύμητους.

Λύσεις υπάρχουν: δεν φοράς/κρατάς τίποτα που να τραβάει την προσοχή. Δηλαδή: τίποτα έντονο/επώνυμο/της μόδας. Μισή στρώση mascara, μαζεμένα μαλλιά, ρούχο απλό/σεμνό/ταπεινό, κόβεις και τα νύχια σου, πηγαίνεις, και μετά αποφεύγεις με το χαμόγελο-στάμπα στα χείλια, κάνοντας slalom ανάμεσά τους, λέγοντας για τουαλέτες, φρεσκαρίσματα, ένα τηλέφωνο που πρέπει να κάνεις/δεχθείς. Και είσαι ήσυχη και, το βασικοτέρο, ακίνδυνη.

Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο διάδρομος φωτίστηκε από το χαμόγελό του.
-Καρφώνεσαι..., του είπα με βαριά φωνή, αλλά με χαμόγελο κι εγώ.
-Αφέντρα..., είπε κάπως.
-Σοβαρέψου... Νανά..., του είπα με το χαμόγελο να πλαταίνει όσο έπαιρνε.
-Α, ναι..., είπε κουνώντας το κεφάλι.
Φιληθήκαμε σταυρωτά (διάολε, θα κάνω εμετό και μόνο που τα γράφω...), και προχώρησα.
-Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, υποφέρω κι υποφέρεις, του είπα συνωμοτικά, πάντα χαμογελαστή.
-Μάλιστα, Αφ..., πρόλαβε και το έκοψε.
-Χωρίς "μάλιστα" και χωρίς "Αφ" εδώ, τον διόρθωσα, πάντα χαμογελαστή, πάντα τόσο καλή.

Τους γονείς του είχε φροντίσει η βδέλλα να τους γνωρίσω σε εκείνο το πάρτυ, κάποιους από τους φίλους του επίσης, οπότε οι συστάσεις ήταν λίγο περιορισμένες. Ο Χ με σύστηνε με το όνομά μου, και μέχρι εκεί. Η καλή τού Α ήρθε και με πήρε - την είχε στείλει εκείνος γιατί καταλάβαινε - και κάθησα με τα παιδιά γύρω μου για τείχος. Διασκεδάζαμε, με τον Χ να πηγαινοέρχεται, χωρίς ιδιαίτερα κρούσματα - διότι είχα και τους τρεις σωματοφύλακες που όπου και να πήγαιναν δεν με άφηναν από τα μάτια τους -, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά το σπίτι, μέχρι που ήρθε η στιγμή να βγει η τούρτα. Ο Χ είχε και γενέθλια.

Αφού έσβησε τα κεριά, μετά τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες, ο φίλος του από την Α ήθελε κάτι να μας πει. Κάναμε ησυχία. Και ακούστηκε να λέει, ότι ήταν πολύ υπερήφανος για την επιλογή του να συστήσει τον Χ στην εταιρεία, διότι το ήξερε πως θα τα καταφέρει, κι ενώ θα του το ανακοίνωναν στο Χριστουγεννιάτικο πάρτυ που θα έκαναν, εκείνου τού είχαν πει πως τον είχαν επιλέξει ως μόνιμο συνεργάτη, και πως εκτιμούσαν ότι σε αυτή την θέση θα είχε προοπτικές, γιατί απεδείχθει ανώτερος των προσδοκιών τους, και ήθελε να του το πει ο ίδιος εκείνη την ημέρα, που ήταν ημέρα διπλής γιορτής, και θα είχε τους δικούς του ανθρώπους εκεί για να το γιορτάσουν.

(...)

Όσο ο κόσμος ξεσπούσε σε φωνές και χειροκροτήματα από την αρχή, εγώ δεν άκουγα τίποτα. Τα παιδιά γύρω μου είχαν ξεσηκωθεί, και με φιλούσαν. Αλλά εγώ ήμουν σαν άψυχη κούκλα στα χέρια τους. Τον έβλεπα πως είχε αλλάξει έκφραση, πως με δυσκολία χαμογελούσε πέφτοντας στην αγκαλιά των γονιών του, πως στην πραγματικότητα τον ενοχλούσαν τα χτυπήματα στην πλάτη από τους φίλους του, και το ότι ήταν στην σειρά και οι καλές τους για να τον συγχαρούν. Τον έβλεπα να με κοιτάζει, κι ενώ το πρόσωπό του ήταν όπως το περίμεναν οι άλλοι να είναι, τα μάτια του ήταν ανέκφραστα.

Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε και τα παιδιά. Όταν ξεκίνησε για να έρθει σε εμάς, βγήκα στο μπαλκόνι. Τον έβλεπα απ' έξω να κάνει ό,τι και πριν, να με κοιτάζει, και μετά να φεύγει. Κάθησα για λίγο έξω στο κρύο, να σκεφτώ. Μετά ξαναμπήκα, και ξεκίνησα το θέατρο. Μέχρι που ανακάλυψα ότι ο Χ δεν ήταν πουθενά. Βγήκα στο μπαλκόνι να δω το αυτοκίνητο, και ήταν εκεί. Πήγα σε τουαλέτες, βγήκα στους διαδρόμους, είπα ότι θα πάω για τσιγάρα, ξαναμπήκα στο σπίτι, αλλά ο Χ είχε εξαφανιστεί.

Τότε σκέφτηκα να ανέβω στο δωμάτιό του. Κι ενώ ήξερα τι θα γινόταν εάν με έβλεπαν, άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια χωρίς να δίνω δεκάρα. Εάν ο Χ ήταν στο δωμάτιό του, έπρεπε να είμαι κι εγώ εκεί. Χτύπησα την πόρτα του που ήταν κλειστή, αλλά δεν πήρα καμμιά απάντηση. Περίμενα 1-2 λεπτά, και άνοιξα. Τα φώτα ήταν σβηστά. Όπως πήγα να την κλείσω, νόμισα πως είδα τα πόδια του(;). Και άναψα το φως.

Ο Χ ήταν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, με την πλάτη γυρισμένη.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και πλησίασα το κρεβάτι.

Ο Χ έκλαιγε.

16.11.10

A Fresh Start

Και η σχέση άλλαξε υπόσταση.
Ξανά.
Αυτή την φορά, έγινε πιο γερή, πιο δυνατή.

Αναμφίβολα, όταν μία γυναίκα και ένας άνδρας έχουν συντριπτικά περισσότερα κοινά από όσες διαφορές, το δέσιμο είναι σφιχτό. Και τα δεσμά τόσο γερά, που δεν μπορεί να τα σπάσει κανείς. Το να μοιράζεσαι - με κάποιον που ανήκει στο αντίθετο φύλο - τόσες κοινές συνιστώσες, να ταυτίζονται ως δια μαγείας απόψεις/οπτικές γωνίες/φιλοσοφίες, να γνωρίζουν και οι δύο που τελειώνει ο ένας και που ξεκινά ο άλλος, είναι αξίες που δύσκολα βρίσκεις. Και ο παράγοντας τού BDSM κάνει τα γεγονότα και τις καταστάσεις που βιώνεις πιο έντονες, πιο βαθιές, πιο αληθινές.

Την ισορροπία την είχαμε από την αρχή.
Στεκόμασταν εκεί που έπρεπε, χωρίς να πιάνει ο ένας τον χώρο τού άλλου, χωρίς να πατάει ο ένας το πόδι τού άλλου, χωρίς να στριμωχνόμαστε, χωρίς να δυσανασχετούμε. Και στεκόμασταν πολύ καλά. Όλα τα άλλα πήγαιναν μόνα τους. Και η D/s πήγαινε εμάς. Κι εμείς πηγαίναμε όπου μας οδηγούσε.

Το πάρτυ τής φίλης μου ξαναέγινε, ο γαμπρός ήταν εκεί.
Με κοίταξε ψιλοσκεπτικός.
-Εσείς είστε..., ξεκίνησε να λέει καθώς με πλησίαζε.
-Εμείς είμαστε, ναι, του χαμογέλασα.
-Με κοροϊδέψατε την προηγούμενη φορά, είπε κουνώντας το δάκτυλο.
-Δεν φταίω εγώ που δεν σας άρεσε το "Κατίνα", παρεξηγήθηκα.
-Να ξεκινήσουμε από την αρχή;, πρότεινε.
-Όχι.

