16.4.10

If It’s To Be, It’s Up To Me

Εάν δεν έκανα την δουλειά που κάνω - την οποία αγαπάω πολύ και ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο από παιδί ότι θα έκανα - η ιδανική δουλειά για εμένα, θα ήταν να ήμουν βιβλιοθηκάριος.

Βιβλιοθηκάριος, με τόνους βιβλία που ανανεώνονται διαρκώς, και ένα πλήθος ατόμων για γνωριμίες. Φυσικά, θα ήμουν η υπεύθυνη των πάντων: από το υλικό/διαστάσεις των ραφιών, τον φωτισμό της αίθουσας, την αρχειοθέτηση των βιβλίων, μέχρι τις ταυτότητες των μελών.

Δεν θα είχα καλύτερο
.
Διαφορετικά, δεν θα μπορούσα μέσα σε τέσσερις - και ίδιους - τοίχους
. Θα συζητούσα όλη μέρα για διάφορα θέματα, θα κρυφάκουγα συζητήσεις που δεν θα με αφορούσαν αλλά θα έπαιρνα πράγματα από το μυαλό του καθενός, που δεν θα είχε φανταστεί ότι θα με ενδιέφεραν.

Όταν ήρθε η ώρα να πάρω το Doctorat, επέλεξα το στόμα του λύκου.
Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα με προσελάμβαναν, όχι γιατί δεν ήξερα την δουλειά μου, αλλά γιατί πήγα στο ραντεβού με φόρμα, αθλητικά παπούτσια, κι ένα T-shirt που έγραφε "Barbie Is A Bitch".

Η τύπισσα στην υποδοχή - μία ανοργασμική μυξοπαρθένα με τον κότσο της γιαγιάς μου -, έπαθε πολιτισμικό σοκ, με διαβεβαίωσε ότι θα ειδοποιήσει την υπεύθυνη, και μου πρότεινε να καθήσω. Πιθανόν να νόμιζε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος, γιατί όταν κάθησα αναπαυτικά στον καναπέ, κι έβγαλα το βιβλίο από την τσάντα, την έπιασα να έχει κολλήσει το βλέμμα της επάνω του.
-Συμβαίνει κάτι;, την ρώτησα ευγενικά.
Δεν απήντησε.

Στη συνέχεια - και αφού προφανώς είχε δώσει σήμα στους άλλους, ότι κάποιο φρικιό που είχε την αξίωση να προσληφθεί, είχε βυθιστεί στο διάβασμα πάνω στον καναπέ τους -, άρχισε να παρελαύνει από μπροστά μου όλο το προσωπικό. Τους έβλεπα με τις άκρες των ματιών μου να κρυφοκοιτούν περίεργοι και να κάνουν αδιόρατα νεύματα μεταξύ τους, κι αυτοί επίσης σοκαρισμένοι. Κρατήθηκα. Δεν γέλασα.

Πιο σοκαρισμένη από όλους, φάνηκε η υπεύθυνη, όταν η της υποδοχής έδειξε προς το μέρος μου.
Στάθηκε λίγο, με κοίταξε, και πλησίασε σχεδόν φοβισμένη.
-Είστε για την συνέντευξη;, ρώτησε επιφυλακτικά.
-Μάλιστα, της απάντησα ευγενικά, καθώς σηκωνόμουν και της προέτεινα το χέρι.
Ανεβήκαμε στο γραφείο της.
Με ρώτησε αν θέλω κάτι, της είπα όχι γιατί δεν έχω χρόνο, με ρώτησε αν θα πάω κάπου μετά.
-Ακούστε, της είπα σοβαρά. Πρέπει να βρω δουλειά. Κι όταν λέω πρέπει, πρέπει. Μετά από εσάς πρέπει να πάω σε μία άλλη συνέντευξη (ψέμα), και πρέπει να περάσω από το σπίτι να αλλάξω. Βλέπετε, ήρθα από περίπατο σε εσάς (ψέμα).

