9.4.10

Insight

Ατμοί είχαν γεμίσει το δωμάτιο, μέχρι το ταβάνι.
Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Άκουγε, ωστόσο, την φωνή Της.
Έβριζε.

Προσπάθησε με το χέρι να διώξει από το οπτικό της πεδίο τα σύννεφα ατμού. Δεν μπορούσε να δει ούτε που πατάει.
-Που είσαι;
-Που να είμαι, γαμώ την κοινωνία μου;!, ακούστηκε εκνευρισμένη. Εδώ που με άφησες είμαι!
-Σε άφησα εγώ μέσα στους ατμούς και δεν το θυμάμαι;
-Όχι, που να γαμήσω κάνα κώλο! Με την Stirella στο χέρι με άφησες! Μην ανοίξω το στόμα μου!
-Θεωρείς ότι τώρα το έχεις κλειστό;
-Θέλεις να το ανοίξω....;
-Χμ... Μάλλον όχι...
-Πολύ καλά! Άνοιξε τώρα το παράθυρο!
-Που είναι το παράθυρο; Εγώ δεν βλέπω την μύτη μου!
-Καλά να πάθεις! Ψάχνε τώρα!

Αποφάσισε να μην Την εκνευρίσει περισσότερο.
Όταν είχε τα νεύρα Της ήταν προτιμότερο να έβγαζε κανείς τον σκασμό.
Βρήκε το παράθυρο, το άνοιξε, και έμεινε να Την κοιτάζει.
Τα μαλλιά Της είχαν κολλήσει στο πρόσωπό Της, στο μπούστο Της, στους ώμους Της.
Την κοιτούσε με το ατμοσίδερο στο χέρι, το τσιγάρο στο στόμα.
Με το άλλο χέρι προσπαθούσε να ισιώσει το φόρεμά Της πάνω στην σιδερώστρα, το οποίο, όμως, λες και το έκανε επίτηδες, γλυστρούσε και έπεφτε κάτω, σαν να έψαχνε να βρει τα πόδια Της. Κι όταν τα έβρισκε, στεκόταν ήσυχο.

-Ορίστε! Αυτό γίνεται συνέχεια, γαμώ το κέρατό μου!
-Αλήθεια, τώρα..., προσπάθησε να Την καλοπιάσει. Τι κάνεις εκεί;
-Εσύ δεν είπες να σιδερώσω τις πτυχές μου;! Με σιδερώνω, λοιπόν! Τι θέλεις τώρα;!
Φύσηξε με δύναμη μία τούφα που έπεφτε στα μάτια Της αλλά εκείνη δεν έλεγε να πάει πουθενά.
Την πλησίασε χαμογελώντας και πήγε από πίσω Της.
-Ούτε η τούφα δεν ξεκολλάει από πάνω Σου, ε;, Tην ρώτησε με αγάπη, καθώς Της μάζευε τα μαλλιά σε αλογοουρά.
Τραβήχτηκε και την κοίταξε με μίσος.
-Άσε τις πουστιές! Δικές σου μαλακίες είναι αυτές που κάνω! Φύγε τώρα! Έχω δουλειά!
-Εγώ ήρθα για να σου πω..., Της είπε μαλακά. Άσε με να σου μαζέψω τα μαλλιά...
-Δεν θέλω!, πήγε ένα βήμα πιο πίσω. Και τι να μου πεις;! Μήπως ότι μου έφερες και τίποτα βρακιά σου να τα πατήσω;! Να πάω να πάρω και άλλη μία σιδερώστρα, να μην χάνω χρόνο, μη σου γαμήσω! Μόνο να μου στείλεις κάποιον να μου ανάβει τα τσιγάρα! Να προλαβαίνω!

