21.4.10

My Life Now (Part 2)

Σήμερα έχω φτάσει στο σημείο να πιστεύω, ότι στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν γαϊδούρι.
Ακόμη πιο πίσω, θα πρέπει να ήμουν ο Ιώβ. Τα όρια της υπομονής μου είναι τέτοια, που αν κάποιος μου το έλεγε πριν ξεκινήσει η εκπαίδευση, θα έπεφτα κάτω από τα γέλια. Κι όμως. Η κατανόηση της ανθρώπινης φύσης έχει αυτήν την κατάληξη.

Από την άλλη, δεν έχω κανένα ίχνος ανοχής.
"Κατανοώ", δεν σημαίνει αποδέχομαι. Όταν κάτι είναι απαράδεκτο ή εκτός ορίων μου, σε κλωτσάω στον γκρεμό. Χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Χαίρομαι πολύ όταν γνωρίζω καινούριους ανθρώπους.
Έχω μία αλυσίδα γνωριμιών, που ο κάθε της κρίκος είναι ιδιαίτερος. Και ξεχωριστός. Οι προσωπικότητες των ανθρώπων που επιλέγω, είναι αντιφατικές μεταξύ τους αλλά όλοι είναι μοναδικοί. Αυτή την αλυσίδα, την φροντίζω διαρκώς και την μακραίνω με κάθε ευκαιρία.

Η επαφή μου με τους ανθρώπους, είναι ιδιαίτερη.
Με κάποιους, είναι έρωτας με την πρώτη ματιά. Γνωριζόμαστε, και δεν παύουμε ποτέ να έχουμε επαφή. Με την πλειονότητα, όμως, είναι αλλιώς. Σπάνια έρχονται κοντά μου. Συνήθως με αποφεύγουν. Παρ' ότι είμαι ανοικτός άνθρωπος, δεν με πλησιάζουν. Καταλαβαίνουν. Και απομακρύνονται. Για λίγο. Γιατί δεν μπορούν να μην πλησιάσουν. Κι όταν το κάνουν, δεν φεύγουν ποτέ.

Οι φιλίες μου είναι μακροχρόνιες.
Με κάποιους, δεν έχουμε έρθει ποτέ σε ρήξη. Με καταλαβαίνουν. Με την πλειονότητα, όμως, έχουμε έρθει σε μία. Μία και μοναδική. Τους αφήνω να φύγουν. Δεν μιλώ. Απλώς, τους περιμένω να γυρίσουν. Όταν καταλάβουν, επιστρέφουν. Όταν επιστρέφουν, δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από ένα χαμόγελο και μία αγκαλιά. Κι όταν το κάνουν, δεν φεύγουν ποτέ.

Μπορεί το ψευδόνυμό μου να είναι "Νυχτερίδα".
Αλλά αυτό έχει να κάνει με τους άνδρες. Με τους ανθρώπους, γενικά, το ψευδόνυμο θα ήταν "Σκαντζόχοιρος". Με βλέπουν πολύ χαριτωμένη, με συμπαθούν. Τα αγκάθια, όμως, πάντα σε πρώτο πλάνο. Αν όλα πάνε καλά, η εικόνα δεν αλλάζει. Αν όχι - εάν κάνουν κάτι λάθος, κάτι ανεπίτρεπτο -, ο σκαντζόχοιρος αρχίζει και γίνεται μία μπάλα. Αργά. Δεν το πιάνει το μάτι τους. Κι εκεί που μπορεί να νομίζουν ότι τον έχουν, η μπάλα έχει αρχίσει να κυλάει μακριά. Ακόμα κι αν είναι ανηφόρα. Πριν προλάβουν να γυρίσουν το κεφάλι τους, έχει εξαφανιστεί. Και δεν γυρίζει ποτέ ξανά πίσω.

Δεν έχω συγχωρήσει άνθρωπο στην ζωή μου.
Είμαι πολύ ξεκάθαρη απέναντί σου, για να βγάλεις λάθος συμπεράσματα. Και πολύ ειλικρινής, για να κάνεις κάτι άλλο από αυτό που θα έπρεπε. Οπότε, ό,τι κάνεις, το κάνεις σκόπιμα. Αν κάνεις κάτι, θα σου το πω. Αν με πειράξει κάτι, θα σου το επισημάνω. Εάν με αγνοήσεις, έχεις τελειώσει. Χωρίς δεύτερη ευκαιρία.

Είμαι ο τύπος που παίρνει με το κουταλάκι και δίνει με το σταγονόμετρο.
Εάν η υπομονή σου δεν είναι αρκετή, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Οι ρυθμοί μου είναι αργοί. Αργοί και μεθοδικοί. Στα πάντα. Σέβομαι τους οιωνούς και ακολουθώ τα σημάδια. Με γνώμονα πάντοτε το ένστικτό μου. Δεν στενοχωριέμαι ποτέ για κάτι που δεν γίνεται. Ξέρω ότι υπάρχει λόγος. Όταν, όμως, κάτι είναι για να γίνει, είμαι εκεί 100%. Μέχρι να το φέρω εις πέρας. Αλλά ακόμα κι αν αυτό στην πορεία αλλάξει, θέλω να ξέρω ότι ούτε για μισό λεπτό δεν φάνηκα λίγη.

Αν είμαι υπερήφανη για κάτι;
Ναι. Για συγκεκριμένα πράγματα. Για το ότι ποτέ δεν έχω προσβάλλει άνθρωπο, ποτέ δεν έχω φερθεί αλαζονικά, ποτέ δεν εξαπάτησα κάποιον, ποτέ δεν ξενοπήδηξα, ποτέ δεν πρόδωσα κάποιον που με αγάπησε - ακόμη κι αν δεν τον είχα αγαπήσει εγώ.

Δεν θέλω να αλλάξει κάτι σε εμένα.
Μου άρεσα πάντα, και σήμερα μου αρέσω ακόμη περισσότερο. Πληρώνω κάθε μέρα την réceptionniste. Αυτό μόνο μου κοστίζει. Από την άλλη, θα ήμουν αχάριστη αν έλεγα ότι δεν αξίζει τα λεφτά της. Εκείνη φροντίζει για να έχω ό,τι θέλω και να το απολαμβάνω με την ησυχία μου. Και να μπορώ να αφοσιώνομαι.

Αν γύριζε ο χρόνος πίσω;
Θα ήθελα να είχα πάρει την απόφαση της πρόσληψής της από νωρίς. Θεωρώ πως έχασα πολύτιμο χρόνο με τα ανθρωπάκια, με την Ελληνική πραγματικότητα. Θα είχα κάνει πολλά περισσότερα από όσα έχω καταφέρει σήμερα.

Αλλά ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.
Και για να μην γυρίζει, σημαίνει ότι υπάρχει λόγος. Σημαίνει ότι για να μάθει κανείς, πρέπει να χτυπήσει το κεφάλι του κάμποσες φορές, να αναθεωρήσει, να επανεξετάσει, να εκτιμήσει σωστά. Και για να έχει να θυμάται όλα τα λάθη του. Για να μην τα ξανακάνει.

Ιδιαιτέρως αν αυτός ο "κανείς", είναι μία Domme.

20.4.10

My Life Now (Part 1)

Δεν γεννήθηκα για να αναλώνομαι.
Γεννήθηκα για να αφοσιώνομαι.

Η Κυρίαρχος καραδοκεί πίσω από το μεγάλο βάζο με τα ψηλά λουλούδια, όταν η
réceptionniste συναλλάσσεται με το κοινό. Για έναν και μόνο λόγο: δεν έχει περιθώρια να χάνει από την ζωή της σημαντικούς ανθρώπους για Εκείνη. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να έχει τέτοιες απώλειες. Και για να είναι Εκείνη ελεύθερη να βολιδοσκοπεί όποιον γνωρίζει, η réceptionniste πρέπει να κάνει καλά την δουλειά της. Που αυτό σημαίνει, να κρατά σε απόσταση - και συχνά να διώχνει - εκείνους που βρίσκονται εκεί για λόγους που δεν την ενδιαφέρουν. Για να έχει χρόνο Εκείνη να πλησιάζει εκείνους που Της είναι σημαντικοί.

Θα έλεγε κανείς, ότι μετά από τα "ιδιαίτερα για την μάζα", έμαθα. Την συνήθισα.
Και ίσως έτσι να έπρεπε. Αλλά δεν έγινε. Ο Χατζηδάκις είχε πει, ότι "όταν βλέπουμε το τέρας και δεν τρομάζουμε, μάλλον έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε
". Οπότε χαίρομαι πολύ, όταν ανακαλύπτω ότι ακόμη και σήμερα, μετά από τόση εκπαίδευση, η μάζα με κάνει και αισθάνομαι αποστροφή.

Έχω ένα πρόσωπο που είναι καταδότης.
Ένας άνθρωπος που θέλει να καταλάβει, καταλαβαίνει. Δυστυχώς ή ευτυχώς, εκείνοι που με γνωρίζουν, δεν χρειάζεται να με ρωτήσουν για τίποτα. Βλέπουν τις εκφράσεις μου. Κι αν ακούν από το στόμα μου προτάσεις αντιφατικές ή ξερά ευγενικές, ξέρουν πως σε εκείνον που μιλάω δεν θέλω να επιτρέψω να με γνωρίσει. Να έρθει κοντά μου. Θέλω κοντά μου να είναι πρόσωπα που μπορώ να είμαι το "καθαρό εγώ" μου. Και όσα άτομα έχω κοντά μου, με μία ματιά, τα καταλαβαίνουν όλα.

Θα μπορούσε να με ρωτήσει κανείς, ποιο ήταν το αποτέλεσμα της εκπαίδευσής μου.
Και η απάντηση θα ήταν η εξής. Οι ξένες γλώσσες, δεν σε κάνουν να χάνεις τις ρίζες σου. Δεν σε κάνουν να ξεχνάς την καταγωγή σου. Τις ξένες γλώσσες τις χρησιμοποιείς. Για να συννενοήσε με όποιον βρεθείς. Ως αποτέλεσμα, λοιπόν, θα έλεγα ότι η μάζα, με έκανε να αγαπήσω περισσότερο τις εξαιρέσεις. Και να ζω για αυτές. Οι άνθρωποι που αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα, είναι οι άνθρωποι που μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Είναι οι άνθρωποι, που όταν με βλέπουν να χειρίζομαι τους τρίτους, διασκεδάζουν. Γιατί η μάζα, είναι πλέον μεγάλη διασκέδαση και για εμένα.

Το έχω γράψει και σε προηγούμενο post: είμαι ο άνθρωπός τους.
Είμαι εκείνη, που στην ερώτησή τους αν πετάει ο γάϊδαρος, απαντά "πετάει, και παίρνει κι επιβάτες". Δεν χαλάω χατήρι σε κανέναν. Είμαι πολύ καλή. Αλλά και πολύ ψεύτικη. Δεν λερώνω "τα καλά μου" στις λάσπες. Όταν βλέπω έναν άνθρωπο να είναι αλλού, εγώ τον στέλνω παραπέρα. Και δεν το ξέρει. Δεν έχει να μου προσφέρει τίποτα. Δεν έχει νόημα να του δώσω κάτι.

Είμαι το πιο ιδιοτελές άτομο που γνωρίζω.
Δεν κάνω τίποτα, αν δεν έχω κέρδος. Οι άνθρωποι που είναι μαζί μου, το γνωρίζουν. Οι άνθρωποι που είναι μαζί μου, έχουν πολλά πράγματα να δώσουν. Κι αυτό τροφοδοτεί κάτι που δεν θέλω να μείνει νηστικό ποτέ: την εκτίμησή μου. Αυτό με κάνει να αγαπάω τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που το αξίζουν.

Είμαι ο άνθρωπος που λέει "σ' αγαπάω" κάθε μέρα.
Από τον μανάβη της γειτονιάς μου που μου καθαρίζει τα καρότα, μέχρι σε ένα κουτί που ανοίγει εύκολα και δεν διακινδυνεύω να σπάσω τα νύχια μου. "Αγαπώ" σημαίνει "εκτιμώ". Και εκτιμώ το κάθετι που κάνει την ζωή μου ομορφότερη, καλύτερη, να αξίζει.

Δεν με ενδιαφέρουν οι πρωταθλητές.
Με ενδιαφέρουν οι αγωνιστές.
Αυτούς θαυμάζω. Τέτοιους ανθρώπους θέλω να έχω δίπλα μου. Απλούς, ειλικρινείς, σεμνούς, που προσπαθούν για το καλύτερο. Γιατί ο άνθρωπος που προσπαθεί για το καλύτερο, έχει μόνο καλά να πάρεις. Θαυμάζω τους φίλους μου - διάολε, θαυμάζω και τους γείτονες. Θέλει στομάχι για να με αγαπάς, να είσαι μαζί μου.

Τι με ενδιαφέρει;
Να μην παίρνω πίσω τα λόγια μου. Αυτό είναι το σημαντικότερο για εμένα. Και αυτό που απαιτώ από τον εαυτό μου, είναι να μην έρθει ποτέ μία μέρα, να με κοιτάξει ένας δικός μου άνθρωπος στα μάτια, και να με ρωτήσει: "Γιατί δεν μου το είχες πει;" ή "Γιατί μου είπες ψέματα;".

