9.6.10

Pushing My Buttons

Μπήκα στο μπάνιο.
Γδυνόμουν και σκεφτόμουν τι είχε συμβεί, πριν καλά-καλά κλείσει το 24ωρο.
Από το Killing Time στο ξέσπασμα του Χ και από ένα πολύ ωραίο γεύμα στην ανεραστία μας.
Στα ενδιάμεσα, μαχαίρια, αίματα, μελανιές.

Μελανιές.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τώρα, ναι. Τώρα είχα μαυρίσει κανονικά και όταν τις άγγιζα πονούσα. Έκανα ένα υπέροχο μπάνιο - λίγο πριν κλείσει 24ωρο... - και μάλλον πρέπει να έμεινα αρκετά μέσα, γιατί όταν βγήκα έξω με τις πετσέτες, ήταν σαν να έμπαινα σε άλλο σπίτι. Το τραπέζι είχε μαζευτεί, τα πράγματα ήταν όλα στην θέση τους. Το κεφάλι του Χ ξεπρόβαλε από το ψυγείο, και οι ματιές μας συναντήθηκαν. Εγώ - όλο απορία - τον κοιτούσα παραξενεμένη.
-Πόση ώρα έλειψα...;, τον ρώτησα αποσβολωμένη κοιτάζοντας γύρω μου.

Έκανα 2-3 βήματα και ήρθε να γονατίσει μπροστά μου.
Αγκάλιασε τα πόδια μου κι έμεινε σιωπηλός. Κοίταξα δεξιά μου στην κουζίνα. Όλα πλυμμένα, να στραγγίζουν στις θέσεις τους. Όλα σε τάξη. Κοίταξα στα αριστερά μου στο δωμάτιο. Το κρεβάτι στην θέση του, στρωμένο αψεγάδιαστα, όλα τακτοποιημένα κι εκεί. Έκλεισα τα μάτια και πήρα βαθιά ανάσα. Πόσο τυχερή ήμουν... Ο άνθρωπος που γονάτιζε στα πόδια μου, είχε πληγωθεί πριν από λίγο με ό,τι του έλεγαν οι φίλοι του, κι εκείνος είχε το μυαλό του στα δικά μου "θέλω" και "πρέπει"... Είχε το μυαλό του στο να είναι όλα έτοιμα μέχρι να βγω από το μπάνιο... Ό,τι και να του συνέβαινε, έβαζε πρώτα εμένα... Χωρίς δικαιολογίες... Χωρίς αναβολές... Χωρίς κουβέντες...

Άνοιξα τα μάτια.
-Αλήθεια, τώρα... Πόσο καιρό έμεινα στο μπάνιο...; Γιατί όταν μπήκα ήταν καλοκαίρι... Τώρα δεν θα είναι και Δεκέμβρης;... Ή έχουμε αλλάξει και χρονιά και δεν το κατάλαβα;...
-Άνοιξα και τα 2 air-condition, Αφέντρα..., μόλις που ακούστηκε να λέει από 'κει κάτω. Για να μην σας ανοίξει η μύτη...
-Και να πάθω πνευμονία;!, με έπιασε το παράπονο.
-Θα τα κλείσω αμέσως, Αφέντρα!, πετάχτηκε όρθιος.
Τον έβλεπα να περπατάει ξυπόλητος, με το jean του να πέφτει λίγο, και το T-shirt να πλέει, εντελώς γυμνός από μέσα, και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι... "Ηρέμησε...", είπα στον εαυτό μου "και στείλε τον για μπάνιο, μην παρεκτραπείς..."

Τσέκαρα το σπίτι.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρούσε, ότι εκεί, πριν από λίγο και για πόσες ώρες, ήταν 5 άτομα, που μαγείρευαν, έπιναν και έτρωγαν. Ή 2 άτομα, στο άλλο δωμάτιο, που το προηγούμενο βράδυ έδεναν τους ανεμοστρόβιλους κόμπο... Άνοιξα το ψυγείο. Ό,τι είχε μείνει - γιατί με την ψυχολογία που είχαν και την συζήτηση που άνοιξε μετά, δεν είχαν φάει σχεδόν τίποτα -, ήταν μέσα στα σωστά σκεύη, τυλιγμένα άψογα με τις μεμβράνες... Τα μόνα που θύμιζαν τι είχε γίνει, ήταν το κουτί με τα γλυκά που είχαν φέρει, και η ράγα με την κουρτίνα - διπλωμένη, τώρα - δίπλα από την τηλεόραση του δωματίου.

Ξάπλωσα.
Λοιπόν, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα, από το να κάνεις μπάνιο, και μετά το φαγητό να ξαπλώνεις. Ήταν η αγαπημένη μου ώρα για siesta. Απομεσήμερο, γύρω στις 4.30. Τον είδα να βγαίνει με την πετσέτα γύρω από την μέση... Πλησίασε και γονάτισε στο πλάϊ τού κρεβατιού. Ήταν και φρεσκοξυρισμένος...
-Θα πάρω τα πράγματά μου να ντυθώ μέσα, Αφέντρα..., είπε χαμηλόφωνα. Να σας αφήσω να κάνετε την siesta σας...
-Εσύ, έτσι όπως είσαι, θα μείνεις εδώ..., του είπα ήρεμα.
-Μπορώ, Αφέντρα;..., άνοιξαν τα μάτια του διάπλατα.
-Μπορείς. Εσύ. Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κλείσω μάτι... Αλλά, ναι. Θέλω να συνεχίσουμε από εκεί που μας έκοψαν.

