30.11.10

Everything Is Coming Up Roses

(Αυτό το post δεν θα μπορούσα παρά να το δημοσιεύσω με το πιο αγαπημένο μου σκίτσο Αφέντρας/σκλάβου. Αλλά και με μία υποσημείωση, ότι από 'δω και μέχρι να τελειώσει αυτή η ετικέττα δεν μπορώ να εγγυηθώ ούτε για το συντακτικό, ούτε για τα ορθογραφικά, ούτε για την ροή. Οι επιμελητές μου μπορούν να πάρουν προσωρινή άδεια. Ήδη από το προηγούμενο post το θέαμα είναι τραγικό).

Σε μία σχέση σαν την D/s υπάρχει ενθουσιασμός.
Ενθουσιασμός που βρήκες ό,τι έψαχνες, ενθουσιασμός που κάνεις πράγματα που πριν σου έμοιαζαν αδιανόητα, ενθουσιασμός που ανακαλύπτεις και ανακαλύπτεσαι. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με τα πρόσωπα. Η ίδια η φύση τής D/s, ωστόσο, είναι η μεγαλύτερη πηγή ενθουσιασμού. Κι αυτό, γιατί εκεί που λες "τώρα τα έχω κάνει όλα" ή "πόσο άλλη ευτυχία μπορώ να νοιώσω μετά από αυτό;", ξαφνικά γίνεται ή αισθάνεσαι κάτι, το οποίο προέρχεται ακόμα κι από μισή πρόταση, ένα μικρό υπονοούμενο. Ο δικός μου ορισμός για την D/s είναι "Ταξίδι στο Βαθύ Σκοτάδι". Είσαι εσύ, ο άλλος, σε ένα όχημα, το οποίο μπορεί να το οδηγείς εσύ, αλλά τα μέρη που σε πηγαίνει δεν μπορείς να τα δεις αμέσως. Και συνέχεια έχεις την αίσθηση τού "εκεί είσαι". Αλλά δεν είσαι. Όπως τα φώτα τού οχήματος φωτίζουν αυτόν τον δρόμο συγκεκριμένα μέτρα μπροστά σου, έτσι και με την D/s βλέπεις μόνο την λάμψη αυτού που διένυσες την δεδομένη στιγμή. Και πάντα έχει κι άλλο μπροστά. Πάντα.

Με δεδομένο το ότι εμείς ήμασταν περιορισμένοι από το γεγονός τού ότι δεν μέναμε στην ίδια πόλη - ούτε καν στην ίδια χώρα -, δεν μπορούσαμε εκ των πραγμάτων να κάνουμε όσα θέλαμε. Και στην από κοινού κοινωνική μας ζωή και στην προσωπική μας που είχε να κάνει με το BDSM. Θα αναφέρω ως παράδειγμα το σημαντικότερο, για εμένα, απλό θέμα, εκείνο του chastity. Και αυτό ήταν μία απλή εφαρμογή. Υπήρχαν αμέτρητα άλλα πράγματα που θέλαμε να κάνουμε και δεν μπορούσαμε. Δεν μας πείραζε. Ιδίως για τον Χ, το γεγονός ότι δεν ήταν εδώ, ήταν πολύ σημαντικότερο από όλα όσα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν σε συνεχή ενθουσιασμό με το παραμικρό. Όλα είχαν νόημα, όλα είχαν ουσία. Μπορεί να θέλαμε πράγματα αλλά δεν είχαμε φτάσει ούτε στο ελάχιστο να σκεφτούμε "πάλι αυτό...;". Το οποιοδήποτε "αυτό" δεν το είχαμε χορτάσει.

Και όλα αυτά, επειδή τον ενθουσιασμό δεν τον βιώναμε όπως η μάζα: επιπόλαια. Με άλλα λόγια, δεν ενθουσιαζόμασταν με κάτι που λέγαμε ή κάναμε, και μετά το μετανοιώναμε ή αλλάζαμε γνώμη ή δεν ξέρω τι άλλο. Ο δικός μας ενθουσιασμός δεν ήταν απόρροια μαλακίας. Ήταν απόρροια ενέργειας. Πάλι θα αναφέρω το αυτοκίνητο. Δεν βάζαμε κατά λάθος ταχύτητες και ενθουσιαζόμασταν με τον ίλιγγο και μετά μετανοιώναμε ή φοβόμασταν, και αφήναμε το γκάζι ψάχνοντας να κατεβάσουμε ταχύτητα ή βάζαμε όπισθεν σαν τα μαλακισμένα. Βάζαμε την συγκεκριμένη ταχύτητα για το συγκεκριμένο σημείο τού δρόμου, συνειδητά, και κατεβάζαμε μόνον όταν θέλαμε να απολαύσουμε το τοπίο λίγο ή πολύ περισσότερο. Και αυτή η συνείδηση μας έδινε τον ενθουσιασμό. Το ότι αυτή η ενέργεια θα μας πήγαινε παρακάτω, δεν θα μας άφηνε στάσιμους. Γι' αυτό και το κάθε λεπτό είχε ενδιαφέρον.

Ο Χ είχε δεχθεί την δουλειά που του προσέφεραν.
Δεν σταμάτησε να έρχεται τα τριήμερα, και μόνος του έλεγε πόσο ανόητο είναι να ανησυχεί κανείς εκ των προτέρων για κάτι που ενδεχομένως δεν θα ερχόταν ποτέ. Ο Χ, σε όλο αυτό το διάστημα μετά την γιορτή του, είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε "εγώ". Όχι το δικό του. Το δικό μου "εγώ". Τον έπιανα να μιλάει με άλλους στο τηλέφωνο και υπήρχαν φορές που ήταν σαν να άκουγα τον εαυτό μου. Αλλά και στις μεταξύ μας συζητήσεις είχαν αλλάξει τα πράγματα. Ήταν πολύ λίγα εκείνα που του έλεγα πλέον: τα καταλάβαινε πριν τα αποδώσω σε λέξεις. Καταλάβαινε τι ήθελα να πω αλλά και τι ήθελα να κάνω. Ήταν σαν να με διάβαζε εξωτερικά και εσωτερικά. Αν αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι μαλάκας, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να με κάνει.

Ο Χ ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Μόλις ο πατέρας του έκανε τα χαρτιά για την σύνταξη, πήρε την μητέρα του και έφυγαν για το χωριό τους, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Δεν ήταν ότι μετακόμισαν ή δεν έρχονταν πλέον, αλλά αυτό του έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν σαν να του παραχωρούσαν το σπίτι, σαν να του παρέδιδαν την σκυτάλη τού "είμαι μεγάλος και θα ζήσω σαν μεγάλος, κάνοντας την δική μου ζωή, σε ένα κανονικό σπίτι". Δεν υπήρξε καμμία συζήτηση τού να αφήσουμε το διαμέρισμα. Το αγαπούσαμε εκείνο το διαμέρισμα και θα μέναμε εκεί έως ότου μας έδειχνε κάτι διαφορετικό η δουλειά του. Υπήρξε, όμως, ενός άλλου είδους συζήτησης, από το πουθενά.

Ένα μεσημέρι μαγειρεύαμε.
Εγώ ήμουν πάνω από την κουζίνα κι εκείνος ήταν ο βοηθός μου. Αρχίσαμε να συζητάμε για την φύση τής σχέσης και πως αυτή είναι τόσο δυνατή, που μπορεί ή να σε κάνει δυνατότερο ή να σε καταστρέψει. Για το πως είναι από την δική του πλευρά, πως είναι από την δική μου.
-Αν ήξερα ότι υπάρχει άνδρας σαν εσένα, να του αρέσει αυτό που είμαι, θα έλεγα στην μαμά μου ότι μία μέρα υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ, για να μην στενοχωριέται!, του είπα χαριτολογώντας.
Και τότε σταμάτησε να κάνει ό,τι έκανε και με έπιασε από το χέρι που ανακάτευα το φαγητό, διακόπτοντάς με.
-Θα παντρευόσασταν έναν άνδρα σαν εμένα...;, ρώτησε αποσβολωμένος.
Και τότε του είπα κι εγώ κάτι που δεν περίμενα ποτέ να πω.
-Ναι.

Κι ενώ εγώ θα έπρεπε να είμαι εκείνη που θα πάθαινε σοκ - που άκουσα τον εαυτό μου να μιλάει για γάμους -, εκείνος που έμεινε με το στόμα ανοικτό ήταν ο Χ. Εν τούτοις, συνέχισα απτόητη, σαν να το είχα σκεφθεί από πριν.
-Τα πράγματα είναι απλά, του είπα. Όλοι παντρεύονται γιατί τους πιέζουν τα χρόνια, οι γονείς τους, παντρεύονται για να ενώσουν περιουσίες, μιζέριες, παντρεύονται γιατί το κάνουν κι άλλοι, και για ένα κάρο άλλους λόγους που είναι εκτός πραγματικότητας. Εμείς ξέρουμε τι είμαστε, τι θέλουμε, τι μας συμβαίνει, ξεκάθαρα. Δεν θα το κάναμε για κανέναν άλλον λόγο, για κανέναν άλλον άνθρωπο. Και μου κάνει εντύπωση που θα το πω αλλά έτσι το νοιώθω, ξέρω πως αυτό θα κρατούσε. Όχι όπως κρατούν οι γάμοι που κάνουν τα ανθρωπάκια, από ανασφάλεια και δειλία, και όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να πιστεύουν ότι οι γάμοι αυτών είναι ευτυχείς γιατί έχουν την ανάγκη να πιστεύουν ότι κατά τον ίδιο λόγο είναι και οι δικοί τους. Αλλά επειδή ξέρουμε τι μας γίνεται. Και δεν έχουμε αυταπάτες. Γιατί σε σοκάρει; Αλλάζω, ε; Μπορεί να φταίνε και οι αναθυμιάσεις... Έχουμε ρίξει μοσχοκάρυδο;

Δεν είχαμε ρίξει μοσχοκάρυδο.
Αν το είχαμε κάνει, ο Χ θα φταρνιζόταν ακατάπαυστα κι εγώ θα είχα πεθάνει από τα γέλια. Αλλά εγώ ανακάτευα το φαγητό κι εκείνος δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Σε τρομάζω;, τον ρώτησα και με μία ελπίδα κάτι να τον τρόμαζε από εμένα.
-Όχι, Αφέντρα..., κατόρθωσε να πει. Απλά... Δεν πίστευα ποτέ ότι μία γυναίκα θα ήθελε να παντρευτεί έναν άνδρα σαν εμένα...
-Μία οποιαδήποτε γυναίκα εννοείς..., τον διόρθωσα. Είμαι εγώ μία οποιαδήποτε γυναίκα;
-Όχι, Αφέντρα...
-Εσύ ένας οποιοσδήποτε άνδρας;
Με κοιτούσε. Χαμογέλασα.
-Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε άνδρας, Χ, του είπα σοβαρά. Και ένας τέτοιος γάμος δεν θα ήταν σαν τον οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει αυτό που ζούμε. Το έχεις συνειδητοποιήσει;

Κι εκεί που έλεγα ότι μετά την γιορτή του είχε αλλάξει, μετά από εκείνη την συζήτηση ο Χ άλλαξε ακόμη περισσότερο. Έγινε ακόμη πιο προσεκτικός, ακόμη πιο μεθοδικός, ακόμη πιο "εγώ". Και πάλι με έβαζε στην διαδικασία τού να σκέφτομαι "που, τελικά, θα σταματήσει όλο αυτό;" και "μα πόσο άλλο έχει ακόμη;". Η σκάλα έδειχνε συνέχεια νέες περιοχές με κάθε χιλιόμετρο.

Άλλαξαν και οι φίλοι του.
Ήθελαν να ξοδεύουμε περισσότερο χρόνο μαζί τους, όσο μπορούσαμε. Εκείνοι είχαν αλλάξει από το βράδυ που ανακάλυψαν ότι ήμασταν ναι μεν ένα περίεργο αλλά και "κανονικό" ζευγάρι. Είχαν καταλάβει ότι αυτό δεν ήταν μίσος αλλά ένα είδος παράξενης, σκληρής αγάπης. Και το είχαν αποδεχθεί.

Όλα είχαν μπει σε έναν δρόμο.
Σε μίαν ευθεία.
Αλλά τα φώτα - κι εκεί - έδειχναν λίγα μόνο μέτρα μπροστά.

28.11.10

Visvicis

Στην ζωή κανείς δεν παίρνει αυτά που δικαιούται.
Παίρνει αυτά που ζητά.
Αυτά που διεκδικεί.

Αυτό που ποτέ δεν ήθελα από έναν άνδρα, ήταν να είμαι η αδυναμία του.
Ενδιαφερόμουν για το ακριβώς αντίθετο.
Ήθελα να είμαι η δύναμή του.

Για όλες τις γυναίκες, ο άνδρας είναι κυνηγός.
Για μία γυναίκα, το να είναι ο άνδρας που της αρέσει κυνηγός, μετρά 10 φορές περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αρετή του.
Για μία γυναίκα σαν εμένα, μετράει 100.

Από γυναίκα σε γυναίκα, τα κριτήρια για έναν άνδρα μπορεί να διαφέρουν δραματικά.
Το μόνο σταθερό κοινό κριτήριο, είναι αυτό: να είναι κυνηγός.
Η γυναίκα έχει μία βασική ανάγκη που, στις μέρες μας, δύσκολα εκπληρώνεται.
Θέλει να θαυμάζει τον άνδρα.
Για μία γυναίκα σαν εμένα, αυτό είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας έλξης.

Και σε αυτό το σημείο κάποιοι, που δεν ανήκουν στον χώρο τού BDSM, θα αρχίσουν να μπερδεύονται. Είναι απολύτως λογικό να πιστεύουν πως μία γυναίκα σαν εμένα, θα ήθελε τον άνδρα να εξαρτάται από εκείνη. Αλλά δεν είναι έτσι. Η εξάρτηση και η δύναμη είναι δύο έννοιες αντιφατικές. Από εσένα μπορεί να εξαρτηθεί μόνον ένας άνδρας που δεν είναι τίποτα. Θα είναι μεγάλη έκπληξη, εάν γράψω ότι για να είναι ένας άνδρας σκλάβος, πρέπει να είναι πιο δυνατός από εσένα; Πολύ πιθανόν. Και είναι νωρίς για να το εξηγήσω.

Μπορώ να πω μόνον αυτό: για να θαυμάζει μία Αφέντρα έναν σκλάβο, πρέπει να ξέρει ότι είναι δυνατός αρκετά για να αντέξει την έντασή της. Διαφορετικά, κανένας άνδρας δεν μπορεί να σταθεί δίπλα της. Μην μπερδεύετε τα πόδια της σε αυτή την περίπτωση. Ο άνδρας που το μόνο που ξέρει είναι το να πέφτει στα πόδια της, είναι εκείνος που δεν ξέρει να κάνει τίποτε άλλο. Ο σκλάβος μπορεί να κάνει τα πάντα. Για εκείνη. Και αυτό θέλει δύναμη. Θέλει να είναι κυνηγός. Και αυτός είναι ο λόγος που οι σκλάβοι είναι οι πιο αξιόλογοι άνδρες που υπάρχουν.

Μία γυναίκα μπορεί να συγχωρήσει πολλά πράγματα σε έναν άνδρα. Το πρώτο και σημαντικότερο πράγμα που δεν θα αντέξει - χωρίς να τίθεται θέμα συγχώρησης -, είναι το να τον δει να πέφτει στα μάτια της. Να αποδειχθεί λίγος. Αυτό είναι μία εικόνα που δύσκολα σβήνει από τα μάτια της. Ο μεγαλύτερος εξευτελισμός για έναν άνδρα, είναι να αποδεικνύεται πολύ λίγος για εκείνη. Για μία γυναίκα σαν εμένα, αυτό συνιστά αυτόματη απόρριψη. Γιατί αυτό γράφεται στο μυαλό της. Αν για μία γυναίκα είναι κρίσιμο το γεγονός ότι παύει να τον θαυμάζει, για μία Αφέντρα είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να ανακαλύψει σε έναν άνδρα.

Η σχέση μου με τον Χ ήταν αρκετά χρόνια πριν.
Από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά στην ζωή μου. Αλλά αυτά τα κριτήρια, δεν έχουν απλώς παραμείνει, έχουν ενισχυθεί. Σε αυτό, μεγάλο ρόλο έπαιξε η είσοδός μου στο cm. Οι Φίλες που απέκτησα μέσω αυτού. Το να βλέπω - έστω και on camera - πως είναι ένα ζευγάρι μέσα στην D/s. Πως βιώνει το lifestyle. Πως είναι να σας χωρίζουν ωκεανοί αλλά να είναι σαν να είστε γεννημένες μαζί και κάποιος να σας χώρισε στο μαιευτήριο. Μέσω τού cm γνώρισα Φίλες και παρευρέθηκα στον γάμο Τους με τους σκλάβους Τους. Εγώ και όσοι γνωρίζουν εξ αποστάσεως, σε έναν messenger να παρακολουθούμε την τελετή. Όχι εκείνη για τους πολλούς αλλά εκείνη για τους λίγους. Που οι όρκοι είναι διαφορετικοί, οι καλεσμένοι με διαφορετικό dress-code, που τα στοιχεία της είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της εκάστοτε θρησκείας. Η πρώτη Φίλη που έκανα στο cm στα τέλη τού 2007 - όταν είχε πέσει η σελίδα για λίγες ώρες και βρεθήκαμε σε ένα τεράστιο chat να συνομιλούμε σαν να ήμασταν περισσότερο από σιαμαίες -, σήμερα περιμένει το πρώτο Της παιδί με τον σκλάβο Της.

