29.11.11

The Parallel Universe

Η ανικανότητα αντίληψης τής πραγματικότητας, αποτελεί σοβαρό πρόβλημα.
Ένα σοβαρό πρόβλημα, που έχει και όνομα και τρόπους αντιμετώπισης.
Και τις περισσότερες φορές, αυτή η κατάσταση είναι εξαιρετικά επκίνδυνη.

Και ακολουθεί μία πολύ κατατοπιστική ιστορία.

Τον Ψ
τον είχα γνωρίσει μέσα φθινοπώρου.
Το καλοκαίρι που είχε περάσει, ήμουν καλεσμένη σε έναν γάμο, στον οποίο θα παρευρίσκονταν πολλά γνωστά μου άτομα αλλά και φίλοι. Επειδή ήταν γύρω στον 15Αύγουστο, και σε ένα νησί πολύ κοντά σε άλλα - εξ ίσου δημοφιλείς προορισμούς -, ήταν εύκολο για τους περισσότερους να παραστούν.

Σε ένα νησάκι που φημίζεται για τα ζευγάρια που φιλοξενεί κάθε χρόνο, δίπλα από εκείνο που θα γινόταν η τελετή, είχε φτάσει τρεις-τέσσερις μέρες πριν μία φίλη μου με τον νέο καλό της. Ο νέος καλός της, είχε ήδη θητεία δύο ή τριών μηνών. Όλες οι φίλες μας ήταν ενθουσιασμένες μαζί του. Ήταν ευγενής, διασκεδαστικός, πρόσχαρος, ευχάριστος, με καλή αίσθηση τού humor. Και αυτή ήταν η περιγραφή που μου έκαναν τα άλλα κορίτσια όταν τον γνώρισαν. Το νέο amore τής φίλης μας τους είχε κερδίσει όλους. Συν την φίλη μας, που βρήκε πρώτη φορά γκόμενο που δεν την πουλούσε 15Αυγουστιάτικα για τους φίλους του, και που είχε συμφωνήσει με χαρά να την συνοδεύσει στον γάμο, χωρίς να προβάλλει 100 δικαιολογίες για να το αποφύγει.

Εμένα αυτός ο τύπος δεν μου άρεσε.
Όχι ότι μου είχε κάνει κάτι. Απεναντίας. Ήταν πιο καλός και γλυκός μαζί μου, γιατί μάλλον είχε πέσει χοντρό σύρμα. Το βράδυ, όμως, που μου τον σύστησαν - σε μία νυχτερινή έξοδο, με μεγάλη παρέα - κάτι με προβλημάτισε. Έντονα. Εκεί που μιλούσαμε και γελούσαμε, έχει σκύψει στο αυτί μου και μου λέει: "Αυτός εκεί πρέπει να την ξέρει την Φ". Γυρίζω, κοιτάζω εκείνον που μου δείχνει διακριτικά, βλέπω ότι ο άνθρωπος είχε στην αγκαλιά του μία κοπέλα - την οποία κοιτούσε στα μάτια... -, και επειδή γνωρίζω τους άνδρες φίλους τής φίλης μου, του λέω: "Είναι λίγο δύσκολο... Δεν είναι γνωστός. Θα τον ήξερα. Αλλά και να ήταν, θα είχε έρθει να μας μιλήσει ή θα πήγαινε η Φ να τον χαιρετίσει...". Κι εκείνος, κοιτάζοντας πολύ περίεργα τον άνθρωπο, μου απαντά: "Όχι μόνο την ξέρει. Την γουστάρει, κι όλα!".

(...)

Μία λέξη μού ήρθε στο μυαλό: "Παράνοια".
Όχι με την έννοια τής παρεξήγησης, όμως.
Με την έννοια τής τρέλας.

Δεν είπα τίποτα.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε - αφού δεν έχω διασκεδάσει ούτε για την παρέα μετά από την στιχομυθία -, αρπάζω από το χέρι την πιο κοντινή κοινή μας φίλη, την βάζω στο ταξί με το οποίο θα έφευγα μόνη μου, και της λέω: "Κοπελιά. Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν τον τύπο. Μην φρικάρεις. Αλλά δεν έχω καλό προαίσθημα...". Της αναφέρω τα λεχθέντα, κι αφού με κοιτάζει για λίγο προβληματισμένη, μου λέει: "Μην είσαι τόσο καχύποπτη! Δεν τον είδες που ήθελε να σε κερδίσει; Προφανώς ήθελε να σε εντυπωσιάσει. Τώρα, αν είναι και ζηλιάρης, αυτό είναι καλό. Την αγαπάει και δεν θέλει να την χάσει. Έτσι δεν είναι στις αρχές; Όταν δεν είσαι σίγουρος;". Δεν με έπεισε. Με αποτέλεσμα να την κοιτάζω έντονα, χωρίς να μιλάω. "Ok", της είπα. "Σταμάτα να παίρνεις αυτό το ύφος! Με τρομάζεις!", γέλασε. Έτσι, άφησα αυτό το ύφος, και ξεκινήσαμε μία άλλη, άσχετη συζήτηση.