Ξέρω ότι είμαι κακιά.
Κάνω τους ανθρώπους να κλαίνε. Αλλά τους αρέσει. Ξέρουν ότι για να φτάσουν σε αυτό το σημείο, σημαίνει ότι τους έχω πει κάτι που δεν θα ήθελαν να γνωρίζουν. Και αυτό τους αποδεικνύει ότι τους σκέφτομαι, τους προσέχω. Ότι έχει μεγάλη σημασία για εμένα να είναι το καλύτερό τους. Γιατί τους αγαπάω. Και ξέρω ότι με αγαπούν κι εκείνοι και το εκτιμούν. Στην προσπάθειά τους να αλλάξουν, είμαι πάντα στο πλευρό τους. Αυτή είναι η Κυριαρχική μου φύση. Το BDSM, είναι απλά ο φετιχιστικός μου παράδεισος. Τίποτε περισσότερο.

Έχω ανάγκη οι άνθρωποί μου να είναι ευτυχισμένοι.
Αν είναι εκείνοι, είμαι κι εγώ. Το αντίστροφο, δεν μου λέει τίποτα. Εξαρτώμαι 100% από τους ανθρώπους μου. Θέλω να είναι οι καλύτεροι, θέλω να εκτοπίζουν τους φόβους και τις ανασφάλειές τους. Όταν τους πληγώνω, δεν με μισούν. Με αγαπούν περισσότερο. Και με εμπιστεύονται. Σε εμένα θα έρθουν όταν σκέφτονται να κάνουν κάτι. Από το να στείλουν ένα sms σε μία γκόμενα, μέχρι να πάρουν ένα νέο αυτοκίνητο. Θα είμαι ο πρώτος άνθρωπος που θα ανακοινώσουν κάτι που δεν έχουν πει ούτε στην ίδια τους την οικογένεια. Κι αυτό, για εμένα, σημαίνει πολλά.

Αγαπώ τους ανθρώπους που με αγαπούν, και μόνον αυτούς.
Όσους με φοβούνται, τους σιχαίνομαι. Και τους απεχθάνομαι. Ο άνθρωπος που σε φοβάται, μία μέρα θα σου κάνει κακό. Ο άνθρωπος που σε φοβάται, σε μισεί. Ο άνθρωπος που σε αγαπάει, σε σέβεται. Και το αντίστροφο.

Για τους ανθρώπους που δεν με αγαπούν, δεν έχω συναισθήματα.
Ούτε κακίας, ούτε θυμού, ούτε απογοήτευσης. Έχω μία παγερή αδιαφορία. Αν δεν αναγνωρίζουν την αξία μου - όποια κι αν είναι αυτή -, δεν αισθάνομαι τίποτα. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να αγνοεί αυτό που εγώ λατρεύω. Και δεν μπορώ να ξοδεύω τον χρόνο μου αποδεικνύοντας και αναλύοντας.

Ο χρόνος είναι χρήμα.
Κι εγώ ξοδεύω εκεί που θέλω.

19.4.10

3.000 Views For BDSM BéBé

18.4.10

Practice Makes Perfect

Ο κάθε χώρος εργασίας, είναι ένας μικρόκοσμος.
Στον μικρόκοσμο της επιχείρησης που με προσέλαβε, στελέχη ήταν η υπεύθυνη η οποία έκανε την πρόσληψη - με μία τεράστια γλώσσα για το γλύψιμο της ιδιοκτησίας -, δεξί της χέρι ένα ψώνιο του κερατά που ήταν ο Don Juan-είμαι πολύ γκόμενος-θέλεις να σε γαμήσω;, η ανασφαλής καλοκάγαθη ξανθιά με το χοντρό πελατολόγιο - με την οποία σφάζονταν με τα βαμβάκια κάθε μέρα -, η Γαλλίδα που είχε έρθει από την μαμά-εταιρεία και την είχε δει παντογνώστης και ως τέτοιος κυκλοφορούσε στους διαδρόμους χωρίς να μιλάει σε κανέναν, μία άχρωμη/άοσμη/άγευστη που όλοι την αγνοούσαμε γιατί μάλλον αυτό ήθελε κι εκείνη, και η γραμματέας που δεν ήξερε γιατί είχε μουνί.

Κι εγώ.
Εγώ, ανέλαβα έναν τομέα που είχε αποδεκατιστεί από την προηγούμενη, και μου είχε ξεκαθαριστεί ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να κάνω πελατολόγιο, οπότε να μην με ένοιαζε. Ό,τι καθόταν κι ας καθόμουν. Δεν τους ένοιαζε.
Ένοιαζε, όμως, εμένα.

Αν έγραφα ό,τι ήθελα για την εμπειρία μου, θα έπρεπε να κάνω άλλο ένα blog.
Το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι ήταν από τις καλύτερες περιόδους της ζωή μου, by far κι ακόμα παραπέρα. Πέρασα 5 δημιουργικούς μήνες, κατά το διάστημα των οποίων, τελειοποίησα την Νανά, περνώντας την από 10δες test κάθε μέρα. Και ήταν ωραία, γιατί εγώ ζούσα κάτι που μου λείπει: συναδέλφους. Ανθρώπους να συναναστρέφομαι στον ίδιο χώρο εργασίας, να είμαστε όλοι υπάλληλοι, να μιλάμε, να γελάμε, να τσακωνόμαστε, να θάβουμε όποιον δεν μας άρεσε, να πειράζουμε όποιον είχε κάνει μαλακία, να κάνουμε δώρα ο ένας στον άλλον.

Και όλα αυτά, γιατί μέσα σε 5 μήνες, εντελώς φυσικά, έγινα αυτή που ήθελα να γίνω.
Μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, κατάλαβα ότι η Κυρίαρχος μέσα μου, δεν θα κρυβόταν ποτέ. Γιατί δεν το ήθελα πραγματικά. Και το κατάλαβα μέσα από εκείνη την δουλειά. Έκανα αυτά που έπρεπε να κάνω, αλλά όλοι μπορούσαν να δουν τι πραγματικά είμαι. Μόνο που πλέον, είχα μάθει πολλές γλώσσες για να κρατώ τους λάθος ανθρώπους σε απόσταση και να μην με πλησιάζουν.

Και αυτό το κατάλαβα, όταν μία μέρα είπα στην ξανθιά ότι μάλλον κάτι δεν θα το κατάφερνα, και η απάντησή της ήταν: "Έλα, Νανά! Εσύ δεν θα τα καταφέρεις; Εσύ μας δουλεύεις όλους ψιλό γαζί!". Την πλησίασα και την ρώτησα παραξενεμένη: "Εννοείς ότι σας κοροϊδεύω;". Και είπε: "Όχι. Αλλά αν θελήσεις, δεν θα το καταλάβει κανείς".

Μέχρι να φύγω, με φώναζαν όλοι "Αφεντικό".
Πολύ λίγη σημασία έδιναν στην υπεύθυνη, και έρχονταν να μου πουν ότι αν γίνει συνάντηση να συμφωνήσω για να με προτείνουν για την θέση της. Ο Κυριαρχικός μου χαρακτήρας, μέσα σε μία δομή με πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο δεν κρύφτηκε, αλλά άνθισε.

Μέσα σε 5 μήνες, η υπεύθυνη - που είχε άγνοια για τις προθέσεις των υφιστάμενών της -, με παρακαλούσε να αφήσω το βιβλίο, για να κουτσομπολέψουμε στο γραφείο της - στο γραφείο που δεν έβαζε κανέναν, ούτε για δουλειά. Η ξανθιά μιλούσε για εμένα στο πελατολόγιό της με τα καλύτερα λόγια, κι όταν την ρώτησα γιατί το κάνει, πως αισθάνεται ασφαλής όταν μπορεί να κινδυνεύει, μου απάντησε "εσύ δεν θα το έκανες ποτέ αυτό", με σιγουριά. Ο Don Juan του κώλου - αφού προσπάθησε να με ρίξει και εισέπραξε ένα "Θέλεις να σε γαμήσω εγώ; Μου είναι πιο εύκολο", μπροστά σε όλους -, κοκκίνιζε κάθε φορά που τον φώναζα "Γιαννάκηηη...;", έτοιμη να του την πω. Η Γαλλίδα ήταν κάθε μέρα με το "J' adore, Νανά!" στο στόμα, κάνοντάς τους όλους να ψάχνουν τους καφέδες της, μήπως της έριχνα κάτι μέσα. Την άχρωμη/άοσμη/άγευστη, ποιος την γαμούσε; Μάλλον κανείς. Όσο για την γραμματέα, πρόλαβα να της λύσω τα μισά σεξουαλικά της προβλήματα, και στα μάτια της ήμουν το λιγότερο θεά, γιατί με έβρισκε πολύπλοκη και διεστραμμένη - διότι το πρώτο που της έλεγα όταν έμπαινα αγουροξυπνημένη, με την θεϊκή αυτή φωνή του νταλικέρη, ήταν: "Γκόμενο, βρήκες;" κι όταν χαμογελούσε σαν βλαμμένο και κοκκίνιζε μέχρι τα αυτιά, της έλεγα "Όπου τον βρεις, ρίξ'του ένα χαστούκι. Πες του 'από την Νανά'. Θα σου κάτσει".

Για κάποιον λόγο, όμως, ήξεραν ότι θα έφευγα μία μέρα.
Υπήρξαν πολλές σπόντες, τις οποίες απέφευγα με άνεση. Έδινα όλο το βάρος στο δικό μου πελατολόγιο, το οποίο και δημιούργησα από το μηδέν. Φυσικά, με τις ξένες γλώσσες μου σε πρώτο πλάνο. Ώσπου κάποια στιγμή, ζήτησε να με δει η αντιπρόσωπος της εταιρείας στην Ελλάδα. Όταν μπήκαμε στο γραφείο που πάντα ήταν κλειδωμένο, το πρώτο πράγμα που μου είπε, ήταν: "Θέλω να μάθω, πως ένας άνθρωπος που έρχεται να ζητήσει δουλειά, φέρνει το βιβλίο μαζί του σαν να μην τον ενδιαφέρει, και μέσα σε λίγο διάστημα καταφέρνει να γίνει φίλος με όλους, και να κάνει τους πελάτες να τρέχουν από πίσω του ακόμα και για τα προσωπικά τους, σαν να παίζει τον μαγικό αυλό. Μπορείς να μου το εξηγήσεις;".

Δεν απάντησα.
Στενοχωρήθηκα. Ή, μάλλον, λυπήθηκα. Γιατί αυτό που είχα να κάνω, είχε φτάσει στο τέλος του. Με επιτυχία. Αλλά είχε τελειώσει.

Μου μίλησε για αύξηση, για προαγωγή, να πάω σε ένα άλλο υποκατάστημα ως υπεύθυνη για να αυξήσω κι εκεί το πελατολόγιο, και δεν θυμάμαι τι άλλο. Γιατί δεν άκουγα. Έβλεπα το στόμα της να ανοιγοκλείνει, αλλά δεν ήθελα να ακούσω. Ό,τι έλεγε, στα δικά μου αυτιά έφτανε ως μία λέξη, επαναλαμβανόμενη: "Τέλος".

Το βράδυ που πήρα την απόφαση να φύγω, δεν έκλεισα μάτι.
Είχα σκεφτεί να πάω πολύ νωρίτερα, να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω πριν έρθουν οι άλλοι, αφήνοντας μία επιστολή. Κι αυτό, γιατί όσες φορές προσπάθησα να έρθω σε σύγκρουση με την υπεύθυνη, όλοι έπαιρναν το μέρος μου και τελικά δεν μπορούσε να βγει τίποτα. Δεν έγινε, όμως, έτσι. Η ολονύκτια αϋπνία μου, είχε ως αποτέλεσμα να φτάσω τελευταία. Μέσα στο ταξί, ήξερα ότι δεν θα έδινα παράταση για την άλλη μέρα.

Θεωρώ ότι η είσοδός μου, ήταν η ίδια, όπως κάθε φορά.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, τι ήταν αυτό που τους έκανε να καταλάβουν. Όταν μπήκα στο γραφείο μου, το πρώτο πράγμα που άκουσα, ήταν: "Δεν πιστεύω να φεύγεις...;", από την ξανθιά. Γύρισα να την κοιτάξω, και δεν της απάντησα. Έφυγε γρήγορα, και μετά από λίγα λεπτά, ξανάνοιξε την πόρτα, ώσπου ο ερωτύλος - ερχόμενος από πίσω της -, την άνοιξε διάπλατα, σπρώχνοντάς την από μπροστά του. "Τι έγινε;! Φεύγεις;! ". Με γυρισμένη την πλάτη, τους απάντησα ότι εφ' όσον η αποχώρησή μου κατάφερε να τους ενώσει, εγώ δεν είχα καμμία άλλη δουλειά εκεί πλέον.

Δεν γέλασε κανείς.
Βγαίνοντας με τα πράγματά μου από το γραφείο, είδα την άχρωμη/άοσμη/άγευστη να με κοιτάζει με παράπονο, και στάθηκα για λίγο να την κοιτάξω καλά, μήπως με γελούσαν τα μάτια μου. "Εσύ τι ζόρι τραβάς, ρε κοπελιά;", την ρώτησα. Μπήκε στην κουζίνα. Κατεβαίνοντας στην υποδοχή, έδωσα 5 φακέλους στην ανοργασμική. "Δώσε αυτά, σε παρακαλώ, στους παραλήπτες. Το ένα είναι για εσένα." Και τότε άκουσα το χειρότερό μου: "Νανά, μην φεύγεις...". Προσπάθησα πολύ για να συνέλθω. "Βαρέθηκα να σε περιμένω να βρεις γκόμενο. Πάω στην πλατεία, μήπως βρω κανέναν να τον χαστουκίσω, και θα σ' τον φέρω".
Κι έφυγα.