Το cm έγινε για εμένα το μικρό εκείνο παράθυρο, που μου επιτρέπει να βλέπω έναν κόσμο όπως τον ήθελα να είναι, σχέσεις όπως τις ήθελα να είναι, με άνδρες όπως τους ήθελα να είναι. Αλλά και με Γυναίκες σαν εμένα, που βιώνουν την D/s χωρίς να ανήκουν πουθενά, χωρίς να διαφημίζουν ό,τι είναι, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις γι' αυτό που είναι. Γιατί οι άνδρες που βρήκαν - όλοι μέσα από το cm - ξέρουν και τι είναι και για/τί είναι αυτό που είναι. Και προσπαθούν με κάθε τρόπο αυτό το "κυνήγι" να είναι πάντα ό,τι θέλει Εκείνη να είναι. Ο θαυμασμός Εκείνων ενώνεται με τον θαυμασμό τον δικό μου, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά πόσα κότσια πρέπει να έχει ένας σκλάβος για να τα κάνει όλα αυτά. Και όχι μόνο να τα κάνει. Αυτά να είναι ο σκοπός τής ζωής του.

Αλλά μερικά χρόνια πριν, εγώ νόμιζα πως μόνον ο Χ μπορούσε να τα κάνει αυτά. Όχι ως ο μοναδικός σκλάβος στον κόσμο αλλά ο μοναδικός άνδρας που γνώρισα εγώ. Χωρίς να ξέρω αν αυτά τα θέλουν ή τα κάνουν κι άλλοι, χωρίς καμμία πυξίδα, για εμένα ο Χ ήταν οι προσδοκίες που είχα από έναν άνδρα, με σάρκα και οστά. Ήταν μία μορφή επιβράβευσης για ό,τι ήμουν, για ό,τι πίστευα. Για ό,τι ήθελα να ζήσω. Δεν ήξερα ότι γυναίκες σαν εμένα βρίσκουν άνδρες σαν τον Χ. Δεν ήξερα ότι αυτό μπορούσε να δουλέψει. Τότε δεν είχα παραστάσεις, δεν είχα καν κάποιον να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις. Να μου πει αν είμαι ηλίθια ή αν όλα αυτά είναι λογικά. Είχα μόνον ένα ένστικτο. Και μία θέληση πολύ δυνατή. Αυτή η θέληση έφερε τον Χ στον δρόμο μου.

Αλλά η δική μου θέληση δεν ήταν τίποτα μπροστά στην θέληση την δική του. Γιατί εγώ είχα γεννηθεί έτσι, ενώ εκείνος έπρεπε να τα κάνει. Να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια τα δικά μου. Και αυτό έκανε. Ο θαυμασμός που είχα για εκείνον ήταν ανείπωτος. Πως θα μπορούσα να είχα φανταστεί πριν τον γνωρίσω, ότι αυτός ο άνθρωπος θα υπέμενε τόσα πράγματα από εμένα, σε ό,τι αφορά στις πρακτικές τού BDSM; Πως θα μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει άνδρας που θα κατανοούσε ότι δεν είναι μίσος ή απαξίωση, δεν είναι μείωση τού ανδρισμού του, αλλά τα αντίθετά τους; Πως μπορούσα να μην θαυμάζω έναν τέτοιον άνδρα;...

Από εκείνο το βράδυ, ο Χ ήταν ένας υποδειγματικός σκλάβος.
Σταμάτησαν οι φοβίες, οι αμφιβολίες, οι ανασφάλειές του. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, και στις κασσέτες του ήταν τόσο ήρεμος και τόσο συνειδητοποιημένος. Αυτό που έβγαινε, ήταν μία δύναμη. Την δύναμη εκείνη που ζητούσα από κάθε άνθρωπο που γνώριζα είτε ήταν φίλος είτε ήταν σύντροφος. Αλλά προερχόμενη από εκείνον - από έναν σκλάβο, σκλάβο δικό μου -, η δύναμη αυτή ήταν μαγική... Η δύναμή του με άφηνε εκστασιασμένη, αληθινά ευλογημένη που είχα έναν τέτοιον άνδρα να με υπακούει, να με εμπιστεύεται, να με εμπνέει...

Και όταν λίγο πριν την Πρωτοχρονιά συνέβη κάτι πολύ πιο σοβαρό και επίφοβο για εκείνον - όπως ήταν πριν -, ο Χ ήρθε στο σπίτι μας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Και όταν τον ρώτησα τι αισθάνεται, μου απάντησε πως δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του εάν με οποιονδήποτε τρόπο μού ξαναγύριζε την πλάτη. Μόνον αυτό. Κι αυτό ήταν ό,τι ακριβώς ήθελα από εκείνον. Αυτό που είχα ζητήσει.

Ό,τι ερχόταν, όμως, δεν το είχε προβλέψει κανείς...

25.11.10

his Mother's Voice

Η μητέρα τού Χ στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας.
Με κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να ανιχνεύσει τι είχε γίνει όσο ήταν κλειστή.

Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα.
Κάθησε δίπλα μου και ξαναρώτησε.
-Γιατί έκλαιγε ο γιος μου, Νανά;
-Θα πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο, απάντησα.
-Πειράζει που ρωτάω εσένα;, επέμεινε.
-Όχι. Αλλά την απάντηση πρέπει να την πάρετε από εκείνον.
-Έχει σχέση με την δουλειά;
-Έχει σχέση με εκείνον.
-Δεν θα μου πεις;
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά, κοιτάζοντάς την έντονα.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή.
Καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να με πλησιάσει. Όχι τόσο για να μου εκμαιεύσει πράγματα. Ήθελε να με γνωρίσει. Να δει ποια ήταν η καλή τού γιου της. Πως είναι σαν άνθρωπος. Ήταν ευκαιρία για εκείνη. Και το ήξερε.
-Τον αγαπάς τον γιο μου;, ρώτησε ξαφνικά.
Χαμογέλασα.
-Θα σας έλεγα να ρωτήσετε τον ίδιο, είπα, και χαμογέλασε κι εκείνη. Αλλά, υποθέτω, σε αυτή την ερώτηση πρέπει να απαντήσω εγώ. Ναι.
Με κοίταξε σκεπτική.
-Θέλω να κάνουμε μία κουβέντα σαν γυναίκες, είπε και μου έπιασε το χέρι. Εγώ γι' αυτό το παιδί έκανα μεγάλες θυσίες. Έμεινα στο κρεβάτι 7 μήνες, σε ακινησία. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήξερα αν θα το γεννήσω. Όταν θα μείνεις κι εσύ έγκυος θα καταλάβεις τι είναι για μία γυναίκα να νοιώθει το παιδί μέσα της και να μην ξέρει αν την άλλη μέρα αυτό σταματήσει. Ο γιατρός μού είχε πει ότι αν δεν κρατούσα κι αυτό το παιδί, δεν θα είχα ευκαιρία να κάνω άλλο και μου απαγόρεψε ακόμα και να το σκέφτομαι. Ξέρεις πως είναι να σε πηγαίνουν στο χειρουργείο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη για να γεννήσεις κανονικά ένα παιδί που είναι νεκρό; Και όχι μία αλλά δύο φορές; Όταν έμεινα έγκυος στον Χ, ήμουν αποφασισμένη ότι αυτό το παιδί θα ζήσει, πάση θυσία. Σταμάτησα από την δουλειά, ο άνδρας μου δούλευε από το πρωΐ έως το βράδυ για να τα φέρουμε βόλτα, και ζούσαμε με την αγωνία να μην πεθάνει κι αυτό το παιδί. Τότε πήραμε την Κ να μας βοηθάει, με σκοπό να μείνει μέχρι να γεννηθεί ο Χ. Και έμεινε για πάντα, γιατί εγώ αφοσιώθηκα σε αυτό το παιδί. Εκείνη ξέρει τι πέρασα, έγινε δικός μας άνθρωπος. Τον προσέχαμε σαν να ήταν από γυαλί.

(...) Από τότε που έφυγε για να σπουδάσει, τον έχασα. Στην αρχή έλεγα ότι είναι για το καλό του και σκεφτόμουν πως δεν είχα δικαίωμα να σταματήσω την τύχη του για να τον έχω εδώ. Ούτε εκείνος είχε πρόβλημα, γιατί και εμείς πηγαίναμε και εκείνος ερχόταν. Ήταν για το καλό του.

(...) Με την σχέση που είχε, λέγαμε ότι κάποια στιγμή θα το πήγαιναν σοβαρά, γιατί ήταν αρκετά χρόνια μαζί. Έτσι νομίζαμε εμείς. Αλλά ο γιος μου δεν την αγαπούσε. Ο γιος μου αγάπησε εσένα. Δεν ξέρω τι έκανε στην Α πριν σε γνωρίσει, αλλά από τότε που σε γνώρισε έγινε άλλος άνθρωπος. Άρχισε να μιλάει για το μέλλον του στην Ελλάδα, που όταν του λέγαμε για το σπίτι όταν το φτιάχναμε δεν ήθελε να ακούει τίποτα. Τότε το είχε πάρει απόφαση να μείνει στην Α. Και μας στενοχωρούσε. Η μόνη μας ελπίδα ήταν εκείνη η κοπέλα. Αν όλα πήγαιναν καλά και την παντρεύονταν, θα τον έφερνε εδώ. Ξέραμε και τους γονείς της. Δεν είχαμε σκεφτεί ότι αν την αγαπούσε θα το έλεγε μόνος του. Με εσένα, άρχισε να σκέφτεται και να διακόψει την αναβολή από τον στρατό.

Την κοίταξα σοκαρισμένη.
-Να διακόψει την αναβολή από τον στρατό;, μόλις που ακούστηκα να ρωτάω.
-Δεν σου το είχε πει;, με ρώτησε σαν να το είχε δεδομένο ότι το είχαμε συζητήσει.
-Όχι, της απάντησα σταθερά σοκαρισμένη.
Χαμογέλασε.
-Άρα δεν έκλαιγε γιατί εσύ τον πιέζεις να μην πάρει την δουλειά... Έκλαιγε γιατί δεν θέλει να πάει...
Η μητέρα του χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά, εμφανώς ικανοποιημένη και από το ότι κατάφερε να καταλάβει και από το ίδιο το συμπέρασμα.
Εγώ, ακόμη σοκαρισμένη, δεν μπορούσα να πιστέψω ό,τι μου έλεγε.
-Είναι έτσι;, ζήτησε να επιβεβαιώσει.
Δεν απάντησα.

-Άκου, Νανά. Κάποτε ήμουν από τις μάνες εκείνες που πιστεύουν ότι το παιδί τους πρέπει να σπουδάζει μία ζωή και να μαζεύει πτυχία και διπλώματα. Μετά κατάλαβα πως δεν έχει κανένα νόημα. Και ξέρεις πότε το κατάλαβα; Όταν είδα το παιδί μου ευτυχισμένο. Ο γιος μου είναι ευτυχισμένος με εσένα. Και θα σου πω τι πιστεύω τώρα. Πιστεύω ότι, τελικά, όσες σπουδές και να κάνεις, όσα πτυχία και να πάρεις, αν δεν έχεις έναν άνθρωπο να τον αγαπάς και να σε αγαπάει, η ζωή σου δεν έχει κανένα νόημα. Χαίρομαι που ο γιος μου έχει καταφέρει να κάνει πολλά με τις σπουδές του, αλλά αν δεν γνώριζε εσένα, εγώ δεν θα τον έβλεπα ποτέ ευτυχισμένο. Αυτό θέλει μία μάνα: να βλέπει το παιδί της ευτυχισμένο. Αν θέλει να γυρίσει πίσω, το θέλει επειδή θέλει να είναι μαζί σου. Εμείς τελειώνουμε το σπίτι στο χωριό, και μόλις πάρει την σύνταξη ο πατέρας του με την νέα χρονιά, θα φύγουμε. Το σπίτι αυτό είναι δικό του. Ας κάνει ό,τι θέλει. Εγώ αυτά που είχα να περιμένω από το παιδί μου, τα είδα. Για εμένα είναι πιο σπουδαίο να προλάβω να δω ένα παιδί του. Αν θέλει να έρθει πίσω και θέλεις κι εσύ, μην σκεφτείτε εμάς. Εμείς θα φύγουμε μία μέρα. Και από εδώ και από την ζωή. Να ζήσετε μαζί, όπως θέλετε. Και, αν γίνεται, να γεμίσετε αυτό το σπίτι με παιδιά. Εγώ δεν μπόρεσα...

Μείναμε σιωπηλές.
Δεν ήμουν σε θέση να πω τίποτα. Κι εκείνη συνέχισε.
-Είσαι δυνατή γυναίκα, Νανά. Γι' αυτό σ' αγαπάει ο γιος μου. Γι' αυτό σε λέει "Αφέντρα". Τον πιστεύω. Ο γιος μου δεν είναι χαζός. Δεν τον μεγάλωσα για να γίνει βούτυρο στο ψωμί τής καθεμιάς. Εσένα σε σέβεται. Αν σε είχε μόνο για να περνάει τον καιρό του δεν θα έκανε ό,τι έκανε όταν η άλλη φώναζε στο σπίτι μας. Σε βλέπει αλλιώς. Σε βλέπει σοβαρά. Αν δεν τον βλέπεις κι εσύ έτσι, καλύτερα να τον αφήσεις. Μην τον αφήνεις να έχει ελπίδες. Εμείς κάνουμε τον άνδρα. Από εσένα εξαρτάται. Σταμάτησέ το τώρα που είναι αρχή. Και αν δεν το βλέπεις κι εσύ όπως εκείνος, πες του το. Μην τον στέλνεις να δουλέψει έξω για να μην πάρεις την απόφαση. Δεν είστε μικρά παιδιά. Πρέπει να βάλετε κάτω τα πράγματα. Αν τον αγαπάς, μην το πληγώσεις. Άσ'τον να πάρει τον δρόμο του και πάρε κι εσύ τον δικό σου. Θα ξαναφτιάξετε την ζωή σας κι εκείνος και εσύ. Μην πληγώσεις τον γιο μου. Και η δική σου η μητέρα το ίδιο θα ζητούσε από εκείνον, αν ήταν στην θέση μου.

Σηκώθηκε να φύγει και πριν βγει από το δωμάτιο, γύρισε να με κοιτάξει.
-Δεν θα ανακατευτώ ποτέ στο σπίτι σας. Από εμένα θα έχεις ό,τι θέλεις. Αν με εσένα ο γιος μου είναι ευτυχισμένος, θα γίνεις κι εσύ παιδί μου. Εγώ κορίτσι ήθελα πάντα. Να το ξέρεις: της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να 'ν' κορίτσι. Η κόρη σού αφοσιώνεται. Ο γιος, μόλις γνωρίσει φουστάνι, σε ξεχνάει. Είναι σαν να μην έχεις παιδί. Έτσι είναι οι άνδρες.
-Ο γιος σας δεν είναι έτσι, της είπα μάλλον απειλητικά, φανερά ενοχλημένη που σύγκρινε τον Χ με την μάζα.
-Δεν είναι, λες;
-Δεν είναι, και το ξέρω, είπα έντονα.
-Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι, με προκάλεσε.
-Όλοι οι άνδρες δεν είναι σαν τον Χ, της απάντησα, σχεδόν έτοιμη για καυγά. Κατανοώ ότι θέλατε κορίτσι, αλλά δεν μπορείτε να ξέρετε πόσο σπουδαίος είναι ο γιος σας. Γιατί είστε η μητέρα του. Και αλλιώς είμαστε σαν παιδιά, αλλιώς σαν σύντροφοι.

Έκλεισε την πόρτα και με κοίταξε με πραγματική απορία.
-Πως είναι ο γιος μου σαν σύντροφος;
Σηκώθηκα και την πλησίασα, χαμογελαστή.
-Δεν υπάρχει τρόπος να σας το εξηγήσω, της είπα απλά. Μόνον ένας που σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να σας δώσει μίαν ιδέα, αλλά δεν νομίζω ότι μου επιτρέπεται να μιλήσω έτσι σε εσάς.
-Όχι, αλήθεια, πες μου!, είπε ενθουσιασμένη.
Χαμογέλασα πιο πλατιά.
-Μπορείτε να φανταστείτε για λίγο τον εαυτό σας ελεύθερο, χωρίς παιδί; Μπορείτε να πάτε πίσω; Όταν θα ανακαλύπτατε τον εαυτό σας σαν γυναίκα;
-Ναι;, ρώτησε ανυπόμονα.
-Ας πούμε τότε, πως εάν γνωρίζατε έναν άνδρα σαν τον γιο σας, θα ξεχνούσατε ότι υπάρχουν οι άνδρες που πριν από λίγο αναφερθήκατε, της είπα πλησιάζοντάς την ακόμη περισσότερο, χωρίς χαμόγελα. Ο γιος σας είναι το είδος εκείνο τού άνδρα που το βρίσκεις με την ίδια ευκολία που βρίσκεις βελόνα στα άχυρα. Ο γιος σας είναι ικανός να κάνει όχι μία, αλλά 100 γυναίκες ευτυχισμένες. Αλλά είναι επιλογή του να κάνει μόνο μία. Καταλαβαίνετε τι σας λέω; Μπορείτε να σκεφτείτε πως θα νοιώθατε εάν αυτή η μία, ήσασταν εσείς; Ξεχάστε ότι είστε μητέρα. Είστε γυναίκα. Μπορείτε να φανταστείτε πως είναι η αγάπη αυτού του άνδρα που σας περιγράφω; Μπορείτε, έστω και λίγο; Μακάρι να μπορούσατε. Σας μιλώ ειλικρινά.

