20.6.10

What Goes Around, Comes Around

Υπάρχει μία σαφής διαφορά για τις Domina, όταν ετοιμάζονται για έξοδο από όταν ετοιμάζονται για έφοδο. Στις συνομιλίες Μας αναφερόμαστε πάντα σε αυτό. Ναι, είναι ωραία να είσαι γυναίκα και να ετοιμάζεσαι, να χτενίζεσαι, να βάφεσαι, να φοράς τα ωραία σου ψηλοτάκουνα για να βγεις. Όταν αυτά γίνονται την ώρα που προετοιμάζεσαι να ελευθερώσεις τα μύχια ένστικτά σου, έχουν άλλη βαρύτητα, άλλη αξία, άλλη αίσθηση.

Έκανα το μακιγιάζ μου μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας.
Κοιτούσα τις μελανιές μου και χαμογελούσα ευδιάθετη. Ήταν μετά τις 9, είχε δροσίσει, και ο Χ είχε ανοίξει πόρτες/παράθυρα για να μπει φρέσκος αέρας. Πηγαινοερχόταν, γιατί έβγαζε για να απλώσει τα ρούχα από το πλυντήριο. Τον έπιανα να ρίχνει κλεφτές ματιές. Ο Χ όποτε ετοιμαζόμουν - και ειδικά όταν βαφόμουν - ήθελε να κοιτάζει. Καθόταν γονατισμένος έξω από την τουαλέτα και κοιτούσε ήσυχος τις κινήσεις μου. Είχε πει πολλές φορές, ότι αυτή η προετοιμασία για εκείνον, ήταν εξ' ίσου σημαντική με ό,τι ακολουθούσε. Το ίδιο ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ.

Το πρόσωπό του συννέφιασε, όταν πήρε στα χέρια του την ματωμένη μαξιλαροθήκη.
-Δεν βγήκαν τα αίματα, Αφέντρα..., είπε στενοχωρημένος, κοιτάζοντάς την ακόμα.
-Φαίνεται να με πειράζει;, του έπιασα το πρόσωπο, στρέφοντάς το προς το δικό μου.
Χαμογέλασε ντροπαλά. Όταν τελείωσε, ήρθε να μου το ανακοινώσει.
-Το δωμάτιο είναι έτοιμο;, τον ρώτησα χωρίς να σταματήσω αυτό που έκανα.
-Μάλιστα, Αφέντρα..., είπε χαμηλόφωνα.
-Πολύ καλά. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα για να διαλέξω τι θα φορέσω.
Πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα και με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε ό,τι πίστευε πως θα ήθελα επάνω στο κρεβάτι. Αφού επέλεξα, πήγα στο σαλόνι έβαλα μουσική και επέστρεψα στην τουαλέτα.

-Μπορείς να έρθεις, του είπα αφοσιωμένη στο μακιγιάζ μου.
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω την φράση μου, είχε ήδη γονατίσει έξω από την πόρτα.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί, και χτύπησε το τηλέφωνό του.
-Μου επιτρέπετε, Αφέντρα;...
-Φυσικά...
Πήρε το τηλέφωνο και ήρθε στο άνοιγμα. Όποτε χτυπούσε το τηλέφωνό του ερχόταν μπροστά μου. Όταν χτυπούσε το δικό μου - ακόμα κι αν τρώγαμε - έφευγε διακριτικά.

Στο τηλέφωνο ήταν ο Α.
Ήθελε να έρθουν. Ο Χ σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε με απορία, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση που του γινόταν - αν μπορούν να περάσουν για λίγο. Χαμογέλασα λέγοντάς του άηχα "ναι".
-Δεν ξέρω τι θέλουν..., είπε σηκώνοντας τους ώμους.
-Θέλουν να απολογηθούν, του είπα, χωρίς να πάψω να χαμογελάω. Από την ώρα που έφυγαν, εμείς μπορεί να κοιμηθήκαμε, εκείνοι, όμως, δεν πρέπει να σταμάτησαν να μας σκέφτονται. Και δεν αισθάνονται καλά. Το έχουν ξανακάνει αυτό; Να θέλουν να έρθουν σπίτι μας;
-Όχι, Αφέντρα... Ποτέ..., άρχιζε να καταλαβαίνει τον λόγο.
-Νομίζουν ότι μας στενοχώρησαν, ότι μας προσέβαλαν.