Ο Χ δεν ήταν εκεί.
Ήθελε να είναι στο πάρτυ που γνωριστήκαμε, και στις κασσέτες του μόνο γι' αυτό μιλούσε. Αλλά δεν μπορούσε. Τον δελέαζα με την επέτειο των γάμων των παιδιών, κι εκείνος ψάρωνε χοντρά. "Τι είναι πιο σημαντικό; Να έρθεις στο πάρτυ που έφυγα ή να πάμε εκεί που κοιμηθήκαμε μαζί για πρώτη φορά;", τον ρωτούσα και κατόρθωνα να τον κάνω να μην το σκέφτεται.

Και η επέτειος των γάμων των παιδιών ήταν εντυπωσιακότερη από τον ίδιο τον γάμο τους. Περάσαμε απίστευτα ωραία, εμείς κι εμείς, ο Χ με τα αγόρια μου σε άλλο τραπέζι, να τους πετυχαίνω να με κοιτάζουν και μετά επίτηδες να κοιτάζουν αλλού σαν να με τιμωρούσαν για τότε, με κανέναν να μην γνωρίζει τίποτα. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη διασκέδασή μου. Η τότε μπροστινή μου συνέχιζε να λυσσάει: "Πάλι μόνοι τους ήρθαν αυτοί! Και ο άλλος;! Σιγά μην έβρισκε ο άλλος γκόμενα!", έλεγε. "Εμ, βέβαια! Που να την βρει την γκόμενα, η παλιοαδερφή!", σιγοντάριζα κι εγώ με χαρά. "Το φαντάζεσαι να τον ξαναχάσουν κι απόψε;!", ρωτούσε. "Και να τον χάσουν; Τι μας νοιάζει εμάς; Άλλος τον τρώει!", της έλεγα με νόημα, σαν κακή πεθερά. Ήταν πολύ ωραίο πάρτυ, λέμε...

Μέχρι που ήρθε η στιγμή να ανέβω στο δωμάτιο.
Μετά από λίγη ώρα χτύπησε την πόρτα, και μόλις άνοιξα έσπευσε να χωθεί μέσα. Κρατούσε μία σαμπάνια στο χέρι και δύο ποτήρια. Άδειασε τις τσέπες του που ήταν γεμάτες με πακέτα από τα τσιγάρα μας, και κοίταζε γύρω του σαν να μην είχε ξαναδεί δωμάτιο ξενοδοχείου.
-Δεν ξέρω αν θυμάσαι... δεν είναι αυτό το δωμάτιό μου..., του είπα μήπως τον συνεφέρω.
-Το ξέρω, Αφέντρα..., είπε μελαγχολικά. Αλλά θυμάμαι πως ήταν...
-Ε, σαν κι αυτό θα ήταν, τον ειρωνεύτηκα.
Αλλά ο Χ δεν καταλάβαινε. Είχε πάει πίσω έναν χρόνο.
-Το ότι κοιμηθήκαμε μαζί το θυμάσαι. Τα χαστούκια που έφαγες τα θυμάσαι;...
-Όχι!, είπε σαν να συνήλθε. Αυτό μου την δίνει!
-Και γι' αυτό στενοχωριέσαι;!, τον ρώτησα "έκπληκτη". Κάνε λίγο πιο πίσω!

Κι εκείνη την στιγμή κάποιος χτυπάει την πόρτα...
Κοιταζόμαστε ξαφνιασμένοι, και του κάνω νόημα να μπει στην τουαλέτα. Ανοίγω λίγο την πόρτα, και είναι μία φίλη που με ρωτάει εάν είναι κανείς μαζί μου γιατί άκουσε ομιλία. Της λέω ότι θα ήταν η τηλεόραση, και ευτυχώς που κρατούσα την πόρτα γιατί η τηλεόραση ήταν κλειστή. Κι εκείνη με ενθουσιασμό μου ανακοινώνει πως πάει να χτυπήσει δίπλα να φέρει και τις άλλες, να κάνουμε κάνα τσιγάρο μέχρι να νυστάξουμε (...)