Ήταν σειρά της να σοκαριστεί.
-Είσαι τόσο ερωτευμένη με τον γιο μου;..., αναρωτήθηκε.
-Όχι. Αυτό που βλέπετε δεν είναι έρωτας. Είναι συνείδηση. Ξέρω ποιος είναι ο γιος σας. Και λυπάμαι - το λέω ειλικρινά - που δεν μπορούμε να μιλήσουμε σαν γυναίκα προς γυναίκα. Γιατί εγώ δεν μπορώ τις συζητήσεις μεταξύ πεθεράς και νύφης. Αυτό, δυστυχώς, είμαστε. Γι' αυτό λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν υπάρχει τρόπος να σας κάνω πολύ πιο υπερήφανη από όσο είστε για το παιδί σας. Γιατί δεν μπορείτε να ξέρετε τίποτα. Ούτε καν να το φανταστείτε στο παραμικρό.
Και η μητέρα τού Χ άρχισε να κλαίει...
-Τον αγαπάς..., μου είπε χωρίς να σταματήσει.
-Δεν τον αγαπάω, κυρία Χ, της είπα αυστηρά. Με κάνει να τον αγαπάω. Το είδος τής αγάπης που εννοείτε, εγώ δεν μπορώ να το αισθανθώ. Μόνο ένας άνδρας σαν τον γιο σας μπορεί να μου το προκαλέσει. Γι΄αυτό σας λέω. Μην με ρωτάτε πράγματα για τα οποία δεν έχω απάντηση. Και να είχα, δεν θα καταλαβαίνατε.

Και ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο πατέρας του...
Και θέλω να βάλω τα γέλια...
Δεν υπήρχε εκείνο που ζούσα...
Δεν υπήρχε, λέμε.

Κοίταξε αναστατωμένος την γυναίκα του.
-Τι έγινε;!, ρώτησε.
-Τίποτα, πάμε να φύγουμε, του είπε σπρώχνοντάς τον ελαφρά και σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
Καθώς εκείνος έφευγε, εκείνη γύρισε για λίγο πίσω.
-Θέλω να σου πω κάτι τελευταίο, είπε.
-Ξέρω τι θέλετε να μου πείτε, της είπα χαιρέκακα. Πως καλά όσα είπαμε, αλλά εάν ποτέ κάνω κακό στον γιο σας θα με βρείτε όπου και αν κρυφτώ. Αυτό δεν θέλετε να μου πείτε.
Δεν απάντησε. Χαμογέλασε.
-Αλλά το ψιλοσκέφτεστε κι όλα, γιατί θα χαλάσετε την τόσο ωραία ατμόσφαιρα, σωστά;
Η μητέρα τού Χ έβαλε τα γέλια, ρουφώντας την μύτη της.
-Λοιπόν, ακούστε. Μπορεί εσείς να ονειρευόσασταν κορίτσια. Εγώ μόνον αγόρια έχω στο μυαλό μου. Και θα σας πω αυτό: Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον Χ, αλλά αν ποτέ αποκτήσω παιδί, είτε με τον Χ είτε με κάποιον άλλον, δεν θέλετε να ξέρετε τι θα έλεγα εγώ στην καλή του... Αλλά αυτό που δεν θα θέλατε να ξέρετε, είναι τι θα έκανα εγώ στην καλή του εάν μου τον πείραζε... Αυτό σας λέω μόνο... Τίποτε άλλο... Πάμε, τώρα, κάτω.

Και όπως την σπρώχνω διακριτικά για να προχωρήσουμε, μου λέει εμπιστευτικά.
-Να είχα μία κόρη σαν εσένα...
Έβαλα τα γέλια.
-Τότε δεν μπορούσατε να έχετε και τον Χ γιο, της είπα καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες.
-Γιατί;
-Γιατί θα μας κρεμούσαν από τα μανταλάκια στα περίπτερα!
-Γιατί;!
-Γιατί δεν θα υπήρχε τέτοιο προηγούμενο αιμομιξίας...

Τα γέλια τής μητέρας του ακούστηκαν σε όλο το σπίτι.
Όλοι γύρισαν ξαφνιασμένοι να μας κοιτάξουν, μαζί με τον Χ.
Εκείνος που ξαφνιάστηκε περισσότερο ήταν ο πατέρας του, που δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά από την στιγμή που είχε δει τον άνθρωπο που γελούσε με την καρδιά του, να κλαίει.

Και από εκείνο το βράδυ, όλα άλλαξαν.
Όλα για όλους.

23.11.10

Like Cures Like

Υπάρχουν αμέτρητες και απύθμενες μαλακίες που πιστεύει ο κόσμος για τις Αφέντρες.
Και που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την πραγματικότητα.
Γιατί "Αφέντρα" στο μυαλό των περισσότερων - και κυρίως των μαλακοκαύληδων - είναι ένας ρόλος που παίζουν οι πουτάνες σε ταινίες και μπουρδέλα.

Και τόσο οι πουτάνες όσο και οι μαλακοκαύληδες, στην ερώτηση "τι θέλει μία Αφέντρα;" θα σου απαντήσουν "να της λες ότι είναι θεά". Και είναι σαν την παροιμία "Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς". Γιατί την πουτάνα όσο "θεά" και να την λες, δεν είναι παρά μία γκόμενα που έχει κάψει το φύλο της. Και οι απανταχού μαλακοκαύληδες εκτιμούν τα αποκαΐδια ως διαμάντια - αλλιώς και ως "Όμοιος τον όμοιο, και κοπριά στα λάχανα".

Στην αληθινή ζωή, αυτή που βιώνεται στην πραγματικότητα, και δεν διαδραματίζεται σε ένα studio ή σε ένα μπουρδέλο, η Αφέντρα έχει μόνον ένα όνειρο: να την κάνεις να αισθάνεται μαλάκας. Ασφαλώς, αυτό δεν είναι ικανό να φτιάξει τον μαλακοκαύλη - ποιος υπολογίζει τον στερημένο που πληρώνει για την ανικανότητά του -, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Η Αφέντρα δεν χρειάζεται να ακούει ότι είναι θεά. Και κανένας σκλάβος δεν μπορεί να την κάνει να νοιώσει θεά. Είναι θεά και το ξέρει. Στο μουνί της πως την βλέπεις εσύ. Εσύ είσαι εκεί για να την κάνεις να αισθάνεται μαλάκας. Το οποίο σημαίνει, ότι αυτά που σου έχει μάθει, αυτά που σε έχει εκπαιδεύσει να κάνεις, αυτά που καταλαβαίνεις ότι της αρέσουν ή ότι τα θέλει, όταν τα κάνεις λόγια - και ιδίως πράξεις - της κόβεις την αναπνοή. Αυτό είναι το "μαλάκας". Είναι το ίδιο ακριβώς με το παιδί σου. Του λες ή του μαθαίνεις κάτι, και στην κατάλληλη ή στην πιο άσχετη στιγμή, εκεί που δεν το περιμένεις, μπορεί να σε αφήσει μαλάκα.

Ο μαλακοκαύλης δεν είναι σε θέση να σε αφήσει μαλάκα. Γιατί το να σε αφήσει μαλάκα, προϋποθέτει ότι είναι έξυπνος. Και "μαλακοκαύλης" και "έξυπνος", είναι τόσο οξύμωρες έννοιες εάν τις συντάξεις μαζί, που είναι σαν να λες "ολίγον έγκυος" ή "άγριο sex με τον Χ''νικολάου". Ο μαλακοκαύλης μπορεί μόνο να πέσει χαμηλά, γιατί εκεί είναι η στάθμη τής αξίας τής πουτάνας. Η πουτάνα δεν μπορεί ποτέ να είναι Αφέντρα, όπως και ο μαλακοκαύλης δεν είναι ποτέ σκλάβος.

Ο σκλάβος είναι η σκιά τής αξίας τής Αφέντρας του.

Το ότι έμεινα μαλάκας, δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Ότι με είχε στείλει αδιάβαστη, ούτε. Ότι το τέρας μέσα μου ήθελε να τον φάει ζωντανό; Αυτό μόνο λίγοι μπορούν να το καταλάβουν.

Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Για άλλη μία φορά πρωτοτυπούσαμε: κοιταζόμασταν σαν τα χαζά, με εμένα να κατέχω τα πρωτεία. Με έπιασε από τα χέρια, φέρνοντας τα δάκτυλά μου στο στήθος του.
-Δεν μπορείτε να με καταλάβετε, Αφέντρα..., είπε πολύ σοβαρός. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πως είναι... Εκεί που αισθάνομαι καλά, ότι ξέρω τι κάνω, ότι μαθαίνω, εκεί γίνεται κάτι και σκέφτομαι ότι αυτό θα σταματήσει... Όπως σήμερα... Και όταν σκέφτομαι ότι θα σας χάσω, τρελαίνομαι... Δεν το ελέγχω... Δεν ξέρετε πως είναι...
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έριξε και τον καταπέλτη.
-Μην χάνετε την υπομονή σας με εμένα, Αφέντρα... Δεν το θέλω... Δεν ξέρω τι να κάνω... Σας παρακαλώ να με καταλάβετε... Δεν το κάνω επίτηδες... Δεν θέλω να φέρομαι έτσι... Αλλά δεν μπορώ να το νικήσω... Είναι σαν να περπατάμε μαζί, και εκεί που σας βλέπω και σας ακολουθώ, ξαφνικά γεμίζει ο τόπος από κόσμο, και σας χάνω... Και με πιάνει πανικός... Το ξέρω ότι εσείς έχετε την ικανότητα να με βρείτε στο πλήθος... Δεν είναι αυτό που αμφισβητώ... Αλλά με πιάνει πανικός... Δεν το ελέγχω... Ενώ εσείς έχετε πάντα τον έλεγχο... Και δεν μπορείτε να με καταλάβετε... Γι' αυτό εσείς είστε Αφέντρα κι εγώ ο σκλάβος...

Αισθάνομαι να μου μουδιάζουν τα γόνατα...
Ναυτίες, ζαλάδες, εμετοί, όλα μαζί...
Να γυρίζουν τοίχοι, ταβάνια, το δωμάτιο ολόκληρο...

Τράβηξα τα χέρια μου από τα δικά του, και γύρισα το κεφάλι να δω κατά που έπεφτε το κρεβάτι, να καθήσω. Κατάλαβε ότι δεν ήμουν καλά, και ήρθε μαζί μου να με βοηθήσει.
-Σβήσε το φως..., ψέλισσα.
Ο Χ έσβησε το φως και άναψε το πορτατίφ δίπλα μας. Δεν ήμουν καλά. Ένοιωθα έτοιμη να λιποθυμήσω. Τον κοιτούσα που μου κρατούσε τα χέρια γονατισμένος μπροστά μου, και δεν μπορούσα να πω λέξη, γιατί δεν ένοιωθα το στόμα μου. Εκείνος με κοιτούσε μέσα στα μάτια και ήταν ολοφάνερο ότι κρεμόταν από τα χείλη μου περιμένοντας κάτι να του πω. Αλλά δεν μπορούσα.

Μείναμε λίγα λεπτά έτσι. Ο Χ καταλάβαινε πότε με έστελνε. Και αντί να δείξει ότι ήταν υπερήφανος γι' αυτό - που θα έπρεπε -, περίμενε στωϊκά μέχρι να επανέλθω. Κι αυτό μπορούσε να συμβεί από την ώρα που ψωνίζαμε στο super market, μέχρι την στιγμή που κάναμε sex. Περίμενε χωρίς να με αφήνει από τα μάτια του. Ίσως μετά να χαμογελούσε, όταν με έβλεπε να έρχομαι πίσω. Αλλά κατά την διάρκεια που εγώ προσπαθούσα να αφομιώσω ό,τι είχε πει/κάνει, ήταν, απλώς, παρών. Και αυτό ήταν που ήθελα. Χωρίς να του το έχω πει, χωρίς να το έχουμε συζητήσει, το καταλάβαινε και αυτό έκανε.

-Πρέπει να μου μιλάς..., του είπα χαμηλόφωνα. Πρέπει να ξέρω τι είναι από την άλλη πλευρά... Χωρίς την δική σου βοήθεια, δεν μπορώ να το κάνω... Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω... Εάν δεν μου μιλάς, εάν τα κρατάς μέσα σου, εγκλωβίζεις εσένα και στήνεις παγίδες σε εμένα... Δεν μπορώ να ξέρω πως είναι από την άλλη πλευρά, χωρίς εσένα...
Και τότε ο Χ με κοίταξε και χαμογέλασε πικρά. Και αυτά που είπε δεν θέλω να τα γράψω αλλά πρέπει...
-Δεν είναι ωραία από την δική μου πλευρά, Αφέντρα..., μου είπε σε έναν πολύ περίεργο τόνο, που μαρτυρούσε λύπη, σαν να προσπαθούσε να με αποτρέψει από το να το σκέφτομαι, να το θέλω. Είναι πολύ άσχημα εδώ... Όλοι οι άνδρες που είναι σαν εμένα είναι πολύ μόνοι... Κοιμόμαστε και ξυπνάμε με γυναίκες σαν εσάς στο μυαλό μας... Και όσο περνάει ο καιρός, πιστεύουμε πως ποτέ δεν θα βρούμε αυτό που ψάχνουμε... Δεν μπορούμε να κάνουμε εύκολα σχέση με άλλη γυναίκα... Κι αυτό μας ρίχνει... κάθε μέρα που περνάει... Δεν φοβόμουν τίποτα πριν σας γνωρίσω, Αφέντρα... Ούτε ότι θα μείνω μόνος... Είχα συμβιβαστεί... Αλλά από τότε που σας γνώρισα φοβάμαι και την σκιά μου... Φοβάμαι ότι θα σας χάσω... Και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, Αφέντρα... Αν κάνω μαλακίες, είναι από τον φόβο μου... Από τον φόβο ότι μία μέρα θα ξυπνήσω και κάτι θα έχει γίνει ή κάτι θα έχω κάνει, και δεν θα σας ξαναδώ... Και τρελαίνομαι... Εκεί το χάνω... Κι όταν μου λέτε να σας τα λέω όλα, φοβάμαι μήπως με μισήσετε... Αν θα σας πω ότι σκέφτομαι πως αν μου ζητούσατε και το πιο παράλογο πράγμα, θα το έκανα, θα εξακολουθούσατε να με θέλετε για σκλάβο σας;... Αν σας πω ότι αν μου λέγατε να αφήσω τους γονείς μου για εσάς, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη, θα με θέλατε;... Δεν θα με σιχαινόσασταν;... Θα το έκανα, Αφέντρα... Θα άφηνα τους γονείς μου, που ξέρετε πόσο τους αγαπάω... Και δεν το λέω γιατί ξέρω ότι εσείς δεν θα το κάνατε ποτέ αυτό... Το λέω γιατί το πιστεύω... Έτσι είναι... Και δεν σας μιλάω όσο θα έπρεπε, όχι γιατί δεν σας έχω εμπιστοσύνη ή σκέφτομαι ότι θα μου κάνατε κακό... Αλλά γιατί φοβάμαι ότι θα με σιχαθείτε και θα σας χάσω... Δεν φοβάμαι τίποτε άλλο στην ζωή μου...

Δεν λιποθύμησα, αν και ήμουν στα πρόθυρα.
Δεν έφυγα, αν και με είχε στείλει όσο πιο μακριά μπορούσε.
Σε όλες μας τις συζητήσεις καταβάλλαμε και οι δύο τιτάνιες προσπάθειες για να είμαστε εκεί. Γιατί όλα αυτά δεν ήταν απλώς λέξεις. Ήταν η αλήθεια. Και έπρεπε να ακούμε προσεκτικά τι έλεγε ο άλλος, γιατί μπορεί να μας έστελναν αλλά έπρεπε να είμαστε εκεί. Ήταν σαν να ακροβατούσαμε σε ένα τεντωμένο σκοινί που το κρατούσε ο άλλος, κι αν έλεγε πως άλλαζε έστω και το κέντρο βάρους του στο άλλο πόδι, θα σωριαζόμασταν στο κενό. Αυτές είναι οι επικίνδυνες ισορροπίες στην D/s...