Μπήκα στο δωμάτιο για να ντυθώ.
-Αφέντρα..., είπε και με ακολούθησε διστακτικά.
-Ναι;
-Εξ' αιτίας μου μπήκατε στην διαδικασία να εξηγείτε στους δικούς μου φίλους για εμάς... Και να ακούτε ό,τι τους κατέβηκε στο μυαλό... Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη... Από εσάς...
-Δεν τίθεται θέμα συγγνώμης από κανέναν, του είπα σταματώντας να κάνω ό,τι έκανα. Εκείνοι δεν ξέρουν, και έπεσαν στην μέρα που δεν έπρεπε. Σε αγαπάνε. Και έχουν ενοχές. Μήπως δεν προστατεύουν εσένα, εμένα... Νομίζω πως κατάλαβαν πια. Και δεν θα επαναληφθεί. Όσο για το τι αναγκάστηκα να κάνω εγώ, δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν εξήγησα τίποτα. Και ούτε προτίθεμαι να κάνω κάτι τέτοιο. Σε κανέναν. Ο μόνος που με ενδιαφέρει να ξέρει τι σκέφτομαι και πως, είσαι εσύ. Στα παιδιά, όμως, πρέπει να είμαστε καθησυχαστικοί. Εσύ τι θα έκανες εάν έβλεπες έναν από αυτούς μωλωπισμένο, μία μέρα; Δεν θα ανησυχούσες;
-Θα ανησυχούσα πολύ, Αφέντρα..., παραδέχθηκε αναστατωμένος για όσο χρειάστηκε να μπει στο μυαλό τους και να δρομολογήσει τις σκέψεις του όπως ενδεχομένως είχαν δρομολογηθεί και στο μυαλό εκείνων.
-Μπορώ να ντυθώ τώρα;, τον ρώτησα πιάνοντας την πετσέτα που ήταν γύρω μου.

Έκλεισε την πόρτα.
Όταν ετοιμάστηκα και βγήκα, εκείνος έκλεινε τα πάντα για να ανοίξει τα air-condition.
-Σου έχει δημιουργηθεί τραύμα, καλέ μου σκλάβε;..., τον ρώτησα περιπαικτικά, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος, χωρίς τις πετσέτες σε σώμα και μαλλιά, έτοιμη να υποδεχθούμε τους φίλους του.
Γύρισε το κεφάλι, καθώς είχε ξεκινήσει να απαντά. Μόλις η ματιά του έπεσε επάνω μου, άρχισε να συλλαβίζει, χάνοντας τον ειρμό.
Χτύπησε το κουδούνι.
-Ok. Μου χρωστάς μία απάντηση. Πήγαινε να ανοίξεις και το μέσα, και κλείσε την πόρτα. Έχουμε γλυτώσει τόσες φορές την αστυνομία. Ελπίζω να μην το βρούμε από την Πυροσβεστική...

Άνοιξα την πόρτα, και στο κατώφλι στεκόταν πρώτος ο Α και πίσω του οι άλλοι 2.
-Ξεχάσατε κάτι;, τους ρώτησα έτοιμη να βάλω τα γέλια.
Πέρασαν μέσα, εντελώς αμήχανοι. Ο Χ έβαλε τα ποτά, και καθήσαμε στις ίδιες θέσεις.
-Θέλω να μιλήσω εγώ, είπε ο Β, κι εγώ κι ο Χ τον κοιτάξαμε ξαφνιασμένοι, καθώς σηκωνόταν όρθιος.
-Τα πράγματα είναι σοβαρά..., είπα σκύβοντας στο μέρος του.
-Ήρθαμε να σας ζητήσουμε συγγνώμη, είπε σταθερά. Και όχι τόσο από τον Χ, αλλά από εσένα Νανά. Ό,τι και να σκέφτηκες για εμάς, δεν έχεις άδικο. Για άλλη μία φορά φερθήκαμε σαν μαλάκες. Αλλά πρέπει να μας δικαιολογήσεις. Όταν γνωριστήκατε με τον Χ, είχαμε το άγχος μήπως τον χάσουμε. Όταν σας είδαμε σήμερα, ήμασταν σίγουροι ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει. Και ότι κινδυνεύεις κι εσύ...
-Β..., ξεκίνησα να λέω.
-Άσε με να τελειώσω πρώτα, Νανά..., είπε λες και προσπαθούσε να μην ξεχάσει κάτι. Θα μας θεωρείς πολύ φλώρους. Αλλά έχουμε έναν φίλο από παιδιά, που τον βλέπαμε μία στο τόσο, και τώρα κάθε τρεις και λίγο είναι εδώ. Και ερχόμαστε σήμερα, και σας βλέπουμε με μελανιές και σημάδια στον λαιμό. Φρικάραμε. Όταν γνωριστήκατε, γνωρίσαμε κι εμείς μία πλευρά του Χ που δεν ξέραμε. Αν σου πούμε ότι δεν ανησυχήσαμε, δεν θα είναι αλήθεια. Αλλά είπαμε ότι είναι κάτι σαν τον αλκοολισμό... Σαν την χαρτοπαιξία... Και ότι βρήκε εσένα για να καταστρέφεστε μαζί.

