27.6.10

Say My Name, Say My Name

Το όνομά μου, είναι το πιο όμορφο γυναικείο όνομα στον κόσμο.
Το πιο εύηχο, το πιο θηλυκό, το πιο αισθησιακό.
Δεν υπάρχει άλλο όνομα που θα ήθελα να έχω.
Το λατρεύω.

Κάποτε, κάποιος που ήταν ερωτευμένος μαζί μου, είχε γράψει μία κασσέτα, στην οποία ανέφερε τους λόγους για τους οποίους με είχε αγαπήσει, και γιατί θα έπρεπε να γίνουμε ζευγάρι. Κάθε γυναίκα θα ένοιωθε κολακευμένη με το περιεχόμενό της, και όντως ήταν μία εξαιρετική σκέψη και κίνηση από έναν άνδρα. 60 λεπτά ταινίας, κι εγώ κόλλησα στο τελευταίο. Είχε πάρει ένα κομμάτι από ένα κλασσικό rock τραγούδι, στην γέφυρα του οποίου ο τραγουδιστής ψιθύριζε το όνομά μου τρεις φορές, και το έγραψε άλλες τόσες. Περιττό να πω, ότι η κασσέτα είναι λιωμένη σε εκείνο το σημείο...

Με τον Χ, όμως, είχα ξεχάσει το όνομά μου. Κυριολεκτικά.
Τόσους μήνες σχέσης, και δεν το είχε ξεστομίσει ποτέ. Δεν χρειάζεται να πω τι ένοιωσα. Ήταν τόσο περίεργο το συναίσθημα... Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα αμηχανία μαζί του. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν με είχε αποκαλέσει ποτέ με το όνομά μου.
-Συγγνώμη...;, είπα έτοιμη να μου πέσει το σαγόνι στο πάτωμα.
-Μπορώ να πάω να πάρω έναν καφέ;, με ρώτησε ανυποψίαστος.
Μπλόκαρα.
-Καφέ...;, ρώτησα σαν να μην ήξερα τι ήταν ο καφές.

Με κοίταξε με απορία.
Τι ξανθιά, και τι βλαμμένη... Είχα φύγει. Εντελώς. Κοιταζόμασταν. Πράγμα πολύ σπάνιο για εμάς... Δεν θυμάμαι τι μου είπε, τι του είπα. Πήγε να πάρει καφέ. Τον κοιτούσα σαν το μαλακισμένο, να στέκεται στην ουρά και να περιμένει. Η φωνή του έπαιζε συνέχεια στο μυαλό μου. Δεν έλεγα να ξεκολλήσω. Τα είχα δει όλα. Ποια μούλικα; Ποιοι κάφροι; Ποιο πλοίο; Εγώ ταξίδευα στον κόσμο μου.

Η ναυτία που ακολούθησε, δεν ξέρω αν ήταν από το κούνημα.
Ξέρω, όμως, ότι όταν ήρθε και κάθησε απέναντί μου - συνεχίζοντας να είναι ανυποψίαστος... - πρέπει να τον κοιτούσα σαν να μην τον ήξερα.
-Θέλεις λίγο να μου επαναλάβεις τι είπες;...
-Ποιο; Αυτό για τον καφέ;..., απόρησε.
-Ποιος τον γαμάει τον καφέ, χαρά μου;... Θέλεις να πεις άλλη μία φορά το όνομά μου;
-Νανά, είπε χαμογελαστός. Σκεφτόμουν τόση ώρα ότι δεν σε έχω ξαναπεί "Νανά".

Νάτος και ο ενικός! Περίφημα!
-Διάολε... εμείς δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα... Να μου το θυμηθείς...
-Γιατί;..., ρώτησε μαλακά, ενώ συνέχιζε να χαμογελάει αθώα.
-Δεν φταίει κανείς άλλος, είπα και άρχισα να κοιτάζω γύρω μου. Φταίω εγώ, που δεν πήρα και το βαλιτσάκι του Sport Billy με τα απαραίτητα μαζί μου, να σου απαντήσω στο "γιατί"... Μπορώ, βέβαια, πάντα να αυτοσχεδιάσω...
-Εγώ, πάντως, έχω μαζί μου την Vanda, είπε χαρούμενα και αυτάρεσκα. Και δεν χρειάζεται να αυτοσχεδιάσω.

Ήθελα να ανοίξω τις πόρτες και να πέσω στην θάλασσα...
-Έχω την εντύπωση ότι αυθαδιάζεις;...
-Όχι, Νανά..., είπε απολογητικά. Την αλήθεια λέω...
Θα τον σκότωνα... Μα την Παναγία, θα τον σκότωνα... Ήξερε τι έκανε. Ήξερε τι μου έκανε.
-Όταν θα επιστρέψουμε στην Αθήνα, να μου θυμίσεις να πάρω και ένα πιεσόμετρο για το βαλιτσάκι... Ή, μάλλον, για την τσάντα μου... Ποτέ δεν ξέρεις, τελικά...
-Είμαι προκλητικός, Νανά;..., ρώτησε ντροπαλά.
-Ναι, του είπα, καθώς μου έρχονταν απανωτά τα εγκεφαλικά.
-Να σταματήσω;...
-Όχι.

Το υπόλοιπο της συζήτησης δεν θα το αναφέρω.
Αυτό που χρειάζεται να εννοηθεί, είναι ότι η συζήτηση έγινε μία παρτίδα squash. Τρέχαμε καταϊδρωμένοι, να αποκρούσουμε το μπαλάκι με τις ατάκες του καθενός, που έπεφταν με ορμή αλλά και πλάγιο τρόπο συγχρόνως, χτυπώντας στον τοίχο των αντιστάσεών μας. Ο περιορισμός του χώρου δεν μπορούσε να αποτρέψει την έκταση των σκέψεών μας. Φτάναμε στα όριά μας, και μετά πάλι το ξεκινούσαμε από την αρχή. Κι αυτό που έχει αξία από εκείνο το ταξίδι, είναι ότι μία Αφέντρα έδωσε σε έναν σκλάβο την ελευθερία του, κι εκείνος δεν πήγε πουθενά.

Φτάνοντας στον προορισμό, ήμουν έτοιμη για τα πάντα.
Για τα πάντα, όμως...
Εκτός από εκείνο που μας συνέβη.

22.6.10

Full Speed Ahead

Αρχές Σεπτέμβρη, ετοιμαζόμασταν για τις διακοπές.
Ο Χ έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.
Εγώ, από την άλλη, και μόνο στην σκέψη ότι θα ανέβαινα σε πλοίο, έβγαζα νύχια...

Βέβαια, ήταν Σεπτέμβριος.
Πόση κίνηση να είχε; Πόση καθυστέρηση; Πόσο κακό είναι να φτάχνεις μία στο τόσο βαλίτσες; Και τι μου έφταιγε ένας άνθρωπος που είχε υποστεί τόση ταλαιπωρία για εμένα; Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω, ήταν να πάω μαζί του διακοπές. 10 μερούλες. Δεν γαμιόταν;

Ασφαλώς και ήξερε ότι δεν ήταν το καλύτερό μου.
Με είχε ρωτήσει 100 φορές εάν ήθελα πραγματικά να πάω. Έλεγα "ναι". Αλλά ήταν κατά το ήμισυ η αλήθεια. Ήθελα να πάω. Αλλά όχι πραγματικά. Βασικά, δεν ήξερα που θα πηγαίναμε. Γενικά, δεν ρωτάω ποτέ κανέναν που θα πάμε. Όπου με πηγαίνουν, πάω. Πολύ λίγο με ενδιαφέρει το "που". Με ενδιαφέρει το "με ποιον". Κι όταν τα άτομα που με γνωρίζουν μου προτείνουν να πάμε κάπου, το μόνο που ρωτώ, είναι "τι να φορέσω;". Ο Χ κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό τον προορισμό. Το μόνο που μου είχε πει, ήταν ότι θα είναι νησί.