-Αυτή η άλλη πλευρά που εσύ κρίνεις ως άσχημη, για μένα είναι ο παράδεισός μου, του είπα με όση δύναμη είχα. Μπορεί για κάποιους να είναι κόλαση. Αλλά εμένα δεν με τρομάζει. Γιατί για εμένα είναι παράδεισος. Δεν γίνεται να σε σιχαθώ, γιατί αυτό που μου περιγράφεις, εγώ το αγαπάω. Και εδώ, μάλλον, είναι που εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις. Φοβάσαι κάτι που θα φόβιζε μία άλλη γυναίκα. Όχι μία γυναίκα σαν εμένα. Αυτό μπορείς να προσπαθήσεις να το καταλάβεις; Είναι τόσο απλό για εμένα. Όσο μου ανοίγεσαι, τόσο πιο πολύ με έλκεις. Όσο κρύβεσαι, τόσο με απομακρύνεις. Δεν με ενδιαφέρουν τα χιλιόμετρα και οι αποστάσεις. Αυτό θέλω να προσπαθήσεις να καταλάβεις. Δεν θα αλλάξει ούτε το ελάχιστο σε εμένα, ακόμα και αν πας στην άκρη τού κόσμου. Γιατί μου δίνεις ενέργεια. Μία λέξη σου από το τηλέφωνο μπορεί να με γεμίσει ενέργεια. Γιατί είσαι αυτό που είσαι και είμαι αυτό που είμαι. Αν δεν μου μιλάς, και εδώ να έρθεις, να μείνουμε μαζί, δεν μπορείς να μου δώσεις τίποτα. Δεν θα σε θέλω. Δεν θα με έλκεις. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Δεν θα παίρνω ενέργεια. Και δεν μπορώ. Έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί είμαι όπως είμαι και δεν με έχει κουράσει η απόσταση; Δεν είναι επειδή δεν ταλαιπωρούμαι εγώ φυσικά. Είναι επειδή έχω τις κασσέτες σου. Και δεν είναι επειδή δεν μου λείπει η φυσική σου παρουσία. Είναι επειδή και να ήσουν εδώ, αν δεν μου μιλούσες, αν δεν μου έλεγες ό,τι μου λες στις κασσέτες, δεν θα με ενδιέφερες. Τον περισσότερο καιρό λείπεις, αλλά μου είναι αδιάφορο. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο. Γιατί εσύ δεν έχεις τίποτα από εμένα. Γι' αυτό σε ενοχλεί η απόσταση. Αλλά αυτό διορθώνεται. Όχι με το να κλείνεσαι σε εσένα από φόβο μήπως φοβηθώ εγώ. Δεν βγάζει πουθενά αυτό. Γιατί εγώ δεν φοβάμαι. Γιατί εγώ ξέρω ότι αυτό δεν τελειώνει έτσι. Τίποτα αληθινό δεν τελειώνει. Ό,τι κι αν μπει ανάμεσα. Κάθε φορά που φοβάσαι, είναι σαν να μου γυρίζεις την πλάτη. Μπορείς να το κάνεις εικόνα κάθε φορά που σε πιάνει αυτός ο φόβος; Μπορείς, τουλάχιστον, να το κάνεις αυτό; Μόνο αν μου γυρίζεις την πλάτη θα τελειώσει όλο αυτό. Αυτό να σκέφτεσαι.

-Κι αν δεχθώ την δουλειά, Αφέντρα;..., ψιθύρισε και ήρθε πιο κοντά μου. Αν δεν σας βλέπω για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα;...
-Θα δεχθείς την δουλειά και θα κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις, του απάντησα σταθερά. Και εάν κι εφ' όσον αυτό αρχίσει να γυρίζει εις βάρος μας, θα το σταματήσουμε. Αλλά δεν θα κάνεις πίσω. Στο πάρτυ των παιδιών μού είπες ότι είχες έρθει για να επανορθώσεις την συμπεριφορά σου, όταν γνωριστήκαμε. Πίστευες ότι φέρθηκες σαν μαλάκας. Δεν με ρώτησες ποτέ τι γνώμη έχω εγώ για τότε. Αν μου ζητούσες να σου πω τι είναι αυτό που με τράβηξε σε εσένα, είναι το ότι δεν έκανες πίσω. Είχες όλες τις δικαιολογίες τού κόσμου για να το κάνεις. Αλλά δεν το έκανες. Αν είμαστε μαζί, είναι από δική σου μαλακία. Έτσι την λες εσύ. Εγώ το λέω θάρρος. Και δύναμη. Και δεν είναι ότι δεν έκανες πίσω όταν με πρωτογνώρισες. Δεν έκανες πίσω όταν με γνώρισες καλά. Και μέχρι τώρα, αυτή την στιγμή, δεν κάνεις πίσω. Λοιπόν, δεν θέλω να κάνεις πίσω ούτε στην δουλειά αυτή. Σου αξίζει, όπως σου αξίζω κι εγώ. Επειδή εσύ έκανες ό,τι έκανες. Και όπως αποδείχθηκες αυτό που ήθελα, έτσι θέλω να τους αποδείξεις ότι είσαι αυτός που θέλουν. Και μόνον όταν αυτά τα δύο θα ετοιμάζονται να έρθουν σε σύγκρουση, τότε μόνο θα εγκαταλείψεις. Μέχρι τότε, θα δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Όπου και να σε πάνε. Μου είπες ότι θα έκανες ό,τι παράλογο σου ζητούσα. Ξεκίνα, λοιπόν, από αυτό που εγώ θεωρώ πολύ λογικό.

Κι εκεί κλειδώσαμε.
Ήταν από τις στιγμές που μας κοιτούσες και νόμιζες ότι είχε έρθει η ώρα να σκοτωθούμε. Και ίσως να μην έπεφτες και τελείως έξω...
Κοιταζόμασταν ήσυχοι.
Με εκείνη την ησυχία που προηγείται ενός μεγάλου σεισμού...
Τέτοιες ήταν οι δικές μας ησυχίες...

Ούτε και τότε ξέρω που βρήκα την δύναμη να σηκωθώ.
Πλησίασα την πόρτα και του είπα να πάρει τηλέφωνο τον Α να έρθει να τον πάρει, για να μην σκεφτούν οι υπόλοιποι κάτι άλλο και δώσουμε δικαίωμα στο σπίτι του. Όταν ήρθε, παίξαμε θέατρο - είχαμε τρελαθεί από την χαρά μας και κοπανιόμασταν στις αγκαλιές και τις χειραψίες, καθώς το γιορτάζαμε μόνοι... -, τον πήρε και κατέβηκαν. Έμεινα μόνη και ξανακάθησα στο κρεβάτι. Τον αγαπούσα πάρα πολύ, τόσο πολύ που δεν νομίζω να το κατάλαβε ποτέ... Το ότι εγώ δεν φοβόμουν, δεν σήμαινε ότι δεν αναγνώριζα την αξία του. Απλά, ήμουν τόσο σίγουρη για εκείνον...

Κι εκεί που ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου, μία γυναικεία φωνή με επανέφερε.
-Γιατί έκλαιγε ο γιος μου;

21.11.10

Prometheus Bound

Ούτε που γύρισε να δει ποιος ήταν.
Δεν τον ενδιέφερε.
Ή, ίσως, και να κατάλαβε ότι ήμουν εγώ.
Δεν το ξέρω.

Έπιασα τον καρπό μου, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά.
-Θέλεις να γυρίσεις;, τον ρώτησα.
Ο Χ σταμάτησε να κλαίει και γύρισε αργά προς το μέρος μου χωρίς να με κοιτάξει. Κάθησε στην άκρη τού κρεβατιού, μπροστά μου, κοιτάζοντας το πάτωμα. Ωστόσο, τα δάκρυά του έπεφταν ακατάπαυστα στο πρησμένο πρόσωπό του, ενώ η φλέβα στο μέτωπο ήταν έτοιμη να εκραγεί.
-Αυτό ήταν, Αφέντρα..., είπε απελπισμένα. Τώρα δεν χρειάζεται να ζητάω υπερωρίες... Μπορεί και να μην έρχομαι τα Σαββατοκύριακα... Μπορεί και να είναι ζήτημα αν θα σας βλέπω μία φορά τον μήνα... Τελείωσε...
-Τελείωσε...;
-Τελείωσε, Αφέντρα... Τι να με κάνετε εμένα από δω και πέρα;... Δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα... Μετά από λίγο δεν θα σας είμαι τίποτα...

Τον κοιτούσα και ήθελα να του κάνω ό,τι δεν μπορεί κανείς να φανταστεί...
-Μου υποβάλλεις την παραίτησή σου;
Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε με μάτια κατακόκκινα, να αναβλύζουν ακόμα περισσότερα δάκρυα.
-Τι σημασία έχει;... Ξέρετε τι σκέφτομαι;... Ότι, τελικά, όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα... Δεν περίμενα να τελειώσει με αυτόν τον τρόπο... Αλλά τελείωσε... Τι σημασία έχει;...
-Να φύγω;
Σαν να πήρε βαθιά ανάσα και την κράτησε. Τα δάκρυα σταμάτησαν να κυλούν, και με κοίταξε σοκαρισμένος.
-Θα φύγετε;..., ψιθύρισε.

Ανασηκώθηκε λίγο, και έκανα ένα βήμα πίσω, χωρίς να αλλάξω στάση. Ξανακάθησε αμήχανος, κοιτάζοντας τα σταυρωμένα χέρια μου.
-Δεν θα το αντέξω αυτή την φορά, Αφέντρα..., είπε κουνώντας το κεφάλι αργά και σφίγγοντας τα χείλη.
-Αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι να ξέρω. Κοίτα με. Μοιάζω να συμπάσχω μαζί σου; Καταλαβαίνω τι σκέφτεσαι και για ποιον λόγο. Αλλά φαίνεται να αισθάνομαι κάτι από όσα αισθάνεσαι εσύ;
-...
-Έχεις σκεφτεί ότι αυτά που είδες εκείνη την εβδομάδα που ήμασταν μαζί, και σε έκαναν να θέλεις να είμαστε μαζί, ήταν όλα όσα θα έπρεπε να δεις; Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να περνάμε καλά, αλλά όταν έρχονται στιγμές που πρέπει να παίρνω αποφάσεις δεν θα είναι με το συναίσθημα αλλά με την λογική; Βλέπεις τίποτα λογικό σε όλο αυτό που μπορεί να με αγγίξει; Νομίζεις ότι είμαι μαζί σου επειδή ακολουθώ το συναίσθημά μου; Η λογική μου με έχει οδηγήσει σε εσένα. Όχι το συναίσθημα. Νομίζεις ότι μία δουλειά μπορεί να με κάνει να αναθεωρήσω; Η στάση σου μπορεί να με κάνει να αναθεωρήσω. Την δουλειά μπορώ να την κάνω ό,τι θέλω. Μπορώ να σου πω να πας, μπορώ να σου πω "όχι", μπορώ να σου πω ό,τι θέλω. Εσένα δεν θέλω να σε κάνω ό,τι θέλω. Γιατί δεν σκέφτεσαι όπως εγώ. Κι αν δεν θέλεις να αλλάξεις εσύ, εγώ δεν κάνω κόπους. Κάθησε εδώ να κλάψεις την μοίρα σου, γιατί μόνο εσύ το βλέπεις έτσι.

Σηκώθηκε αναστατωμένος.
-Αφέντρα!
Τον έσπρωξα στον ώμο για να ξανακαθήσει.
-Νανά. Αφού τελείωσε, απλώς, Νανά. Εάν πρέπει να σου πω κάτι, θα το κάνω για να μην έχεις λάθος εντυπώσεις για εμένα, τώρα που παραιτήθηκες. Αυτό που είπες για τα ωραία που τελειώνουν γρήγορα, είναι ένα από τα συνθήματα τής μάζας. Είναι έκφραση που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα ανθρωπάκια. Και την σιχαίνομαι. Πρώτη και τελευταία φορά που την λες μπροστά μου. Δεν μπορώ να σου απαγορεύσω να την σκέφτεσαι, ούτε τώρα που "τελείωσε", ούτε κι αν αυτό συνεχιζόταν. Τα φαντασιακά ωραία, δεν κρατούν. Τα αληθινά ωραία, κρατούν για πάντα. Αυτά που θέλουν να πιστεύουν τα ανθρωπάκια και τα ωραιοποιούν, είναι απλώς μέσα στην φαντασία τους. Δεν είναι η πραγματικότητα. Γι΄αυτό και δεν κρατάνε. Γιατί η φαντασία είναι σαθρή και μία μέρα τους γκρεμίζονται όλα, αργά ή γρήγορα. Η μάζα αρνείται να παραδεχθεί την ευθύνη της. Τόσο απλά. Αυτό που έχουμε εμείς, δεν είναι φαντασία. Είναι η πραγματικότητα. Είναι η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι σταθερή αξία. Εάν νομίζεις ότι με κλονίζει το γεγονός ότι θα εργάζεσαι κανονικά μακριά μου, κάνεις μεγάλο λάθος. Ή εάν πιστεύεις ότι θα αλλάξω γνώμη. Ή ότι θα βρω κάτι άλλο. Δεν μπορώ να ξέρω πως σκέφτεσαι. Και αυτό είναι που με ενοχλεί. Όχι μία γαμημένη δουλειά στην αλλοδαπή. Αυτό για μένα είναι πρόκληση. Όχι εμπόδιο. Και λυπάμαι που το βλέπουμε διαφορετικά. Αλλά, υποθέτω, ότι δεν έχει σημασία τι λέω εγώ. Ξανά. Πιο πολλά μοιάζει να σου λέει το ηλίθιο γνωμικό τής μάζας.

Σηκώθηκε και πέρασε τα δάκτυλα στα μαλλιά του.
-Αφέντρα... μην μου το κάνετε αυτό...
-Δεν σου κάνω τίποτα. Θα συμμορφωθώ με τα πιστεύω σου και θα αποχωρήσω. Δεν χρειάζεται όλο αυτό το δράμα. Δεν είναι ανάγκη να κλαις και να σκέφτεσαι ό,τι σκέφτεσαι. Θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε όταν θα μέναμε μόνοι και θα καταλήγαμε σε μία απόφαση. Αλλά αν εμένα δεν με χρειάζεσαι, γιατί να το κουράζουμε; Τίποτα δεν κρατάει για πάντα, είχαμε μία σχέση τής μάζας, με λες πλαγίως και "ανθρωπάκι", τι άλλο να μείνω για να ακούσω; Να μείνω να σου κρατώ το χέρι; Να σου δίνω χαρτομάνδηλα; Να θρηνήσω κι εγώ μαζί σου; Δεν γίνεται, Χ. Δεν είναι αυτός ο χαρακτήρας μου. Εάν σε κάθε εμπόδιο πρέπει να σε παρηγορώ, δεν θα αντέξεις. Ούτε εσύ, ούτε εγώ.
-Αφέντρα...!, είπε πολύ πιο απελπισμένα από πριν.
-Άσε την Αφέντρα εκεί που κάθεται. Και κάθησε κι εσύ να συνεχίσεις την κλάψα. Δεν ξέρω τι θα κερδίσεις. Ξέρω, όμως, τι θα χάσεις.

Και γύρισα την πλάτη για να φύγω. Μπήκε αμέσως μπροστά μου και με έπιασε από τα μπράτσα, φοβισμένος. Κοίταξα αργά τα χέρια του, και με άφησε.
-Τι θέλεις, Χ;
-Αφέντρα... Δεν είμαι καλά... Μην μου το κάνετε αυτό... Σας παρακαλώ...
-Το ότι δεν είσαι καλά, είναι δικό σου πρόβλημα. Όχι δικό μου. Και δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα. Αφού δεν μπόρεσα τόσο καιρό να σε μάθω να σκέφτεσαι λογικά, προφανώς δεν μπορώ να το κάνω. Δεν ζήτησα να τρελαθείς από την χαρά σου με την τροπή που πήραν τα πράγματα, αλλά δεν είμαι υποχρεωμένη να σε βλέπω να αντιδράς τόσο ανεγκέφαλα. Δεν μου αρέσουν τα δράματα, ούτε οι θεατές τους. Μπορώ, όμως, να κλάψω. Εάν θέλεις να με κάνεις να κλάψω, άρχισε να σκέφτεσαι όπως εγώ. Νομίζεις ότι φοβάμαι να κλάψω; Μακάρι να μπορούσες να με κάνεις να κλάψω.
-Εγώ να σας κάνω να κλάψετε, Αφέντρα...;, είπε αναστατωμένος. Γιατί να σας κάνω να κλάψετε...;
-Γιατί τότε θα μου ξυπνήσεις κι εμένα το συναίσθημα. Κι αυτή την στιγμή μου προκαλείς το γέλιο. Είναι πολύ γελοία όλα αυτά, για εμένα. Στην Λαπωνία μπορούν να σε στείλουν; Δεν μου καίγεται καρφί. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα, είναι ότι είσαι καλός σε κάτι. Και σου το αναγνωρίζουν. Κι εσύ αντί να είσαι ευγνώμων, έρχεσαι εδώ για να ανεβάσεις τον Προμηθέα Δεσμώτη. Αν ήσουν ο Κατράκης, κι εδώ ήταν η Επίδαυρος, θα με έκανες πραγματικά ευτυχισμένη. Είσαι, όμως, ο Χ, κι εδώ είναι το δωμάτιό σου. Κι αυτό δεν είναι δράμα. Είναι φαρσοκωμωδία. Ούτε αυτές μου αρέσουν.

-Δεν σας πειράζει που...
-Όχι. Δεν με πειράζει κανένας εξωγενής παράγοντας. Με πειράζεις εσύ. Εσύ και οι αντιδράσεις σου. Θα μπορούσες να μου πεις τους προβληματισμούς σου. Θα μπορούσα να σου πω τι θέλω, τι θεωρώ σωστό. Αλλά αυτό είναι αστείο. Και δεν θέλω να είμαι εδώ. Γιατί κι εδώ που είμαι, δεν υπάρχω. Κλάψε μόνος σου.
Σήκωσα το χέρι να πιάσω το πόμολο, και το άρπαξε στα χέρια του.
-Αφέντρα... σας ικετεύω... μία στιγμή... δεν σας ενδιαφέρει που δεν θα είμαστε μαζί;... Αν δεχθώ την θέση αυτή, θα πρέπει να φεύγω συνέχεια ταξίδια... δεν θα μπορώ να έρχομαι... δεν το καταλαβαίνετε;... Θα κουραστείτε...
-Πολύ καλά. Σ' ευχαριστώ που με βάζεις στην θέση μου. Φύγε τώρα από μπροστά μου.
-Αφέντρα...
-Αν με ξαναπείς "Αφέντρα", δεν ξέρω τι θα γίνει... Ό,τι είχες να μου πεις, μου το είπες. Ξέρεις και τι θα σκεφτώ, και τι θα αισθανθώ. Φύγε από μπροστά μου.