Κλείνω την πόρτα, και μέσα στον πανικό ανοίγω την πόρτα της τουαλέτας, κι αρχίζω να τον σπρώχνω.
-Προχώρα!, τσίριζα χαμηλοφώνως.
-Που να πάω;!, τσίριζε κι εκείνος το ίδιο, και κοίταζε γύρω του σαν χαμένος.
-Δεν ξέρω!, του έλεγα. Πίσω από την κουρτίνα! Τι θα έκανες αν ήμουν παντρεμένη;!
-Θα τον σκότωνα και θα σας έπαιρνα μαζί μου!, είπε αμέσως.
-Τι τραβάω, Χριστούλη μου..., απελπίστηκα. Κάτω από το κρεβάτι! Μπρος!
-Δεν χωράω!, με κοίταξε φοβισμένος καθώς τον έσπρωχνα.
-Θα χωρέσεις!

Και χώρεσε.
Τρεις ώρες... Τρεις ολόκληρες ώρες κάτω από το κρεβάτι, που κάθονταν επάνω του τέσσερις γυναίκες... Που χοροπηδούσαν για να καθήσουν καλύτερα... Που κάθε φορά που γελούσαν κοπανούσαν και τα σκεπάσματα... Κι εγώ, η δόλια η Αφέντρα, να κατεβάζω τα πλαϊνά τού παπλώματος μην τυχόν ξεβραστεί κανένα πόδι... Ωραίο πράγμα η φιλία, αλλά το να κινδυνεύεις να σκάσεις τον σκλάβο σου, είναι μεγάλο μαρτύριο... Όταν δεν το προκαλείς εσύ, εννοείται...

Δεν ήξερα εάν θα έβγαινε ζωντανός.
Ήπιαμε την σαμπάνια, κάναμε τού κόσμου τα τσιγάρα, γελάσαμε όσο δεν έπαιρνε, και έφυγαν. Όταν έκλεισα την πόρτα, δεν ήξερα αν ήθελα να δω τι είχε απογίνει. Τον φανταζόμουν με τα έντερα χυμένα απ' έξω, και την γλώσσα να του κρέμεται πλαγίως από τα δόντια.
-Πες μου ότι ζεις... σε παρακαλώ... είπα γονατισμένη, με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά.
Και δεν παίρνω καμμία απάντηση...
Δεν σαλεύει τίποτα από κάτω...

Και με πιάνει πανικός...
Αρχίζω να πετάω σκεπάσματα, και να προσπαθώ να βγάλω το στρώμα, με μανία...

Κι εκεί που είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω, ένα κεφάλι βγαίνει από κάτω μου, με ένα χαμόγελο από αυτί σε αυτί... Έχω μείνει αναμαλλιασμένη, να τον κοιτάζω κατάπληκτη, με το κεφάλι να γέρνει όλο και πιο πολύ, μη πιστεύοντας τα μάτια μου.
-Αφέντρα..., είπε βραχνιασμένος.
-"Αφέντρα";!, τσίριξα χαμηλοφώνως. Ποια "Αφέντρα" μη γαμήσω;! Γιατί δεν μιλάς;!
-Γιατί έφυγαν τόσο γρήγορα...;, παραπονέθηκε.
Αφήνω τα πάντα να γλιστρήσουν από τα χέρια μου, και πηγαίνω να καθήσω στο σκαμπώ.

Και βγαίνει, με τα ρούχα του τόσο τσαλακωμένα...
Και έρχεται γονατιστός μπροστά μου. Με ένα χαμόγελο που ακτινοβολούσε χιλιόμετρα.
-Είσαι καλά;, τον ρώτησα.
-Είμαι πολύ καλά, Αφέντρα..., είπε ευτυχισμένα.
-Δεν ρωτάω για την ψυχολογική σου κατάσταση! Στην σωματική σου αναφερόμουν!
-Και η σωματική μου θα συνέχιζε να είναι καλά, αλλά το διαλύσατε..., είπε πιο ευτυχισμένα.
-Το διαλύσαμε...;
-Ναι... Αλλά και πάλι δεν είχα αρκετό χώρο για να είμαι όσο καλά θα ήμουν αν είχα...

Μόλις κατάλαβα τι μου έλεγε, σοβάρεψα.
-Συγγνώμη... Εγώ ανησυχούσα, κι εσύ τόσες ώρες είχες καύλες;...
Κοίταξε το πάτωμα κοκκινίζοντας.
-Και σε προβλημάτιζε ότι δεν είχες καταλάβει τα χαστούκια μου την προηγούμενη φορά...; Μισό λεπτό.
Κι έχω σηκωθεί και τον χαστουκίζω ασταμάτητα.
Και το ευχαριστιέμαι τόσο πολύ...