Ok.
Ετοίμασα τα πράγματά μου, πήρα και το αγαπημένο μου μαγιώ - πιο sexy μαγιώ δεν έχω φορέσει στην ζωή μου... -, το οποίο σπανίως φοράω για να μην μου χαλάσει. Οπότε, σκεφτόμουν ότι θα κάνω μπάνια, θα φοράω το αγαπημένο μου μαγιώ, και ότι εκείνος θα ξεκουραζόταν. Αυτά είχα ως θετικά.

Γιατί όταν ήρθε η μέρα να ταξιδέψουμε, ήμουν όλη μία αρνητική ενέργεια.
Από μέσα μου. Από έξω μου, τα έχουμε πει. Κυρία... Ενώ, λοιπόν, το κυριλίκι έκανε απ' έξω τα δικά του, από μέσα, ήμουν με τον διάολο καβάλα... Είχα ξυπνήσει 8 χαράματα, βρέθηκα σε ένα άθλιο λιμάνι, μπήκα μέσα σε ένα πλοίο που φώναζαν οι καφροέλληνες, τσίριζαν τα μούλικά τους. Είναι τόσο καλύτερο να πάρεις την γιαγιά σου μαζί στο ταξίδι, από εμένα. Γιατί εγώ έχω τόσα νεύρα... Κι ενώ η γιαγιά σου θα "έδινε τόπο στην οργή" - όπως έλεγε η δική μου -, εγώ θα θέλω να σε τσιμπήσω, να σε δαγκώσω, να σε γρατζουνίσω, να σε κλωτσήσω κάτω από το τραπέζι. Γιατί; Γιατί είμαι πολύ καλός άνθρωπος. Τελεία. Και παύλα.

Είχα, όμως, με κάτι να ασχολούμαι.
Όταν συζητούσαμε για το ταξίδι, του είπα ότι για αυτές τις 10 ημέρες θα συμπεριφερόμασταν σαν "κανονικό ζευγάρι". Τούτ' έστιν, κομμένοι οι πληθυντικοί, το βάδισμα πίσω μου, κτλ, κτλ. Το να είμαστε έτσι μπροστά σε κόσμο, και αλλιώς στο δωμάτιο ή όταν μέναμε μόνοι, το έβρισκα τραγικά γελοίο. Ή έτσι ή αλλιώς. Αυτά που ξέραμε, στην πατρίδα. Όχι στην ξενιτιά.

Περίμενα, λοιπόν, να πει κάτι.
Μέχρι να ξεκινήσει το γαμωπλοίο, δεν του είχε έρθει. Κι εγώ περίμενα να δω πως θα ήταν να είμαστε "κανονικό ζευγάρι". Όχι ότι είχα αμφιβολίες για το πως με έβλεπε ο Χ. Αλλά είχα μεγάλη περιέργεια να δω πως είναι να μου μιλάει στον ενικό. Ασφαλώς, και δεν περίμενα να μου πιάνει το χέρι ή να ακούσω από πουθενά κανένα "μωρό μου" ή "αγάπη μου", γιατί ένας θα γύριζε πίσω. Κι αυτός με χειροπέδες. Και όχι αυτές του BDSM.

Κι εκεί που σκεφτόμουν πως θα ήταν αν είχα μαζί μου καμμιά 10ριά gag, να βουλώσω μερικά στόματα ή πως θα ήταν αν ξαναέβαζα κάποια βλαστάρια από εκεί που είχαν βγει - και δεν εννοώ τις μήτρες... -, άκουσα κάτι που δεν είχα ξανακούσει ποτέ.

-Νανά...;

20.6.10

What Goes Around, Comes Around

Υπάρχει μία σαφής διαφορά για τις Domina, όταν ετοιμάζονται για έξοδο από όταν ετοιμάζονται για έφοδο. Στις συνομιλίες Μας αναφερόμαστε πάντα σε αυτό. Ναι, είναι ωραία να είσαι γυναίκα και να ετοιμάζεσαι, να χτενίζεσαι, να βάφεσαι, να φοράς τα ωραία σου ψηλοτάκουνα για να βγεις. Όταν αυτά γίνονται την ώρα που προετοιμάζεσαι να ελευθερώσεις τα μύχια ένστικτά σου, έχουν άλλη βαρύτητα, άλλη αξία, άλλη αίσθηση.

Έκανα το μακιγιάζ μου μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας.
Κοιτούσα τις μελανιές μου και χαμογελούσα ευδιάθετη. Ήταν μετά τις 9, είχε δροσίσει, και ο Χ είχε ανοίξει πόρτες/παράθυρα για να μπει φρέσκος αέρας. Πηγαινοερχόταν, γιατί έβγαζε για να απλώσει τα ρούχα από το πλυντήριο. Τον έπιανα να ρίχνει κλεφτές ματιές. Ο Χ όποτε ετοιμαζόμουν - και ειδικά όταν βαφόμουν - ήθελε να κοιτάζει. Καθόταν γονατισμένος έξω από την τουαλέτα και κοιτούσε ήσυχος τις κινήσεις μου. Είχε πει πολλές φορές, ότι αυτή η προετοιμασία για εκείνον, ήταν εξ' ίσου σημαντική με ό,τι ακολουθούσε. Το ίδιο ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ.

Το πρόσωπό του συννέφιασε, όταν πήρε στα χέρια του την ματωμένη μαξιλαροθήκη.
-Δεν βγήκαν τα αίματα, Αφέντρα..., είπε στενοχωρημένος, κοιτάζοντάς την ακόμα.
-Φαίνεται να με πειράζει;, του έπιασα το πρόσωπο, στρέφοντάς το προς το δικό μου.
Χαμογέλασε ντροπαλά. Όταν τελείωσε, ήρθε να μου το ανακοινώσει.
-Το δωμάτιο είναι έτοιμο;, τον ρώτησα χωρίς να σταματήσω αυτό που έκανα.
-Μάλιστα, Αφέντρα..., είπε χαμηλόφωνα.
-Πολύ καλά. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα για να διαλέξω τι θα φορέσω.
Πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα και με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε ό,τι πίστευε πως θα ήθελα επάνω στο κρεβάτι. Αφού επέλεξα, πήγα στο σαλόνι έβαλα μουσική και επέστρεψα στην τουαλέτα.

-Μπορείς να έρθεις, του είπα αφοσιωμένη στο μακιγιάζ μου.
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω την φράση μου, είχε ήδη γονατίσει έξω από την πόρτα.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί, και χτύπησε το τηλέφωνό του.
-Μου επιτρέπετε, Αφέντρα;...
-Φυσικά...
Πήρε το τηλέφωνο και ήρθε στο άνοιγμα. Όποτε χτυπούσε το τηλέφωνό του ερχόταν μπροστά μου. Όταν χτυπούσε το δικό μου - ακόμα κι αν τρώγαμε - έφευγε διακριτικά.

Στο τηλέφωνο ήταν ο Α.
Ήθελε να έρθουν. Ο Χ σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε με απορία, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση που του γινόταν - αν μπορούν να περάσουν για λίγο. Χαμογέλασα λέγοντάς του άηχα "ναι".
-Δεν ξέρω τι θέλουν..., είπε σηκώνοντας τους ώμους.
-Θέλουν να απολογηθούν, του είπα, χωρίς να πάψω να χαμογελάω. Από την ώρα που έφυγαν, εμείς μπορεί να κοιμηθήκαμε, εκείνοι, όμως, δεν πρέπει να σταμάτησαν να μας σκέφτονται. Και δεν αισθάνονται καλά. Το έχουν ξανακάνει αυτό; Να θέλουν να έρθουν σπίτι μας;
-Όχι, Αφέντρα... Ποτέ..., άρχιζε να καταλαβαίνει τον λόγο.
-Νομίζουν ότι μας στενοχώρησαν, ότι μας προσέβαλαν.

