27.6.10

Say My Name, Say My Name

Το όνομά μου, είναι το πιο όμορφο γυναικείο όνομα στον κόσμο.
Το πιο εύηχο, το πιο θηλυκό, το πιο αισθησιακό.
Δεν υπάρχει άλλο όνομα που θα ήθελα να έχω.
Το λατρεύω.

Κάποτε, κάποιος που ήταν ερωτευμένος μαζί μου, είχε γράψει μία κασσέτα, στην οποία ανέφερε τους λόγους για τους οποίους με είχε αγαπήσει, και γιατί θα έπρεπε να γίνουμε ζευγάρι. Κάθε γυναίκα θα ένοιωθε κολακευμένη με το περιεχόμενό της, και όντως ήταν μία εξαιρετική σκέψη και κίνηση από έναν άνδρα. 60 λεπτά ταινίας, κι εγώ κόλλησα στο τελευταίο. Είχε πάρει ένα κομμάτι από ένα κλασσικό rock τραγούδι, στην γέφυρα του οποίου ο τραγουδιστής ψιθύριζε το όνομά μου τρεις φορές, και το έγραψε άλλες τόσες. Περιττό να πω, ότι η κασσέτα είναι λιωμένη σε εκείνο το σημείο...

Με τον Χ, όμως, είχα ξεχάσει το όνομά μου. Κυριολεκτικά.
Τόσους μήνες σχέσης, και δεν το είχε ξεστομίσει ποτέ. Δεν χρειάζεται να πω τι ένοιωσα. Ήταν τόσο περίεργο το συναίσθημα... Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα αμηχανία μαζί του. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν με είχε αποκαλέσει ποτέ με το όνομά μου.
-Συγγνώμη...;, είπα έτοιμη να μου πέσει το σαγόνι στο πάτωμα.
-Μπορώ να πάω να πάρω έναν καφέ;, με ρώτησε ανυποψίαστος.
Μπλόκαρα.
-Καφέ...;, ρώτησα σαν να μην ήξερα τι ήταν ο καφές.

Με κοίταξε με απορία.
Τι ξανθιά, και τι βλαμμένη... Είχα φύγει. Εντελώς. Κοιταζόμασταν. Πράγμα πολύ σπάνιο για εμάς... Δεν θυμάμαι τι μου είπε, τι του είπα. Πήγε να πάρει καφέ. Τον κοιτούσα σαν το μαλακισμένο, να στέκεται στην ουρά και να περιμένει. Η φωνή του έπαιζε συνέχεια στο μυαλό μου. Δεν έλεγα να ξεκολλήσω. Τα είχα δει όλα. Ποια μούλικα; Ποιοι κάφροι; Ποιο πλοίο; Εγώ ταξίδευα στον κόσμο μου.

Η ναυτία που ακολούθησε, δεν ξέρω αν ήταν από το κούνημα.
Ξέρω, όμως, ότι όταν ήρθε και κάθησε απέναντί μου - συνεχίζοντας να είναι ανυποψίαστος... - πρέπει να τον κοιτούσα σαν να μην τον ήξερα.
-Θέλεις λίγο να μου επαναλάβεις τι είπες;...
-Ποιο; Αυτό για τον καφέ;..., απόρησε.
-Ποιος τον γαμάει τον καφέ, χαρά μου;... Θέλεις να πεις άλλη μία φορά το όνομά μου;
-Νανά, είπε χαμογελαστός. Σκεφτόμουν τόση ώρα ότι δεν σε έχω ξαναπεί "Νανά".

Νάτος και ο ενικός! Περίφημα!
-Διάολε... εμείς δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα... Να μου το θυμηθείς...
-Γιατί;..., ρώτησε μαλακά, ενώ συνέχιζε να χαμογελάει αθώα.
-Δεν φταίει κανείς άλλος, είπα και άρχισα να κοιτάζω γύρω μου. Φταίω εγώ, που δεν πήρα και το βαλιτσάκι του Sport Billy με τα απαραίτητα μαζί μου, να σου απαντήσω στο "γιατί"... Μπορώ, βέβαια, πάντα να αυτοσχεδιάσω...
-Εγώ, πάντως, έχω μαζί μου την Vanda, είπε χαρούμενα και αυτάρεσκα. Και δεν χρειάζεται να αυτοσχεδιάσω.

Ήθελα να ανοίξω τις πόρτες και να πέσω στην θάλασσα...
-Έχω την εντύπωση ότι αυθαδιάζεις;...
-Όχι, Νανά..., είπε απολογητικά. Την αλήθεια λέω...
Θα τον σκότωνα... Μα την Παναγία, θα τον σκότωνα... Ήξερε τι έκανε. Ήξερε τι μου έκανε.
-Όταν θα επιστρέψουμε στην Αθήνα, να μου θυμίσεις να πάρω και ένα πιεσόμετρο για το βαλιτσάκι... Ή, μάλλον, για την τσάντα μου... Ποτέ δεν ξέρεις, τελικά...
-Είμαι προκλητικός, Νανά;..., ρώτησε ντροπαλά.
-Ναι, του είπα, καθώς μου έρχονταν απανωτά τα εγκεφαλικά.
-Να σταματήσω;...
-Όχι.

Το υπόλοιπο της συζήτησης δεν θα το αναφέρω.
Αυτό που χρειάζεται να εννοηθεί, είναι ότι η συζήτηση έγινε μία παρτίδα squash. Τρέχαμε καταϊδρωμένοι, να αποκρούσουμε το μπαλάκι με τις ατάκες του καθενός, που έπεφταν με ορμή αλλά και πλάγιο τρόπο συγχρόνως, χτυπώντας στον τοίχο των αντιστάσεών μας. Ο περιορισμός του χώρου δεν μπορούσε να αποτρέψει την έκταση των σκέψεών μας. Φτάναμε στα όριά μας, και μετά πάλι το ξεκινούσαμε από την αρχή. Κι αυτό που έχει αξία από εκείνο το ταξίδι, είναι ότι μία Αφέντρα έδωσε σε έναν σκλάβο την ελευθερία του, κι εκείνος δεν πήγε πουθενά.

Φτάνοντας στον προορισμό, ήμουν έτοιμη για τα πάντα.
Για τα πάντα, όμως...
Εκτός από εκείνο που μας συνέβη.