Αλλά περισσότερο από εμένα, το ευχαριστιόταν εκείνος.
Και φαινόταν.
Και μου άρεσε πολύ περισσότερο.
Μέχρι που άρχισα να γελάω.
-Μας ήπιαν την σαμπάνια, παραπονέθηκα όταν βαρέθηκα.
-Δεν πειράζει, Αφέντρα... Περάσατε ωραία... Κι εγώ, μαζί με εσάς... Να πάω να φέρω άλλη;...
-Όχι. Προτιμώ να κοιμηθούμε. 6 η ώρα πρέπει να βάλω αφύπνιση.

Και τότε σταμάτησαν και τα ευτυχισμένα χαμόγελα, και οι στύσεις, και όλη η ατμόσφαιρα βάρυνε. Ο Χ είχε ξαναπάει πίσω με αυτό που είχα πει. Ξαπλώσαμε, αλλά δεν κοιμήθηκε. Και μαζί με εκείνον, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ κι εγώ.
-Δεν ξέρω εάν έχει αξία, αλλά ούτε και την προηγούμενη φορά κοιμηθήκαμε..., του είπα ψιθυριστά στο σκοτάδι.
-Ναι... δεν είχαμε κοιμηθεί, Αφέντρα...
Ο Χ ήταν κομμάτια...

Άναψα τις απλίκες, και πήγα στο mini bar.
Έβαλα όσα ποτά χωρούσαν στην αγκαλιά μου, και τα άδειασα πάνω στο κρεβάτι. Ανασηκώθηκε διαστακτικός, τα κοίταξε μελαγχολικά, και μετά κοίταξε εμένα σαν να τον είχα μαλώσει. Και θέλω να γελάσω... Να γελάσω τόσο πολύ...
-Αφέντρα..., είπε με παράπονο.
-Ορίστε...
-Είμαι πολύ ευτυχισμένος...
-Εγώ χαίρομαι που δεν είσαι σκασμένος. Τώρα. Ευτυχισμένος-ξευτυχισμένος, αρκεί που είσαι ζωντανός.
-Αφέντρα..., ξαναπροσπάθησε.
-Άντε πάλι... Ακούω...
-Δεν ξέρω τι με έκανε να τρέξω να σας μιλήσω τότε... Δεν το έχω κάνει ποτέ... Και μέχρι να ξανασυναντηθούμε εδώ, το μετάνοιωνα που φάνηκα σαν μαλάκας... Και έλεγα ότι εδώ θα επανόρθωνα... Να μην με σκεφτόσασταν σαν μαλάκα... Να σας εξηγούσα... Αλλά εδώ τα έκανα χειρότερα... Όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σας χάσω...

Τον κοιτάζω και χαμογελάω...
Αυτές οι στιγμές, ήταν οι ωραιότερες με εκείνον...

Μιλούσαμε μέχρι την ώρα που χτύπησε η αφύπνιση.
Καπνίζαμε και πίναμε, όπως πριν βρούμε το σπίτι μας.
Παρ' όλες τις ατέρμονες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί, είχαμε κι άλλα να πούμε. Τόσα κάθε φορά, που έμοιαζε σαν να μην υπήρχε περίπτωση να τελειώσουν ποτέ. Τώρα είχαμε και "κοινούς" γνωστούς, ένα σημείο αναφοράς που ήταν το σπίτι, αλλά και κοινούς στόχους μετά τα τελευταία γεγονότα. Και μιλούσαμε με τον ίδιο τρόπο, όπως από τότε που γνωριστήκαμε: σαν να γνωριζόμασταν καλά από πάντα, σαν να μην υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί από αυτά που θα λέγαμε, όσο ακραία και απαγορευμένα κι αν ακούγονταν.

Άνοιξα την πόρτα, συνοδεύοντάς τον.
-Δεν θέλω να φύγω..., είπε με παράπονο, και στάθηκε.
Χαμογέλασα.
-Δεν θα χαθούμε. Σε λίγες ώρες ραντεβού σπίτι. Έχεις κάτι γραμμάτια να ξεχρεώσεις.
Εξαφανίστηκε.

Αλλά η πληγή του δεν είχε κλείσει.
Όλα αυτά, απλώς, την μεγάλωναν.
Η μόλυνση θα εμφανιζόταν έναν μήνα μετά.