Μπήκα στο δωμάτιο για να ντυθώ.
-Αφέντρα..., είπε και με ακολούθησε διστακτικά.
-Ναι;
-Εξ' αιτίας μου μπήκατε στην διαδικασία να εξηγείτε στους δικούς μου φίλους για εμάς... Και να ακούτε ό,τι τους κατέβηκε στο μυαλό... Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη... Από εσάς...
-Δεν τίθεται θέμα συγγνώμης από κανέναν, του είπα σταματώντας να κάνω ό,τι έκανα. Εκείνοι δεν ξέρουν, και έπεσαν στην μέρα που δεν έπρεπε. Σε αγαπάνε. Και έχουν ενοχές. Μήπως δεν προστατεύουν εσένα, εμένα... Νομίζω πως κατάλαβαν πια. Και δεν θα επαναληφθεί. Όσο για το τι αναγκάστηκα να κάνω εγώ, δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν εξήγησα τίποτα. Και ούτε προτίθεμαι να κάνω κάτι τέτοιο. Σε κανέναν. Ο μόνος που με ενδιαφέρει να ξέρει τι σκέφτομαι και πως, είσαι εσύ. Στα παιδιά, όμως, πρέπει να είμαστε καθησυχαστικοί. Εσύ τι θα έκανες εάν έβλεπες έναν από αυτούς μωλωπισμένο, μία μέρα; Δεν θα ανησυχούσες;
-Θα ανησυχούσα πολύ, Αφέντρα..., παραδέχθηκε αναστατωμένος για όσο χρειάστηκε να μπει στο μυαλό τους και να δρομολογήσει τις σκέψεις του όπως ενδεχομένως είχαν δρομολογηθεί και στο μυαλό εκείνων.
-Μπορώ να ντυθώ τώρα;, τον ρώτησα πιάνοντας την πετσέτα που ήταν γύρω μου.

Έκλεισε την πόρτα.
Όταν ετοιμάστηκα και βγήκα, εκείνος έκλεινε τα πάντα για να ανοίξει τα air-condition.
-Σου έχει δημιουργηθεί τραύμα, καλέ μου σκλάβε;..., τον ρώτησα περιπαικτικά, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος, χωρίς τις πετσέτες σε σώμα και μαλλιά, έτοιμη να υποδεχθούμε τους φίλους του.
Γύρισε το κεφάλι, καθώς είχε ξεκινήσει να απαντά. Μόλις η ματιά του έπεσε επάνω μου, άρχισε να συλλαβίζει, χάνοντας τον ειρμό.
Χτύπησε το κουδούνι.
-Ok. Μου χρωστάς μία απάντηση. Πήγαινε να ανοίξεις και το μέσα, και κλείσε την πόρτα. Έχουμε γλυτώσει τόσες φορές την αστυνομία. Ελπίζω να μην το βρούμε από την Πυροσβεστική...

Άνοιξα την πόρτα, και στο κατώφλι στεκόταν πρώτος ο Α και πίσω του οι άλλοι 2.
-Ξεχάσατε κάτι;, τους ρώτησα έτοιμη να βάλω τα γέλια.
Πέρασαν μέσα, εντελώς αμήχανοι. Ο Χ έβαλε τα ποτά, και καθήσαμε στις ίδιες θέσεις.
-Θέλω να μιλήσω εγώ, είπε ο Β, κι εγώ κι ο Χ τον κοιτάξαμε ξαφνιασμένοι, καθώς σηκωνόταν όρθιος.
-Τα πράγματα είναι σοβαρά..., είπα σκύβοντας στο μέρος του.
-Ήρθαμε να σας ζητήσουμε συγγνώμη, είπε σταθερά. Και όχι τόσο από τον Χ, αλλά από εσένα Νανά. Ό,τι και να σκέφτηκες για εμάς, δεν έχεις άδικο. Για άλλη μία φορά φερθήκαμε σαν μαλάκες. Αλλά πρέπει να μας δικαιολογήσεις. Όταν γνωριστήκατε με τον Χ, είχαμε το άγχος μήπως τον χάσουμε. Όταν σας είδαμε σήμερα, ήμασταν σίγουροι ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει. Και ότι κινδυνεύεις κι εσύ...
-Β..., ξεκίνησα να λέω.
-Άσε με να τελειώσω πρώτα, Νανά..., είπε λες και προσπαθούσε να μην ξεχάσει κάτι. Θα μας θεωρείς πολύ φλώρους. Αλλά έχουμε έναν φίλο από παιδιά, που τον βλέπαμε μία στο τόσο, και τώρα κάθε τρεις και λίγο είναι εδώ. Και ερχόμαστε σήμερα, και σας βλέπουμε με μελανιές και σημάδια στον λαιμό. Φρικάραμε. Όταν γνωριστήκατε, γνωρίσαμε κι εμείς μία πλευρά του Χ που δεν ξέραμε. Αν σου πούμε ότι δεν ανησυχήσαμε, δεν θα είναι αλήθεια. Αλλά είπαμε ότι είναι κάτι σαν τον αλκοολισμό... Σαν την χαρτοπαιξία... Και ότι βρήκε εσένα για να καταστρέφεστε μαζί.

Ο Χ έγινε έξαλλος.
Η φλέβα στο μέτωπό του ήταν έτοιμη να εκραγεί.
-Άκουσέ τον..., του έπιασα το χέρι. Άκουσέ τον... Δεν είναι εναντίον σου... Είναι απέναντι από μία κατάσταση που τους είναι άγνωστη... Άφησέ τον...
Αισθανόμουν ότι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ντρεπόταν για τους φίλους του, για αυτά που άκουγε. Αισθανόταν άσχημα που ήμουν εκεί. Νόμιζε πως θα με πλήγωναν.
-Είμαι καλά, του είπα. Είμαι καλά και θέλω να ακούσω τα πάντα. Μην κάνεις πίσω. Το θέλω.
Με κοίταξε με παράπονο.
-Συνέχισε, είπα στον Β, χωρίς να αφήνω το χέρι του σκλάβου μου.
Τον κοίταξε φοβισμένος και σχεδόν λυπημένος.
-Συνέχισε, Β, τον παρότρυνα. Έχει μεγάλη σημασία αυτό που κάνουμε. Μην κοιτάζεις τον Χ. Κοίταξε εμένα. Και πες μου.

Πήρε βαθιά ανάσα και με κοίταξε.
-Είπαμε ότι θα του περάσει. Περιμέναμε να κάνεις εσύ ένα λάθος και να στραφούμε εναντίον σου. Ή να του ξεφύγει μία κουβέντα για εσάς, και να πιαστούμε από εκεί. Για να κάνουμε κάτι να τον επαναφέρουμε.
-Και αντί γι΄αυτό, βλέπαμε τον Χ ευτυχισμένο, σηκώθηκε διακόπτοντας ο Α. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Δεν μας μιλούσε για εσάς. Όσο δεν το έκανε, τόσο νομίζαμε τα χειρότερα. Αλλά δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε την ηρεμία του. Τότε αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι μπορεί τα πράγματα να είναι πραγματικά χειρότερα. Σήμερα...
-Σήμερα νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος, είπε ήσυχα ο Γ, κοιτάζοντας το ποτό του. Δεν περιμέναμε να κάνει κι εκείνος τα ίδια σε εσένα...
-Στην αρχή..., είπε ο Β. Γιατί όταν μας είπατε ότι κάνετε sex, μπερδευτήκαμε ακόμη περισσότερο. Αν δεν μπαίναμε σε εκείνο το δωμάτιο, δεν θα το πιστεύαμε. Θα νομίζαμε ότι μας λέτε ψέματα. Γιατί εμείς νομίζαμε άλλα...

-Τι άλλα νομίζατε;, ρώτησε ο Χ καθαρίζοντας τον λαιμό του, στην προσπάθεια να ακουστεί συζητήσιμος.
Δεν μίλησε κανείς.
Ξανακάθησαν στις θέσεις τους.
-Μπορώ να πω εγώ;, ρώτησα.
Καμμία απάντηση.
-Ok. Πιστεύατε ότι βρισκόμασταν και σκοτωνόμασταν. Σωστά;
Μόνο ο Γ κούνησε το κεφάλι του γρήγορα καταφατικά. Οι άλλοι δεν μας κοιτούσαν καν.
-Δεν ξέρω αν θα αισθανθείτε καλύτερα, αλλά πριν γνωρίσω τον Χ, έτσι πίστευα κι εγώ ότι κάνουν οι άνθρωποι που είναι σαν εμάς.