Ο Χ έγινε έξαλλος.
Η φλέβα στο μέτωπό του ήταν έτοιμη να εκραγεί.
-Άκουσέ τον..., του έπιασα το χέρι. Άκουσέ τον... Δεν είναι εναντίον σου... Είναι απέναντι από μία κατάσταση που τους είναι άγνωστη... Άφησέ τον...
Αισθανόμουν ότι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ντρεπόταν για τους φίλους του, για αυτά που άκουγε. Αισθανόταν άσχημα που ήμουν εκεί. Νόμιζε πως θα με πλήγωναν.
-Είμαι καλά, του είπα. Είμαι καλά και θέλω να ακούσω τα πάντα. Μην κάνεις πίσω. Το θέλω.
Με κοίταξε με παράπονο.
-Συνέχισε, είπα στον Β, χωρίς να αφήνω το χέρι του σκλάβου μου.
Τον κοίταξε φοβισμένος και σχεδόν λυπημένος.
-Συνέχισε, Β, τον παρότρυνα. Έχει μεγάλη σημασία αυτό που κάνουμε. Μην κοιτάζεις τον Χ. Κοίταξε εμένα. Και πες μου.

Πήρε βαθιά ανάσα και με κοίταξε.
-Είπαμε ότι θα του περάσει. Περιμέναμε να κάνεις εσύ ένα λάθος και να στραφούμε εναντίον σου. Ή να του ξεφύγει μία κουβέντα για εσάς, και να πιαστούμε από εκεί. Για να κάνουμε κάτι να τον επαναφέρουμε.
-Και αντί γι΄αυτό, βλέπαμε τον Χ ευτυχισμένο, σηκώθηκε διακόπτοντας ο Α. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Δεν μας μιλούσε για εσάς. Όσο δεν το έκανε, τόσο νομίζαμε τα χειρότερα. Αλλά δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε την ηρεμία του. Τότε αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι μπορεί τα πράγματα να είναι πραγματικά χειρότερα. Σήμερα...
-Σήμερα νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος, είπε ήσυχα ο Γ, κοιτάζοντας το ποτό του. Δεν περιμέναμε να κάνει κι εκείνος τα ίδια σε εσένα...
-Στην αρχή..., είπε ο Β. Γιατί όταν μας είπατε ότι κάνετε sex, μπερδευτήκαμε ακόμη περισσότερο. Αν δεν μπαίναμε σε εκείνο το δωμάτιο, δεν θα το πιστεύαμε. Θα νομίζαμε ότι μας λέτε ψέματα. Γιατί εμείς νομίζαμε άλλα...

-Τι άλλα νομίζατε;, ρώτησε ο Χ καθαρίζοντας τον λαιμό του, στην προσπάθεια να ακουστεί συζητήσιμος.
Δεν μίλησε κανείς.
Ξανακάθησαν στις θέσεις τους.
-Μπορώ να πω εγώ;, ρώτησα.
Καμμία απάντηση.
-Ok. Πιστεύατε ότι βρισκόμασταν και σκοτωνόμασταν. Σωστά;
Μόνο ο Γ κούνησε το κεφάλι του γρήγορα καταφατικά. Οι άλλοι δεν μας κοιτούσαν καν.
-Δεν ξέρω αν θα αισθανθείτε καλύτερα, αλλά πριν γνωρίσω τον Χ, έτσι πίστευα κι εγώ ότι κάνουν οι άνθρωποι που είναι σαν εμάς.