Αλλά εγώ, από εκείνη την ημέρα, ήμουν ανήσυχη.
Όποτε σκεφτόμουν την φίλη μου ή με έπαιρνε τηλέφωνο ή μου μιλούσε για εκείνον, την ψάρευα διαρκώς για το ποιος / πως / τι είναι. Η φίλη μου στον κόσμο της: ευτυχισμένη. Και μπορείς να μην χαρείς για εκείνη; Όχι. Μπορείς, όμως, να συνεχίσεις να ανησυχείς - εάν είσαι εγώ...

Έτσι, λοιπόν, όταν η μέλλουσα νύφη μάς ανακοίνωσε πως θέλει να κάνει έναν παραδοσιακό γάμο σε νησί, χάρηκα ιδιαιτέρως που θα μου δινόταν η ευκαιρία να τον πιάσω χαλαρό και ανυποψίαστο. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω, πως να το κάνω, και ήθελα να το κάνω σαν τρελή. Το ότι οι φίλοι και οι γνωστοί απόρρησαν που εγώ δέχθηκα με τόση χαρά να κάνω ταξίδι μέσα στο κατακαλόκαιρο μόνο για έναν γάμο, δεν άρκεσε για να καταλάβουν ότι άλλος ήταν ο σκοπός μου.

Φτάνω στο νησί το πρωΐ τού γάμου.
Ρωτάω για τα παιδιά, μου λένε ότι θα έρθουν λίγο πριν την τελετή. Ερωτευμένοι. Δεν θα μπορούσαν να χάσουν στιγμή. Σωστά. Ok. Ο γάμος θα γινόταν νωρίς το απόγευμα. Το μεσημέρι βλέπω τηλεόραση στο δωμάτιό μου, ό,τι έχω τελειώσει με καλλωπισμούς / κομμώτριες κτλ, στα διπλανά δωμάτια να επικρατεί πανδαιμόνιο με όσες είχαν σειρά, και χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν καταλαβαίνω από την φασαρία ποιος είναι και τι μου λέει, και κατεβάζοντας τα hands-free, βλέπω το όνομα τής φίλης μου στην οθόνη. Κλείνω την τηλεόραση, ανακάθομαι στο κρεβάτι και προσπαθώ να ακούσω. Και από μέσα ακούγονται φωνές και ουρλιαχτά... Θόρυβοι, σπασίματα, φασαρία...

Δεν θυμάμαι.
Ούτε πως πετάχτηκα από το κρεβάτι, ούτε πως προσπέρασα όλον τον κόσμο - που με ανοιχτές τις πόρτες των δωματίων ετοιμάζονταν μες στην τρελή χαρά για το γεγονός, μέσα στα γέλια και τον ενθουσιασμό - που προσπαθούσε να με σταματήσει φωνάζοντας "που πας, Νανά;!", ούτε πως βγήκα με ξυπόλητη με την ρόμπα να σέρνεται, ούτε πως δεν μου έστριψε εντελώς από την ένταση.

Δεν ξέρω που βρήκα την ψυχραιμία.
Και το μυαλό μου πήγε αμέσως σε έναν τύπο που γνωρίσαμε στο πλοίο και μου έδωσε το τηλέφωνό του, εάν θέλουμε να πάμε μαζί με την παρέα που πήγαινε για να συναντήσει και ήταν με σκάφος, για να κάνουμε τον γύρο των κοντινών νησιών, πριν φύγω. Και του τηλεφωνώ, και πριν ο άνθρωπος καλά-καλά καταλάβει ποια είμαι, τον παρακαλώ να στείλει κάποιον να με πάρει από το ξενοδοχείο - γιατί δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν, διότι θα αναστατωθούν οι πάντες -, και αν μπορεί εκείνος που έχει το σκάφος, να λύσει και να με πάει στο άλλο νησί, γιατί ανέκυψε μία εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση.

Και, ευτυχώς, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, χάρη σε εκείνον, που ακόμα τον ευγνωμονώ μέσα από την καρδιά μου, και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ...