3 κεφάλια γύρισαν ξαφνιασμένα στο μέρος μου και με κοίταξαν με μάτια ορθάνοικτα.
-Ναι. Έτσι πίστευα. Αλλά εγώ δεν ένοιωθα έτσι. Ούτε ο Χ νοιώθει έτσι. Και μπορεί να αισθάνεται αμήχανα, έως και άσχημα με αυτήν την συζήτηση, αλλά εγώ αισθάνομαι πολύ καλά. Τον νοιάζεστε. Και αυτό με ενδιαφέρει πολύ. Και νοιάζεστε κι εμένα. Αυτό με ενδιαφέρει λιγότερο. Γιατί εκείνος που νοιάζεται περισσότερο για εμένα, ίσως και από εμένα την ίδια, είναι ο φίλος σας. Και όχι μόνο δεν θα μου κάνει ποτέ κάτι κακό, αλλά και δεν ξέρω σε ποιο σημείο θα έφτανε εάν κάποιος πείραζε έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά μου. Τότε μπορεί να έκανε κακό.
-Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση, είπε ο Χ και τους κοίταξε. Μόνο sex, θα μπορούσα να κάνω. Μόνο τα άλλα που σκεφτόσασταν, τι νόημα θα είχε;
Ήταν σειρά μου να κοιτάξω κι εγώ κάποιον ξαφνιασμένη.
Διάολε... Αυτός ο άνδρας, ήταν δικός μου σκλάβος...

-Στενοχωριέμαι που έφτασαν τα πράγματα ως εδώ..., είπε ο Α.
-Εγώ, πάλι, ξέρεις γιατί στενοχωριέμαι;, τον ρώτησα. Που έχω ένα ψυγείο με πράγματα που δεν φάγατε! Δεν φτάνει που μας ξυπνήσατε, δεν φτάνει που μαγειρεύαμε τόσες ώρες, δεν φτάνει που μας φλομώσατε στην μαλακία, μου γεμίσατε ένα ψυγείο πράγματα που θα πάνε στα σκουπίδια.
-Δεν θα τα φάτε εσείς;, ρώτησε το βλαμμένο μου.
-Εμείς τρώμε ο ένας τον άλλον, χαρά μου..., του απάντησα σηκώνοντας τα φρύδια χαμογελαστή. Έτσι χορταίνουμε...

Ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα;...
Ήταν σαν να μην είχε ανοίξει μύτη;... - που λέει ο λόγος...
Ήταν σαν να αλλάξαμε πίστα;...

Οι άνδρες σηκώθηκαν και έφεραν ό,τι είχε το ψυγείο.
Έστρωσαν το τραπέζι, άνοιξαν κρασιά, ο Χ τράβηξε την καρέκλα να καθήσω, και συνεχίσαμε το μεσημεριανό φαγοπότι, σαν να ξαναβρεθήκαμε μετά από χρόνια. Εκείνοι παραπονούνταν ότι είχαν φύγει νηστικοί, ότι πριν έρθουν δεν είχαν όρεξη για να βγουν, ότι τώρα είναι καλά. Εμείς δεν φάγαμε πολύ. Πίναμε και καπνίζαμε, κοιτάζοντάς τους. Τα πράγματα είχαν επιστρέψει στην θέση τους. Και μπορούσαμε πάλι να αστειευόμαστε και να γελάμε. Μέσα μου, όμως, η ερώτηση που τους έκανε, γύριζε ξανά και ξανά στο μυαλό μου... Τον αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο...

Έφυγαν μέσα στα γέλια και στα πειράγματα.
-Θέλεις να ανοίξουμε μία Coca Cola να το γιορτάσουμε;, τον ρώτησα πηγαίνοντας στο ψυγείο. Προσπαθούσα να ξεχάσω ό,τι είχε πει και να ελαφρύνω το κλίμα. Το δικό μου κλίμα...
-Αφέντρα..., είπε διστακτικά. Δεν πίνω πια Coca Cola... Μου έχει απαγορευθεί...
Έμεινα εκεί που ήμουν. Ακίνητη.
Γύρισα, τον κοίταξα για λίγο. Χαμογελούσε αθώα. Όπως πάντα.

Άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Οι μικρές φωτιές γέμιζαν το δωμάτιο σκιές.
-Σβήσε τα φώτα και κλείσε την μουσική.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Άλλαξα ρούχα, άλλαξα παπούτσια. Έβγαλα το κολλάρο του από την ντουλάπα.

Άνοιξα την πόρτα, και με περίμενε γονατισμένος, μέσα στο σκοτάδι.
-Έχω κι εγώ μία ερώτηση. Θέλεις να σου δείξω τι νόημα έχει να κάνεις και τα δύο μαζί;

9.6.10

Pushing My Buttons

Μπήκα στο μπάνιο.
Γδυνόμουν και σκεφτόμουν τι είχε συμβεί, πριν καλά-καλά κλείσει το 24ωρο.
Από το Killing Time στο ξέσπασμα του Χ και από ένα πολύ ωραίο γεύμα στην ανεραστία μας.
Στα ενδιάμεσα, μαχαίρια, αίματα, μελανιές.

Μελανιές.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τώρα, ναι. Τώρα είχα μαυρίσει κανονικά και όταν τις άγγιζα πονούσα. Έκανα ένα υπέροχο μπάνιο - λίγο πριν κλείσει 24ωρο... - και μάλλον πρέπει να έμεινα αρκετά μέσα, γιατί όταν βγήκα έξω με τις πετσέτες, ήταν σαν να έμπαινα σε άλλο σπίτι. Το τραπέζι είχε μαζευτεί, τα πράγματα ήταν όλα στην θέση τους. Το κεφάλι του Χ ξεπρόβαλε από το ψυγείο, και οι ματιές μας συναντήθηκαν. Εγώ - όλο απορία - τον κοιτούσα παραξενεμένη.
-Πόση ώρα έλειψα...;, τον ρώτησα αποσβολωμένη κοιτάζοντας γύρω μου.

Έκανα 2-3 βήματα και ήρθε να γονατίσει μπροστά μου.
Αγκάλιασε τα πόδια μου κι έμεινε σιωπηλός. Κοίταξα δεξιά μου στην κουζίνα. Όλα πλυμμένα, να στραγγίζουν στις θέσεις τους. Όλα σε τάξη. Κοίταξα στα αριστερά μου στο δωμάτιο. Το κρεβάτι στην θέση του, στρωμένο αψεγάδιαστα, όλα τακτοποιημένα κι εκεί. Έκλεισα τα μάτια και πήρα βαθιά ανάσα. Πόσο τυχερή ήμουν... Ο άνθρωπος που γονάτιζε στα πόδια μου, είχε πληγωθεί πριν από λίγο με ό,τι του έλεγαν οι φίλοι του, κι εκείνος είχε το μυαλό του στα δικά μου "θέλω" και "πρέπει"... Είχε το μυαλό του στο να είναι όλα έτοιμα μέχρι να βγω από το μπάνιο... Ό,τι και να του συνέβαινε, έβαζε πρώτα εμένα... Χωρίς δικαιολογίες... Χωρίς αναβολές... Χωρίς κουβέντες...

Άνοιξα τα μάτια.
-Αλήθεια, τώρα... Πόσο καιρό έμεινα στο μπάνιο...; Γιατί όταν μπήκα ήταν καλοκαίρι... Τώρα δεν θα είναι και Δεκέμβρης;... Ή έχουμε αλλάξει και χρονιά και δεν το κατάλαβα;...
-Άνοιξα και τα 2 air-condition, Αφέντρα..., μόλις που ακούστηκε να λέει από 'κει κάτω. Για να μην σας ανοίξει η μύτη...
-Και να πάθω πνευμονία;!, με έπιασε το παράπονο.
-Θα τα κλείσω αμέσως, Αφέντρα!, πετάχτηκε όρθιος.
Τον έβλεπα να περπατάει ξυπόλητος, με το jean του να πέφτει λίγο, και το T-shirt να πλέει, εντελώς γυμνός από μέσα, και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι... "Ηρέμησε...", είπα στον εαυτό μου "και στείλε τον για μπάνιο, μην παρεκτραπείς..."