Γονάτισε και με έπιασε από τις γάμπες.
-Αφέντρα... δεν θα ξαναμιλήσω... Δεν ξέρω γιατί τα κάνω όλα λάθος... Μην φύγετε... Μην με αφήσετε... Πείτε μου κάτι...
-Σήκω επάνω.
Ο Χ σηκώθηκε αλλά στάθηκε μπροστά στην πόρτα.
-Δεν θα ξαναμιλήσω... σας το ορκίζομαι... μην φύγετε...
-Τότε πες μου τι θέλεις από εμένα.
-Αφέντρα...
-Έχω αρχίσει και κουράζομαι αφάνταστα με το "Αφέντρα"! Η Αφέντρα δεν παίζει ρόλους! Ούτε παίρνει μέρος σε δράματα! Φύγε από μπροστά μου!

Ο Χ δεν πήγαινε βήμα πιο πέρα.
Ούτε μιλούσε. Ούτε έκλαιγε.
Στεκόταν και με κοιτούσε πολύ σοβαρός.
Και τότε είπε κάτι που με έστειλε στον διάολο.

-Πως μπορώ να σας κάνω να κλάψετε;

18.11.10

Bad News

Το Σαββατοκύριακο που ήταν η γιορτή του, ήρθε με έναν φίλο του από το Πανεπιστήμιο, που εργάζονταν μαζί και ήταν εκείνος που τον είχε συστήσει στην εταιρεία. Είχαμε γνωριστεί στο καθιερωμένο πάρτυ των παιδιών, και ήταν ένας εξαιρετικός και αξιαγάπητος άνθρωπος. Όπως κι εκείνος.

Οι γονείς του κάθε χρόνο έκαναν γιορτή, και ο Χ ήξερε ότι ενώ θα ήθελα να πάω, το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν πάρτυ αλλά η κλασσική γιορτή που οργανώνουν οι γονείς, θα με έκανε να το σκεφτώ. Αλλά δεν είχα να σκεφτώ τίποτα. Έπρεπε να πάω. Και έπρεπε να μην δείξω τίποτα, διότι αυτά με τους γονείς τού γκόμενου και τους καλεσμένους να σε πλησιάζουν και να σου λένε διάφορα για να σε γνωρίσουν, μου γυρίζουν το στομάχι ανάποδα. Και τα απέφευγα επιμελώς, αλλά η περίπτωση τού Χ ήταν ιδιάζουσα. Ο Χ δεν έμενε εδώ. Και υποτίθεται ότι ερχόταν γι΄αυτόν τον λόγο.

Δεν συναντηθήκαμε καθόλου την Παρασκευή που ήρθε, γιατί είχε τον καλεσμένο του, και το Σάββατο τού είπα ότι θα ήταν καλύτερα να κάνουμε το ίδιο, διότι θα ήταν επικίνδυνο να το ρισκάρουμε και να συναντηθούμε στο σπίτι μας. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν, πολλά που δεν θα ήταν ευχάριστα για τρίτους και άσχετους με το σπορ. Θα συναντιόμασταν κανονικά σπίτι του, εκείνος ως εορτάζων κι εγώ ως επισκέπτης.

Όταν είσαι σαν εμένα - μυστικοπαθής - και δεν σε ξέρει κανείς - ή θέλει να σε γνωρίσει όταν εσύ δεν έχεις καμμία όρεξη -, περνάς από διάφορα μαρτύρια, ιδίως όταν έχει να κάνει με τέτοιες περιστάσεις, που δεν είμαστε εμείς τα "παιδιά" μόνο αλλά είναι και οι "μεγάλοι" εκεί. Γιατί. Επειδή οι γονείς - και ιδίως η μαμά, όταν είναι γιος - θα έχουν ειδοποιήσει από πριν, ή και κατά την διάρκεια, ότι θα παρευρεθείς, και κοιτάζουν την πόρτα για να δουν πότε θα εμφανιστείς. Σε κοιτάζουν λοξά μέχρι να βρουν ελεύθερο το πεδίο - αν δεν είναι ο καλός σου μπροστά, 10 βαθμοί παραπάνω -, και μετά έρχονται όλοι - χμ... όλες, μάλλον - με φόρα, και αρχίζουν: "Α, εσύ είσαι η Κική;!", "Είσαι πιο όμορφη από ό,τι μας περιέγραψε ο Κοκός!", "Οι γονείς του είναι πολύ καλοί άνθρωποι!", "Να έρθετε μία μέρα με τον Κοκό και σε εμάς, ε;!".

Και η ανάκριση σκληραίνει με χειρονομίες. Πιάνουν ό,τι βρουν. Μαλλιά, φορέματα, χέρια... Μόνο τον κώλο δεν σου πιάνουν. Και συνεχίζουν: "Μα τι ωραία μαλλιά που έχεις!", και σου πιάνουν τα μαλλιά. "Οι βλεφαρίδες είναι δικές σου;!", και απλώνουν το χέρι να τις αγγίξουν - δεν κάνω πλάκα. "Τι ωραία που σου πάει αυτό το φόρεμα!", και τραβάνε τα μανίκια. "Τα νύχια σου είναι ακρυλικά;!", και σου τραβάνε και το νύχι - μια φορά κάποια προσπαθούσε να μου τραβήξει το νύχι, σε σημείο να την ρωτήσω "να σας φέρω μια τανάλια;". Φρίκη, λέμε.

Και, φυσικά, το όργιο γίνεται αφ' ότου φύγεις. Και μετά από καιρό τα μαθαίνεις όλα, γιατί όλες αυτές πηγαίνουν και τα λένε στην μητέρα τού καλού σου, κι εκείνη με την σειρά της στον καλό σου, και όταν έχει φτάσει ο καλός σου να σου τα πει, νομίζεις ότι όλοι έχουν πέσει σε ομαδική παράκρουση. Γιατί οι πρώτοι τα λένε ενθουσιασμένοι, η δεύτερη ψωνισμένη, και ο τελευταίος τρελαμένος! Και ενώ μερικές γκόμενες το βρίσκουν τόσο ωραίο, εγώ το σιχαίνομαι!

Και όλα αυτά επειδή είσαι η γκόμενα τού παιδιού τής αδερφής/του ξαδέρφου/της θείας/του κουμπάρου/της γειτόνισσας, που βλέπουν σπάνια, αν όχι καθόλου. Δεν μπορείς να φας, δεν μπορείς να πιεις, δεν μπορείς να ξύσεις την μύτη σου, χωρίς να σε κοιτάζουν κάπως και να περιμένουν κάτι. Κι επειδή γυναίκες σαν εμένα δεν χαρίζονται εύκολα, προσπαθούμε να τα αποφεύγουμε για να μην έχουμε άλλα. Η υπομονή μας εξαντλείται πολύ γρήγορα με τους αγνώστους και τους ανεπιθύμητους.

Λύσεις υπάρχουν: δεν φοράς/κρατάς τίποτα που να τραβάει την προσοχή. Δηλαδή: τίποτα έντονο/επώνυμο/της μόδας. Μισή στρώση mascara, μαζεμένα μαλλιά, ρούχο απλό/σεμνό/ταπεινό, κόβεις και τα νύχια σου, πηγαίνεις, και μετά αποφεύγεις με το χαμόγελο-στάμπα στα χείλια, κάνοντας slalom ανάμεσά τους, λέγοντας για τουαλέτες, φρεσκαρίσματα, ένα τηλέφωνο που πρέπει να κάνεις/δεχθείς. Και είσαι ήσυχη και, το βασικοτέρο, ακίνδυνη.

Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο διάδρομος φωτίστηκε από το χαμόγελό του.
-Καρφώνεσαι..., του είπα με βαριά φωνή, αλλά με χαμόγελο κι εγώ.
-Αφέντρα..., είπε κάπως.
-Σοβαρέψου... Νανά..., του είπα με το χαμόγελο να πλαταίνει όσο έπαιρνε.
-Α, ναι..., είπε κουνώντας το κεφάλι.
Φιληθήκαμε σταυρωτά (διάολε, θα κάνω εμετό και μόνο που τα γράφω...), και προχώρησα.
-Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, υποφέρω κι υποφέρεις, του είπα συνωμοτικά, πάντα χαμογελαστή.
-Μάλιστα, Αφ..., πρόλαβε και το έκοψε.
-Χωρίς "μάλιστα" και χωρίς "Αφ" εδώ, τον διόρθωσα, πάντα χαμογελαστή, πάντα τόσο καλή.

Τους γονείς του είχε φροντίσει η βδέλλα να τους γνωρίσω σε εκείνο το πάρτυ, κάποιους από τους φίλους του επίσης, οπότε οι συστάσεις ήταν λίγο περιορισμένες. Ο Χ με σύστηνε με το όνομά μου, και μέχρι εκεί. Η καλή τού Α ήρθε και με πήρε - την είχε στείλει εκείνος γιατί καταλάβαινε - και κάθησα με τα παιδιά γύρω μου για τείχος. Διασκεδάζαμε, με τον Χ να πηγαινοέρχεται, χωρίς ιδιαίτερα κρούσματα - διότι είχα και τους τρεις σωματοφύλακες που όπου και να πήγαιναν δεν με άφηναν από τα μάτια τους -, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά το σπίτι, μέχρι που ήρθε η στιγμή να βγει η τούρτα. Ο Χ είχε και γενέθλια.

Αφού έσβησε τα κεριά, μετά τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες, ο φίλος του από την Α ήθελε κάτι να μας πει. Κάναμε ησυχία. Και ακούστηκε να λέει, ότι ήταν πολύ υπερήφανος για την επιλογή του να συστήσει τον Χ στην εταιρεία, διότι το ήξερε πως θα τα καταφέρει, κι ενώ θα του το ανακοίνωναν στο Χριστουγεννιάτικο πάρτυ που θα έκαναν, εκείνου τού είχαν πει πως τον είχαν επιλέξει ως μόνιμο συνεργάτη, και πως εκτιμούσαν ότι σε αυτή την θέση θα είχε προοπτικές, γιατί απεδείχθει ανώτερος των προσδοκιών τους, και ήθελε να του το πει ο ίδιος εκείνη την ημέρα, που ήταν ημέρα διπλής γιορτής, και θα είχε τους δικούς του ανθρώπους εκεί για να το γιορτάσουν.

(...)

Όσο ο κόσμος ξεσπούσε σε φωνές και χειροκροτήματα από την αρχή, εγώ δεν άκουγα τίποτα. Τα παιδιά γύρω μου είχαν ξεσηκωθεί, και με φιλούσαν. Αλλά εγώ ήμουν σαν άψυχη κούκλα στα χέρια τους. Τον έβλεπα πως είχε αλλάξει έκφραση, πως με δυσκολία χαμογελούσε πέφτοντας στην αγκαλιά των γονιών του, πως στην πραγματικότητα τον ενοχλούσαν τα χτυπήματα στην πλάτη από τους φίλους του, και το ότι ήταν στην σειρά και οι καλές τους για να τον συγχαρούν. Τον έβλεπα να με κοιτάζει, κι ενώ το πρόσωπό του ήταν όπως το περίμεναν οι άλλοι να είναι, τα μάτια του ήταν ανέκφραστα.

Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε και τα παιδιά. Όταν ξεκίνησε για να έρθει σε εμάς, βγήκα στο μπαλκόνι. Τον έβλεπα απ' έξω να κάνει ό,τι και πριν, να με κοιτάζει, και μετά να φεύγει. Κάθησα για λίγο έξω στο κρύο, να σκεφτώ. Μετά ξαναμπήκα, και ξεκίνησα το θέατρο. Μέχρι που ανακάλυψα ότι ο Χ δεν ήταν πουθενά. Βγήκα στο μπαλκόνι να δω το αυτοκίνητο, και ήταν εκεί. Πήγα σε τουαλέτες, βγήκα στους διαδρόμους, είπα ότι θα πάω για τσιγάρα, ξαναμπήκα στο σπίτι, αλλά ο Χ είχε εξαφανιστεί.

Τότε σκέφτηκα να ανέβω στο δωμάτιό του. Κι ενώ ήξερα τι θα γινόταν εάν με έβλεπαν, άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια χωρίς να δίνω δεκάρα. Εάν ο Χ ήταν στο δωμάτιό του, έπρεπε να είμαι κι εγώ εκεί. Χτύπησα την πόρτα του που ήταν κλειστή, αλλά δεν πήρα καμμιά απάντηση. Περίμενα 1-2 λεπτά, και άνοιξα. Τα φώτα ήταν σβηστά. Όπως πήγα να την κλείσω, νόμισα πως είδα τα πόδια του(;). Και άναψα το φως.

Ο Χ ήταν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, με την πλάτη γυρισμένη.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και πλησίασα το κρεβάτι.

Ο Χ έκλαιγε.

16.11.10

A Fresh Start

Και η σχέση άλλαξε υπόσταση.
Ξανά.
Αυτή την φορά, έγινε πιο γερή, πιο δυνατή.

Αναμφίβολα, όταν μία γυναίκα και ένας άνδρας έχουν συντριπτικά περισσότερα κοινά από όσες διαφορές, το δέσιμο είναι σφιχτό. Και τα δεσμά τόσο γερά, που δεν μπορεί να τα σπάσει κανείς. Το να μοιράζεσαι - με κάποιον που ανήκει στο αντίθετο φύλο - τόσες κοινές συνιστώσες, να ταυτίζονται ως δια μαγείας απόψεις/οπτικές γωνίες/φιλοσοφίες, να γνωρίζουν και οι δύο που τελειώνει ο ένας και που ξεκινά ο άλλος, είναι αξίες που δύσκολα βρίσκεις. Και ο παράγοντας τού BDSM κάνει τα γεγονότα και τις καταστάσεις που βιώνεις πιο έντονες, πιο βαθιές, πιο αληθινές.

Την ισορροπία την είχαμε από την αρχή.
Στεκόμασταν εκεί που έπρεπε, χωρίς να πιάνει ο ένας τον χώρο τού άλλου, χωρίς να πατάει ο ένας το πόδι τού άλλου, χωρίς να στριμωχνόμαστε, χωρίς να δυσανασχετούμε. Και στεκόμασταν πολύ καλά. Όλα τα άλλα πήγαιναν μόνα τους. Και η D/s πήγαινε εμάς. Κι εμείς πηγαίναμε όπου μας οδηγούσε.

Το πάρτυ τής φίλης μου ξαναέγινε, ο γαμπρός ήταν εκεί.
Με κοίταξε ψιλοσκεπτικός.
-Εσείς είστε..., ξεκίνησε να λέει καθώς με πλησίαζε.
-Εμείς είμαστε, ναι, του χαμογέλασα.
-Με κοροϊδέψατε την προηγούμενη φορά, είπε κουνώντας το δάκτυλο.
-Δεν φταίω εγώ που δεν σας άρεσε το "Κατίνα", παρεξηγήθηκα.
-Να ξεκινήσουμε από την αρχή;, πρότεινε.
-Όχι.

Ο Χ δεν ήταν εκεί.
Ήθελε να είναι στο πάρτυ που γνωριστήκαμε, και στις κασσέτες του μόνο γι' αυτό μιλούσε. Αλλά δεν μπορούσε. Τον δελέαζα με την επέτειο των γάμων των παιδιών, κι εκείνος ψάρωνε χοντρά. "Τι είναι πιο σημαντικό; Να έρθεις στο πάρτυ που έφυγα ή να πάμε εκεί που κοιμηθήκαμε μαζί για πρώτη φορά;", τον ρωτούσα και κατόρθωνα να τον κάνω να μην το σκέφτεται.

Και η επέτειος των γάμων των παιδιών ήταν εντυπωσιακότερη από τον ίδιο τον γάμο τους. Περάσαμε απίστευτα ωραία, εμείς κι εμείς, ο Χ με τα αγόρια μου σε άλλο τραπέζι, να τους πετυχαίνω να με κοιτάζουν και μετά επίτηδες να κοιτάζουν αλλού σαν να με τιμωρούσαν για τότε, με κανέναν να μην γνωρίζει τίποτα. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη διασκέδασή μου. Η τότε μπροστινή μου συνέχιζε να λυσσάει: "Πάλι μόνοι τους ήρθαν αυτοί! Και ο άλλος;! Σιγά μην έβρισκε ο άλλος γκόμενα!", έλεγε. "Εμ, βέβαια! Που να την βρει την γκόμενα, η παλιοαδερφή!", σιγοντάριζα κι εγώ με χαρά. "Το φαντάζεσαι να τον ξαναχάσουν κι απόψε;!", ρωτούσε. "Και να τον χάσουν; Τι μας νοιάζει εμάς; Άλλος τον τρώει!", της έλεγα με νόημα, σαν κακή πεθερά. Ήταν πολύ ωραίο πάρτυ, λέμε...

