11.4.10

La Réceptionniste

-Τι θα γίνει;! Θα στρίβουμε μέχρι να ξεράσω; Πως την είδες;
Καθόταν μπροστά και χαμογελούσε.
Την άκουγε να γκρινιάζει από το πίσω κάθισμα, αλλά ήξερε ότι μέσα Της αδημονούσε για την αλλαγή. Κι η ίδια ήταν σίγουρη ότι θα Την ενέκρινε και θα Της άρεσε.
-Κάτι ρώτησα..., υπενθύμισε ξεφυσώντας.

Της είχε λείψει...
Και οι γκρίνιες Της, και τα καπρίτσια Της, και τα πείσματά Της, και τα παράπονά Της, και τα νεύρα Της, και τα ξεσπάσματά Της...
Όλα Της...
-Φτάνουμε..., είπε γλυκά.
-Αυτό λες εδώ και μισή ώρα! Θέλεις να πάθω πνευμονία;! Κλείσε το παράθυρο! Είμαι ιδρωμένη!
-Το κλείνω..., Την καθησύχασε. Καθώς έβαλε το δάκτυλό της πάνω στον διακόπτη, Την κοίταξε από τον καθρέφτη. Είχε σταυρώσει τα χέρια στο στήθος Της, και κοιτούσε έξω από το παράθυρό Της. Είχε πάρει ένα ύφος σαν να Την είχε μαλώσει κάποιος. Χαμογέλασε διάπλατα. Την αγαπούσε, λέμε.

Όταν έφυγε το ταξί, Τ/τις άφησε να στέκονται μπροστά στο σπίτι.
-Αυτό είναι...;, ρώτησε καχύποπτα Εκείνη.
-Ναι.
-Είναι σαν ξενοδοχείο...
-Ναι. Μου αρέσει. Και πιστεύω ότι Σου αρέσει κι Εσένα.
-Εδώ είναι επικίνδυνα... Είναι πάνω στον γκρεμό..., είπε και κοίταξε γύρω Της.
-Όχι τυχαία..., Της χαμογέλασε με νόημα. Θέλεις να πάμε μέσα να το δεις;

Έκανε ένα βήμα πίσω και Την άφησε να περάσει πρώτη.
Την πρόλαβε μέχρι να ξεκλειδώσει την είσοδο, άνοιξε και τις δύο πόρτες διάπλατα και Της έκανε μία κίνηση με το χέρι.
-Αυτό είναι το νέο Μ/μας σπίτι... Πέρασε...
Την προσπέρασε κοιτάζοντας γύρω Της. Ήταν όντως σαν ξενοδοχείο. Ήταν ωραίο. Είχε έναν τεράστιο χώρο υποδοχής, πολλούς καναπέδες, όλα μες στο φως που έμπαινε από τις πανύψηλες τζαμαρίες.
-Στο άλλο σπίτι δεν ήθελες κανείς να βλέπει μέσα. Κι εδώ έβαλες τζαμαρίες;, γύρισε να την κοιτάξει.
-Ναι. Γιατί εδώ θα είναι αλλιώς, Της απάντησε με σιγουριά.

-Πες μου ότι θα κοιμόμαστε στους καναπέδες..., Της γύρισαν τα μάτια.
-Στους καναπέδες;!, έβαλε τα γέλια. Πως σου ήρθε;!
-Δεν βλέπω πουθενά δωμάτια. Και δεν έχω καταλάβει: σπίτι είναι ή κοινόβιο;
-Αυτό είναι το σαλόνι. Εδώ θα υποδεχόμαστε τον κόσμο που θα γνωρίζουμε. Και εύχομαι να είναι πάντα γεμάτο.
-Λίγο δύσκολο, έψαξε τα τσιγάρα Της. Ο δρόμος είναι απότομος, όλο στροφές, και το σπίτι δεν φαίνεται από πουθενά. Ψυχή δεν θα έρχεται. Τώρα κατάλαβα γιατί μετακομίσαμε. Και στην βεράντα να βγαίνω, ούτε οι λύκοι δεν θα με βλέπουν. Σωστά;
-Λάθος.
-Λάθος...; Είχε γυρίσει το κεφάλι Της κάπως, και την κοιτούσε ειρωνικά, με την φλόγα από τον αναπτήρα να φωτίζει τα μάτια Της.