"Χμ... Δεν μπορώ να Την κατευνάσω με τίποτα", σκέφτηκε. Είχε βαλθεί να μαζεύει το φόρεμά Της και να το βάζει πάνω στην σιδερώστρα. Και; Εκείνο έψαχνε τα πόδια Της πάλι...
Της πήρε το σίδερο από το χέρι και Της ίσιωσε το φόρεμα.
-Τι έγινε;!, της φώναξε. Θα με σιδερώσεις εσύ, τώρα;! Δεν φτάνει που με έχεις κλεισμένη εδώ μέσα;! Που ούτε στο μπαλκόνι δεν βγαίνω, για να μην με δει κανένας;! Τι θα κάνεις μετά;! Θα χτίσεις και το παράθυρο;! Λέγε! Αλλάζω ταυτότητα;! Καλό το "Σπυριδούλα";! Γιατί το "δούλα", όπως βλέπεις, έχει μεγάλη επιτυχία!
Στενοχωρήθηκε.
-Δεν είχα τέτοιον σκοπό... Το ξέρεις... Σε αγαπάω...

Η έκφρασή Της άλλαξε.
Ήταν πιο θυμωμένη. Εξαγριωμένη. Την πλησίασε με σφιγμένες τις γροθιές Της και μισόκλειστα τα μάτια. Η φωνή Της ίσα που ακούστηκε.
-Με αγαπάς...; Με ποιον τρόπο; Με το να με κρύβεις; Αυτό είναι "αγάπη" για εσένα; Γιατί εγώ ξέρω, ότι όταν αγαπάς κάποιον κάνεις τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος. Είμαι εγώ ευτυχισμένη; Είναι όλα αυτά κατάσταση "ευτυχίας"; Που με κλείδωσες μέσα και ασχολήσε με τους άλλους; Αυτό λες εσύ "αγάπη"; Δεν φεύγεις καλύτερα;
-Θα φύγω... Αλλά θα σε πάρω μαζί μου.
-Δεν πάω πουθενά!
-Πρέπει. Μετακομίζουμε.
-Μετακομίζουμε...;

Την κοίταξε καχύποπτα.
Δεν ήξερε εάν έπρεπε να της έχει εμπιστοσύνη, μετά από όλα όσα είχαν συμβεί.
-Ναι. Μετακομίζουμε.
-Να υποθέσω ότι το νέο μου διαμέρισμα θα είναι υπόγειο..., είπε πικρόχολα.
-Δώσε μου μία ευκαιρία, Της απάντησε στενοχωρημένη. Να σου αποδείξω πόσο σε αγαπάω. Γιατί σε αγαπάω. Πολύ...
-Πολύ καλά. Μισό, να πάρω την Stirella.
-Δεν χρειάζεται. Αυτό που έπρεπε να γίνει, έγινε. Σιδέρωσες ό,τι έδιωχνε εκείνους που ήθελες να κρατήσεις για Εσένα. Έτσι δεν είναι; Δεν συμφωνείς κι Εσύ ότι έπρεπε να γίνει;

Δεν της μιλούσε.
Ήταν θυμωμένη.
Άναψε ένα τσιγάρο και κάθησε στο πάτωμα οκλαδόν.
-Μάλλον, παραδέχθηκε με δυσκολία.
Γονάτισε μπροστά Της.
-Ξέρεις γιατί έπρεπε να σιδερωθούν αυτές οι πτυχές. Για να μην τσαλακωθείς ποτέ. Μπορεί, τώρα που θα βγούμε, να δεις γκρεμισμένη την πρόσοψη. Μην λυπηθείς. Γιατί όταν θα φύγουμε, θα το γκρεμίσω όλο. Αυτό ήταν μόνον η αρχή. Εσύ δεν μου λες πάντα, ό,τι κάνω να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ; Το έκανα. Έλα, τώρα, να σου δείξω τι έχω κάνει. Για Εσένα.

Κάπνιζε και την κοιτούσε.
-Χμ... Κάποιος με αγαπάει, τελικά... Νομίζω..., είπε ικανοποιημένη.
-Τρελά. Τρελά, όμως...