Μέχρι που ήρθε η στιγμή να ανέβω στο δωμάτιο.
Μετά από λίγη ώρα χτύπησε την πόρτα, και μόλις άνοιξα έσπευσε να χωθεί μέσα. Κρατούσε μία σαμπάνια στο χέρι και δύο ποτήρια. Άδειασε τις τσέπες του που ήταν γεμάτες με πακέτα από τα τσιγάρα μας, και κοίταζε γύρω του σαν να μην είχε ξαναδεί δωμάτιο ξενοδοχείου.
-Δεν ξέρω αν θυμάσαι... δεν είναι αυτό το δωμάτιό μου..., του είπα μήπως τον συνεφέρω.
-Το ξέρω, Αφέντρα..., είπε μελαγχολικά. Αλλά θυμάμαι πως ήταν...
-Ε, σαν κι αυτό θα ήταν, τον ειρωνεύτηκα.
Αλλά ο Χ δεν καταλάβαινε. Είχε πάει πίσω έναν χρόνο.
-Το ότι κοιμηθήκαμε μαζί το θυμάσαι. Τα χαστούκια που έφαγες τα θυμάσαι;...
-Όχι!, είπε σαν να συνήλθε. Αυτό μου την δίνει!
-Και γι' αυτό στενοχωριέσαι;!, τον ρώτησα "έκπληκτη". Κάνε λίγο πιο πίσω!

Κι εκείνη την στιγμή κάποιος χτυπάει την πόρτα...
Κοιταζόμαστε ξαφνιασμένοι, και του κάνω νόημα να μπει στην τουαλέτα. Ανοίγω λίγο την πόρτα, και είναι μία φίλη που με ρωτάει εάν είναι κανείς μαζί μου γιατί άκουσε ομιλία. Της λέω ότι θα ήταν η τηλεόραση, και ευτυχώς που κρατούσα την πόρτα γιατί η τηλεόραση ήταν κλειστή. Κι εκείνη με ενθουσιασμό μου ανακοινώνει πως πάει να χτυπήσει δίπλα να φέρει και τις άλλες, να κάνουμε κάνα τσιγάρο μέχρι να νυστάξουμε (...)

Κλείνω την πόρτα, και μέσα στον πανικό ανοίγω την πόρτα της τουαλέτας, κι αρχίζω να τον σπρώχνω.
-Προχώρα!, τσίριζα χαμηλοφώνως.
-Που να πάω;!, τσίριζε κι εκείνος το ίδιο, και κοίταζε γύρω του σαν χαμένος.
-Δεν ξέρω!, του έλεγα. Πίσω από την κουρτίνα! Τι θα έκανες αν ήμουν παντρεμένη;!
-Θα τον σκότωνα και θα σας έπαιρνα μαζί μου!, είπε αμέσως.
-Τι τραβάω, Χριστούλη μου..., απελπίστηκα. Κάτω από το κρεβάτι! Μπρος!
-Δεν χωράω!, με κοίταξε φοβισμένος καθώς τον έσπρωχνα.
-Θα χωρέσεις!

Και χώρεσε.
Τρεις ώρες... Τρεις ολόκληρες ώρες κάτω από το κρεβάτι, που κάθονταν επάνω του τέσσερις γυναίκες... Που χοροπηδούσαν για να καθήσουν καλύτερα... Που κάθε φορά που γελούσαν κοπανούσαν και τα σκεπάσματα... Κι εγώ, η δόλια η Αφέντρα, να κατεβάζω τα πλαϊνά τού παπλώματος μην τυχόν ξεβραστεί κανένα πόδι... Ωραίο πράγμα η φιλία, αλλά το να κινδυνεύεις να σκάσεις τον σκλάβο σου, είναι μεγάλο μαρτύριο... Όταν δεν το προκαλείς εσύ, εννοείται...

Δεν ήξερα εάν θα έβγαινε ζωντανός.
Ήπιαμε την σαμπάνια, κάναμε τού κόσμου τα τσιγάρα, γελάσαμε όσο δεν έπαιρνε, και έφυγαν. Όταν έκλεισα την πόρτα, δεν ήξερα αν ήθελα να δω τι είχε απογίνει. Τον φανταζόμουν με τα έντερα χυμένα απ' έξω, και την γλώσσα να του κρέμεται πλαγίως από τα δόντια.
-Πες μου ότι ζεις... σε παρακαλώ... είπα γονατισμένη, με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά.
Και δεν παίρνω καμμία απάντηση...
Δεν σαλεύει τίποτα από κάτω...

Και με πιάνει πανικός...
Αρχίζω να πετάω σκεπάσματα, και να προσπαθώ να βγάλω το στρώμα, με μανία...

Κι εκεί που είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω, ένα κεφάλι βγαίνει από κάτω μου, με ένα χαμόγελο από αυτί σε αυτί... Έχω μείνει αναμαλλιασμένη, να τον κοιτάζω κατάπληκτη, με το κεφάλι να γέρνει όλο και πιο πολύ, μη πιστεύοντας τα μάτια μου.
-Αφέντρα..., είπε βραχνιασμένος.
-"Αφέντρα";!, τσίριξα χαμηλοφώνως. Ποια "Αφέντρα" μη γαμήσω;! Γιατί δεν μιλάς;!
-Γιατί έφυγαν τόσο γρήγορα...;, παραπονέθηκε.
Αφήνω τα πάντα να γλιστρήσουν από τα χέρια μου, και πηγαίνω να καθήσω στο σκαμπώ.

Και βγαίνει, με τα ρούχα του τόσο τσαλακωμένα...
Και έρχεται γονατιστός μπροστά μου. Με ένα χαμόγελο που ακτινοβολούσε χιλιόμετρα.
-Είσαι καλά;, τον ρώτησα.
-Είμαι πολύ καλά, Αφέντρα..., είπε ευτυχισμένα.
-Δεν ρωτάω για την ψυχολογική σου κατάσταση! Στην σωματική σου αναφερόμουν!
-Και η σωματική μου θα συνέχιζε να είναι καλά, αλλά το διαλύσατε..., είπε πιο ευτυχισμένα.
-Το διαλύσαμε...;
-Ναι... Αλλά και πάλι δεν είχα αρκετό χώρο για να είμαι όσο καλά θα ήμουν αν είχα...

Μόλις κατάλαβα τι μου έλεγε, σοβάρεψα.
-Συγγνώμη... Εγώ ανησυχούσα, κι εσύ τόσες ώρες είχες καύλες;...
Κοίταξε το πάτωμα κοκκινίζοντας.
-Και σε προβλημάτιζε ότι δεν είχες καταλάβει τα χαστούκια μου την προηγούμενη φορά...; Μισό λεπτό.
Κι έχω σηκωθεί και τον χαστουκίζω ασταμάτητα.
Και το ευχαριστιέμαι τόσο πολύ...

Αλλά περισσότερο από εμένα, το ευχαριστιόταν εκείνος.
Και φαινόταν.
Και μου άρεσε πολύ περισσότερο.
Μέχρι που άρχισα να γελάω.
-Μας ήπιαν την σαμπάνια, παραπονέθηκα όταν βαρέθηκα.
-Δεν πειράζει, Αφέντρα... Περάσατε ωραία... Κι εγώ, μαζί με εσάς... Να πάω να φέρω άλλη;...
-Όχι. Προτιμώ να κοιμηθούμε. 6 η ώρα πρέπει να βάλω αφύπνιση.

Και τότε σταμάτησαν και τα ευτυχισμένα χαμόγελα, και οι στύσεις, και όλη η ατμόσφαιρα βάρυνε. Ο Χ είχε ξαναπάει πίσω με αυτό που είχα πει. Ξαπλώσαμε, αλλά δεν κοιμήθηκε. Και μαζί με εκείνον, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ κι εγώ.
-Δεν ξέρω εάν έχει αξία, αλλά ούτε και την προηγούμενη φορά κοιμηθήκαμε..., του είπα ψιθυριστά στο σκοτάδι.
-Ναι... δεν είχαμε κοιμηθεί, Αφέντρα...
Ο Χ ήταν κομμάτια...

Άναψα τις απλίκες, και πήγα στο mini bar.
Έβαλα όσα ποτά χωρούσαν στην αγκαλιά μου, και τα άδειασα πάνω στο κρεβάτι. Ανασηκώθηκε διαστακτικός, τα κοίταξε μελαγχολικά, και μετά κοίταξε εμένα σαν να τον είχα μαλώσει. Και θέλω να γελάσω... Να γελάσω τόσο πολύ...
-Αφέντρα..., είπε με παράπονο.
-Ορίστε...
-Είμαι πολύ ευτυχισμένος...
-Εγώ χαίρομαι που δεν είσαι σκασμένος. Τώρα. Ευτυχισμένος-ξευτυχισμένος, αρκεί που είσαι ζωντανός.
-Αφέντρα..., ξαναπροσπάθησε.
-Άντε πάλι... Ακούω...
-Δεν ξέρω τι με έκανε να τρέξω να σας μιλήσω τότε... Δεν το έχω κάνει ποτέ... Και μέχρι να ξανασυναντηθούμε εδώ, το μετάνοιωνα που φάνηκα σαν μαλάκας... Και έλεγα ότι εδώ θα επανόρθωνα... Να μην με σκεφτόσασταν σαν μαλάκα... Να σας εξηγούσα... Αλλά εδώ τα έκανα χειρότερα... Όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σας χάσω...

Τον κοιτάζω και χαμογελάω...
Αυτές οι στιγμές, ήταν οι ωραιότερες με εκείνον...

Μιλούσαμε μέχρι την ώρα που χτύπησε η αφύπνιση.
Καπνίζαμε και πίναμε, όπως πριν βρούμε το σπίτι μας.
Παρ' όλες τις ατέρμονες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί, είχαμε κι άλλα να πούμε. Τόσα κάθε φορά, που έμοιαζε σαν να μην υπήρχε περίπτωση να τελειώσουν ποτέ. Τώρα είχαμε και "κοινούς" γνωστούς, ένα σημείο αναφοράς που ήταν το σπίτι, αλλά και κοινούς στόχους μετά τα τελευταία γεγονότα. Και μιλούσαμε με τον ίδιο τρόπο, όπως από τότε που γνωριστήκαμε: σαν να γνωριζόμασταν καλά από πάντα, σαν να μην υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί από αυτά που θα λέγαμε, όσο ακραία και απαγορευμένα κι αν ακούγονταν.

Άνοιξα την πόρτα, συνοδεύοντάς τον.
-Δεν θέλω να φύγω..., είπε με παράπονο, και στάθηκε.
Χαμογέλασα.
-Δεν θα χαθούμε. Σε λίγες ώρες ραντεβού σπίτι. Έχεις κάτι γραμμάτια να ξεχρεώσεις.
Εξαφανίστηκε.

Αλλά η πληγή του δεν είχε κλείσει.
Όλα αυτά, απλώς, την μεγάλωναν.
Η μόλυνση θα εμφανιζόταν έναν μήνα μετά.

14.11.10

Blank Pages

Υπάρχουν μερικές φορές που τα post βγαίνουν με το ζόρι.
Που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή και σκέφτομαι: "Ok. Τι το θέλεις, χαρά μου; Γιατί δεν τα σβήνεις όλα να τελειώνουμε;".
Και προσπαθώ.
Και καμμιά φορά μου στέλνουν mail και με ρωτούν: "Δεν είχατε όρεξη να το γράψετε εκείνο το post, ε;".

Και είναι η αλήθεια.
Φτάνω σε σημεία που δεν μπορώ να αφηγηθώ.
Δεν αρκούν οι λέξεις, δεν ξέρω πως να περιγράψω, δεν είμαι ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα, πολλά.
Αυτό το post είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις.

Δεν θα καταλάβει κανείς αν δεν είναι γυναίκα, αν δεν είναι Αφέντρα, αν δεν έχει ζήσει την D/s. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό.

Ok.

Την Παρασκευή το πρωΐ με πήραν τηλέφωνο από την εταιρεία courier.
Μου είπαν πως έχει έρθει το πακέτο και πως πρέπει να είναι και το προηγούμενο μαζί, γιατί είναι δύο ενωμένα με ταινία. Ήξερα εκ των προτέρων ότι αυτή θα ήταν μία πολύ περίεργη στιγμή, είτε είχε θετικό είτε αρνητικό αποτέλεσμα.

Ακύρωσα τα πάντα και έμεινα σπίτι να περιμένω.
Έβαλα τσάϊ, προμηθεύτηκα και μία κούτα τσιγάρα, και ήμουν ετοιμοπόλεμη.
Ήρθε το συνηθισμένο πακέτο με τις κασσέτες, και ένας μεγάλος φάκελος με καμμιά 30αριά χειρόγραφες Α4.

Καθόμουν στο πάτωμα, με ένα σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα, μέχρι αργά το βράδυ.
Όλες αυτές τις ώρες ένοιωθα τόση ναυτία, όση δεν υπάρχει.
Δεν μπορούσα να φάω, δεν μπορούσα να μιλήσω.
Κάπνιζα και έπινα τσάϊ, με τα ακουστικά στ' αυτιά.

Όταν τελείωνε η κάθε πλευρά τής κασσέτας, ξανάπιανα μία από τις σελίδες, και την διάβαζα μέχρι όσο μπορούσα μέχρι να πέσει το χέρι μου ξερό στο πάτωμα. Και έβαζα την άλλη πλευρά τής κασσέτας, μέχρι να τελειώσει, και μετά ξανά λίγο διάβασμα, όσο μπορούσα να αντέξω, και πάλι από την αρχή.

Τα λόγια τού Χ δεν είχαν να κάνουν με υπερβολικές εκφράσεις αγάπης, ανυπόστατους χαρακτηρισμούς, συγγνώμες και μετάνοιες. Ο Χ μού έλεγε πράγματα που δεν είχε πει σε εμένα, δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν, πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με το παρελθόν ούτε με το μέλλον αλλά με το παρόν, πράγματα που δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να επαναλάβει ή που θα τον πειθαρχούσε στο να τα κάνει συνέχεια, πράγματα ξεκάθαρα/τετράγωνα/ειλικρινά/ουσιώδη.

Στην τελευταία κασσέτα, και λίγο πριν τελειώσουν οι σελίδες, παραιτήθηκα.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με τα ρούχα, εξαντλημένη.
Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πως είναι όταν ένας σκλάβος εξομολογείται.
Δεν μπορεί να καταλάβει πόσο βάρος είναι για την Αφέντρα.

Και αυτό που θα έκανε μία vanilla να το βάλει στα πόδια, γιατί δεν θα μπορούσε να το αντέξει, για μία Αφέντρα είναι ένα ισχυρό ναρκωτικό. Ένα ισχυρό ναρκωτικό, που μπορεί να την καταβάλει προς στιγμή, αλλά τα αποτελέσματά του είναι μοναδικά διότι αυτό το βάρος μετατρέπεται σε ανοδική έλξη, ένα είδος μετρονόμου σε ό,τι αφορά στα συναισθήματά της.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα αποφάσισα να τα τελειώσω όλα.
Πήρα το walkman και τα γραπτά του στο κρεβάτι, και συνέχισα με δυσκολία.
Και όπως τελειώνω την τελευταία Α4, γυρίζω την πλευρά τής τελευταίας κασσέτας.
Ήμουν ήδη στα όριά μου.

Και στην τελευταία πλευρά, η φωνή τού Χ έλεγε, ότι η πρώτη σκέψη του ήταν να μην έρθει, γιατί μου έκανε ό,τι μου έκανε και ένοιωθε άσχημα, αλλά όπως δεν θα επαναλάμβανε το ίδιο λάθος να ξεσπάσει με τον οποιονδήποτε τρόπο, έτσι δεν θα ξαναέκανε το λάθος να κάνει αυτό που εκείνος θεωρούσε σωστό. Γι' αυτό το απόγευμα τής Παρασκευής θα πήγαινε σπίτι, να το μαζέψει, και θα πήγαινε να πάρει ό,τι είχε καταστρέψει, κι αν θεωρούσα πως ήταν καλός, και έκανε αυτό που έπρεπε, θα ήταν εκεί και θα με περίμενε. Εάν δεν ήθελα να τον δω ακόμα, δεν χρειαζόταν να μπω στην διαδικασία να επικοινωνήσω μαζί του, θα έφευγε το Σάββατο το πρωΐ, μέχρις ότου τού υποδείξω τι να κάνει.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι παίρνοντας μαζί μου τα πάντα: γραπτά, κασσέτες, walkman, τσιγάρα. Όπως ήμουν. Άνοιξα την πόρτα παίρνοντας την τσάντα μου, και θυμάμαι ότι ο μπαμπάς μου ό,τι έβγαινε από την κουζίνα. "Που πας;", με ρώτησε ανήσυχος. Μέχρι εκείνη την στιγμή κανείς δεν μου μιλούσε. Ήξεραν ότι κάτι μου συνέβαινε, καθώς ήξεραν επίσης ότι και να με ρωτούσαν δεν θα έπαιρναν απάντηση. Αλλά επειδή μπορώ να φανταστώ το δολοφονικό μου ύφος εκείνη την στιγμή, μπορώ να αξιολογήσω την αντίδραση τού μπαμπά μου ως αρκετά συγκρατημένη. Παρ' όλα αυτά, απάντηση δεν πήρε.