-Αυτό το σπίτι το ξέρουν πολλοί άνθρωποι. Εγώ έχω δώσει την νέα Μ/μας διεύθυνση. Και θα το μάθουν ακόμη περισσότεροι. Αλλά και κάποιος άγνωστος να έρθει, είναι ευπρόσδεκτος. Τις τζαμαρίες τις έφτιαξα γιατί δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε.
-Εκτός από Εμένα, εννοείς..., της αντιμίλησε.
-Ναι. Είδες τι έγινε με την Ν... Μόλις βγήκες έξω, της έτρεξαν τα σάλια...
-Ναι... Αηδία..., έκανε έναν μορφασμό. Αλλά τι φταίω που με ερωτεύεται ο κόσμος;, κοίταξε αυτάρεσκα το μανικιούρ Της.
-Δεν φταις Εσύ. Φταίω εγώ...

Κοιτάχτηκαν για λίγο αμίλητες.
-Δεν φταις, της είπε αυστηρά. Αυτός είναι ο χαρακτήρας Μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Μου αρέσει.
-Κι εμένα, Την πλησίασε. Γι' αυτόν τον λόγο, έφτιαξα αυτό.
Έκανε προς τα πίσω και Της έδειξε ένα γραφείο, με ένα μεγάλο βάζο με ψηλά λουλούδια.
-Τι είναι αυτό...;, την ρώτησε με έναν τόνο που μαρτυρούσε ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως υπήρχε ένα σχέδιο πίσω από όλα.
-Η réception, Της απάντησε χαμογελώντας μυστήρια.
-Σοβαρολογείς;, την κοίταξε έντονα. Διάολε! Όλα είχαν αρχίσει να αποκτούν νόημα! Και ενδιαφέρον!

-Ναι. Όσο καιρό έλειπα, έχτιζα αυτό το σπίτι, αυτήν την επιχείρηση. Και, παράλληλα, μάθαινα ξένες γλώσσες. Μπορώ να συνεννοηθώ με αρκετό κόσμο, πλέον. Είμαι μία réceptionniste. Η δική Σου réceptionniste... Όποιος ξένος έρχεται, θα είμαι ευγενική, τυπική, απόμακρη, ανώδυνα ευχάριστη. Εάν μιλάει άλλη γλώσσα, θα μιλάει μαζί μου, καθώς θα τον κρατώ για πάντα στο σαλόνι ή θα τον συνοδεύω στην έξοδο, χωρίς να το καταλαβαίνει. Εάν μιλάει την δική Μ/μας, θα τον αναλαμβάνεις Εσύ.
-Στο σαλόνι...;
-Όχι. Από 'δω...
Της έδειξε μία κρυφή πόρτα, που βρισκόταν πίσω από μία βιβλιοθήκη. Ένας μακρύς διάδρομος εμφανίστηκε και άρχισαν να περπατούν. Σταμάτησε απότομα πίσω της, όταν ο διάδρομος έβγαλε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μπροστά Τ/τους ήταν οικόπεδο, και λίγο μετά ο γκρεμός.
-Τι είναι αυτό;!, είχε ενθουσιαστεί.
-Το μέρος που θα γίνουν τα δωμάτια. Εσύ θα επιλέξεις, πόσα/πως/που. Όσοι Σου αρέσουν από αυτούς που μπαίνουν, θα είναι στην διάθεσή Σου, να τους κάνεις ό,τι θέλεις. Να τους ξεναγείς όπου νομίζεις ότι τους αξίζει, να τους δείχνεις όσα δωμάτια Εσύ θέλεις, να τους φιλοξενείς αν πρέπει ή να τους οδηγείς, απλώς, στην πίσω έξοδο, αν αλλάξεις γνώμη. Ό,τι θέλεις.

Είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια Της και την κοιτούσε, έτοιμη να την πεθάνει στα φιλιά.
-Ό,τι θέλω...;, την ρώτησε περίεργα.
-Ναι. Ό,τι θέλεις, απάντησε ήρεμα.
-Ακόμα κι αν ένα δωμάτιο γίνει ακριβώς πάνω στον γκρεμό...; Ακόμα κι αν... κατά λάθος... πετάξω μερικούς από 'κει;...
-Ακόμα και τότε.
-Μην λες μαλακίες. Ξέρεις ότι είμαι ικανή να το κάνω.
-Το ξέρω.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
-Εδώ πάνω θα φυσάει πάντα, είπε και πλησίασε στον γκρεμό.
-Τώρα πιστεύεις ότι σε αγαπάω;
-Ναι.