Τσέκαρα το σπίτι.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρούσε, ότι εκεί, πριν από λίγο και για πόσες ώρες, ήταν 5 άτομα, που μαγείρευαν, έπιναν και έτρωγαν. Ή 2 άτομα, στο άλλο δωμάτιο, που το προηγούμενο βράδυ έδεναν τους ανεμοστρόβιλους κόμπο... Άνοιξα το ψυγείο. Ό,τι είχε μείνει - γιατί με την ψυχολογία που είχαν και την συζήτηση που άνοιξε μετά, δεν είχαν φάει σχεδόν τίποτα -, ήταν μέσα στα σωστά σκεύη, τυλιγμένα άψογα με τις μεμβράνες... Τα μόνα που θύμιζαν τι είχε γίνει, ήταν το κουτί με τα γλυκά που είχαν φέρει, και η ράγα με την κουρτίνα - διπλωμένη, τώρα - δίπλα από την τηλεόραση του δωματίου.

Ξάπλωσα.
Λοιπόν, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, από το να κάνεις μπάνιο, και μετά το φαγητό να ξαπλώνεις. Ήταν η αγαπημένη μου ώρα για siesta. Απομεσήμερο, γύρω στις 4.30. Τον είδα να βγαίνει με την πετσέτα γύρω από την μέση... Πλησίασε και γονάτισε στο πλάϊ τού κρεβατιού. Ήταν και φρεσκοξυρισμένος...
-Θα πάρω τα πράγματά μου να ντυθώ μέσα, Αφέντρα..., είπε χαμηλόφωνα. Να σας αφήσω να κάνετε την siesta σας...
-Εσύ, έτσι όπως είσαι, θα μείνεις εδώ..., του είπα ήρεμα.
-Μπορώ, Αφέντρα;..., άνοιξαν τα μάτια του διάπλατα.
-Μπορείς. Εσύ. Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κλείσω μάτι... Αλλά, ναι. Θέλω να συνεχίσουμε από εκεί που μας έκοψαν.

Τον κοιτούσα από πάνω μέχρι κάτω. Πόσο καλός άνθρωπος θα ήμουν, αν καθόμουν φρόνιμη... Πράγμα πολύ δύσκολο με ένα τέτοιον σκλάβο, που μύριζε σαπούνι, οδοντόπαστα και after shave... Και είχε ένα πρόσωπο απαλό... "Ψυχραιμία..." σκεφτόμουν.
-Να σας φέρω ένα σεντόνι να σας σκεπάσω, για να σας πάρω τις πετσέτες, Αφέντρα...
Δεν με βοηθούσε... Δεν με βοηθούσε...
-Ναι, είπα παίρνοντας άλλη μία βαθιά ανάσα. Σωστά...
Με σκέπασε. Πήρε την μία πετσέτα τραβώντας την κάτω από το σεντόνι, και την άλλη από τα μαλλιά μου, και σηκώθηκε γρήγορα για να την αντικαταστήσει με μία στεγνή, που την έβαλε σηκώνοντας το κεφάλι μου επάνω στο μαξιλάρι που ξάπλωνα.

Γύρισα πλευρό.
Έκλεισα τα μάτια, και προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο. Λεπτό με το λεπτό γινόμουν χειρότερα... Όταν ξάπλωσε, ένοιωσα την ζεστασιά από το σώμα του κάτω από το σεντόνι. Δεν ήρθε κοντά μου. Δεν το έκανε ποτέ αυτό... Μόνο στον ύπνο του με πλησίαζε...
-Δεν είναι ώρα να το συζητήσουμε, αλλά θα ήθελα να ξέρω αν είσαι καλά, του είπα με κλειστά μάτια.
-Είμαι πολύ καλά, Αφέντρα..., είπε σίγουρος. Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύουν τα παιδιά για εμένα. Με ενδιαφέρετε εσείς...

Γύρισα στην μεριά του.
Με κοιτούσε ήσυχος... Σήκωσα το σεντόνι. Φορούσε ακόμη την πετσέτα του.
-Να την βγάλω, Αφέντρα...;, είπε διστακτικά.
-Αν πω "όχι", θα πω ψέματα..., παραδέχθηκα. Αν πω "ναι"... ειλικρινά... δεν ξέρω τι θα γίνει...
-Να δοκιμάσουμε, Αφέντρα...;
Τι να γράψω...; Πως να το γράψω...; Είναι προτιμότερο να μην κάνω τίποτα... Δεν θα αρκέσει...
-"Να δοκιμάσουμε"...;, επανέλαβα κοιτάζοντάς τον με μισόκλειστα μάτια. Σηκώθηκα στον αγκώνα μου. Θα σε σκοτώσω μία μέρα, το ξέρεις;! Θα σε σκοτώσω! Μα την Παναγία, δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει με αυτήν την κατάσταση που ζω!

Παραιτήθηκα.
Γύρισα από την άλλη και πήγα όσο πιο άκρη μπορούσα. Κατάλαβα ότι πέταξε την πετσέτα αργά, και αργά ήρθε προς το μέρος μου. Ακούμπησε την παλάμη του στην πλάτη μου.
-Αφέντρα...
-Ξέρω. Δεν σε νοιάζει, αρκεί να μην φύγω.
Κατάλαβα ότι χαμογελούσε. Γύρισα και τον κοίταξα. Διάολε! Χαμογελούσε με όλα του τα δόντια!
-Θα σε σκοτώσω!, ανέβηκα επάνω του. Θα σε σκοτώσω! Τέλος!
Τον έπιασα από τον λαιμό. Μόλις τα χέρια μου άγγιξαν το δέρμα του, μου έστριψε... Τα δάκτυλά μου κινήθηκαν στο πρόσωπό του... Δεν υπήρχε αυτό... Δεν υπήρχε... Πήρε το χέρι μου και το φίλησε. Κάθησα επάνω του, τραβώντας το σεντόνι στο στήθος μου με το άλλο. Τον κοιτούσα... Δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένη Αφέντρα στον κόσμο εκείνη την περίοδο... Δεν υπήρχε, όμως...

Με έπιασε από την μέση και με ξάπλωσε δίπλα του.
Μου σήκωσε τα μαλλιά, μου τακτοποίησε το σεντόνι, με σκέπασε μέχρι τον λαιμό, και ήρθε όσο πιο κοντά γινόταν για να μπορώ να αγγίζω με το πρόσωπό μου το δικό του. Για να έχω επαφή με το φρεσκοξυρισμένο του δέρμα... Μου έδινε αυτό που ήθελα... Χωρίς να του πω τίποτα... Χωρίς να μου πει κάτι...

Δεν ξέρω για πότε με πήρε ο ύπνος.

7.6.10

Modus Operandi

Εγώ γιατί το διασκέδαζα;...
Με είχαν πει ανέραστη, ο άλλος όρθιος πνιγόταν στην αδικία.
Και δεν μιλούσε κανείς.

Βυθίστηκα στον καναπέ, άπλωσα πιο αναπαυτικά τα πόδια μου στο τραπεζάκι, άναψα κι άλλο τσιγάρο, έπινα το ποτό μου, και άρχισα να γέρνω λίγο το κεφάλι, χαμογελώντας ήρεμα.
-Θα καθήσεις;, ρώτησα τον αφέντη, δείχνοντας την θέση του.
Θα πρέπει να ήταν χαμένος στις σκέψεις του, γιατί έκανε λίγο πως έψαχνε από που είχε έρθει η φωνή.
-Εδώ..., σήκωσα το χέρι. Να καθήσεις, έλεγα...
Κάθησε.
Ξάπλωσε πίσω, έπιασε το κεφάλι του, και πέρασε τα δάκτυλα στα μαλλιά του.