Περπατώντας με μεγάλα βήματα, έχωσα τα πράγματα κακήν-κακώς στην τσάντα, σταμάτησα ένα ταξί, και μετά από λίγο ήμουν με το κλειδί στην είσοδο τού διαμερίσματος. Το φως ερχόταν από τα πορτατίφ τού δωματίου. Άφησα την τσάντα επάνω στο πάσο, και είδα το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ. Όταν γύρισα, ο Χ στεκόταν στο κάσωμα τής κρεβατοκάμαρας.

Μείναμε ακίνητοι να κοιταζόμαστε για λίγο.
Ώσπου πήγε στο τραπεζάκι τού καφέ, έφερε ένα σταχτοδοχείο, το άφησε στο πάσο, πήρε τον αναπτήρα του, και έβαλε φωτιά στο χαρτονόμισμα που έριξε μέσα. Μετά γύρισε, πήγε στην ντουλάπα, έφερε το κολλάρο του, και γονάτισε μπροστά μου σκύβοντας το κεφάλι και απλώνοντας τα χέρια.

Μέχρι εδώ.

12.11.10

Cold Feet

Εάν θα στενοχωριόμουν στην περίπτωση που χωρίζαμε;
Ναι.
Και μπορεί να έκλαιγα(;), να χτυπιόμουν(;), να τα έσπαγα κι εγώ(;)
Ή και να έκανα χειρότερα.
Αλλά θα μου περνούσε.

Στις μέχρι τότε vanilla σχέσεις μου δεν ήμουν ποτέ με κάποιον μόνο και μόνο για να είμαι. Ήμουν μαζί τους γιατί το ήθελα, γιατί μου άρεσαν, και με ήθελαν και τους άρεσα κι εγώ. Όταν καταλάβαινα ότι κάτι μου έκρυβαν - σχεδόν όλες τις φορές μαλακισμένα πράγματα, διότι όποια και να ήταν τα μεγάλα μυστικά τους μου τα είχαν πει εξ' αρχής -, τους επεσήμανα πόσο ηλίθιο ήταν αυτό που έκαναν. Και δεν το ξαναέκαναν ποτέ. Ήξεραν όλοι ότι αυτό θα με απομάκρυνε σταδιακά, και δεν το ξαναέκαναν. Δεν υπήρχε λόγος να το ξανακάνουν. Δεν υπήρχε τίποτε πιο περίπλοκο και "αμαρτωλό" από ό,τι έκρυβα εγώ - ή, έστω, ό,τι μπορούσα να κρύψω...

Κάποτε ξαναβρέθηκα τυχαία με μία από τις σχέσεις μου.
Αρχίσαμε να ξαναμιλάμε, να θυμόμαστε τα παλιά, να βγαίνουμε καμμιά φορά, μέχρι που έκανε σχέση. Συναντηθήκαμε για να μου μιλήσει για εκείνη και να ζητήσει συμβουλές. Με άφησε στο σπίτι, και μετά από λίγο με πήρε τηλέφωνο. "Θέλω να σου πω κάτι", είπε μόλις το σήκωσα. "Τι;", τον ρώτησα. Έκανε μία μικρή παύση, και είπε: "Όταν ήμασταν μαζί, υπήρξαν πολλές φορές που με πλήγωσες, με έκανες να αισθάνομαι σκουπίδι. Αλλά είσαι η μοναδική γυναίκα που είχα, και ήταν τίμια και ντρόμπρα. Σου έχω τυφλή εμπιστοσύνη, να το θυμάσαι". Και το έκλεισε. Μετά από λίγο ξαναπήρε. "Μετάνοιωσες που το είπες", τον προκάλεσα. "Όχι", είπε απλά. "Πήρα να σου πω και άλλο ένα. Πάντα μου έλεγες ότι πρέπει να λέμε 'σ' αγαπώ' σε όποιον άνθρωπο εκτιμούμε, κι εγώ σου έλεγα ότι δεν μπορώ να το πω. Θα το πω σε εσένα, γιατί είναι αλήθεια. Σ' αγαπάω, Νανά. Κι ας με έκανες να αισθάνομαι έτσι. Δεν το έκανες από κακία. Γεια".

Και αυτό είναι το όλο θέμα μου.
Σε ό,τι είδους σχέσεις έχω κάνει - και σκοπεύω να κάνω - θέλω να μπορώ να επικονωνώ μαζί τους. Εάν για τις γυναίκες αυτό είναι σημαντικό μια φορά, για εμένα είναι 10. Ούτε. 100. Δεν μπορώ να ενδιαφερθώ για κάποιον εάν δεν επικοινωνώ μαζί του. Και δεν είναι κάτι που το κάνω συνειδητά. Έτσι λειτουργώ. Χωρίς την επικοινωνία δεν έχω διάθεση ούτε για "καλημέρα". Εάν με κάποιον είμαστε σε άλλο μήκος κύματος, δεν μπορώ. Έχω προσπαθήσει άπειρες φορές στο παρελθόν, αλλά δεν μπορώ. Δεν με ενδιαφέρει εάν του αρέσουν διαφορετικά πράγματα από εμένα, εάν είναι διαφορετικός τύπος ανθρώπου από εμένα. Μου αρκεί μόνο να είναι ειλικρινής, γιατί αυτό είναι για εμένα η επικοινωνία. Και έχω έναν αισθητήρα, που μόλις εντοπίσει το ψέμα και την απόκρυψη, διαλύονται τα πάντα.

Και αυτός είναι ο λόγος που οι φίλοι μου, ο κύκλος γνωριμιών μου είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, τόσο περίεργος. Σε σημείο που - πολλές φορές γελάω όταν το σκέπτομαι - αν τους βάλω σε ένα δωμάτιο, θα σκοτωθούν μεταξύ τους. Αλλά εγώ είμαι ok με αυτό. Μου αρέσει. Δίνω και παίρνω διαφορετικά πράγματα από τον καθένα, εξ' ίσου, όμως, πολύτιμα. Και η σχέση μας βασίζεται σε αυτό. Ξέρουν ότι θα τους μιλήσω ειλικρινά, και μπορούν κι εκείνοι να μου λένε τα πάντα, όπως τα νοιώθουν. Δεν έχω κατορθώσει σημαντικότερο πράγμα στην ζωή μου.

Το να έχω, λοιπόν, έναν άνδρα για να τον αποκαλώ "σκλάβο", δεν μου έλεγε - ούτε μου λέει - τίποτα. Δεν ονειρευόμουν κάτι τέτοιο. Ονειρευόμουν έναν άνδρα σαν τον Χ, σε ό,τι αφορά στον χαρακτήρα του. Αλλά όχι με τέτοια μελανά σημεία. Ήξερα πριν τον γνωρίσω ότι κάπου υπάρχει. Αλλά και που τον γνώρισα, δεν ήμουν σε θέση να ξέρω αν θα μπορούσε να τα ξεπεράσει. Και το να μην μου μιλάει ανοικτά, απλώς το έκανε χειρότερο. Εκ των πραγμάτων, ιδίως σε μία σχέση σαν την δική μας, αυτό που σε δένει με τον άλλον είναι αυτά που είχε κρυμμένα μέσα του και που μοιάζουν με αυτά που έχεις κι εσύ κρυμμένα μέσα σου. Ποιο, λοιπόν, το νόημα να λέμε ο ένας τον άλλον "Αφέντρα" και "σκλάβο", εάν κατ' ουσίαν δεν ξέρουμε τι είναι όλα αυτά; Ή τα μισά.

Οι προθέσεις τού Χ δεν ήταν δόλιες.
Δεν αποσκοπούσαν κάπου. Γνώριζα ότι τις έκανε σκεπτόμενος θετικά. Αλλά τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά, και για τους δύο. Και θα έπαιρναν μεγαλύτερες διαστάσεις μελλοντικά, διότι αυτά θα προκαλούσαν κι άλλα αρνητικά, επειδή ό,τι κρύβεται - έστω και για "καλό" - μόνο κακό θα προκαλέσει στο τέλος. Και θα ήταν εντελώς ανεγκέφαλο να συμβεί κάτι τέτοιο σε μία τόσο σπάνια σχέση.

Όταν έφυγα, και για μία εβδομάδα, ήμουν πολύ καλά.
Είχα ξεκαθαρίσει τα πράγματα, και ήταν σειρά του να πάρει τις αποφάσεις που πίστευε εκείνος ότι ήταν για καλό του. Εάν δεν ήθελε, δεν με πείραζε. Θα ήταν πολύ καλύτερα να σταματήσει ό,τι είχαμε, εκεί. Γιατί μία μέρα αυτός ο τρόπος σκέψης θα μου χάλαγε τα πάντα. Και δεν το ήθελα. Ο Χ ήταν ο καλύτερος άνδρας που είχα. Και ήθελα να τον θυμάμαι έτσι.

Εάν επέλεγε να μην ξαναέρθει, θα ήταν απολύτως αποδεκτό.
Δεν θα με πείραζε να μην τον ξαναδώ. Θα ήταν καλύτερα. Γιατί θα ήταν ειλικρινής. Και θα το εκτιμούσα. Ίσως να μην μπορούσε να ανοιχτεί άλλο. Ίσως να ήθελε να κρατά πράγματα για τον εαυτό του. Δεν είναι εύκολη η D/s. Θα μπορούσα να τον κατηγορήσω εάν τα λόγια του με τις πράξεις του ήταν η νύχτα με την μέρα. Αν στην αρχή έλεγε κάτι, και μετά το άλλαζε. Εάν αποδεικνύονταν ότι είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Αλλά ο Χ ήταν ακέραιος μέχρι τελείας. Και ό,τι του συνέβαινε, απλώς το βρήκε μπροστά του καθ' οδόν. Κι ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις θα έφευγα χωρίς συζήτηση, στην συγκεκριμένη έπρεπε να είμαι εκεί. Μαζί του.

Ο λόγος που κάποιος είναι σκλάβος, είναι γιατί θέλει να ακολουθεί εσένα, και μόνον εσένα. Εάν ακολουθεί την δική του κρίση, δεν μπορεί να λέγεται σκλάβος. Έστω κι αν αυτό το κάνει για "καλό". Διότι ακόμη και "κακό" να κάνει, όταν είναι αυτό που θέλεις εσύ, είναι το σωστό. Και αυτό έχει σημασία στην D/s. Ο σκλάβος να κάνει το σωστό. Το τι είναι καλό και τι είναι κακό, το κρίνει μόνον η Αφέντρα.

Δεν ήξερα αν το είχε καταλάβει.
Δεν είχα άλλον τρόπο να του το πω.
Αλλά ήμουν ήσυχη και πολύ ήρεμη.
Ένοιωθα καλά.

Μέχρι την Παρασκευή.

10.11.10

Foot In Mouth

Ξύπνησα.
Με το δεξί μου χέρι μουδιασμένο.
Ο Χ δεν έφυγε από την αγκαλιά μου όλη νύχτα.
Και είχε φτάσει μεσημέρι...

Έπρεπε να σηκωθώ επειγόντως.
Δεν πήγαινε άλλο.
Ήθελα ένα τσιγάρο και κάτι να πιω.

Με μεγάλη προσπάθεια τράβηξα το χέρι μου από τον λαιμό του, του έβαλα και το μαξιλάρι μου στο δικό του, έκανα την κίνηση να βάλω αντίσταση για να σηκωθώ αργά, για να μην με καταλάβει. Και το χέρι μου λύγισε από τον πόνο... Τα χέρια μου ήταν μαύρα. Μαύρα. Έχω ψιλοφρικάρει, και κοιτάζω εναλλάξ εκείνον κι εκείνα. Και έχω νευριάσει. Έχω νευριάσει πολύ...

Έκλεισα με προσοχή την πόρτα, έβαλα τσάϊ, μπήκα για μπάνιο.
Όταν βγήκα, είχε ξυπνήσει και καθόταν στην άκρη του καναπέ, με το σεντόνι γύρω του, σαν τον Ιούλιο Καίσαρα. Ή τον Βρούτο... Αγουροξυπνημένος, φοβισμένος, με το μαλλί Ο Τελευταίος των Μοϊκανών. Μπροστά του το βομβαρδισμένο Ιράκ, με αμάχους ό,τι είχαμε σε εξοπλισμό κουζίνας. Και όχι μόνο... Που να έβρισκα φλιτζάνια για το τσάϊ; Τον άφησα και κατέβηκα στους ιδιοκτήτες.
-Εχθές το γλεντούσατε, ε;, ρώτησε εκείνη, χαρούμενη.
-Α!, έκανα μία χειρονομία που έδειχνε μεγαλείο. Τα σπάσαμε!
-Περάσατε ωραία;, ρώτησε ο άνδρας της.
-Θαύμα!, του είπα μισοκλείνοντας τα μάτια.

Ανέβηκα με φλιτζάνια και ποτήρια, και ετοίμασα για να σερβίρω.
Με την άκρη τού ματιού μου τον πιάνω να σηκώνεται. Τον στραβοκοίταξα. Ξανακάθησε πιο άκρη. Σέρβιρα το τσάϊ στο τραπέζι τού καφέ, έφερα τα τσιγάρα μας, ένα ποτήρι με νερό αντί για τα αδικοχαμένα σταχτοδοχεία, και κάθησα δίπλα τους, απέναντι από εκείνον που άρχιζε σιγά-σιγά να ροδίζει...
-Φέρε μου το κινητό σου, είπα ανάβοντας τσιγάρο.
Μου έφερε το τηλέφωνο, και με το τσιγάρο στο στόμα, άρχισα να τραβάω φωτογραφίες τού χώρου πίσω μου, προσπαθώντας να είναι οι καλύτερες.
-Αυτά, θα τα φωτογραφήσεις εσύ, του είπα, και του έδωσα το κινητό και το τσιγάρο μου. Και έβγαλα το T-shirt που φορούσα.

Η έκφρασή του δεν μπορεί να περιγραφεί.
-Τράβα, τον προέτρεψα και πήρα το τσιγάρο μου πίσω.
Ο Χ δεν κουνούσε μυ.
-Τράβα!, ύψωσα την φωνή.
Και άρχισε να τραβάει φωτογραφίες τα μαυρισμένα από την οργή του χέρια μου, ταραγμένος, φοβισμένος, καταβεβλημένος. Όταν τελείωσε, του πήρα το κινητό από το χέρι και το πέταξα στον καναπέ.
-Λοιπόν. Αυτός είναι μονόλογος που θα ακούσεις μία και τελευταία φορά. Άκου καλά. Εάν, όταν γυρίσεις πίσω, αρκεστείς στην θέα που θα σου προσφέρουν τα βυζιά μου στις φωτογραφίες, σημαίνει ότι είσαι μια χαρά. Και ότι έχεις προοπτικές. Αλλά χωρίς εμένα. Εάν δεν μπορέσεις να πάρεις τα μάτια σου από τις μελανιές, θα πρέπει να σκεφτείς πολύ καλά τα εξής. Την επόμενη φορά που θα ξαναβάλεις εσένα πάνω από εμένα, θα είναι και η τελευταία που θα το κάνεις με εμένα. Εάν έχεις την δυνατότητα να σκέφτεσαι για εμένα χωρίς εμένα, εμένα δεν με χρειάζεσαι. Σου είμαι περιττή.

(...) Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και να βρούμε λύση για ό,τι είναι αυτό που σε ενοχλεί, μα για ό,τι είναι αυτό, και να το δουλεύαμε ένα πράγμα την φορά, μαζί. Η επιλογή να μαζεύονται μέσα σου διάφορα, εν αγνοία μου, στο μέλλον θα δημιουργεί μόνο μελανιές στα δικά μου χέρια. Κι επειδή με έχεις συνηθίσει στο "Αφέντρα" τόσο καιρό, το να γίνεσαι εσύ αφέντης με το να αποφασίζεις τι είναι καλό να μου κρύβεις και τι να μου λες, θα με δυσκολέψει. Γι' αυτό, καλό θα είναι να γυρίσεις πίσω και να σκεφτείς τι θέλεις να κάνεις.

(...) Εχθές νόμιζα ότι σου έκανα κακό την περασμένη εβδομάδα και ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχα υπολογίσει. Στο πρώτο δεν έπεσα, με έριξες έξω. Στο δεύτερο, όμως, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ήξερα ότι τις αποφάσεις τις έπαιρνα εγώ. Δεν ήξερα ότι είχες αλλάξει γνώμη. Ότι εσύ ήξερες καλύτερα για εμένα. Και εδώ θα πρέπει να σε ευχαριστήσω που με προφύλαξες από το να μην μου λες τι πραγματικά αισθάνεσαι. Φαντάζομαι ότι ήταν τόσο λογικό, όσο το να πηγαίνουμε στην παραλιακή με την όπισθεν, ε;

(...) Δεν έχω κανένα πρόβλημα όταν τα σπας. Κανένα, όμως. Αλλά να τα σπας γιατί εσύ παίρνεις τις αποφάσεις, όχι για εμάς, για εμένα, έχω, και μάλιστα τεράστιο. Βρες, λοιπόν, χρόνο να τα σκεφτείς, κι αν αποφασίσεις ότι σου είναι δύσκολο, μην ξαναέρθεις. Εάν πρόκειται να χωρίσουμε για κάτι που δεν αλλάζει, ok. Εάν πρόκειται να χωρίσουμε για κάτι που εσύ κρίνεις είτε σωστό είτε λάθος, μην ξαναέρθεις. Το εννοώ. Εκτός κι αν θέλεις να συνεχίσουμε έτσι. Ούτε εκεί έχω πρόβλημα. Αλλά θα έχεις εσύ. Γιατί θα δεις κάποια άλλη μία μέρα. Και δεν θα είναι αυτή που γνώρισες. Θα είναι κάποια που θα την κάνεις να σε σιχαθεί.