Ήρθε ο ίδιος με μηχανή που δανείστηκε, στο λιμάνι μάς περίμενε φίλος του με ταχύπλοο που τον σήκωσε από το τραπέζι, και έτσι φύγαμε για απέναντι. Εγώ όρθια, να μην ξέρω αν θα προλάβω την φίλη μου ζωντανή, αν είναι κάποιος εκεί να βοηθήσει, αν θα έπρεπε να είχα τηλεφωνήσει στην αστυνομία πριν, αν ήθελα να λιποθυμήσω από την ένταση ή από τον ήλιο που με έκαιγε.

Φτάνουμε ρωτώντας που είναι, τι.
Βρίσκουμε το συγκρότημα με τα ενοικιαζόμενα, ακούμε τις φωνές του, και από μακριά βλέπω καμμία 10ριά άτομα, ζευγάρια, να έχει αγκαλιάσει ο ένας τον άλλον, και να κοιτάνε...

Είχαν
αγκαλιάσει
ο
ένας
τον
άλλον
και
κοιτούσαν...

Μπαίνω, τρέχοντας, από την μπαλκονόπορτα - οι άλλοι δύο με τραβούσαν από την ρόμπα, τώρα... -, και βλέπω ένα διαμέρισμα ρημαδιό, και ένα ντουλάπι τής κουζίνας να κρέμεται από τους μεντεσέδες. Την φίλη μου, χτυπημένη, να έχει κουρνιάσει σε μία γωνία, με τα πέλματα στον αέρα, έτοιμα να κλωτσήσουν, και τον τύπο όρθιο από πάνω της να λέει: "Καριόλα! Θα σου γαμήσω τον αντίχριστο! Νόμιζες ότι θα με κεράτωνες;! Πόσους έχεις φέρει εδώ;! Τι είμαι εγώ;! Ο μαλάκας σου;! Θα σε σακατέψω! Ακούς, μωρή πουτάνα;! Θα σε θάψω! Εμένα πας να κοροϊδέψεις;!". Και γυρίζει, κοιτάζει τους 2 άνδρες που ήμασταν μαζί, και συνεχίζει: "Αυτοί σε γαμάνε, μωρή ξεκωλιάρα;! Νόμιζες ότι δεν θα το καταλάβαινα;! Μαζί σε παίρνουν;! Θα σε σκοτώσω;!".

Και με το "θα σε σκοτώσω", λέω ήρεμα στους άλλους "πάρτε την αστυνομία", και παίρνω μία καρέκλα και τον χτυπάω με δύναμη στην πλάτη. Ήταν να μην τον έριχνα κάτω... Έχω ανέβει επάνω του, και τον χτυπάω στα νεφρά τόσο δυνατά, όσο δεν έχω χτυπήσει ποτέ άνθρωπο. Προσπαθεί να ξεφύγει, και από πάνω μου έρχεται να με τραβήξει ο άνθρωπος που κάλεσα, κρατώντας με από την μέση. "Πήγαινε στην φίλη μου!", του λέω απότομα, σπρώχνοντάς τον. Ο άλλος ήρθε να βοηθήσει, μιλώντας στο τηλέφωνο, αλλά με το ένα χέρι δεν μπορούσε να με κουμαντάρει. Και γυρίζω τον τύπο ανάσκελα... Η έκφραση "κενό βλέμμα"; "θολό βλέμμα"; δεν ξέρει κανείς τι σημαίνει, εάν δεν έχει δει άτομο σε παρόμοια κατάσταση... Και τον χτυπάω... Τον χτυπάω με γροθιές... Και όσο και να γύριζε το κεφάλι του μετά από κάθε χτύπημα στην αρχική του θέση, το βλέμμα του δεν άλλαζε. Και όσο έβλεπα αυτό το βλέμμα, τόσο τρελαινόμουν. Τον χτυπούσα και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να τον σκοτώσω...

Με μάζεψαν.
Ήρθε η αστυνομία.
Έχω πάρει αγκαλιά την φίλη μου και περπατάμε, και θέλω τόσο πολύ να χτυπήσω όλους εκείνους που έβλεπαν τόση ώρα μη κάνοντας το οτιδήποτε - τόσο πολύ, όμως... -, και ιδίως τους άνδρες, που κλείνω για λίγο τα μάτια να μην τους βλέπω. Φτάνουμε στο νησί, πηγαίνουμε στο τμήμα, κι εκεί περιμένει ένας πιτσιρικάς γιατρός με τα χάπια στο χέρι. Τον κοιτάζω: "Με κοροΐδεύεις...", του λέω με εκείνη την ηρεμία που έχουμε πριν επιτεθούμε. "Πήγαινε να φέρεις ένεση!", του φώναξα. Μόλις ακούει "ένεση" ο τύπος, αρχίζει να οδύρεται. "Ένεση;! Ένεση;! Εγώ δεν είμαι τρελός! Αυτή η πουτάνα φταίει για όλα!". Και πάει ο γιατρουδάκος να του πιάσει την κουβέντα, αν ξέρει ποιος είναι, που είναι, κτλ. (...)