-Αυτό δεν είναι ο σαδομαζοχισμός;, ρώτησε αφελέστατα ο Β.
-Είμαι εγώ μαζοχιστής;!, διαμαρτυρήθηκε ο αφέντης και γύρισε στο μέρος μου.
-Μην τα λες σε εμένα! Είμαι εγώ σαδίστρια;!, παρεξηγήθηκα.
Ξανά σιωπή.
Ο Χ τα είχε χρειαστεί.
Άφησε το σώμα του να γλυστρήσει βαρύ πιο χαμηλά στον καναπέ και ξεφύσηξε.

-Αυτοί είναι φίλοι σου;, τον ρώτησα συνωμοτικά, γυρίζοντας το κεφάλι προς το μέρος του αλλά κοιτάζοντας τους άλλους.
-Δεν είναι αυτοί φίλοι μου!, αρνήθηκε έντονα.
-Και ποια είναι αυτά τα μαλακισμένα που κάθονται απέναντί μας;, έδειξα με το πηγούνι.
-Δεν ξέρω… Μα τον Χριστό, δεν ξέρω…, κουνούσε το κεφάλι του απελπισμένος.
-Και τους ταΐσαμε κι όλα; Και νομίζουν ότι δεν γαμιόμαστε; Να ρίξω κανένα χαστούκι να ξελαμπυκάρουν;
-Εγώ θα το χαρώ πάντως..., είπε σηκώνοντας τους ώμους.

Ήμασταν μία γροθιά, που κάθονταν στον καναπέ και έριχνε μπουκέτα στις μούρες των Μογγόλων απέναντι.
-Εσύ το ήξερες αυτό;, τον ρώτησα.
-Ποιο; Ότι μετά από τόσους μήνες με μία γυναίκα, πάω σπίτι μου και τον παίζω; Όχι, δεν το ήξερα. Ότι είμαι ανίκανος, όχι δεν το ήξερα. Σήμερα το έμαθα κι εγώ.
Άρχισα να γελάω. Ήταν καλός...
-Πες τους να φύγουν... Όλα τα μπορώ. Την μαλακία δεν την αντέχω...
-Μας έχετε παρεξηγήσει, είπε δειλά ο Α.
-Να σας ζητήσουμε συγγνώμη, είπα αμέσως. Ζήτησε συγγνώμη, χαρά μου, από τα παιδιά. Να ζητήσω κι εγώ. Λοιπόν, συγγνώμη παιδιά που γαμιόμαστε και δεν το λέμε. Από αύριο θα το αναρτήσω στον πίνακα ανακοινώσεων της πολυκατοικίας. Δίπλα από τα κοινόχρηστα.
-Γιατί στον πίνακα τής πολυκατοικίας;, ρώτησε απίστευτα προκλητικά ο αφέντης, κοιτάζοντάς με στο στόμα. Οι κάτοικοι αυτής της πολυκατοικίας ξέρουν ότι γαμιόμαστε. Οι φίλοι μου με έχουν για ανίκανο.
Διάολε! Ήταν πολύ καλός, λέμε!

Γελούσα δυνατά.
Ο Χ χαμογελούσε με σφιγμένα χείλη, πίνοντας το ποτό του και κοιτάζοντας με σχεδόν μισόκλειστα μάτια τους φίλους του.
Του έπιασα το χέρι.
-Μην θυμώνεις, του είπα καθώς συνερχόμουν. Δεν είναι τρίτοι που χώνουν την μύτη τους όπου βρουν. Είναι φίλοι σου. Περισσότερο από φίλοι. Αλλά δεν ξέρουν. Δεν χρειάζεται να τους αναλύσεις τι κάνουμε. Ή τι είδους σχέση έχουμε. Καθησύχασέ τους. Πες τους ότι είμαστε καλά. Και ότι είμαστε ζευγάρι κανονικό, όπως όλα τα άλλα. Ακόμα και με μελανιές...
Άρχισε να χαμογελάει.
-Είπαν ότι δεν κάνουμε sex..., μου υπενθύμισε.
-Τι να κάνουμε τώρα;..., τον ρώτησα. Να το γυρίσουμε σε DVD και να τους καλέσουμε να το δούμε παρέα;

-Νανά..., είπε ο Α και σηκώθηκε από την θέση του. Δεν θέλαμε να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα...
-Το ξέρω, Α. Αλλά κι εσείς πρέπει να καταλάβετε πως νοιώθει κι εκείνος. Έχετε καταλάβει τι του είπατε; Αφήστε εμένα. Εγώ είμαι η γκόμενα...
-Δεν είσαι η γκόμενα!, πετάχτηκε το βλαμμένο μου, διακόπτοντάς με.
-Και τι είμαι, Γ;..., τον ρώτησα γυρίζοντας λίγο το κεφάλι, όπως ήμουν ξαπλωμένη στην ράχη του καναπέ.
-Είσαι η καλύτερη γυναίκα που είχε ο Χ!, είπε έντονα.
-Δεν είχα και πολλές..., είπε μορφάζοντας ειρωνικά εκείνος.
Γελούσα.

-Τέλος προγράμματος. Εθνικός ύμνος. Σηκωθείτε!, είπα και σηκωθήκαμε κι εγώ κι εκείνος από τον καναπέ.
Αρχίσαμε να τους σπρώχνουμε προς την πόρτα.
Άρχισαν να διαμαρτύρονται.
-Έχετε φύγει, λέμε. Πάω να του ρίξω 5-6 μπουνιές που περίσσεψαν από χθες.
-Και όταν πάω σπίτι, πάρ'τε με ένα τηλέφωνο να σας πω πόσες φορές τον έπαιξα...
-Ναι! Να μην πάρετε, όμως, αμέσως και τον κόψετε. Πάρ'τε μετά, γιατί είναι και λίγο αργός. Άντε, καμάρια μου. Άντε στο καλό.

Τους πετάξαμε στον διάδρομο.
Τα χέρια μας ήταν ακόμα επάνω στην πόρτα.
Κούνησα το κεφάλι, σκεπτική.
-Κοίτα να δεις που εχθές κινδυνέψαμε να αφήσουμε τα οστά μας από το πήδημα, και σήμερα κοντέψαμε να πνιγούμε στην μαλακία...

2.6.10

Coolness

Δεν ξέρω τι να γράψω.
Ειλικρινά.
Δεν μπορώ ούτε να περιγράψω πως αισθανθήκαμε.

Ίσως αν έλεγα ότι ήταν σαν ταινία του Δαλιανίδη, όπου όλοι σταματούν ό,τι κάνουν και ξεκινάει ο χορός; Σαν να περιμέναμε κι εμείς να εμφανιστεί από το πουθενά το μπαλέτο και να ξεκινήσει η μουσική για το "Θα 'ρθει να ξέρεις, να ξέρεις μια βραδυά"; Πολύ ωραίο τραγούδι. Και πολύ ωραία ταινία. Και το χορευτικό. Ναι...

Η Πριγκηπέσσα έβλεπε το Κοροϊδάκι της να έχει μείνει με την σόδα ανά χείρας και να κοιτάζει εκείνη(;), το κενό(;), κάτι, εν πάση περιπτώσει. Η Πριγκηπέσσα και έβλεπε και άκουγε. Αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Τους έλεγαν ανέραστους...; Ναι...

Διάολε... Που ήταν ο Παράβας; Γιατί δεν έμπαινε μέσα, να αρχίσει τις ζεΐμπεκιές του; Μα την Παναγία, ούτε που θα μας έκανε εντύπωση. Ναι...

Το μυαλό μου έτρεχε με 1.000.
Έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα. Δεν έπρεπε να τρομάξει ούτε εκείνος, ούτε οι άλλοι. Ψυχραιμία.
-Έχεις την καλοσύνη να γεμίσεις ένα ποτήρι με πάγο και ό,τι περισσέψει, με ουΐσκι;, ρώτησα ήρεμα τον καλό μου.
Με κοίταξε υπνωτισμένος.
-Ένα ποτήρι με πάγο και ουΐσκι, μέχρι πάνω, του επανέλαβα αργά.
Έφυγε μηχανικά για την κουζίνα.
-2 ποτήρια, μάλλον... κι ένα για εσένα..., άλλαξα γνώμη.