Στην πλατεία, όμως, είδα την Γαλλίδα, η οποία ερχόταν με σαφή καθυστέρηση όπως πάντα, με τον καφέ της από το σωστό μαγαζί όπως πάντα. Μόνο που δεν περπατούσε. Είχε σταθεί, ανάμεσα στον κόσμο που την προσπερνούσε, με τον καφέ στο χέρι και περίμενε να κατέβω μέχρι εκεί. Την πλησίασα αργά και της χαμογέλασα, βγάζοντας τα γυαλιά. Δεν πρόλαβα να πω καμμία χαζομάρα. "Φεύγκει, Νανά;" "Η Νανά δεν φεύγκει. Εσύ άργκησε πάλι". Έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να λέει διάφορα στα γαλλικά. "Συγγνώμη. Με βρίζεις;", προσπάθησα να την πειράξω. "Ποιος είπε φεύγκει Νανά, α; Ποιος; Εγκώ πάει εκεί ρωτήσω. Ποιος, α; Alors! Πάμε μαζί!". Άρχισε να με τραβάει, αλλά εγώ είχα μείνει ακίνητη. Της έπιασα το χέρι που με τραβούσε, και γύρισε να με κοιτάξει. Της χαμογέλασα και της ένευσα αρνητικά. Και τότε έβαλε τα κλάμματα.

Αν ο χρόνος γύριζε πίσω, εκείνη η περίοδος ήταν μία εποχή που θα ήθελα να ξαναζήσω.
Πέρα από το ότι κατάφερα να αναπτύξω τις ικανότητές μου σε σχέση με την δουλειά μου, σε σχέση με τους συναδέλφους μου, σε σχέση με τους πελάτες μας, κατάφερα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μέσα μου και να κατανοήσω. Τον εαυτό μου, το πόσο μεγάλη θέληση έχω, το πόσο αγαπάω τους ανθρώπους που το αξίζουν, το πόσο θέλω να είμαι εγώ. Βρήκα τα λάθη μου και τα διόρθωσα. Με βοήθησαν γνωστοί και άγνωστοι, εν γνώσει ή εν αγνοία τους.

Το σπουδαιότερο όλων, ανακάλυψα ότι, ουσιαστικά, ο κάθε άνθρωπος βλέπει στον άλλον αυτό που θέλει να δει. Διότι εγώ έδειχνα και το ποια είμαι και μιλούσα στην γλώσσα τους. Έτσι, μπορούσαν να δουν και την έμφυτη και την επίκτητη προσωπικότητά μου. Και ήταν δική τους η επιλογή. Γιατί, διάολε, ήταν εμφανές. Όταν μία μέρα με είχαν σταματήσει μπροστά σε έναν καθρέφτη, με κοιτούσα την ώρα που έλεγα τις μαλακίες μου, και έλεγα στον εαυτό μου: "Διάολε... Πως σε πιστεύουν...; Είναι αυτή μούρη που σε πείθει, πως αυτό που λέει το πιστεύει; Μα, είναι ηλίθιοι;"

Όχι.
Κανείς δεν είναι ηλίθιος. Όλοι επιλέγουν να είναι ηλίθιοι. Και να καταλαβαίνουν ό,τι θέλουν. Οπότε εγώ μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω, αρκεί να έλεγα τα σωστά λόγια στα αυτιά αυτών που ήθελαν να ακούσουν κάτι συγκεκριμένο. Δεν τους ένοιαζε η φάτσα μου που έλεγε εν ταυτώ "Λέει ψέματα! Λέει ψέματα!".

Τα πράγματα ήταν απλά.
Παραμύθια ζητούσαν αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν.
Κοιμάται αυτός που θέλει να ξεχάσει.
Αυτός που θέλει να ξεχάσει ψάχνεται για να ονειρευτεί.

Και για να ονειρευτεί, πρέπει κανείς να κλείσει τα μάτια.
Κι εγώ ζητούσα ανθρώπους που δεν θα χόρταιναν να με βλέπουν.

16.4.10

If It’s To Be, It’s Up To Me

Εάν δεν έκανα την δουλειά που κάνω - την οποία αγαπάω πολύ και ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο από παιδί ότι θα έκανα - η ιδανική δουλειά για εμένα, θα ήταν να ήμουν βιβλιοθηκάριος.

Βιβλιοθηκάριος, με τόνους βιβλία που ανανεώνονται διαρκώς, και ένα πλήθος ατόμων για γνωριμίες. Φυσικά, θα ήμουν η υπεύθυνη των πάντων: από το υλικό/διαστάσεις των ραφιών, τον φωτισμό της αίθουσας, την αρχειοθέτηση των βιβλίων, μέχρι τις ταυτότητες των μελών.

Δεν θα είχα καλύτερο
.
Διαφορετικά, δεν θα μπορούσα μέσα σε τέσσερις - και ίδιους - τοίχους
. Θα συζητούσα όλη μέρα για διάφορα θέματα, θα κρυφάκουγα συζητήσεις που δεν θα με αφορούσαν αλλά θα έπαιρνα πράγματα από το μυαλό του καθενός, που δεν θα είχε φανταστεί ότι θα με ενδιέφεραν.

Όταν ήρθε η ώρα να πάρω το Doctorat, επέλεξα το στόμα του λύκου.
Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα με προσελάμβαναν, όχι γιατί δεν ήξερα την δουλειά μου, αλλά γιατί πήγα στο ραντεβού με φόρμα, αθλητικά παπούτσια, κι ένα T-shirt που έγραφε "Barbie Is A Bitch".

Η τύπισσα στην υποδοχή - μία ανοργασμική μυξοπαρθένα με τον κότσο της γιαγιάς μου -, έπαθε πολιτισμικό σοκ, με διαβεβαίωσε ότι θα ειδοποιήσει την υπεύθυνη, και μου πρότεινε να καθήσω. Πιθανόν να νόμιζε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος, γιατί όταν κάθησα αναπαυτικά στον καναπέ, κι έβγαλα το βιβλίο από την τσάντα, την έπιασα να έχει κολλήσει το βλέμμα της επάνω του.
-Συμβαίνει κάτι;, την ρώτησα ευγενικά.
Δεν απήντησε.

Στη συνέχεια - και αφού προφανώς είχε δώσει σήμα στους άλλους, ότι κάποιο φρικιό που είχε την αξίωση να προσληφθεί, είχε βυθιστεί στο διάβασμα πάνω στον καναπέ τους -, άρχισε να παρελαύνει από μπροστά μου όλο το προσωπικό. Τους έβλεπα με τις άκρες των ματιών μου να κρυφοκοιτούν περίεργοι και να κάνουν αδιόρατα νεύματα μεταξύ τους, κι αυτοί επίσης σοκαρισμένοι. Κρατήθηκα. Δεν γέλασα.

Πιο σοκαρισμένη από όλους, φάνηκε η υπεύθυνη, όταν η της υποδοχής έδειξε προς το μέρος μου.
Στάθηκε λίγο, με κοίταξε, και πλησίασε σχεδόν φοβισμένη.
-Είστε για την συνέντευξη;, ρώτησε επιφυλακτικά.
-Μάλιστα, της απάντησα ευγενικά, καθώς σηκωνόμουν και της προέτεινα το χέρι.
Ανεβήκαμε στο γραφείο της.
Με ρώτησε αν θέλω κάτι, της είπα όχι γιατί δεν έχω χρόνο, με ρώτησε αν θα πάω κάπου μετά.
-Ακούστε, της είπα σοβαρά. Πρέπει να βρω δουλειά. Κι όταν λέω πρέπει, πρέπει. Μετά από εσάς πρέπει να πάω σε μία άλλη συνέντευξη (ψέμα), και πρέπει να περάσω από το σπίτι να αλλάξω. Βλέπετε, ήρθα από περίπατο σε εσάς (ψέμα).

Να έκαψε μερικούς νευρώνες; Μπορεί.
-Από περίπατο...;, χαμήλωσε την φωνή της.
-Μάλιστα, της χαμογέλασα. Με πήραν αργά εχθές το απόγευμα και μου ανακοίνωσαν την σημερινή μας συνάντηση (αλήθεια). Και είχα κανονίσει ήδη για τον περίπατο.
Δεν ήξερε πως να το χειριστεί; Μπορεί.
Ξεκίνησε να ρωτάει τα τετριμμένα, της απαντούσα σε όλα, ενώ μέσα μου είχα τύψεις - δεν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος, χαρά μου... - επειδή είχα αρχίσει να την φλομώνω από την αρχή. Όταν, όμως, μπήκαν και βγήκαν διάφοροι - που βάζω στοίχημα, έμπαιναν μόνο και μόνο για να δουν τον σχεδόν σίγουρο εμπαιγμό μου -, και άκουγα τι έλεγε στον καθένα, καθώς και στα τηλέφωνα που σήκωνε, ησύχασα. Έκανα το σωστό.

Και κάπου εκεί, ξεκίνησε η μονομαχία του απόλυτου δουλέματος.
Την δουλειά μπορεί να μην την έπαιρνα - αν και θα ήταν κρίμα, γιατί προσφέρονταν για τρομερή εξάσκηση -, αλλά θα ακόνιζα λίγο τα παραμύθια μου και θα έβλεπα αν μου έβγαζαν έστω ένα interview. Η υπόθεση, λοιπόν, ήταν, μέχρι που ήμουν ικανή να κρατήσω το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου που πουλούσε παραμύθια, για το δικό μου παραμύθι.

Στο τέλος της συνέντευξης - που ανάθεμα αν ρώτησε όλα αυτά που έπρεπε - μου ανακοίνωσε περιχαρής, ότι δεν θα πάω σπίτι να αλλάξω, γιατί δεν χρειαζόταν να πάω στο επόμενο interview. Όχι μόνο είχα πάρει την θέση, αλλά ήθελε να καθήσω κι άλλο "να τα πούμε".(...) Βγήκε ενθουσιασμένη από το γραφείο, χωρίς να κλείσει καλά την πόρτα. Σηκώθηκα λίγο, την έσπρωξα με το χέρι να ανοίξει τελείως, για να βλέπω. Άναψα τσιγάρο, και την παρακολουθούσα να ξεπετάει τις υποθέσεις της για να γυρίσει γρήγορα πίσω.

Σύντομα ήρθαν καφέδες, μου είπε για την δουλειά, με ξενάγησε στους χώρους, κάναμε κανά πακέτο τσιγάρα, και γελούσαμε σαν να ξερενόμασταν από παλιά. (...) Η αλήθεια είναι, ότι είχα αρχίσει να ανησυχώ. Τόσο ψέμα, τόσο καλοδεχούμενο; Διάολε! Πόσο καλή είχα γίνει και δεν το ήξερα;! Εγώ της έλεγα ό,τι μαλακία μου ερχόταν στο μυαλό, κι εκείνη έκανε βουτιά για να την πιάσει. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου...

Το προσωπικό άρχισε να παρανοεί κι εκείνο.
Εκεί που ήταν σαν κώλοι με αιμορροΐδες, έρχονταν να με γνωρίσουν, να συστηθούν, να πουν κάτι αστείο. (...) Μιλάμε, για την απόλυτη παράνοια... Υποθέτω, πως θεώρησαν ότι είμαι καμμιά εκκεντρική τύπισσα από κάπου σπουδαία, που το έχει ξανακάνει αυτό πολλές φορές, ότι είμαι guru στο αντικείμενό μου κι έτσι εξηγείτο το ότι με προσέλαβαν αντί να με πετάξουν σηκωτή στα πεζοδρόμια.

Και τότε, ήρθε ο Goethe στο μυαλό μου.
Κατέληξα στο τρομακτικό συμπέρασμα, ότι εγώ είμαι ο καθοριστικός παράγοντας. Η ιδιαίτερη προσέγγισή μου δημιουργεί και το κλίμα. Η καθημερινή μου διάθεση διαμορφώνει τον καιρό. Κατέχω την δύναμη να κάνω την ζωή άθλια ή γεμάτη ευτυχία. Μπορώ να αποτελέσω εργαλείο βασανισμού ή μέσο έμπνευσης. Μπορώ να ταπεινώσω ή να κατευνάσω, να πληγώσω ή να θεραπεύσω. Σε οποιαδήποτε περίσταση, η δική μου αντίδραση καθορίζει αν μία κρίση θα κλιμακωθεί ή θα αποσοβηθεί, αν κάποιος θα απανθρωποποιηθεί.

Το Doctorat, ήταν στο χέρι μου.

15.4.10

Speak Softly And Carry A Big Stick

Για την φωνή μου, τα 'χουμε ξαναπεί.
Δεν την λες και γυναικεία.
Αλλά τι να κάνουμε.
Αυτήν έχουμε.

Την ημέρα που ήμασταν καλεσμένες σε τραπέζι μίας φίλης που γιόρταζε, και θα γινόταν έξω, τα μουρλοκομεία οι φίλες μου, είχαν την φαεινή ιδέα να της πάρουμε κάτι "ιδιαίτερο" από ένα sex shop. Εκείνες ήθελαν να κάνουμε την διαφορά, κι εγώ δεν είχα καμμία αντίρρηση. 'Ηταν ένα πολύ ωραίο σκοτεινό απόγευμα του χειμώνα, φυσούσε τρελός βοριάς, και ήμουν μες στην τρελή χαρά. Φτάσαμε σε ένα σκατομάγαζο, κι όπως ξεκίνησα για να μπω, κάποια με έπιασε από το χέρι.