Πηγαίνω στον αξιωματικό υπηρεσίας και του λέω: "Πείτε στον γιατρό σας, ότι ο τύπος βρίσκεται σε κρίση! Δεν είναι ώρα για ψυχανάλυση! Πείτε του κάτι! Δεν καταλαβαίνει, ο άνθρωπος!". Και αμέσως ακούγεται ένας γδούπος, και γυρίζοντας βλέπω τον τύπο να έχει πέσει στο πάτωμα και να χτυπιέται... "Αφήστε με! Αφήστε! Δεν είμαι τρελός! Μην με αγγίζετε! Αφήστε με!". (Κανείς δεν είχε επιχειρήσει ούτε καν να τον αγγίξει...). Και τότε, επιτέλους, ο γιατρουδάκος τού έκανε την ένεση.

Ο γάμος έγινε.
Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.
Πήγαμε με την φίλη μου, από μακριά, να μας δει η νύφη, δεν την χαιρετήσαμε, και όταν ρώτησε γιατί φύγαμε, της είπαν ότι είχαμε αρχίσει τα πιώματα από το ξενοδοχείο, και ξερνοβολάγαμε στα δωμάτιά μας. Έπρεπε να ξαναγυρίσουμε στο τμήμα. Η φίλη μου είχε πάρει τηλέφωνο τους γονείς του, και στο νησί κατέφθασε η μητέρα του και η αδερφή του.

Δεν ξέρω πως γλίτωσε η μητέρα του από τα χέρια μου.
Προφανώς, όπως γλιτώνουν όλοι εκείνοι που μου προκαλούν αυτού του είδους τα συναισθήματα: από τον φόβο τής φυλάκισης. Διότι η μητέρα του ήρθε βαμμένη / ντυμένη / χτενισμένη, σαν να ήταν κι εκείνη καλεσμένη στον γάμο, και όχι σε αστυνομικό τμήμα για να μαζέψει τον γιο της... Και να την ρωτάνε οι αστυνομικοί αν έχει κάτι ο γιος της, κι εκείνη να λέει "Τι εννοείτε; Ο γιος μου είναι μια χαρά! Δεν καταλαβαίνω τι με ρωτάτε.", ενοχλημένη... Να της λέει ο κύριος που ξεσηκώθηκε για να μας πάει εγκαίρως στο νησί τι είχε κάνει ο γιος της, κι εκείνη να μην τον κοιτάζει καν, και να ζητάει από τον αξιωματικό υπηρεσίας να τον βγάλουν έξω από το τμήμα γιατί "δεν έχει καμμιά δουλειά να είναι εκεί"...

Η αδερφή του, όμως, είχε λουφάξει σε μία καρέκλα, και κοιτούσε το πάτωμα.
Την πλησίασα.
"Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Μόνο δύο ερωτήσεις θέλω να σου κάνω. Ήξερες. Και δεν έκανες τίποτα. Γιατί γίνατε φίλες με την Μ. Και θα μπορούσες να της είχες πει κάτι, έστω και κάτι αόριστο, εάν δεν ήθελες να πεις την αλήθεια. Αν ήσουν εσύ στην θέση της, θα σε συγχωρούσες ποτέ; Και αν η φίλη μου, τώρα, ήταν νεκρή, θα μπορούσες να ζήσεις με αυτό;".
Και έφυγα.

Μετά μάθαμε, ότι ο τύπος είχε και διάγνωση και φαρμακευτική αγωγή.
Και δεν ήθελε να παίρνει τα χάπια του, γιατί, είπε, ότι του δημιουργούσαν προβλήματα στύσης, και δεν ήθελε να τον λένε "ανίκανο"...
Στην Αθήνα το ρύθμιζε με κάποιον τρόπο, προφανώς.
Στις διακοπές, όμως, όλη την ημέρα μαζί της, του ήταν αδύνατον.
Κι έτσι έγινε ό,τι έγινε.

Λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία - μετά την ανάλυση τού Ψ - στριφογύριζε στο μυαλό μου.