(...) Δεν έχω εκπαιδευτεί στο να διαβάζω μυαλά. Έχω εκπαιδευτεί στο να συζητώ και να βρίσκω λύσεις. Εάν δεν σε ενδιαφέρει ή δεν μπορείς, θέλω να το ξέρω. Μην υπολογίζεις σε μελλοντικά ξεσπάσματα που έχουν να κάνουν με τις λανθασμένες σου κρίσεις, και οδηγούν κι εμένα σε λάθος συμπεράσματα. Δεν με ενδιαφέρουν οι μελανιές. Με ενδιαφέρει η ουσία. Για να φτάσεις σε αυτό το σημείο, σημαίνει ότι ξέφυγες από τις δικές μου παραμέτρους. Και σε διαβεβαιώ, είναι η τελευταία φορά.

(...) Μέχρι τώρα μπορούσα να δεχθώ τις όποιες ανασφάλειές σου. Όπως είχες εσύ από την δική σου πλευρά, έτσι είχα κι εγώ από την δική μου. Και έρχεσαι εχθές για να μου πεις ότι δεν αντέχεις άλλο, για ένα πρόβλημα, που εσύ λογίζεις ως τέτοιο, που δημιουργήθηκε μόνο στο δικό σου το μυαλό και διογκώθηκε γιατί δεν μου είπες τίποτα. Και φτάσαμε στο σημείο, να αφήνουμε αυτό που καταφέραμε σαν πρωτάκια, για να με γυρίσεις πίσω. Σαν να έχουμε φάει γλάστρες στο κεφάλι καθ' οδόν, και να φοβάσαι αν μας πετύχουν τα πιατάκια. Αλήθεια πιστεύεις ότι με νοιάζει; Αλήθεια πιστεύεις ότι δεν μπορώ να βρω λύσεις σε ό,τι μου παρουσιάζεται; Και, τελικά, αλήθεια, γιατί τότε με λες "Αφέντρα";

(...) Δεν μπορείς να με γυρίσεις πίσω. Δεν γυρίζω πίσω ποτέ. Το κάνω αυτό γιατί σου δίνω μία δεύτερη ευκαιρία. Μην νομίζεις ότι πιστεύω στις δεύτερες ευκαιρίες. Απλά, είμαι πολύ κακιά, και με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζω το ελάχιστο ποσοστό που θα μπορούσα να έχω κάνει λάθος. Εάν την κάψεις, μην τολμήσεις να ξαναεμφανιστείς μπροστά μου ούτε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μέχρι τότε, θα μείνουμε εδώ. Θα είναι μία παύση. Δεν θέλω να έρθεις την επόμενη εβδομάδα. Κι αν δεν έχεις πάρει τις αποφάσεις σου, μην έρθεις ούτε την μεθεπόμενη. Ίσως θα πρέπει να συνηθίσεις στο να μην έρχεσαι καθόλου. Δεν μου μαύρισες τα χέρια. Μου κλόνισες την εμπιστοσύνη που είχα σε εσένα. Αυτό θα βλέπεις στις φωτογραφίες. Γιατί αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσες να μου κάνεις.

(...) Εάν ήθελα κάποιον να με προφυλάσσει, θα του το ζητούσα. Και δεν θυμάμαι να ζήτησα τίποτε άλλο από εσένα, εκτός από να είσαι ο εαυτός σου. Τίποτα διαφορετικό από ό,τι ζητώ από όλους. Εάν θέλεις να κρύβεσαι, θα πρέπει να ψάξεις για κάποια που της αρέσει το κρυφτό. Εγώ δεν παίζω. Και εάν μετά από έναν χρόνο θέλεις να με ξαναγυρίσεις στην αρχή, γύρισε μόνος σου. Εγώ δεν αντέχω την μαλακία. Ό,τι έγινε εχθές, ήταν η μεγαλύτερη μαλακία που θα μπορούσε να συμβεί. Ιδίως μετά από την εβδομάδα που περάσαμε. Δεν θα είχα πρόβλημα εάν έφευγες τρέχοντας. Εξ' άλλου, κάτι τέτοιο περίμενα. Δεν θα είχα πρόβλημα, επίσης, εάν μου έλεγες ότι δεν με αντέχεις. Και αυτό το περίμενα. Το να έρθεις και να κάνεις όλα αυτά, γιατί εσύ θεώρησες σωστό κάτι και απέρριψες ως λάθος κάτι άλλο, ήταν το πιο μαλακισμένο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις. Αν θέλεις να με ξενερώσεις, αν θέλεις να αλλάξω γνώμη για ό,τι μας συμβαίνει, εάν καταβάλεις προσπάθειες για να σε σιχαθώ, είσαι σε πολύ καλό δρόμο. Συνέχισε.

Τελείωσα το τσάϊ μου, έσβησα το τελευταίο τσιγάρο, και τον άφησα σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη της προηγούμενης βραδιάς, για να μπω στην κρεβατοκάμαρα. Πριν λίγες ώρες μπορεί να ένοιωθα συντριβή για ό,τι υπήρχε περίπτωση να του είχα προκαλέσει, αλλά εκείνη την στιγμή δεν ένοιωθα τίποτε άλλο από αηδία. Πριν από λίγες ώρες ήμουν έτοιμη να επανορθώσω για ό,τι του είχα προκαλέσει, αλλά εκείνη την στιγμή δεν ήθελα να πω ούτε μισή κουβέντα παραπάνω. Είχα ασχοληθεί πολύ περισσότερο. Και αυτό γιατί ήταν πολύ σημαντικός για εμένα. Εάν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, ούτε που θα ξανάκουγε την φωνή μου να του απευθύνεται.

Ντύθηκα με μεγάλη δυσκολία - δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου πάνω από το ύψος τού στήθους... -, και βγαίνοντας πήρα την τσάντα μου. Προχώρησα προς την πόρτα.
-Να μαζέψεις τα πάντα και, εάν ξαναγυρίσω, φρόντισε να είναι όλα αντικατεστημένα.
Πήγε κάτι να πει. Τον κοίταξα έντονα.
-Δεν πιστεύω να θέλεις να μου μιλήσεις...
Κατέβασε τα μάτια κάτω.

Άνοιξα την πόρτα αλλά την ξανάκλεισα.
Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα ένα 100στάρικο.
Τον πλησίασα και του το έβαλα στο χέρι.
-Αυτό είναι από εμένα. Εάν, τελικά, ξαναπάς εκεί που πηγαίνεις, και σου ξαναπούν να γονατίσεις, κάνε το. Εκείνες μπορεί να μην είναι εγώ, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα είναι 100% καλύτερες από εμένα. Αλλά θα έχουμε ένα κοινό. Καμμιά μας δεν θα σε ξέρει.

Και έφυγα.

8.11.10

The Observer

Προσπαθούσα να συνέλθω από το σοκ.
Όχι μόνο δεν είχε καμμία σχέση αυτό που υπέθετα με αυτό που του συνέβαινε, ήταν το ακριβώς αντίθετο... Και δεν ξέρω σε τι κατάσταση θα ήμουν, εάν δεν με ταρακουνούσε σχεδόν σε κάθε πρότασή του. Με τράνταζε, με τα χέρια του σαν μέγγενη να έχουν σφίξει τα δικά μου. Με τράνταζε, και με πονούσε αφάνταστα... Το πρόσωπό του ήταν τόσο κοντά στο δικό μου, που έπρεπε να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου γιατί η αναπνοή του μου στέγνωνε τα μάτια...

Αλλά ο πόνος ο δικός μου δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον δικό του...

Όταν σταμάτησε να μιλάει, με κοίταξε θλιμμένος, και άφησε τα χέρια μου απότομα. Ήθελα να φωνάξω από τον πόνο, αλλά το μόνο που έκανα ήταν να μορφάσω έντονα. Πήγα στο αυτοκίνητο, κλείδωσα, και πήρα τηλέφωνο τον Α. Του είπα να έρθει να το πάρει, γιατί εμείς διασκεδάζαμε και είχαμε πιει... Του έπιασα το χέρι και του είπα να πάμε σπίτι μας.
-Δεν μπορώ..., είπε αμέσως, αδύναμα. Δεν θέλω να πάω σπίτι...
-Τι θέλεις;, τον ρώτησα.
-Θέλω να τα σπάσω!, είπε αγανακτισμένος μέσα από τα δόντια του.

Τον άφησα και σταμάτησα ένα ταξί.
Γύρισα και τον πήρα από το χέρι, οδηγώντας τον στο πίσω κάθισμα, δείχνοντάς του να μπει πρώτος. Μπήκα, είπα στον οδηγό που πηγαίνουμε, και τον κοίταξα. Είχε στρέψει το κεφάλι του, και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Έβαλα το χέρι μου πάνω στο πόδι του, και γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος. Τότε, σαν να άδειασε, άφησε το σώμα του να ξαπλώσει, και έβαλε το κεφάλι του στα πόδια μου, με τα χέρια του να κρέμονται από το κάθισμα. Ο Χ ήταν άρρωστος. Η απόσταση είχε αρχίσει να τον ενοχλεί...

Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μας, του κρατούσα το σώμα σφιχτά, σαν να τον είχα πάρει από το νοσοκομείο, σαν να νοσηλευόταν μέρες, σαν να μην είχε δυνάμεις ούτε να καθήσει. Ούτε να μιλήσει. Όταν πήγα να βάλω το κλειδί στην εξώπορτα, με τράβηξε από το χέρι, τρομαγμένος.
-Δεν μπορώ να ανέβω επάνω..., είπε σαν να του έρχονταν εμετός.
Έβαλα το χέρι του μέσα στο δικό μου, και σχεδόν τραβώντας τον, ανεβήκαμε επάνω. Μόλις έκλεισα την πόρτα, έμεινε ακίνητος, μόλις 1-2 βήματα μέσα στο διαμέρισμα. Πήγα στην κουζίνα, άφησα την τσάντα μου στο πάσο, άδειασα ένα εμφιαλωμένο νερό, και έκοψα το μπουκάλι. Ρίχνοντάς του μια ματιά, πήγα στο σαλόνι, πήρα το βάζο, άδειασα το νερό μέσα στο μπουκάλι και έβαλα τα λουλούδια.

Του έδωσα το βάζο στο χέρι, και προχώρησα στο σαλόνι για να βάλω τέρμα την μουσική. Το θέμα μας με την αστυνομία έμοιαζε να μην μπορούσαμε να το ξεπεράσουμε με τίποτα. Γύρισα και τον κοίταξα. Με κοίταξε έντονα - όπως κι εγώ - και έσφιξε τα χείλη, θυμωμένος. Πέταξε το βάζο στον τοίχο, χωρίς καν να το κοιτάξει. (Αυτός ο ήχος είναι ακόμη στα αυτιά μου...) Το βάζο έγινε κομμάτια, θρύψαλα, χτυπώντας σε τραπέζι και καρέκλες. Τον ξανακοίταξα. Με κοιτούσε αμίλητος, περιμένοντας να ανιχνεύσει κάποια αντίδρασή μου. Όταν είδε πως η έκφρασή μου δεν άλλαξε στο παραμικρό, γαμήθηκε ο Δίας...

Άνοιγε τα ντουλάπια, και πετούσε με δύναμη στους τοίχους ό,τι έβρισκε...
Ποτήρια, φλιτζάνια, πιάτα, σταχτοδοχεία... Ανέκφραστος, αμίλητος... Σαν να ήταν ένας τοξότης, και σκόπευε στόχους... Η ένταση τής μουσικής δεν μπορούσε να καλύψει τους ήχους, και δεν μπορούσε να ξεπεράσει ούτε την δική του... Αναποδογύριζε συρτάρια, πετούσε κάτω ό,τι δεν έσπαγε μέχρι να βρει αυτό που σπάει...

Όταν δεν έμεινε τίποτε όρθιο - ακόμα και οι μικροσυσκευές, τα μαχαιροπήρουνα, τα πάντα - μπροστά του, άνοιξε το ψυγείο. Κι εκεί στάθηκε. Κοιτούσε το εσωτερικό του, απαθής. Άπλωσα το χέρι και έκλεισα την μουσική, κοιτάζοντας τον χαλασμό. Γύρισε αργά και με κοίταξε. Και αφήνοντας το ψυγείο ανοικτό, ήρθε με δυσκολία μπροστά μου, και γονάτισε. Αγκάλιασε τα πόδια μου, και μείναμε έτσι, δεν θυμάμαι για πόση ώρα...

Μέχρι που η αγκαλιά του χαλάρωσε, και τα χέρια του έπεσαν χαμηλά στους αστραγάλους μου, και το κεφάλι του βαρύ πάνω στις γάμπες μου. Τον βοήθησα να σηκωθεί, τραβώντας τον από τους αγκώνες, και τον οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα. Τον έβαλα να καθήσει στην άκρη του κρεβατιού, και άρχισα να τον γδύνω. Τον παρατηρούσα προσεκτικά, μήπως και συνέλθει, έστω και/για λίγο. Αλλά ο Χ δεν ήταν εκεί... Εάν ήταν, θα ξέφευγε πανικόβλητος από τα χέρια μου, κατακόκκινος από ντροπή. Μπροστά μου ήταν ένας άνθρωπος εξουθενωμένος, ανήμπορος, αμέτοχος, αλεξίθυμος. Έβαλα τα πόδια του στο κρεβάτι, και ξάπλωσε στο πλάϊ, μαζεύοντάς τα στο στήθος του.

Κλείδωσα, έσβησα τα φώτα, και άναψα τα πορτατίφ τού δωματίου για να μπορώ να τον βλέπω καλά. Γδύθηκα και ξάπλωσα δίπλα του. Δεν με κοιτούσε. Προφανώς, ούτε εγώ ήμουν εκεί για εκείνον... Η ματιά του έπεφτε ακριβώς απέναντι, στην ευθεία που ήταν το πρόσωπό του. Τον πλησίασα και τον χάϊδεψα απαλά στα μαλλιά.
-Τελείωσε, του είπα απλά.
Μόλις άκουσε την φωνή μου, με κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια σε μία έκφραση λύπης/πόνου.
-Τελείωσε, επανέλαβα και άνοιξα την αγκαλιά μου.
Κοίταξε τα χέρια μου με το ίδιο ύφος, και χώθηκε στην αγκαλιά μου, βάζοντας το κεφάλι του στο στέρνο μου, σπρώχνοντας όσο μπορούσε για να χωθεί κάτω από τον λαιμό μου. Με έπνιγε, αλλά χαμογελούσα... Και όταν αισθάνθηκε ασφαλής, χαμήλωσε το σώμα του στο κρεβάτι, και έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη μου, κουνώντας το δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να μπει όσο πιο βαθιά μπορούσε. Με έσπρωχνε προς τα πίσω, και με έκανε να γελάω, παρακολουθώντας τον για να δω πότε θα σταματούσε. Όταν άρχισα να τον φιλάω στο μέτωπο - περισσότερο για να σταματήσω να γελάω, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να γελάω πνιχτά... -, έμεινε ακίνητος.

Και μετά από λίγο κοιμήθηκε...

Όταν κατάλαβα ότι κοιμόταν βαθιά, αποτραβήχτηκα για να τον αφήσω να αναπνεύσει. Τα ρουθούνια του είχαν γίνει βεντούζες, και σχεδόν μου τραβούσαν το δέρμα. Για να μην σκάσει - αλλά κυρίως για να μην σκάσω εγώ από τα γέλια... -, απομακρύνθηκα, με σκοπό να σηκωθώ να κάνω ένα τσιγάρο. Θα σκότωνα για ένα τσιγάρο εκείνη την στιγμή... Αλλά δεν πρόλαβα ούτε το πόδι μου να βγάλω έξω από το σεντόνι... Άνοιξε τα μάτια έντρομος, κοίταξε όπου μπορούσε, μετά η ματιά του έπεσε πάνω στα στήθη μου, πήρε φόρα, και ξαναβούτηξε ανάμεσά τους. Έβαλα το χέρι μου στο στόμα για να συγκρατήσω τον ήχο, και γελούσα άηχα, καθώς εκείνος έψαχνε να βρει την αρχική του θέση. Τα ρουθούνια του πρέπει να είχαν αφήσει αποτύπωμα στο δέρμα μου, γιατί την βρήκε, και πήγε και ξανακόλλησε εκεί.

Δεν ξέρω που βρήκα την ψυχραιμία και δεν ξέσπασα σε γέλια...
Βρήκα, όμως, παιχνίδι...!
Μόλις καταλάβαινα ότι κοιμόταν βαθιά, τραβιόμουν, περίμενα, άνοιγε τα μάτια, κοιτούσε όπου έβρισκε, ταραγμένος, και ξανάκανε την βουτιά, ανήσυχος. Και ξανά, και ξανά, και ξανά. Γελούσα με την ψυχή μου, γιατί αν γελούσα κανονικά θα τα χάλαγα όλα... Μέχρι να ξημερώσει, τον είχα σπρώξει δύο φορές στην άλλη άκρη, για να μπορώ να πηγαίνω πάλι πίσω και να έρχεται ψάχνοντας, σαν το νεογέννητο...

Και τότε κοιμήθηκα κι εγώ.