-Νανά...
-Λέγε.
-Τώρα που θα μπούμε, να πεις εσύ τι θέλουμε..., με κοιτούσαν όλες λες και ήταν συνεννοημένες - που ήταν...
-Γιατί;, τις κοιτούσα μία-μία, ενώ εκείνες χαμήλωναν τα μάτια.
-Εσύ θα τους ψαρώσεις με αυτή την φωνή... Να μην νομίζουν τίποτα άλλο, που είμαστε τόσες γυναίκες...
-Τι να νομίζουν; Είστε καλά; Κατ' αρχήν τι θέλουμε; Ξέρουμε;
-Κάτι..., προσπάθησε να περιγράψει η μία.
-"Κάτι"..., την κοίταξα εκνευρισμένη. Και θα πάω σε αυτούς να τους πω "θέλουμε κάτι"... Και θα ψαρώσουν με τη μία... Δε μου γαμιέστε όλες; Προχωράτε!

Μπήκα πρώτη, με το παρθεναγωγείο να ακολουθεί κατά πόδας.
Γύρισα, τις κοίταξα, και, αυτομάτως, τα βλέμματά τους περιπλανήθηκαν ακαθόριστα στο εσωτερικό.
-Ξεκολλάτε από πίσω μου, μη σας πάρει ο διάολος, τους είπα χαμηλόφωνα. Μου ήθελε ο κώλος σας και sex shop... Δεν κοιτάτε τα χάλια σας... Σκορπιστείτε, λέμε.
Και που το είπα; Εγώ πήγαινα από stand σε stand, κι εκείνες όλες μαζί απέναντι, σαν να τις είχαν δέσει με ένα αόρατο σχοινί, κομπολόϊ. Που και που μού έριχναν και καμμιά ματιά, σαν να φοβούνταν μήπως το σκάσω. Φυσικά γελούσαν με ό,τι έβλεπαν, μου έκαναν σινιάλα με κάτι πλαστικές υπερμεγέθεις γροθιές, αλλά όταν κάποιος πλησίαζε προς το μέρος τους, πήγαιναν πιο πέρα σαν χταπόδι.

Αφού βρήκαν κάτι σαχλό, περίμεναν να πάω εγώ στο ταμείο για τον λογαριασμό.
Εφ' όσον δεν είδα κάτι που να μου αρέσει ούτε στο ελάχιστο, προχώρησα στο μέρος τους, παίρνοντας αυτό που είχαν διαλέξει από το χέρι που το κρατούσε. Αμέσως την έκαναν για το αυτοκίνητο, χωρίς να πουν κουβέντα. Ξεφύσηξα. Όπως περίμενα την σειρά μου - έχοντας μπροστά μου έναν μαλάκα, που είχε ένα βουνό από DVD μες στην λίγδα, και είχε κάτσει να το σκεφτεί ανακατεύοντάς τα... - κοίταζα γύρω μου, προσπαθώντας να μην του ρίξω κλωτσιά στην κλείδωση, να σωριαστεί, να πληρώσω, να τελειώνουμε.

Τίποτα, όμως, δεν είναι τυχαίο.
Αριστερά - στα ράφια με τα DVD, που δεν είχα κάνει τον κόπο... -, κρεμόταν ένα μικρό riding crop... Δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από 50cm, αλλά είχε αρχίσει να μιλάει: "Πάρε με... Είμαι εδώ, γιατί σε περίμενα... Και δεν ήθελα να με πάρει κανείς άλλος... Είμαι μικρό, αλλά είμαι πολύ ωραίο... Μαύρο... δερμάτινο... Δεν κοστίζω πολλά... Είμαι μόνο μου... Σου ταιριάζω... Και θα είμαι καλή παρέα... Θα με αγαπήσεις... Θα δεις... Πάρε με..", προσπαθούσε να με ψήσει.

Μιλούσε.
Αλλά δεν πρέπει να έβλεπε.
Γιατί εγώ είχα γίνει κάρβουνο.

Με ένα ελαφρύ μειδίασμα, πλησίασα τα ράφια. Εκείνη την στιγμή, ερχόταν προς το μέρος του κι ένας τύπος - προφανώς για τα DVD. Ένα βήμα πριν τα ράφια, τον σταμάτησε το βλέμμα μου. Το οποίο έλεγε - σε άπταιστο τσαμπουκά - "έχεις μείνει εκεί που είσαι...". Ο τύπος έμεινε, εγώ έστρεψα το βλέμμα μου στο riding crop Μου, και όλοι παραμείναμε ήσυχοι. Επόμενος σταθμός, το ταμείο. Παίζοντας το riding crop Μου στα χέρια, ρώτησα ευγενικά τον μαλάκα με τα DVD: "θέλετε να φύγετε από το ταμείο;", κοιτάζοντάς τον αθώα. Εκείνος γύρισε, με κοίταξε ψιλοξαφνιασμένος, και πριν προλάβει να πει κάτι, κοίταξε το riding crop Μου. Δεν ξέρω τι ήθελε να πει, αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα μουρμουρητό, προτού μαζέψει το stuff με το οποίο θα έπρεπε να έπαιζε το πουλί του για κάνα μήνα, πριν το βαρεθεί.

Βγήκα, με τον αέρα να φυσάει μανιασμένα.
Δεν με ένοιαζε ούτε που μου χαλούσε τα μαλλιά, ούτε που οι άνθρωποι με κοιτούσαν καλά-καλά με το riding crop Μου στο χέρι. Ήμουν ερωτευμένη. Τέλος. Μπήκα στο αυτοκίνητο, οι φίλες μου έκαναν πλάκα μέχρι που άρχισα να τις χτυπάω - και μαζεύτηκαν... -, πήγαμε στο τραπέζι, φάγαμε, κάποιοι έφαγαν και λίγο από εκείνο - για πλάκα, είπαμε... -, γύρισα στο σπίτι, και από τότε, αυτό το μικρό riding crop, είναι μαζί μου. Όταν φεύγω εκτός, πάντα θα το τυλίξω με ένα κομμάτι μαύρο βελούδο, και θα μπει κι αυτό μαζί με τα πράγματά μου.

Είναι το δεξί μου χέρι.
Ή, μάλλον, η επέκτασή του. Είναι η άγρια χαρά μου, η απόλυτη παρέα μου, ο πιστός μου ακόλουθος. Όταν πεθάνω, μπορεί να με κάψουν γυμνή, μπορεί να με κάψουν αχτένιστη, μπορεί να με κάψουν χωρίς μακιγιάζ - που αν συμβεί έστω και ένα από αυτά, ο υπεύθυνος θα έχει την κατάρα μου μέχρι να ψοφίσει, το καθίκι -, αλλά θα με κάψουν μαζί με αυτό.

Γιατί είναι Εγώ.-

14.4.10

Pervert? Aren’t We All...

Το ότι δεν μου άρεσε το S/M, δεν ήταν επειδή το έβρισκα ανώμαλο.
(Κι αν ο ορισμός του "ανώμαλου" είναι το μη συνηθισμένο, τότε ναι χαρά μου, ήμουν ανώμαλη).
Ήταν επειδή δεν με εξέφραζε αυτό που έβλεπα κι αυτό που μου έλεγαν ότι είναι.

2 εκεί, που ξεσπούν ο ένας επάνω στον άλλον.
Βγάζουν τα απωθημένα τους. Σκοτώνονται κάθε φορά που συναντιούνται. Μισεί ο ένας τον άλλον. Τον ίδιο του τον εαυτό. Το φύλο του. Ό,τι είναι. Γιατί αυτό δεν ήταν ανωμαλία. Αυτό ήταν psycho. Κι εγώ μπορεί να ήμουν 1.002 αλλά όχι psycho, χαρά μου.

Δεν είχα ούτε οργή, ούτε θυμό, ούτε απωθημένα, ούτε τίποτε άλλο.
Και το κυριότερο: δεν μισούσα τον εαυτό μου. Ούτε τους άνδρες. Ήμουν μια χαρά άνθρωπος. Φυσικά, και θα νευρίαζα, θα έβριζα, θα θύμωνα, αλλά θα είχα κάποιον λόγο. Και τον λόγο αυτόν θα τον ζητούσα από εκείνον που έφταιγε. Όχι από τον άνθρωπο που θα είχα δίπλα μου. Οπότε, σίγουρα δεν είχα σχέση με το S/M. Το γεγονός ότι ήμουν τρελή φετιχίστρια, δεν μου έλεγε τίποτα. Δεν μπορούσε να με εξισώσει. Ούτε να με αλλοιώσει.

Επίσης, ανωμαλία για εμένα ήταν άλλα πράγματα.
Ανωμαλία, για εμένα, είναι να θέλεις να πας με δίδυμα αδέρφια. Ανωμαλία είναι να πηδάς μάνα και κόρη ή πατέρα και γιο. Ανωμαλία είναι να λέει μία μάνα για τον γιο της "αυτός είναι ο άνδρας της ζωής μου" και ένας πατέρας το αντίστοιχο για την κόρη του. Ανωμαλία είναι να είσαι παντρεμένη/ος με κάποια/ον και να μην κάνετε sex. Ανωμαλία είναι να θέλεις να παντρευτείς κάποια/ον, για να έχεις το ελεύθερο να πηδιέσαι με την αδερφή/ό της/ου μέσα στα ίδια σας τα σπίτια.

Αν, λοιπόν, αυτό είναι η "ανωμαλία", εγώ ήμουν περισσότερο από ομαλή.
Γιατί, κατά τα άλλα, από την στιγμή που δεν είναι βιασμός, όλα παίζουν ανάμεσα σε 2 ενήλικες - και μόνον ενήλικες. Και με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη. Ό,τι κι αν είναι αυτό. Μα ό,τι κι αν είναι. 2 ήταν - και είναι - οι αρχές μου: να μην θίγουν τρίτους και να μην είναι δημοσίως. Από εκεί και πέρα, ακούω ιδέες.

Έτσι, ούτε στους "απλούς" ανθρώπους είχα θέση, ούτε στους "ανώμαλους".
Ήμουν κατηγορία από μόνη μου; Γαμώ... Αλλά έλα που θα έπρεπε να φάω την ζωή μου να ψάχνω κάποιον που να είναι το ίδιο... Που να μπορώ να επικοινωνήσω, να κάνω ό,τι θέλω, να του πω την αλήθεια, να κάνουμε πράγματα μαζί... Πάλι μόνη; Πάλι...

Μοιραία, κάποια στιγμή το πήρα απόφαση.
Θα είμαι μόνη για το υπόλοιπο της ζωής μου. Γιατί καλά ήταν στην εφηβεία. Τους είχα κάνει τους πειραματισμούς μου. Και το κακό ήταν ότι πλέον ήξερα πολύ καλύτερα τι ήθελα. Και ήμουν σίγουρη. Άρα: δεν θα είχα σχέσεις "ολοκληρωμένες" - τι να ολοκληρώσεις, όταν δεν δείχνεις τον πραγματικό σου εαυτό σαν Γυναίκα; -, να παντρευτώ ούτε συζήτηση - αυτά τα χάλια, που παντρεύεσαι τον άνθρωπό σου και παίρνεις προίκα όλο του το σόϊ δεν έπαιζε -, να κάνω παιδιά δεν υπήρχε περίπτωση - που να το βρω το μητρικό έστικτο; -, τι μου έμενε; Ο καημός.

Ok.
Δεν γαμιέται; Μόνη; Μόνη. Τι άλλο να έκανα; Να συμβιβαζόμουν; Ούτε για αστείο. Είχα ήδη στο ενεργητικό μου τρελούς συμβιβασμούς σαν χαρακτήρας. Την Γυναικεία μου υπόσταση, δεν θα την πείραζα ακόμα κι αν χρειαζόταν να κλειστώ σε μοναστήρι. Γιατί αυτό που ήθελα ήταν απλό: έναν άνδρα που να είναι το αρσενικό μου "εγώ". Το αληθινό αρσενικό μου "εγώ". Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ζητούσα πολλά; Όχι. Δύσκολα, ίσως...

Και παρ' όλο που δεν φαινόταν φως στο τούνελ, παρ' όλο που ήμουν μιαν ανάσα στο να το πάρω οριστική απόφαση, υπήρχε μέσα μου το ένστικτο. Και το ένστικτό μου, δεν με έχει γελάσει ποτέ... Ποτέ, όμως. Και όσο κι αν τα έβαζα κάτω και δεν έβρισκα λύση, εκείνο μου έλεγε ότι δεν είχα λάθος. Πως ο τύπος του άνδρα που είχα στο μυαλό μου υπήρχε. Και δεν ήταν διακαής πόθος. Πήρα, λοιπόν, το μυαλό μου από το "μέλλον μου ως Γυναίκα", και δεν ξανασκέφτηκα τίποτα. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.

Κι έγινε.
Χρόνια μετά. Σε ένα πάρτυ. Που δεν ήθελα να πάω.
Και όταν έφυγα, άκουσα το όνομά μου, από το στόμα ενός ανθρώπου που δεν του είχα πει ούτε "καλησπέρα".
Κι εκείνος είχε πει: "καληνύχτα, Αφέντρα".

13.4.10

The Domme Next Door

Δεν ήταν ότι δεν καταλάβαιναν πως έχω/είμαι κάτι διαφορετικό.
Απλώς, δεν μπορούσαν να το προσδιορίσουν.
Ναι, με αποκαλούσαν "Αφέντρα", "Δυνάστη", "Χούντα", "Αυταρχική", "Τύραννο", "Vanda", και ό,τι συναφές, αλλά το ίδιο έκαναν και οι φίλοι μου και η οικογένειά μου.