Γύρισα, σχεδόν τρομαγμένη, και κοίταξα και τους τρεις.
Με κοιτούσαν αθώα(;), απονήρευτα(;), περιμένοντας μίαν απάντηση. Μέσα σε δευτερόλεπτα σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να εξερευνήσω τι είχαν ακριβώς μέσα στο μυαλό τους για εμάς. Ήταν μία ευκαιρία, για να δω πως οι τρίτοι βλέπουν μία σχέση σαν την δική μας. Ok, δεν ήξεραν πολλά. Έστω. Πως το σκέφτονταν. Δεν έπρεπε να πω τίποτα που να τους έκοβε τις σκέψεις. Έπρεπε να μην τους φοβίσω για να τους ενθαρρύνω να το αναπτύξουν. Αλλά και να κρατήσω τον Χ να μην κάνει κάτι και το χαλάσει. Ψυχραιμία, λέμε.

Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχε γίνει αυτή η ερώτηση.
Και δεν χωρούσε στο μυαλό μου, ότι αυτή την ερώτηση την έκανε ο Α...
Ο καλός μου ήρθε και κάθησε δίπλα μου, σαν να φοβόταν μήπως σπάσει τα αυγά. Άφησε αργά τα ποτήρια στο τραπέζι, και γύρισε να με κοιτάξει. Τα είχε δει όλα, λέμε...
Του χαμογέλασα. Όσο μπορούσα... Η προσβολή ήταν μεγάλη. Αλλά η περιέργειά μου ακόμη μεγαλύτερη. Ασφαλώς και ήξερα ότι δεν το ήθελαν. Αλλά για τον Χ αυτό πρέπει να ήταν μεγάλο θέμα. Προσπαθούσε, όμως, να μην δείχνει ότι μόλις άκουσε τους φίλους του να τον λένε "μαλάκα"...

-Τι εννοείς, Α;, ρώτησα ήρεμα, ανάβοντας ένα τσιγάρο και πίνοντας μία γουλιά από το ποτό.
-Έχετε σχέση... κανονική;..., δυσκολεύτηκε να αρθρώσει χαμηλόφωνα.
-Σχέση...;, είπε ο Χ. Σχέση... κανονική...;
Πως να τον κρατούσα; Τι να του έλεγα; Δεν είχαμε χρόνο. Κι εκείνος ήταν στα όριά του. Έβαλα το χέρι μου στο πόδι του, χαϊδεύοντάς το, προσπαθώντας να τον καλμάρω.
-Άσε να μας πουν τα παιδιά..., του είπα γλυκά.
Με κοίταξε ήρεμος. Αλλά τα μάτια του έλεγαν άλλα... Δεν υπήρχε περίπτωση να το αποτρέψω. Οπότε, ό,τι προλάβαινα, όπως προλάβαινα.

-Ναι..., είπε έτοιμος να ξεσπάσει. Να μας πουν τα παιδιά... Να μάθουμε κι εμείς. Εγώ, δηλαδή, θέλω να ξέρω. Τι σχέση έχουμε.
-Είπατε ότι κάνατε sex..., είπε ο Γ. Δεν ξέραμε ότι...
-... ότι;, τον έκοψε εκείνος. Ότι; Τι;
-Ότι είχατε κανονική σχέση..., ξαναείπε ο Α.
-Τι είναι η μη κανονική σχέση, Α;, τον ρώτησα.
-Δεν ξέρω..., ξεκίνησε να λέει.
-Ξέρεις, όμως, τι είναι η κανονική..., άρχισε να φορτώνει επικίνδυνα ο Χ.
Και τότε πετάχτηκε το χαϊδεμένο.
-Στις διακοπές, ήσασταν ο ένας σε απόσταση από τον άλλον, εξήγησε. Δεν ήσασταν σαν ζευγάρι. Εσύ ούτε που τον άγγιξες, όσο ήμασταν μαζί. Ήσουν σαν ξένη...
-Έπρεπε να πηδιόμαστε στις παραλίες, για να δηλώνουμε ότι είμαστε ζευγάρι;, τον ρώτησα ειρωνικά. Εσείς από αυτό βγάλατε συμπέρασμα; Θεωρείτε φυσικό μία γκόμενα να βάζει χέρι στον καλό της, μπροστά στους φίλους του που έχουν πάει διακοπές. Και δεν είναι ένας και δύο. Αλλά τρεις. Τότε γιατί να μην το κάναμε και όλοι μαζί; Δεν θα ήταν πολύ ωραία εμπειρία; Λοιπόν. Όταν θα πάτε διακοπές με την επόμενη σχέση τού Χ, να της το έχετε πει από πριν. Να χαμουρεύεται μπροστά σας, για να είστε σίγουροι ότι ο φίλος σας πηδάει. Ότι έχει σχέση. Κανονική. Πως το λένε...

Είχα πει ένα λάθος επίθετο. Στο άκουσμα του οποίου ο Χ έγινε κατακόκκινος.
Κάθησε πιο έξω στον καναπέ, και πλησίασε το τραπεζάκι σταυρώνοντας τα δάκτυλά του.
Ήταν έξω φρενών...
Πριν προλάβει να πει κάτι, όμως, ο Β έκανε και μία λάθος ερώτηση.
-Δηλαδή, τον ήθελες και σαν άνδρα;...
Ένοιωσα να ζαλίζομαι... Φοβήθηκα να μην μου ξανανοίξει η μύτη, γιατί η πίεσή μου πρέπει να είχε χτυπήσει 21.
-Αν εγώ είμαι γυναίκα... σαν τι άλλο να ήθελα τον Χ...;, προσπαθούσα τώρα εγώ να κρατηθώ. Αν εγώ είμαι γυναίκα...

Με την άκρη του ματιού μου, πιάνω τον Χ να κουνάει το κεφάλι του στιγμιαία.
-Τι θέλεις να πεις;, ακούστηκε εξοργισμένος.
-Κοίτα να δεις που εγώ είμαι η ξανθιά..., είπα μήπως και αποκλιμακώσω την ένταση.
-Ότι είμαι με μία γυναίκα για να με χτυπάει;, ο Χ δεν κρατιόταν. Τέλος.
Καμμία απάντηση. Όλοι είχαν μείνει να τον κοιτάζουν τρομαγμένοι.
-Και μετά τι κάνω;, συνέχισε. Πάω σπίτι μου και τον παίζω;
Χέστηκαν επάνω τους.
-Εγώ, να υποθέσω, δεν κάνω τίποτα..., είπα βάζοντας την παλάμη μου πρώτα στο στήθος του και μετά στο δικό μου, κοιτάζοντάς τους. Και συγγνώμη που διακόπτω... ε;...

-Σας ρώτησα κάτι!, ύψωσε την φωνή ο αφέντης και σηκώθηκε όρθιος. Τι κάνω; Μου λέτε;
-Νομίζαμε..., τραύλιζε ο Β.
-Τι;! Τι νομίζατε;! Ότι έρχομαι στην Ελλάδα για να είμαι με μία γυναίκα που με μισεί;! Για να με δέρνει;! Ότι έχω άλλη γκόμενα στην Α και πηδάω;! Τι;! Δεν καταλαβαίνω! Γιατί μία εβδομάδα μαζί, νόμιζα ότι είχατε καταλάβει τι γίνεται εδώ! Και πόσο αγαπάω την Νανά! Και ήρθατε σπίτι μας να μου πείτε ότι είμαι μαλάκας κι εκείνη ότι δεν είναι γυναίκα, επειδή δεν γαμιόμασταν στις διακοπές;! Θα μου πείτε τι νομίζατε;! Εκτός και αν από το πολύ παίξιμο, έχω γίνει πολύ μαλάκας και δεν καταλαβαίνω!