Τον κοιτούσα από πάνω μέχρι κάτω. Πόσο καλός άνθρωπος θα ήμουν, αν καθόμουν φρόνιμη... Πράγμα πολύ δύσκολο με ένα τέτοιον σκλάβο, που μύριζε σαπούνι, οδοντόπαστα και after shave... Και είχε ένα πρόσωπο απαλό... "Ψυχραιμία..." σκεφτόμουν.
-Να σας φέρω ένα σεντόνι να σας σκεπάσω, για να σας πάρω τις πετσέτες, Αφέντρα...
Δεν με βοηθούσε... Δεν με βοηθούσε...
-Ναι, είπα παίρνοντας άλλη μία βαθιά ανάσα. Σωστά...
Με σκέπασε. Πήρε την μία πετσέτα τραβώντας την κάτω από το σεντόνι, και την άλλη από τα μαλλιά μου, και σηκώθηκε γρήγορα για να την αντικαταστήσει με μία στεγνή, που την έβαλε σηκώνοντας το κεφάλι μου επάνω στο μαξιλάρι που ξάπλωνα.

Γύρισα πλευρό.
Έκλεισα τα μάτια, και προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο. Λεπτό με το λεπτό γινόμουν χειρότερα... Όταν ξάπλωσε, ένοιωσα την ζεστασιά από το σώμα του κάτω από το σεντόνι. Δεν ήρθε κοντά μου. Δεν το έκανε ποτέ αυτό... Μόνο στον ύπνο του με πλησίαζε...
-Δεν είναι ώρα να το συζητήσουμε, αλλά θα ήθελα να ξέρω αν είσαι καλά, του είπα με κλειστά μάτια.
-Είμαι πολύ καλά, Αφέντρα..., είπε σίγουρος. Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύουν τα παιδιά για εμένα. Με ενδιαφέρετε εσείς...

Γύρισα στην μεριά του.
Με κοιτούσε ήσυχος... Σήκωσα το σεντόνι. Φορούσε ακόμη την πετσέτα του.
-Να την βγάλω, Αφέντρα...;, είπε διστακτικά.
-Αν πω "όχι", θα πω ψέματα..., παραδέχθηκα. Αν πω "ναι"... ειλικρινά... δεν ξέρω τι θα γίνει...
-Να δοκιμάσουμε, Αφέντρα...;
Τι να γράψω...; Πως να το γράψω...; Είναι προτιμότερο να μην κάνω τίποτα... Δεν θα αρκέσει...
-"Να δοκιμάσουμε"...;, επανέλαβα κοιτάζοντάς τον με μισόκλειστα μάτια. Σηκώθηκα στον αγκώνα μου. Θα σε σκοτώσω μία μέρα, το ξέρεις;! Θα σε σκοτώσω! Μα την Παναγία, δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει με αυτήν την κατάσταση που ζω!

Παραιτήθηκα.
Γύρισα από την άλλη και πήγα όσο πιο άκρη μπορούσα. Κατάλαβα ότι πέταξε την πετσέτα αργά, και αργά ήρθε προς το μέρος μου. Ακούμπησε την παλάμη του στην πλάτη μου.
-Αφέντρα...
-Ξέρω. Δεν σε νοιάζει, αρκεί να μην φύγω.
Κατάλαβα ότι χαμογελούσε. Γύρισα και τον κοίταξα. Διάολε! Χαμογελούσε με όλα του τα δόντια!
-Θα σε σκοτώσω!, ανέβηκα επάνω του. Θα σε σκοτώσω! Τέλος!
Τον έπιασα από τον λαιμό. Μόλις τα χέρια μου άγγιξαν το δέρμα του, μου έστριψε... Τα δάκτυλά μου κινήθηκαν στο πρόσωπό του... Δεν υπήρχε αυτό... Δεν υπήρχε... Πήρε το χέρι μου και το φίλησε. Κάθησα επάνω του, τραβώντας το σεντόνι στο στήθος μου με το άλλο. Τον κοιτούσα... Δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένη Αφέντρα στον κόσμο εκείνη την περίοδο... Δεν υπήρχε, όμως...

Με έπιασε από την μέση και με ξάπλωσε δίπλα του.
Μου σήκωσε τα μαλλιά, μου τακτοποίησε το σεντόνι, με σκέπασε μέχρι τον λαιμό, και ήρθε όσο πιο κοντά γινόταν για να μπορώ να αγγίζω με το πρόσωπό μου το δικό του. Για να έχω επαφή με το φρεσκοξυρισμένο του δέρμα... Μου έδινε αυτό που ήθελα... Χωρίς να του πω τίποτα... Χωρίς να μου πει κάτι...

Δεν ξέρω για πότε με πήρε ο ύπνος.