Μπορεί να μην μου συστήθηκαν ως "σκλάβοι" κι εγώ να μην τους είπα ότι είμαι "Domme", αλλά με αγαπούσαν και ήταν πιστοί. Απαιτήσεις, περιορισμοί, διαταγές, όλα έπαιζαν, μοιραία, αλλά στο τέλος της ημέρας ένοιωθα ενοχές. Ένοιωθα ότι τους καταπίεζα. Κι ας μην είχαν κάνει ποτέ παράπονο. Μπορεί να μην τους το είχα ζητήσει και εκείνοι να μην το συνήθιζαν, αλλά οι άνδρες που είχα, με έλκυαν με τα γραπτά τους. Εμένα μου άρεσε να διαβάζω, εκείνοι εκφράζονταν μέσω των γραπτών τους, και ήταν υπέροχα. Ό,τι δεν μου έλεγαν, το διάβαζα. Και ήταν ιδανικά.

Ως κορίτσι/γυναίκα, ήμουν ικανοποιημένη.
Αν είχα - και εξακολουθώ να έχω - ένα κριτήριο για τους άνδρες που επέλεγα, αυτό ήταν το να είναι ερωτικοί. (Την λέξη που μου έρχεται να γράψω, δεν θα την γράψω. Αν και αυτή είναι που με εκφράζει και θα τους χαρακτήριζε απόλυτα). Ο ερωτισμός ενός ατόμου - και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενός άνδρα - δεν έχει να κάνει με το sex. Έχει να κάνει με την αύρα. Αυτό που εγώ εννοώ όταν λέω "έχει αυτό το κάτι".

Ασφαλώς, αυτό οδηγεί στο sex.
Ήθελα πάντα τον άνδρα "προσάναμμα". Να ανάβει αμέσως. Αν μία γυναίκα είναι "φωτιά", δεν την ενδιαφέρουν τα κούτσουρα. Και οι άνδρες της ζωής μου - από τις σχέσεις μου μέχρι τους sex-buddies - έπαιρναν με την μία. Και το sex ήταν πολύ καλό. Αλλά... Αν η σχέση δεν είναι όπως την θέλεις, το sex θα είναι μονοδιάστατο. Κι όταν ξέρεις, ότι ο άλλος σε αγαπάει, σε προσέχει, σου αφοσιώνεται, κάνει καλό sex, και δεν ξέρω τι άλλο, πηγαίνεις σπίτι και τα βάζεις με τον εαυτό σου. "Τι θέλεις, μωρή μαλακισμένη, από την ζωή σου;! Τι άλλο να ζητήσεις από τον άνθρωπο;! Τι θεωρείς ότι σου λείπει;!" Και αυτό μπορεί να γίνεται καθημερινώς... Γιατί εκείνος δεν έχει τίποτα μεμπτό και η λύσσα είναι όλη δική σου...

"Λύσσα".
Πότε λύσσαγα;
Ok.
Κυρίως τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Αστείο;
Μπορεί.
Από μικρό παιδί, όταν έβλεπα εκείνα τα show από τα Folies Bergère για παράδειγμα ή δεν ξέρω τι άλλα, δεν ήταν επειδή μου άρεσαν τα musical. Ποτέ δεν μου άρεσαν. Πέθαινα, όμως, με τους κορσέδες... Με τις μάσκες... Με τα γάντια... Με τα καλσόν με την ραφή... Με τα δίχτυα... Τα μπαστούνια... Διάολε... εκείνα τα μπαστούνια...

Θυμάμαι ότι όλοι έξω έτρωγαν, έπαιζαν χαρτιά, τραγουδούσαν/χόρευαν, τα άλλα παιδάκια ξεραίνονταν στον ύπνο, κι εγώ περίμενα να πάει μεσάνυχτα για να τρυπώσω στην όποια κρεβατοκάμαρα, να ανοίξω στα κρυφά την τηλεόραση και να δω τα "απαγορευμένα". Και δεν ήταν ότι είχα την περιέργεια να δω το γυμνό - αν κρυβόμουν το έκανα γιατί εκεί θα πήγαινε το μυαλό των άλλων και θα ήταν λάθος. Το γυμνό - εκτός τέχνης - πάντα μού προκαλούσε αποστροφή. Αλλά ήταν εκείνα τα σκισίματα στα φορέματα, τα αβυσαλλέα décolté, η γυμνή πλάτη μέχρι την ουρά... Αυτά με προκαλούσαν εμένα... Αυτά, και το ότι φανταζόμουν τον εαυτό μου μέσα σε αυτά... Αλλά όχι on stage...

Μεγαλώνοντας, οι αμφιέσεις ήταν μόνο το περιτύλιγμα. Κι εγώ αναζητούσα την ουσία. Το έψαξα. Γιατί, πως, από που, κτλ. Κάτι βρήκα. Και είχε να κάνει με το "S/M". Δεν μου άρεσε. Ό,τι έβλεπα - πολύ περιορισμένα τότε - δεν είχε να κάνει με εμένα. Ή, μάλλον, είχε, αλλά όχι τόσο. Κάπως αλλιώς; Δεν ήξερα. Και δεν ήξερα και τι να υποθέσω. Έτσι, το άφησα. Για εμένα το S/M, ήταν για άτομα που είχαν στραβώσει.

Και με έβρισκα πολύ ίσια για να ανήκω εκεί.

12.4.10

Domme By Default

Είχαμε μπει σε μία σειρά.
Αυτό που ήμουν θα ήταν αποτραβηγμένο - όσο μπορούσε, βέβαια... - και το επίκτητο "εγώ" μου θα έπαιζε ό,τι έργο τού ερχόταν - αναλόγως με το ποιον είχε απέναντί του. Έτσι, είχα χρόνο και διάθεση να αφιερώνομαι στους δικούς μου ανθρώπους. Όπου θα μπορούσα να είμαι το έμφυτο "εγώ" μου, η πραγματική Νανά, ο αληθινός μου εαυτός.

Εκεί που ποτέ δεν έπαιξε κανένα έργο, και ήμουν πάντα ο εαυτός μου, ήταν στους άνδρες.
Εκεί, όχι μόνο δεν με έκρυβα, αλλά μάλλον ήμουν και επιθετική. Έχω να θυμάμαι αμέτρητους τσαμπουκάδες - κι εκείνοι, είμαι σίγουρη, δεν με έχουν ξεχάσει... Η αλήθεια είναι, ότι δεν μου άρεσε που ήμουν επιθετική. Δεν έβρισκα, όμως, άλλον τρόπο. Με ενοχλούσαν.

Πολύ λίγοι βρέθηκαν να μου αρέσουν.
Τους ερωτεύτηκα και έκανα σχέση μαζί τους. Ο ένας ήταν καλύτερος από τον άλλον. Ήταν όλοι αυτό που λέμε "καλά παιδιά". Ήταν ευγενείς, μετρημένοι, ήρεμοι, ολιγόλογοι, με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Το σπουδαιότερο, με λάτρευαν. Δεν είχαν καμμία σχέση με την μάζα των ανδρών. Από την άλλη, ούτε εγώ είχα σχέση με την μάζα των γυναικών...

Κατ' αρχήν, ποτέ δεν πίστευα ότι τα αντίθετα έλκονται.
Σέβομαι τους νόμους της Φυσικής, αλλά αυτό δεν λειτουργεί στην ζωή. Όταν βλέπω 2 άτομα - που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους - να είναι ζευγάρι, είμαι αμέσως πεπεισμένη ότι έχουν, τουλάχιστον, ένα πράγμα κοινό. Και δεν έχει καμμία σημασία αν αυτό δεν είναι ορατό. Σημασία έχει ότι υπάρχει. Και όσο πιο αόρατο, τόσο πιο σοβαρό, τόσο πιο δυνατό. Ενίοτε, και τόσο πιο άρρωστο... Για εμένα όλα είναι μαθηματικά. Και στις σχέσεις. Δεν μπορείς να κάνεις πρόσθεση με κλάσματα που δεν έχουν κοινό παρονομαστή. Και με το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, δεν κάνεις σχέση. Κάνεις τον μαλάκα.

Επίσης, πίστευα ότι μία σχέση για να λειτουργήσει, πρέπει να είναι οριοθετημένη.
(Το ποιος ήταν αρμόδιος να θέσει τα όρια, δεν χρειάζεται να το αναφέρω. Είναι αυτονόητο. Εκείνος με το μυαλό όχι στα σκέλια). Και μετά πάλι μαθηματικά. Ένα ζευγάρι είναι το σύνολο 2 ατόμων. Οπότε, 1+1=2. Δεν ξέρω γιατί υπάρχει η νοοτροπία του "οι 2 γίνονται 1". Γιατί 2 άνθρωποι γίνονται 1 μόνον όταν είναι μισοί. Οπότε, 1/2+1/2=1. Που αυτό μας ξαναγυρίζει στα κλάσματα, που με την σειρά του μας αποδυκνείει ότι αυτές δεν είναι σχέσεις.

Ποτέ δεν ήθελα να επιβάλλομαι σε έναν άνδρα - αν και αυτό έκανα τελικά.
Δεν μου άρεσε, όμως. Ήταν εκβιαστικό. Και δεν το ήθελα. Όταν κάποιος σε αγαπάει, και φτιάχνεται με κάτι που κάνεις, επειδή φτιάχνει εσένα - ό,τι και να είναι αυτό -, είναι ντροπή να τον "εκβιάζεις" με τον χαρακτήρα σου. Και αυτό το έκανα. Έναν άνδρα που είναι τόσο καλός μαζί σου, που θέλει να είσαι ευτυχισμένη, κι εσύ δεν έχεις αφήσει να δει παρά λίγα από τον "συντροφικό" εαυτό σου, ουσιαστικά τον κοροϊδεύεις. Και αυτό το έκανα.

Αυτό που δεν έκανα, ήταν να τους μιλήσω ανοικτά και να τους πω την αλήθεια.
Ήξερα ότι επειδή με αγαπούσαν, θα μου έκαναν το "χατήρι". Κι εγώ δεν ήθελα χάρες ποτέ και από κανέναν. Θα τους βασάνιζα, επιβάλλοντάς τους κάτι για το οποίο δεν ήταν γεννημένοι, όπως εγώ. Δεν είχε νόημα. Δεν ήταν τίμιο. Αλλά και αν, με κάποιον τρόπο, το έκαναν ευχαρίστως, δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ένα kinky game. Καθόλου κακό, από το τίποτα, θα έλεγε κάποιος.

Μόνο που εγώ, δεν ήμουν "βιτσιόζα γκόμενα".
Δεν μου άρεσαν τα παιχνίδια.
Ήμουν Domme.
Και ήθελα καθαρόαιμους υποτακτικούς.

11.4.10

La Réceptionniste

-Τι θα γίνει;! Θα στρίβουμε μέχρι να ξεράσω; Πως την είδες;
Καθόταν μπροστά και χαμογελούσε.
Την άκουγε να γκρινιάζει από το πίσω κάθισμα, αλλά ήξερε ότι μέσα Της αδημονούσε για την αλλαγή. Κι η ίδια ήταν σίγουρη ότι θα Την ενέκρινε και θα Της άρεσε.
-Κάτι ρώτησα..., υπενθύμισε ξεφυσώντας.

Της είχε λείψει...
Και οι γκρίνιες Της, και τα καπρίτσια Της, και τα πείσματά Της, και τα παράπονά Της, και τα νεύρα Της, και τα ξεσπάσματά Της...
Όλα Της...
-Φτάνουμε..., είπε γλυκά.
-Αυτό λες εδώ και μισή ώρα! Θέλεις να πάθω πνευμονία;! Κλείσε το παράθυρο! Είμαι ιδρωμένη!
-Το κλείνω..., Την καθησύχασε. Καθώς έβαλε το δάκτυλό της πάνω στον διακόπτη, Την κοίταξε από τον καθρέφτη. Είχε σταυρώσει τα χέρια στο στήθος Της, και κοιτούσε έξω από το παράθυρό Της. Είχε πάρει ένα ύφος σαν να Την είχε μαλώσει κάποιος. Χαμογέλασε διάπλατα. Την αγαπούσε, λέμε.

Όταν έφυγε το ταξί, Τ/τις άφησε να στέκονται μπροστά στο σπίτι.
-Αυτό είναι...;, ρώτησε καχύποπτα Εκείνη.
-Ναι.
-Είναι σαν ξενοδοχείο...
-Ναι. Μου αρέσει. Και πιστεύω ότι Σου αρέσει κι Εσένα.
-Εδώ είναι επικίνδυνα... Είναι πάνω στον γκρεμό..., είπε και κοίταξε γύρω Της.
-Όχι τυχαία..., Της χαμογέλασε με νόημα. Θέλεις να πάμε μέσα να το δεις;

Έκανε ένα βήμα πίσω και Την άφησε να περάσει πρώτη.
Την πρόλαβε μέχρι να ξεκλειδώσει την είσοδο, άνοιξε και τις δύο πόρτες διάπλατα και Της έκανε μία κίνηση με το χέρι.
-Αυτό είναι το νέο Μ/μας σπίτι... Πέρασε...
Την προσπέρασε κοιτάζοντας γύρω Της. Ήταν όντως σαν ξενοδοχείο. Ήταν ωραίο. Είχε έναν τεράστιο χώρο υποδοχής, πολλούς καναπέδες, όλα μες στο φως που έμπαινε από τις πανύψηλες τζαμαρίες.
-Στο άλλο σπίτι δεν ήθελες κανείς να βλέπει μέσα. Κι εδώ έβαλες τζαμαρίες;, γύρισε να την κοιτάξει.
-Ναι. Γιατί εδώ θα είναι αλλιώς, Της απάντησε με σιγουριά.