Να έκαψε μερικούς νευρώνες; Μπορεί.
-Από περίπατο...;, χαμήλωσε την φωνή της.
-Μάλιστα, της χαμογέλασα. Με πήραν αργά εχθές το απόγευμα και μου ανακοίνωσαν την σημερινή μας συνάντηση (αλήθεια). Και είχα κανονίσει ήδη για τον περίπατο.
Δεν ήξερε πως να το χειριστεί; Μπορεί.
Ξεκίνησε να ρωτάει τα τετριμμένα, της απαντούσα σε όλα, ενώ μέσα μου είχα τύψεις - δεν αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος, χαρά μου... - επειδή είχα αρχίσει να την φλομώνω από την αρχή. Όταν, όμως, μπήκαν και βγήκαν διάφοροι - που βάζω στοίχημα, έμπαιναν μόνο και μόνο για να δουν τον σχεδόν σίγουρο εμπαιγμό μου -, και άκουγα τι έλεγε στον καθένα, καθώς και στα τηλέφωνα που σήκωνε, ησύχασα. Έκανα το σωστό.

Και κάπου εκεί, ξεκίνησε η μονομαχία του απόλυτου δουλέματος.
Την δουλειά μπορεί να μην την έπαιρνα - αν και θα ήταν κρίμα, γιατί προσφέρονταν για τρομερή εξάσκηση -, αλλά θα ακόνιζα λίγο τα παραμύθια μου και θα έβλεπα αν μου έβγαζαν έστω ένα interview. Η υπόθεση, λοιπόν, ήταν, μέχρι που ήμουν ικανή να κρατήσω το ενδιαφέρον ενός ανθρώπου που πουλούσε παραμύθια, για το δικό μου παραμύθι.

Στο τέλος της συνέντευξης - που ανάθεμα αν ρώτησε όλα αυτά που έπρεπε - μου ανακοίνωσε περιχαρής, ότι δεν θα πάω σπίτι να αλλάξω, γιατί δεν χρειαζόταν να πάω στο επόμενο interview. Όχι μόνο είχα πάρει την θέση, αλλά ήθελε να καθήσω κι άλλο "να τα πούμε".(...) Βγήκε ενθουσιασμένη από το γραφείο, χωρίς να κλείσει καλά την πόρτα. Σηκώθηκα λίγο, την έσπρωξα με το χέρι να ανοίξει τελείως, για να βλέπω. Άναψα τσιγάρο, και την παρακολουθούσα να ξεπετάει τις υποθέσεις της για να γυρίσει γρήγορα πίσω.

Σύντομα ήρθαν καφέδες, μου είπε για την δουλειά, με ξενάγησε στους χώρους, κάναμε κανά πακέτο τσιγάρα, και γελούσαμε σαν να ξερενόμασταν από παλιά. (...) Η αλήθεια είναι, ότι είχα αρχίσει να ανησυχώ. Τόσο ψέμα, τόσο καλοδεχούμενο; Διάολε! Πόσο καλή είχα γίνει και δεν το ήξερα;! Εγώ της έλεγα ό,τι μαλακία μου ερχόταν στο μυαλό, κι εκείνη έκανε βουτιά για να την πιάσει. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου...

Το προσωπικό άρχισε να παρανοεί κι εκείνο.
Εκεί που ήταν σαν κώλοι με αιμορροΐδες, έρχονταν να με γνωρίσουν, να συστηθούν, να πουν κάτι αστείο. (...) Μιλάμε, για την απόλυτη παράνοια... Υποθέτω, πως θεώρησαν ότι είμαι καμμιά εκκεντρική τύπισσα από κάπου σπουδαία, που το έχει ξανακάνει αυτό πολλές φορές, ότι είμαι guru στο αντικείμενό μου κι έτσι εξηγείτο το ότι με προσέλαβαν αντί να με πετάξουν σηκωτή στα πεζοδρόμια.

Και τότε, ήρθε ο Goethe στο μυαλό μου.
Κατέληξα στο τρομακτικό συμπέρασμα, ότι εγώ είμαι ο καθοριστικός παράγοντας. Η ιδιαίτερη προσέγγισή μου δημιουργεί και το κλίμα. Η καθημερινή μου διάθεση διαμορφώνει τον καιρό. Κατέχω την δύναμη να κάνω την ζωή άθλια ή γεμάτη ευτυχία. Μπορώ να αποτελέσω εργαλείο βασανισμού ή μέσο έμπνευσης. Μπορώ να ταπεινώσω ή να κατευνάσω, να πληγώσω ή να θεραπεύσω. Σε οποιαδήποτε περίσταση, η δική μου αντίδραση καθορίζει αν μία κρίση θα κλιμακωθεί ή θα αποσοβηθεί, αν κάποιος θα απανθρωποποιηθεί.

Το Doctorat, ήταν στο χέρι μου.