Ξαναγυρίσαμε στην αρχή.
Κι ο Παράβας δεν ήρθε ποτέ.

1.6.10

Welcome To The Jungle

Ήθελαν να πεταχτούν από τις θέσεις τους αλλά δεν το αποφάσιζε κανείς.
Ο Χ γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε πάνω από την πλάτη τού καναπέ.
-Δεν θα το αντέξουν, είπε με την φωνή τού αφέντη.
-Τότε να μην αναρωτιούνται γιατί μοιάζουμε με γεωφυσικούς χάρτες, του χαμογέλασα δαιμονικά.

Σηκώθηκε και ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
-Τόση ώρα ρωτούσατε, τους είπε ειρωνικά. Τώρα γιατί δεν έρχεστε να δείτε;
-Θέλετε να έρθουμε να σας πάρουμε από το χέρι; Μην φοβάστε. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε μεταξύ μας. Αν θελήσουμε τρίτο, θα φροντίσουμε να είναι έμπειρος. Εσείς αποκλείεστε, ούτως ή άλλω.
-Εγώ θα πάω!, σηκώθηκε το βλαμμένο μου.
-Σιγά, χαρά μου εσύ, μην σκίσεις κανά καλσόν..., ανασήκωσα το φρύδι. Μεριάστε, ωρέ, να διαβεί ο λεβέντης μου...

Άνοιξα την πόρτα.
Ο Γ έβαλε το χέρι στο στόμα του και γούρλωσε τα μάτια. Αμέσως έσπευσαν και οι άλλοι. Και έμειναν κι εκείνοι αποσβολωμένοι. Κοιταζόμασταν με τον Χ με απορία. Δεν καταλαβαίναμε γιατί έκαναν έτσι. Προφανώς γιατί είχαμε ξεχάσει τα μισά από όσα συνέβησαν, από την χαρά μας...

Μπήκαμε κι εμείς στο δωμάτιο.
Το κρεβάτι ήταν ακόμα διαγώνια προς τα αριστερά, κολλημένο στην άκρη του με την ντουλάπα. Δεξιά του στο πάτωμα, το στρώμα, με τα ανακατωμένα σεντόνια. Πιο δεξιά, η ράγα μαζί με την κουρτίνα, κουβάρι. Και, δυστυχώς, πιο πέρα το μαχαίρι, δίπλα από την ματωμένη μαξιλαροθήκη...
-Τώρα, εάν σας πούμε ότι δεν είναι αυτό που νομίζετε..., σταύρωσα τα χέρια στο στήθος και ακούμπησα στο κάσωμα.
Είχαν παγώσει. Δεν κουνιόταν ούτε βλέφαρο. Διάολε, ήθελα να γελάσω. Πόσο κακιά μπορούσα να είμαι;...
-Ok, είπα προσπερνώντας τους. Το κρεβάτι είναι εκεί, επειδή ρίξαμε το στρώμα κάτω γιατί εμείς κάναμε sex κι εκείνο έκανε θόρυβο. Την κουρτίνα την σακάτεψε ο φίλος σας, γιατί δεν κρατιόταν. Η μαξιλαροθήκη είναι γεμάτη αίματα, γιατί έκανα ταρζανιές με την ζέστη και μου άνοιξε η μύτη.

-Το μαχαίρι;..., με κοίταξε ο Γ σαν πληγωμένο ζώο, έτοιμο να χάσει τις αισθήσεις του. Γιατί είναι το μαχαίρι στην κρεβατοκάμαρα;
-Γιατί ο φίλος σας μου έσκισε το φόρεμα, του είπα σκύβοντας λίγο το κεφάλι, μήπως πάρω το βλέμμα του από την λεπίδα.
-Το δικό σου;, ρώτησε ο Β.
-Το δικό μου το έχω στείλει καθαριστήριο, είπε με βαριά ειρωνική φωνή ο Χ, κοιτάζοντάς τον βλοσυρά.
Δεν ξέρω μέχρι που ακούστηκαν τα γέλια μου... Δεν ξέρω πόση ώρα γελούσα, λέμε... Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα να ειρωνεύεται. Και ήταν καλός! Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, καθώς έψαχνα για το φόρεμα. Όταν το βρήκα κάτω από το στρώμα, το πήρα στα χέρια, και άνοιξα τα δάχτυλα ώσπου τα κομμάτια του έπεφταν το ένα μετά το άλλο στο πάτωμα.

-Αυτό τι είναι;, μίλησε ο Α.
Ακολουθήσαμε το βλέμμα του.
-Προφυλακτικά είναι, πρόλαβε να δει ο Χ. Τι θέλεις να είναι; Δεν έχεις ξαναδεί;
Μπήκε κι εκείνος μέσα στο δωμάτιο, πέρασε πάνω από το στρώμα και μάζεψε τα απομεινάρια του έρωτά μας, που κείτονταν φαρδιά-πλατιά στα πατώματα, δεμένα κόμπο, μην ξεχυθούν οι απόγονοί του πανωλούθε και γονιμοποιηθεί το παρκέ. Του έδωσα και το μαχαίρι και με έπιασε από το χέρι να με βοηθήσει να βγω από εκεί που είχα στριμωχτεί, όση ώρα έκανα την επίδειξη στο σοκαρισμένο κοινό.

-Εντάξει;, τους ρώτησα αφού σταθήκαμε δίπλα τους. Αυτό εδώ σαν τι σας φαίνεται, λοιπόν; Ότι κοιτιόμασταν όλη μέρα και πλακωνόμασταν στα χαστούκια;
Καμμία αντίδραση.
Κοίταξα τον αφέντη Χ, που τους κοιτούσε κάπως.
-Ok. Δείξ' τους, χαρά μου, τι μου έκανες εχθές το βράδυ, να τελειώνουμε. Ok! Ποιος θα κάτσει;
Σαν να ξύπνησαν, άρχισαν να κουνούν τα κεφάλια τους, σημάδι ότι καταλάβαιναν επιτέλους τι είχε γίνει. Πιθανόν να είχαν κάτι να πουν αλλά εμείς είχαμε γυρίσει τις πλάτες μας και πηγαίναμε στην κουζίνα.

-Να σας ετοιμάσω ένα τσάϊ;, ρώτησε ευγενικά ο Χ.
-Όχι, του απάντησα. Θα ήθελα κάτι κρύο αλλά το τσάϊ δεν θα με αφήσει να κοιμηθώ. Μετά από όλα αυτά θέλω την siesta μου. Και θα ήθελα να καταφέρω να κοιμηθώ λίγο.
-Σόδα, τότε;...
-Σόδα, τότε...
Κοιταζόμασταν, έτοιμοι να ξαναρπαχτούμε.
-Αφέντρα..., είπε συνωμοτικά, με την φωνή του σκλάβου μου, ξανά. Θα ήθελα τώρα...
-... ό,τι θα ήθελα κι εγώ..., συμπλήρωσα στον ίδιο τόνο. Δώσε τους λίγο χρόνο να αφομοιώσουν τι έχει γίνει. Πρέπει να ήταν μεγάλο το σοκ που πέρασαν σήμερα. Δεν φταίνε σε τίποτα.
Χαμογελούσαμε. Ήμασταν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος. Ευτυχισμένοι συνένοχοι.

-Κάνατε... Κάνετε..., ακούστηκε ο Γ.
-Ναι, Γ, ναι, γύρισα και τον κοίταξα βαριεστημένα. Ο μπαμπάς και η μαμά το κάνουν. Εντάξει, τώρα;
-Απλά το κάνουν πιο άγρια από άλλους γονείς, είπε ο Χ, πετώντας το μαχαίρι στον νεροχύτη και τα παιδιά του στα σκουπίδια.
Γελούσα σαν τρελή. Διάολε, ήταν πολύ καλός! Κάθησα στον καναπέ, ενώ οι άλλοι έπαιρναν τις θέσεις τους στο τραπέζι.

Όταν ο Χ μού έφερε την σόδα, ακούσαμε κάτι που μας άφησε άναυδους.
-Δηλαδή... κάνετε sex;