-Πες μου ότι θα κοιμόμαστε στους καναπέδες..., Της γύρισαν τα μάτια.
-Στους καναπέδες;!, έβαλε τα γέλια. Πως σου ήρθε;!
-Δεν βλέπω πουθενά δωμάτια. Και δεν έχω καταλάβει: σπίτι είναι ή κοινόβιο;
-Αυτό είναι το σαλόνι. Εδώ θα υποδεχόμαστε τον κόσμο που θα γνωρίζουμε. Και εύχομαι να είναι πάντα γεμάτο.
-Λίγο δύσκολο, έψαξε τα τσιγάρα Της. Ο δρόμος είναι απότομος, όλο στροφές, και το σπίτι δεν φαίνεται από πουθενά. Ψυχή δεν θα έρχεται. Τώρα κατάλαβα γιατί μετακομίσαμε. Και στην βεράντα να βγαίνω, ούτε οι λύκοι δεν θα με βλέπουν. Σωστά;
-Λάθος.
-Λάθος...; Είχε γυρίσει το κεφάλι Της κάπως, και την κοιτούσε ειρωνικά, με την φλόγα από τον αναπτήρα να φωτίζει τα μάτια Της.

-Αυτό το σπίτι το ξέρουν πολλοί άνθρωποι. Εγώ έχω δώσει την νέα Μ/μας διεύθυνση. Και θα το μάθουν ακόμη περισσότεροι. Αλλά και κάποιος άγνωστος να έρθει, είναι ευπρόσδεκτος. Τις τζαμαρίες τις έφτιαξα γιατί δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε.
-Εκτός από Εμένα, εννοείς..., της αντιμίλησε.
-Ναι. Είδες τι έγινε με την Ν... Μόλις βγήκες έξω, της έτρεξαν τα σάλια...
-Ναι... Αηδία..., έκανε έναν μορφασμό. Αλλά τι φταίω που με ερωτεύεται ο κόσμος;, κοίταξε αυτάρεσκα το μανικιούρ Της.
-Δεν φταις Εσύ. Φταίω εγώ...

Κοιτάχτηκαν για λίγο αμίλητες.
-Δεν φταις, της είπε αυστηρά. Αυτός είναι ο χαρακτήρας Μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Μου αρέσει.
-Κι εμένα, Την πλησίασε. Γι' αυτόν τον λόγο, έφτιαξα αυτό.
Έκανε προς τα πίσω και Της έδειξε ένα γραφείο, με ένα μεγάλο βάζο με ψηλά λουλούδια.
-Τι είναι αυτό...;, την ρώτησε με έναν τόνο που μαρτυρούσε ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως υπήρχε ένα σχέδιο πίσω από όλα.
-Η réception, Της απάντησε χαμογελώντας μυστήρια.
-Σοβαρολογείς;, την κοίταξε έντονα. Διάολε! Όλα είχαν αρχίσει να αποκτούν νόημα! Και ενδιαφέρον!

-Ναι. Όσο καιρό έλειπα, έχτιζα αυτό το σπίτι, αυτήν την επιχείρηση. Και, παράλληλα, μάθαινα ξένες γλώσσες. Μπορώ να συνεννοηθώ με αρκετό κόσμο, πλέον. Είμαι μία réceptionniste. Η δική Σου réceptionniste... Όποιος ξένος έρχεται, θα είμαι ευγενική, τυπική, απόμακρη, ανώδυνα ευχάριστη. Εάν μιλάει άλλη γλώσσα, θα μιλάει μαζί μου, καθώς θα τον κρατώ για πάντα στο σαλόνι ή θα τον συνοδεύω στην έξοδο, χωρίς να το καταλαβαίνει. Εάν μιλάει την δική Μ/μας, θα τον αναλαμβάνεις Εσύ.
-Στο σαλόνι...;
-Όχι. Από 'δω...
Της έδειξε μία κρυφή πόρτα, που βρισκόταν πίσω από μία βιβλιοθήκη. Ένας μακρύς διάδρομος εμφανίστηκε και άρχισαν να περπατούν. Σταμάτησε απότομα πίσω της, όταν ο διάδρομος έβγαλε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μπροστά Τ/τους ήταν οικόπεδο, και λίγο μετά ο γκρεμός.
-Τι είναι αυτό;!, είχε ενθουσιαστεί.
-Το μέρος που θα γίνουν τα δωμάτια. Εσύ θα επιλέξεις, πόσα/πως/που. Όσοι Σου αρέσουν από αυτούς που μπαίνουν, θα είναι στην διάθεσή Σου, να τους κάνεις ό,τι θέλεις. Να τους ξεναγείς όπου νομίζεις ότι τους αξίζει, να τους δείχνεις όσα δωμάτια Εσύ θέλεις, να τους φιλοξενείς αν πρέπει ή να τους οδηγείς, απλώς, στην πίσω έξοδο, αν αλλάξεις γνώμη. Ό,τι θέλεις.

Είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια Της και την κοιτούσε, έτοιμη να την πεθάνει στα φιλιά.
-Ό,τι θέλω...;, την ρώτησε περίεργα.
-Ναι. Ό,τι θέλεις, απάντησε ήρεμα.
-Ακόμα κι αν ένα δωμάτιο γίνει ακριβώς πάνω στον γκρεμό...; Ακόμα κι αν... κατά λάθος... πετάξω μερικούς από 'κει;...
-Ακόμα και τότε.
-Μην λες μαλακίες. Ξέρεις ότι είμαι ικανή να το κάνω.
-Το ξέρω.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
-Εδώ πάνω θα φυσάει πάντα, είπε και πλησίασε στον γκρεμό.
-Τώρα πιστεύεις ότι σε αγαπάω;
-Ναι.

9.4.10

Insight

Ατμοί είχαν γεμίσει το δωμάτιο, μέχρι το ταβάνι.
Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Άκουγε, ωστόσο, την φωνή Της.
Έβριζε.

Προσπάθησε με το χέρι να διώξει από το οπτικό της πεδίο τα σύννεφα ατμού. Δεν μπορούσε να δει ούτε που πατάει.
-Που είσαι;
-Που να είμαι, γαμώ την κοινωνία μου;!, ακούστηκε εκνευρισμένη. Εδώ που με άφησες είμαι!
-Σε άφησα εγώ μέσα στους ατμούς και δεν το θυμάμαι;
-Όχι, που να γαμήσω κάνα κώλο! Με την Stirella στο χέρι με άφησες! Μην ανοίξω το στόμα μου!
-Θεωρείς ότι τώρα το έχεις κλειστό;
-Θέλεις να το ανοίξω....;
-Χμ... Μάλλον όχι...
-Πολύ καλά! Άνοιξε τώρα το παράθυρο!
-Που είναι το παράθυρο; Εγώ δεν βλέπω την μύτη μου!
-Καλά να πάθεις! Ψάχνε τώρα!

Αποφάσισε να μην Την εκνευρίσει περισσότερο.
Όταν είχε τα νεύρα Της ήταν προτιμότερο να έβγαζε κανείς τον σκασμό.
Βρήκε το παράθυρο, το άνοιξε, και έμεινε να Την κοιτάζει.
Τα μαλλιά Της είχαν κολλήσει στο πρόσωπό Της, στο μπούστο Της, στους ώμους Της.
Την κοιτούσε με το ατμοσίδερο στο χέρι, το τσιγάρο στο στόμα.
Με το άλλο χέρι προσπαθούσε να ισιώσει το φόρεμά Της πάνω στην σιδερώστρα, το οποίο, όμως, λες και το έκανε επίτηδες, γλυστρούσε και έπεφτε κάτω, σαν να έψαχνε να βρει τα πόδια Της. Κι όταν τα έβρισκε, στεκόταν ήσυχο.

-Ορίστε! Αυτό γίνεται συνέχεια, γαμώ το κέρατό μου!
-Αλήθεια, τώρα..., προσπάθησε να Την καλοπιάσει. Τι κάνεις εκεί;
-Εσύ δεν είπες να σιδερώσω τις πτυχές μου;! Με σιδερώνω, λοιπόν! Τι θέλεις τώρα;!
Φύσηξε με δύναμη μία τούφα που έπεφτε στα μάτια Της αλλά εκείνη δεν έλεγε να πάει πουθενά.
Την πλησίασε χαμογελώντας και πήγε από πίσω Της.
-Ούτε η τούφα δεν ξεκολλάει από πάνω Σου, ε;, Tην ρώτησε με αγάπη, καθώς Της μάζευε τα μαλλιά σε αλογοουρά.
Τραβήχτηκε και την κοίταξε με μίσος.
-Άσε τις πουστιές! Δικές σου μαλακίες είναι αυτές που κάνω! Φύγε τώρα! Έχω δουλειά!
-Εγώ ήρθα για να σου πω..., Της είπε μαλακά. Άσε με να σου μαζέψω τα μαλλιά...
-Δεν θέλω!, πήγε ένα βήμα πιο πίσω. Και τι να μου πεις;! Μήπως ότι μου έφερες και τίποτα βρακιά σου να τα πατήσω;! Να πάω να πάρω και άλλη μία σιδερώστρα, να μην χάνω χρόνο, μη σου γαμήσω! Μόνο να μου στείλεις κάποιον να μου ανάβει τα τσιγάρα! Να προλαβαίνω!

"Χμ... Δεν μπορώ να Την κατευνάσω με τίποτα", σκέφτηκε. Είχε βαλθεί να μαζεύει το φόρεμά Της και να το βάζει πάνω στην σιδερώστρα. Και; Εκείνο έψαχνε τα πόδια Της πάλι...
Της πήρε το σίδερο από το χέρι και Της ίσιωσε το φόρεμα.
-Τι έγινε;!, της φώναξε. Θα με σιδερώσεις εσύ, τώρα;! Δεν φτάνει που με έχεις κλεισμένη εδώ μέσα;! Που ούτε στο μπαλκόνι δεν βγαίνω, για να μην με δει κανένας;! Τι θα κάνεις μετά;! Θα χτίσεις και το παράθυρο;! Λέγε! Αλλάζω ταυτότητα;! Καλό το "Σπυριδούλα";! Γιατί το "δούλα", όπως βλέπεις, έχει μεγάλη επιτυχία!
Στενοχωρήθηκε.
-Δεν είχα τέτοιον σκοπό... Το ξέρεις... Σε αγαπάω...

Η έκφρασή Της άλλαξε.
Ήταν πιο θυμωμένη. Εξαγριωμένη. Την πλησίασε με σφιγμένες τις γροθιές Της και μισόκλειστα τα μάτια. Η φωνή Της ίσα που ακούστηκε.
-Με αγαπάς...; Με ποιον τρόπο; Με το να με κρύβεις; Αυτό είναι "αγάπη" για εσένα; Γιατί εγώ ξέρω, ότι όταν αγαπάς κάποιον κάνεις τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος. Είμαι εγώ ευτυχισμένη; Είναι όλα αυτά κατάσταση "ευτυχίας"; Που με κλείδωσες μέσα και ασχολήσε με τους άλλους; Αυτό λες εσύ "αγάπη"; Δεν φεύγεις καλύτερα;
-Θα φύγω... Αλλά θα σε πάρω μαζί μου.
-Δεν πάω πουθενά!
-Πρέπει. Μετακομίζουμε.
-Μετακομίζουμε...;

Την κοίταξε καχύποπτα.
Δεν ήξερε εάν έπρεπε να της έχει εμπιστοσύνη, μετά από όλα όσα είχαν συμβεί.
-Ναι. Μετακομίζουμε.
-Να υποθέσω ότι το νέο μου διαμέρισμα θα είναι υπόγειο..., είπε πικρόχολα.
-Δώσε μου μία ευκαιρία, Της απάντησε στενοχωρημένη. Να σου αποδείξω πόσο σε αγαπάω. Γιατί σε αγαπάω. Πολύ...
-Πολύ καλά. Μισό, να πάρω την Stirella.
-Δεν χρειάζεται. Αυτό που έπρεπε να γίνει, έγινε. Σιδέρωσες ό,τι έδιωχνε εκείνους που ήθελες να κρατήσεις για Εσένα. Έτσι δεν είναι; Δεν συμφωνείς κι Εσύ ότι έπρεπε να γίνει;

Δεν της μιλούσε.
Ήταν θυμωμένη.
Άναψε ένα τσιγάρο και κάθησε στο πάτωμα οκλαδόν.
-Μάλλον, παραδέχθηκε με δυσκολία.
Γονάτισε μπροστά Της.
-Ξέρεις γιατί έπρεπε να σιδερωθούν αυτές οι πτυχές. Για να μην τσαλακωθείς ποτέ. Μπορεί, τώρα που θα βγούμε, να δεις γκρεμισμένη την πρόσοψη. Μην λυπηθείς. Γιατί όταν θα φύγουμε, θα το γκρεμίσω όλο. Αυτό ήταν μόνον η αρχή. Εσύ δεν μου λες πάντα, ό,τι κάνω να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ; Το έκανα. Έλα, τώρα, να σου δείξω τι έχω κάνει. Για Εσένα.

Κάπνιζε και την κοιτούσε.
-Χμ... Κάποιος με αγαπάει, τελικά... Νομίζω..., είπε ικανοποιημένη.
-Τρελά. Τρελά, όμως...

8.4.10

Flashes

Είμαι περίεργος άνθρωπος.
Γενικά.
Και ιδιότροπος.
Πολύ.