3 κεφάλια γύρισαν ξαφνιασμένα στο μέρος μου και με κοίταξαν με μάτια ορθάνοικτα.
-Ναι. Έτσι πίστευα. Αλλά εγώ δεν ένοιωθα έτσι. Ούτε ο Χ νοιώθει έτσι. Και μπορεί να αισθάνεται αμήχανα, έως και άσχημα με αυτήν την συζήτηση, αλλά εγώ αισθάνομαι πολύ καλά. Τον νοιάζεστε. Και αυτό με ενδιαφέρει πολύ. Και νοιάζεστε κι εμένα. Αυτό με ενδιαφέρει λιγότερο. Γιατί εκείνος που νοιάζεται περισσότερο για εμένα, ίσως και από εμένα την ίδια, είναι ο φίλος σας. Και όχι μόνο δεν θα μου κάνει ποτέ κάτι κακό, αλλά και δεν ξέρω σε ποιο σημείο θα έφτανε εάν κάποιος πείραζε έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά μου. Τότε μπορεί να έκανε κακό.
-Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση, είπε ο Χ και τους κοίταξε. Μόνο sex, θα μπορούσα να κάνω. Μόνο τα άλλα που σκεφτόσασταν, τι νόημα θα είχε;
Ήταν σειρά μου να κοιτάξω κι εγώ κάποιον ξαφνιασμένη.
Διάολε... Αυτός ο άνδρας, ήταν δικός μου σκλάβος...

-Στενοχωριέμαι που έφτασαν τα πράγματα ως εδώ..., είπε ο Α.
-Εγώ, πάλι, ξέρεις γιατί στενοχωριέμαι;, τον ρώτησα. Που έχω ένα ψυγείο με πράγματα που δεν φάγατε! Δεν φτάνει που μας ξυπνήσατε, δεν φτάνει που μαγειρεύαμε τόσες ώρες, δεν φτάνει που μας φλομώσατε στην μαλακία, μου γεμίσατε ένα ψυγείο πράγματα που θα πάνε στα σκουπίδια.
-Δεν θα τα φάτε εσείς;, ρώτησε το βλαμμένο μου.
-Εμείς τρώμε ο ένας τον άλλον, χαρά μου..., του απάντησα σηκώνοντας τα φρύδια χαμογελαστή. Έτσι χορταίνουμε...

Ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα;...
Ήταν σαν να μην είχε ανοίξει μύτη;... - που λέει ο λόγος...
Ήταν σαν να αλλάξαμε πίστα;...

Οι άνδρες σηκώθηκαν και έφεραν ό,τι είχε το ψυγείο.
Έστρωσαν το τραπέζι, άνοιξαν κρασιά, ο Χ τράβηξε την καρέκλα να καθήσω, και συνεχίσαμε το μεσημεριανό φαγοπότι, σαν να ξαναβρεθήκαμε μετά από χρόνια. Εκείνοι παραπονούνταν ότι είχαν φύγει νηστικοί, ότι πριν έρθουν δεν είχαν όρεξη για να βγουν, ότι τώρα είναι καλά. Εμείς δεν φάγαμε πολύ. Πίναμε και καπνίζαμε, κοιτάζοντάς τους. Τα πράγματα είχαν επιστρέψει στην θέση τους. Και μπορούσαμε πάλι να αστειευόμαστε και να γελάμε. Μέσα μου, όμως, η ερώτηση που τους έκανε, γύριζε ξανά και ξανά στο μυαλό μου... Τον αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο...

Έφυγαν μέσα στα γέλια και στα πειράγματα.
-Θέλεις να ανοίξουμε μία Coca Cola να το γιορτάσουμε;, τον ρώτησα πηγαίνοντας στο ψυγείο. Προσπαθούσα να ξεχάσω ό,τι είχε πει και να ελαφρύνω το κλίμα. Το δικό μου κλίμα...
-Αφέντρα..., είπε διστακτικά. Δεν πίνω πια Coca Cola... Μου έχει απαγορευθεί...
Έμεινα εκεί που ήμουν. Ακίνητη.
Γύρισα, τον κοίταξα για λίγο. Χαμογελούσε αθώα. Όπως πάντα.

Άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Οι μικρές φωτιές γέμιζαν το δωμάτιο σκιές.
-Σβήσε τα φώτα και κλείσε την μουσική.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Άλλαξα ρούχα, άλλαξα παπούτσια. Έβγαλα το κολλάρο του από την ντουλάπα.

Άνοιξα την πόρτα, και με περίμενε γονατισμένος, μέσα στο σκοτάδι.
-Έχω κι εγώ μία ερώτηση. Θέλεις να σου δείξω τι νόημα έχει να κάνεις και τα δύο μαζί;