Ένα από τα χαρακτηριστικά μου, είναι ότι λειτουργώ με flash.
Δηλαδή.
Εκεί που κάθομαι - μπορεί να μιλάω με 20 άτομα ή να βλέπω μόνη μου τηλεόραση -, ξαφνικά, σταματάω να κάνω ό,τι κάνω και, σαν να ακούω μία φωνή, σχεδόν κρατώ την αναπνοή μου για να μην μου φύγει η σκέψη, κοιτώντας όποιον τοίχο ή αντικείμενο μού είναι βολικό.
Και αυτή μπορεί να είναι: τι είχε συμβεί πριν μία 10ετία - μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν θυμάται τι έφαγε εχθές, τώρα... -, μία ατάκα που έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ και είχε ειπωθεί το κάποτε, μία ιδέα για την δουλειά μου, κάτι για να σημειώσω στα γραπτά μου, που είχα βάλει το καθρεφτάκι για το μακιγιάζ που έψαχνα ένα βράδυ, να βγάλω τα σκουπίδια, να πάρω τηλέφωνο να βρίσω μία φίλη μου, και διάφορα συναφή άσχετα.

Δεν ξέρω πως γίνεται αλλά γίνεται.
Και έχει μεγάλη πλάκα, γιατί αν έχω ανθρώπους που με γνωρίζουν γύρω μου, το καταλαβαίνουν, σταματούν για λίγο την συζήτηση μέχρι να ολοκληρωθεί η σκέψη μου, κι όταν επανέρχομαι, με μιμούνται, με αποτέλεσμα να πεθαίνω στα γέλια.

Βέβαια, αυτές είναι οι καλές εκδοχές.
Υπάρχουν και οι κακές. Αυτές που είναι τα σχέδια για μία τιμωρία, ας πούμε. Γιατί πάντα πίστευα στην τιμωρία. Καθώς, επίσης, και στο "όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος".
Ποιος ξέρει γιατί...

Σημασία έχει ότι πάντα θέλω τον χρόνο μου.
Γενικώς.
Έτσι, καθώς πέρασαν αρκετές μέρες θαυμάζοντάς με σε όποιον καθρέφτη με έβλεπα - γεγονός που συντελείτο με το απαραίτητο "Φτου σου, μάνα μου! Ήσουν θεά!" -, μου ήρθε το flash. Η τύπισσα είχε ενθουσιαστεί, γιατί είδε το πραγματικό μου "εγώ" εκείνο το βράδυ. Και όπως όλα τα ανθρωπάκια, πέταξε την σκούφια της στην σκέψη ότι θα μπορούσε να κάνει πράγματα μέσω εμού. Κι αν είχα καταφέρει να φύγω άνετα, ήταν γιατί ήταν τόσο ψώνιο, που προτίμησε να πάρει κάτι επάνω της - χωρίς να έχει σημασία αν το μεγαλύτερο ποσοστό ανήκε στην σφαίρα της φαντασίας της... -, παρά να επιμείνει για να επωφεληθεί μακροπρόθεσμα.

Τα μαθήματα που πήρα από την Ν, ήταν ανεκτίμητα.
Κατάλαβα πολλά περισσότερα από όσα περίμενα για τους άλλους, αλλά και για εμένα.
Κι αν έμαθα 3 βασικά πράγματα από την "συμβίωσή" μου με την Ν, είναι τα εξής:
1. Να μην απορρίπτω κανέναν. Ο κάθε άνθρωπος - μα ο κάθε άνθρωπος - έχει κάτι να σου δώσει, αρκεί να έχεις μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα. Και όσο κρατήσει.
2. Όταν βλέπω ότι κάποιος ζει στην φαντασία του και ονειρεύεται, τον σκεπάζω, κάνω ησυχία, και φεύγω κλείνοντας απαλά την πόρτα.
3. Να μην στενοχωριέμαι για κανέναν. Ο καθένας έχει την ζωή που του αξίζει.

Το πτυχίο το είχα στο χέρι.
Ήθελα, όμως, και ένα doctorat.

6.4.10

Fucked Up Brains

Και ανέβηκα στην σκηνή.
Ήταν τόσο περίεργο συναίσθημα. Να μην έχουν περάσει ούτε 12 ώρες που εξευτέλισες έναν άνθρωπο κι εκείνος να σε περιμένει με ανοιχτές αγκάλες... Να σε κυνηγάει από πίσω όλη μέρα, για να σου δώσει κάτι που δεν θέλεις... Να τον ρωτάς "Είσαι καλά; Παίρνεις κάτι; Μήπως έχεις κενά μνήμης;" κι εκείνος να σου λέει άλλα...

Με την Ν έγινε επίσημο.
Τα ανθρωπάκια έχουν έναν μοναδικό τρόπο, το κάθε τι που ακούν να το διαστρεβλώνουν. Δεν ξέρω - ναι, ακόμα και τώρα δεν ξέρω - τι σκατά συμβαίνει μες στο ηλίθιο μυαλό τους και έχει ως αποτέλεσμα να είναι διαρκώς αλλού. Δεν έχει σημασία αυτό που λες, αν είναι υπέρ ή κατά τους. Το μυαλό τους θα το αλλοιώσει και δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις άκρη.

Εκείνη η ημέρα ήταν η καλύτερη που πέρασα μαζί της.
Ήταν τόσο χαρούμενη, έδειχνε τόσο ευτυχισμένη. Δεν ξεκολλούσε από δίπλα μου και όπου πήγαινα ακολουθούσε σαν ουρά. Την μαλακία που είχε στον εγκέφαλό της, την καταλάβαινα. Την τόση ευτυχία, όχι.

Μιλάμε, ότι εκείνη την ημέρα, αν με έβλεπε ο Pirandello, θα πετούσε το Nobel του στα σκουπίδια. Το πόσο καλή ήμουν στο θέατρο του παραλόγου, ούτε η ίδια δεν μπορούσα να το πιστέψω. Διάολε, τα κατάφερνα!

Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά, με παίρνει από το χέρι να με πάει σε μία από τις πιο σημαντικές και δύσκολες πελάτισσές μας.
-Ξέρετε τι μου είπε εχθές η Νανά;!, τη ρώτησε όλο περηφάνια. Ότι με θαυμάζει πολύ κι ότι θέλει να γίνει σαν εμένα!
Αυτό ήταν.
Νέκρωσαν τα πάντα.
Κοίταξα την πελάτισσα - η οποία κακιά/ανάποδη/στριμμένη/εκκεντρική, ήταν διάολος και πανέξυπνη - ψυχρά, καθώς άκουγα να διανθίζει με δικά της λόγια τα διαμειφθέντα. Πράγματα που δεν υπήρχαν πουθενά, παρά μόνο στο μυαλό της...

Έκανα μεταβολή, μάζεψα τα πράγματά μου και βγήκα στον διάδρομο.
-Πας για τσιγάρα;, ξεκίνησε να με ρωτήσει αλλά μόλις είδε τι κρατούσα την έπιασε πανικός. Που πας;! Φεύγεις;!
-Ναι. Νομίζω πως ο θαυμασμός μου για εσένα, εξελίσσεται σε ζήλια και δεν το θέλω. Είναι καλύτερα να φύγω. Σε παρακαλώ. Με δυσκολία κρατώ τα δάκρυά μου. Είναι καλύτερα να χωρίσουμε. Δεν πάει άλλο. Συγχώρησέ με και άσε με να φύγω.
Με κοιτούσε με ένα ύφος συντετριμμένο. Διάολε, το πίστευε! Ήμουν θεά! Θεά!
-Δεν μπορείς να φύγεις έτσι... Με κρεμάς..., κατόρθωσε να ψελίσσει.
-Πρέπει..., ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της, καθώς ξεφυσούσα. Δεν μου είναι εύκολο αλλά πρέπει. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Και σου οφείλω. Να το θυμάσαι...

Βγήκα στον δρόμο.
Ένοιωθα ότι πετούσα.
Ένα μόνο δεν είχα καταλάβει: γιατί ήταν τόσο ευτυχισμένη.
Και άντε να βγάλεις συμπέρασμα με τόσο μαλακισμένο εγκέφαλο...

5.4.10

A World Away

Έσπρωξα τα πράγματα από μπροστά μου και άναψα τσιγάρο.
H Νανά είχε φτάσει στα όριά της.
Την κρατούσα με νύχια και με δόντια να μην αρχίσει τα χαστούκια.

-Ίσως έχει έρθει η ώρα να πούμε μερικά πράγματα, της είπα λίγο βαριά αλλά πολύ αυστηρά. Δεν θα μείνω για πολύ ακόμα εδώ. Κι όταν λέω "εδώ", εννοώ στην επιχείρηση. Οπότε, δεν είναι σωστό να τα πάρω.
-Γιατί;, ρώτησε ξαφνιασμένη. Έχει γίνει κάτι; Γιατί θέλεις να φύγεις;
-Γιατί ό,τι είχα να κάνω εδώ, το έχω ολοκληρώσει, απάντησα καθώς προσπαθούσα να μην ξεσπαθώσω.
-Τώρα αρχίζεις θέλεις να πεις! Έχεις εναρμονιστεί με τους άλλους, την δουλειά την παίζεις στα δάκτυλα, οι πελάτες ζητούν εσένα, γιατί να φύγεις; Είναι χρηματικό το θέμα; Μπορούμε να το συζητήσουμε. Πόσα θέλεις παραπάνω;

Την κοίταξα έντονα.
Με κάθε της ερώτηση μού γκρέμιζε κι ένα κομμάτι της υπομονής μου, που εκείνη την εποχή ίδρωνα για να την χτίσω.
-Δεν θέλω χρήματα. Δεν είναι εκεί το θέμα μου.
Σκέφτηκε. Με κοίταξε καχύποπτα.
-Θέλεις να πας κάπου αλλού; Είναι αυτό που είπε ο αντιπρόσωπος τις προάλλες; Ότι συζητούν το γεγονός ότι έχεις πάρει πελάτες από το Δ; Σου έκαναν πρόταση; Αυτό είναι; Πόσα σου είπαν;

Σηκώθηκα όρθια μες στα νεύρα.
-Δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, είπα ενώ κρατιόμουν με δυσκολία.
-Τότε τι είναι;
-Δεν θέλεις να ξέρεις. Καλύτερα να φύγω.
Την κοίταξα σβήνοντας το τσιγάρο και προχώρησα στην πόρτα.
-Θα ξεκλειδώσεις;, την ρώτησα χωρίς να γυρίσω.
-Όχι βέβαια! Θα μου πεις τον λόγο πρώτα!

Έκλεισα τα μάτια.
Γύρισα και άφησα απαλά την τσάντα μου στο κάθισμα.
-Θέλεις στ' αλήθεια να μάθεις;, την ρώτησα με γερμένο λίγο το κεφάλι.
-Φυσικά!
-Ήρθα εδώ για εσένα. Και μόνο για εσένα.
Τα 'χασε.
-Για εμένα...;
-Ναι. Θέλεις να συνεχίσω;
-Για κάτσε...
-Ευχαρίστως.

Της προσέφερα τσιγάρο από τα δικά μου κι εκείνη άναψε και το δικό μου.
Nana was in charge now...
-Νομίζω πως θα ξεκινήσω από το τι δεν θα έκανα έναν χρόνο πριν. Δεν θα ήθελα ούτε να σε ξέρω. Είσαι από τους ανθρώπους που μισούσα. Αλλά, τώρα, είσαι από τους ανθρώπους που θαυμάζω. Πολύ. Ήρθα εδώ, λοιπόν, για να μάθω από εσένα.
Η γκόμενα είχε μπερδευτεί πολύ...
Κάτι πήγε να πει, το σκέφτηκε, μετά ξαναξεκίνησε αλλά δεν πρόλαβε.
-Δεν χρειάζονται ερωτήσεις. Θα σου τα πω πολύ απλά. Αυτό που είσαι, αυτό που κάνεις, είναι αυτό που θέλω να γίνω και αυτό που θέλω να κάνω. Κάθομαι εδώ και σε κοπιάρω κανονικά. Απέναντί σου δεν έχεις έναν άνθρωπο. Έχεις ένα γυναικείο scanner. Για εμένα δεν είσαι τίποτε παραπάνω από μερικές σελίδες εργασίας.

Με κοιτούσε σαν χαμένη.
Πήγε να χαμογελάσει αλλά ένοιωθα τον φόβο της.
-Είσαι πολύ καλός άνθρωπος, Νανά. 'Ολοι το λένε. Δεν ξέρω γιατί τα λες αυτά. Ίσως έχεις τους λόγους σου. Αλλά εγώ σε ζω τόσες ώρες καθημερινά, και σου λέω ότι κάτι άλλο είναι.
Τώρα χαμογελούσα εγώ...
-Αλήθεια;... Ξέρεις τι είμαι; Ό,τι προσπαθώ να γίνω. Αυτό που είμαι, αν το δεις, θα πηδήξεις από το παράθυρο... Από το παράθυρο, όμως... Αυτό που "ζεις", είναι η ρέπλικά σου. Τίποτε παραπάνω. Απλά, όταν αποφασίζω να ασχοληθώ με κάτι, του αφοσιώνομαι. Έτσι λειτουργώ. Αυτό, ναι, είμαι εγώ. Όλα τα άλλα, είναι το κανάλι που "παίζει" εσένα. Κι από ό,τι φαίνεται, είμαι καλή. Όχι, όμως, σαν άνθρωπος. Γιατί σαν άνθρωπος είμαι πολύ κακιά. Πολύ, όμως...

Εκεί την έχασα εντελώς.
Με κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει αν τα εννοούσα όλα αυτά, αν την κορόϊδευα, δεν ξέρω. Πάντως δεν ήθελε να χωνέψει τίποτα από όσα είχα πει.
-Δηλαδή θα μείνεις;...
Δεν μπορούσα να πιστέψω ό,τι άκουγα... Χριστέ μου, ήταν ηλίθια... Τόσο ηλίθια...
-Τι να σου πω... Ότι θα μείνω μέχρι να σε σιχαθώ; Ok. Αν αυτό θέλεις. Θα μείνω μέχρι τότε. Εντάξει; Άνοιξε μου τώρα.

Σηκώθηκε φοβισμένη και ξεκλείδωσε.
Εκείνη κοιτούσε εμένα κι εγώ τις κινήσεις της.
-Νανά... θέλω να πάρεις τα πράγματα... για εσένα τα π...
-Αν, όταν πας σπίτι, συνειδητοποιήσεις τι σου είπα και αποφασίσεις ότι απολύομαι, στείλε μου ένα μήνυμα για να μην ξυπνάω πρωϊνιάτικα. Καληνύχτα.

Έφυγα.
Την άλλη μέρα ήταν πιο ενθουσιασμένη με εμένα από ποτέ.

2.4.10

Life's What You Make It

Όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, τότε ο δάσκαλος εμφανίζεται.
Και, προφανώς, εγώ θα ήμουν έτοιμη, γιατί γνώρισα την Ν.

Ο λόρδος Chesterfield είχε πει στον γιο του, ότι η μάθηση είναι κάτι που το αποκτά κανείς διαβάζοντας βιβλία. Αλλά η πιο απαραίτητη μάθηση, η γνώση του κόσμου, μπορεί να αποκτηθεί μόνο διαβάζοντας τους ανθρώπους και μελετώντας τους διάφορους τύπους που υπάρχουν.

Έπρεπε, λοιπόν, να ζήσω από κοντά κάποιον από την άλλη πλευρά - προκειμένου να δω πως συμπεριφέρεται -, για να διαμορφώσω το alter ego μου.
Από μόνη μου δεν το 'χα.
Είχα διαβάσει την ψυχολογία τους, ήξερα τα κίνητρά τους, έβλεπα τα αποτελέσματα, αλλά αυτά ήταν η θεωρία.
Και είχα πολύ μεγάλη περιέργεια για την πράξη.

Την περίοδο που μπήκε η Ν στην ζωή μου - ή, μάλλον, εγώ μπήκα στην δική της... -, είχα ήδη την εργασία μου. Η Ν είχε μία επιχείρηση που κάποτε ήταν μεγάλη. Είχε περάσει δόξες, είχε κάνει γνωριμίες, είχε αποκτήσει αρκετά χρήματα. Όταν την γνώρισα εγώ, δεν υπήρχε δόξα, οι γνωριμίες την είχαν ξεχάσει, και τα χρήματα τα είχε ξοδέψει. Την γνώρισα στην παρακμή της, πράγμα σημαντικό για εμένα, διότι θα μάθαινα τι ήταν αυτό που την ανέβασε / αυτό που την κατέβασε / πως τα χειρίστηκε / τι σκόπευε να κάνει τότε.
Η Ν, ήταν το πρώτο μου ανθρώπινο πείραμα.

Η πιθανότητα να γίνουμε φίλες δεν υπήρχε - ποιος είναι φίλος με τα ινδικά χοιρίδια;
Όταν μπήκα στο γραφείο της, σκεφτόμουν να της πω την αλήθεια: ότι έχω δική μου εργασία, ότι θα με ενδιέφερε απλώς να συνεργαστούμε, κτλ. Μόλις, όμως, την είδα να μιλάει σε κάποιους άλλους που ήταν εκεί, μία φωνή μού είπε: "Ή θα το κάνεις καλά ή σήκω και φύγε. Αν είναι να κάνεις κάτι σαν αυτήν, ξεκίνα το από τώρα. Όσα παραμύθια εκείνη, τόσο πιο Χαλιμά εσύ".
Της συστήθηκα σαν υπάλληλος.

Της άρεσα.
Κλείσαμε την συμφωνία, και όσο εκείνη μιλούσε για τα διαδικαστικά και με ξεναγούσε στον χώρο, εγώ την παρατηρούσα. Επέστρεψα σπίτι πετώντας. Από την άλλη μέρα, ήμουν υπάλληλός της. Τα χρήματα που θα έπαιρνα, ήταν λίγα σε σχέση με αυτά της δικής μου εργασίας. Όμως εκείνα που θα μάθαινα, θα ήταν όλα τα λεφτά.

Η Ν ήταν αισχρός άνθρωπος.
Συνδύαζε και τους 2 τύπους: το ανθρωπάκι που πιστεύει ότι δεν είναι τίποτα - λόγω χαρακτήρα - και το ανθρωπάκι που πίστευε ότι ήταν τα πάντα - λόγω εργασίας. Μου είχε κληρώσει jackpot. Ό,τι ήθελα να μάθω, το είχα βρει σε έναν άνθρωπο. Γύριζα στο σπίτι και έπιανα τα μαλλιά μου να τσεκάρω αν ήταν ακόμη στις ρίζες τους. Αυτά που ζούσα για ένα 8ωρο, δεν τα είχα ξαναζήσει ποτέ. Ξυπνούσα νωρίς το πρωί και πήγαινα πρώτη, πράγμα που την έκανε να πιστεύει ότι ήμουν ιδανική υπάλληλος. Εγώ, όμως, έτρεχα για να την προλάβω από την αρχή της ημέρας. Για τον ίδιο λόγο έφευγα τελευταία.

Η Ν με συμπάθησε.
Και ήταν φυσικό, αφού την είχα φλομώσει στην παραμύθα. Το 8ωρο "κάνε ό,τι κάνω", απέδιδε. Με δυσκολία βέβαια, αλλά ήμουν αποφασισμένη για όλα. Την παρατηρούσα να μην μπορεί να κοντρολάρει τα ραντεβού της, την ζωή της, τα νεύρα της, να λέει ακατάπαυστα ψέματα στους πελάτες - κάποιοι από τους οποίους τα κατάπιναν αμάσητα (άλλο δράμα κι αυτό...) -, να κάνει σχέδια που ήξερε ότι δεν θα πραγματοποιήσει ποτέ, να λέει κάτι και μετά από 10 λεπτά άνετα να το παίρνει πίσω ή να μην το θυμάται.

Ήταν μία φρίκη.
Και όσο τα πήγαινα καλά με τα μαθήματά μου, τόσο πιο πολύ με συμπαθούσε. Άρχισα από εκείνη - και συνέχισα με ένα ολόκληρο πελατολόγιο - να χειρίζομαι πρόσωπα και καταστάσεις. Έμαθα τα πάντα για εκείνη, γνώρισα την οικογένειά της - με τραβούσε εκείνη από το χέρι, λέμε... -, γνώρισα τον κύκλο της. Μέχρι που φτάσαμε σε ένα σημείο που δεν πήγαινε άλλο και η αληθινή Νανά είχε αρχίσει να με κλωτσάει.

Ήθελε να γίνουμε φίλες.
Να βγαίνουμε, να μπω στην παρέα της, κτλ. Καταλήξαμε να μπαίνω στο κτίριο και να με περιμένει εκείνη, για να της πω πως πέρασα την προηγούμενη, να μου πει εκείνη για την δική της, να προσβάλλει και να γελάσει εις βάρος ανθρώπων που δεν τους άξιζε. Αν μπορούσα να το συνοψίσω κάπως, θα έλεγα ότι η χαρά της ήταν να φτύνει εκεί που έτρωγε.

Κι εκεί έγινε το μεγάλο μπαμ.
Η Νανά ανέλαβε δράση, όταν μία μέρα μου ζήτησε να μείνω όταν οι άλλοι θα έφευγαν. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι με ήθελε, για προαγωγή δεν υπήρχε περίπτωση, κάτι λάθος δεν έκανα, όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι, και ιδιαίτερα εγώ, που η πρόοδός μου ήταν μάλλον εντυπωσιακή για τα δεδομένα του χαρακτήρα μου.

Αφού έφυγαν όλοι, κλείδωσε τις πόρτες και μου πρότεινε να καθήσω. Όταν κάθησε κι εκείνη, έβαλε ένα δέμα επάνω στο γραφείο.
-Αυτό είναι για εσένα, είπε χαμογελώντας αινιγματικά.
-Για εμένα...; Τι είναι;, την ρώτησα καχύποπτα.
-Σου πήρα ένα δώρο!, είπε με ενθουσιασμό.
Έσφιξα για λίγο τα χείλη μου, κοιτώντας μία εκείνη και μία το αντικείμενο.
-Δεν θα το ανοίξεις;!
Άνοιξα το δέμα και μέσα είχε μία μπλούζα και ένα μικρό κουτάκι.
-Τι είναι αυτό;
-Είναι μία μπλούζα μου, που δεν την φόρεσα ποτέ. Είναι του C. K. και θέλω να σου την χαρίσω. Θα σου πηγαίνει πολύ. Κι αυτό - έδειξε το κουτάκι.
Στο κουτάκι υπήρχε ένα χρυσό δακτυλίδι.

Την κοίταξα έκπληκτη, κάνοντας λίγο πίσω στο κάθισμα.
-Είναι το δακτυλίδι που είδες στο V και σου άρεσε. Έδωσα το σχέδιο στον Σ και το έφτιαξε. Δεν είναι σαν το αυθεντικό;! Για φόρεσέ το! Σου κάνει;!
Έμεινα να την κοιτάζω για λίγα λεπτά, ανέκφραστη.
Είχα αρχίσει να βράζω...

Η Ν ήθελε να με εξαγοράσει.

1.4.10

Si Fueris Romae Romano Vivito More

Όταν θέλω κάτι, το θέλω.
Και μπορεί να μου πάρει καιρό, αλλά θα το πάρω.
Και όχι μόνο θα βρω τον τρόπο, αλλά θα το κάνω να έρθει και από μόνο του...

Δεν ήξερα αν όλη αυτή η διαδικασία θα άξιζε το αποτέλεσμα.
Το μόνο που ήξερα ήταν ότι έπρεπε να την περάσω.
Κι ότι έπρεπε να τα καταφέρω.

Δυστυχώς, δεν μπορώ να δώσω σε κάποιον που δεν έχει τον δικό μου χαρακτήρα να καταλάβει πόσο δύσκολο μού ήταν.
Άτομα σαν εμένα, έχουν φοβερή ενέργεια μέσα τους.
Κουβαλούν τυφώνες, ανεμοστρόβιλους, τον σεισμό.
Πως μπορούσε κάποιος με τόση ενέργεια να βάλει τη βάση για να κτιστούν τα υπόλοιπα;
Όταν η βάση λεγόταν "υπομονή";
Υπομονή...

Άγνωστη λέξη.
Οι ρυθμοί οι δικοί μου δεν είχαν καμμία σχέση με των υπολοίπων.
Όταν ήθελα να κάνω κάτι που εξαρτώνταν καθαρά από εμένα, το έκανα χθες.
Όταν έπρεπε να γίνει κάτι με κάποιον άλλον, είχα τεράστιο πρόβλημα.
Συγχρονισμού.

Όλα χαλούσαν, όταν οι δικοί μου ρυθμοί έπρεπε να συγχρονιστούν με αυτούς των άλλων.
Νεύρα;
Τρελά... Σε σημείο παράνοιας.
Γιατί ακόμα και το πιο απλό πράγμα, όταν έχεις να κάνεις με έναν ηλίθιο, σου φαίνεται βουνό.
Κι όταν ξέρεις τον χρόνο μέσα στον οποίο αυτό πρέπει - και μπορεί - να υλοποιηθεί, και βλέπεις τον άλλον να σέρνεται, τρελαίνεσαι.
Τρελαίνεσαι...

Μισό βήμα πριν την απόλυτη τρέλα, έφτιαξα ένα ξεχωριστό λεξιλόγιο.
Πηγή έμπνευσης: οι άλλοι.
"Υπομονή";
Μόνον;
Όχι, δα...

Όλες οι άγνωστες λέξεις και εκφράσεις.
Όπως: "ίσως", "δεν ξέρω", "θα δούμε", "δεν είμαι σίγουρη", "μπορεί".
Όσο το εμπλούτιζα με τις μαλακίες τους, τόση περισσότερη δουλειά μπορούσα να κάνω με τους άλλους.
Μάθαινα την γλώσσα τους... Μάθαινα την γλώσσα τους...
Αλλά η πραγματική εγώ, τους έβγαζε την δική της...

Όσο έχτιζα την "Νανά" για την μάζα, η αληθινή Νανά καθόταν στο σκαλοπάτι καπνίζοντας, καμαρώνοντας τα χάλια της.
Όσο δεν μιλούσε από μόνη της, με όλα αυτά που έβλεπε σώπαινε περισσότερο.
Η Νανά, η αληθινή Νανά, πλήρωνε για κάτι που δεν της άξιζε.
Γιατί νόμιζε ότι την πουλούσα.
Πέρασαν χρόνια για καταλάβει, ότι όλα αυτά γίνονταν για μην φθαρεί.

Όταν παραμυθιάζεις τον εαυτό σου, τότε δεν μπορείς να μην παραμυθιάζεις και τους άλλους.
Αυτά πάνε χέρι-χέρι.
Κι εγώ στην Νανά δεν είπα ποτέ ψέματα.
Κι αν σήμερα έχουμε ειρήνη - όχι ότι δεν υπάρχουν φορές που κολλάμε το περίστροφο η μία στην μούρη της άλλης... -, είναι γιατί έβλεπα σε εκείνη πράγματα που δεν τα είχα δει σε άλλους ανθρώπους. Που με έκαναν να την αγαπάω και να θέλω να την φροντίζω πολύ. Και δεν θα άφηνα κανέναν και τίποτα να μπει στη μέση, εμποδίζοντάς την να πάρει αυτό που θέλει.

Χειρισμό ήθελε η μάζα;
Παραμύθια; Ψέματα; Υποκρισία;
Εγώ θα γινόμουν ο άνθρωπός της.