Και αν η αντίληψή του - περί Αφέντρας / σαδίστριας / σκλάβου / μαζοχιστή / δεν ξέρω -, δεν ήταν το μόνο που ήταν διαστρεβλωμένο στο μυαλό του; Αν μία μέρα πήγαινα στο σπίτι του, και μου έλεγε ότι όταν έβρεξε σχηματίστηκε το πρόσωπο τού Ιησού στο τζάμι, ζητώντας του να φύγει ιεραπόστολος στο Mauri; Αν μου έλεγε ότι είχε εμφανιστεί μπροστά του το πνεύμα του Σατάνα, ζητώντας του να θυσιάσει μία σαδίστρια στο όνομά του;...

Και τότε σκέφτηκα το απλό.
Θα έπρεπε - για πρώτη φορά στα χρονικά των σχέσεών μου - να μάθω για τις πρώην.
Τα στοιχειώδη τα γνώριζα από την φίλη μου και υπάλληλό του.

Οι λεπτομέρειες, ήταν η ειδικότις μου...

27.11.11

Use It Or Lose It

Αλλά ας αφήσουμε τα βιβλία και τις ειδικότητες.
Ο Ψ δεν με ήθελε ούτε για συμφοιτήτρια, ούτε για συνεργάτη.
Ο Ψ μού είχε ζητήσει σχέση.

Και σχέση χωρίς sex, δεν είναι σχέση, εξ ορισμού.

Όταν, λοιπόν, είσαι μία χαρά γυναίκα - κατά τα άλλα, πάντα... - και γνωρίζεις έστω και τα στοιχειώδη - όπως το παραπάνω -, αντιμετωπίζεις πρόβλημα. Όταν κάποιος σε προσεγγίζει και γνωρίζει τα ειδικότερα, αλλά μοιάζει να μην γνωρίζει τα βασικά, αντιμετωπίζεις μεγάλο πρόβλημα.

Σίγουρα, η εμπειρία μου τότε δεν μπορεί να συγκριθεί - ούτε κατά το ελάχιστο - με την τωρινή, ωστόσο το μυαλό μου λειτουργούσε κανονικά. Όσο διαστροφικό και να ήταν τότε - που ούτε κατά το ελάχιστο μπορεί να συγκριθεί με το τωρινό, επίσης... -, καταλάβαινε ότι η σχέση στα μάτια τού Ψ - ή στο μυαλό του - δεν ήταν σχέση. Ήταν κάτι άλλο.

Και αυτό με το οποίο μπορούσα να το συγκρίνω, ήταν με έναν τεχνικό.
Πως θέλουμε να βάλουμε internet, και καλούμε εκείνον τον καλό άνθρωπο με τις απαραίτητες γνώσεις, τα router, τα βίσματα και τα καλώδια, για να μας συνδέσει; Ενδιαφερόμαστε για τον άνθρωπο; Όχι. Τι θέλουμε; Τις γνώσεις του. Που σημαίνει; Τις υπηρεσίες του. Το αποτέλεσμα αυτών, που θα μας επιτρέψει να έχουμε internet.

Αυτό ήμουν.
Ένας τεχνικός.

Μπορεί να μην είχα δίπλωμα.
Μπορεί να μην είχα βγει από κάποια σχολή, καν.
Μπορεί.
Αλλά για τον Ψ ήταν αρκετό ότι "το 'χα".
Και αυτό θα του επέτρεπε να έχει εκείνο που ζητούσε.

Επομένως, δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από μία υπηρεσία.
Το μέσον.
Εκείνο που θα τον έφερνε σε επαφή με αυτό που επιθυμούσε.

Και εκείνο που παρέμενε και σε αυτή την περίπτωση σταθερό, ήταν το τι δεν ήμουν.
Γυναίκα.

Οπότε, όσες χαρές και να έκανα που γνώρισα έναν μαζοχιστή, δεν αρκούσαν για να με κάνουν να αγνοήσω ότι δεν μου προκαλούσε καμμία ερωτική επιθυμία. Κι αυτό ήταν απολύτως λογικό, διότι ένας άνθρωπος που είναι αδιάφορος, μόνον την αδιαφορία μπορεί να μου προκαλέσει. Σε οποιοδήποτε επίπεδο σχέσης. Όσον αφορά, τώρα, το συγκεκριμένο, τα πράγματα ήταν και είναι και θα είναι απλά: για να σου προκληθεί ερωτική επιθυμία, πρέπει να αισθάνεσαι ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον είναι η ρίζα κάθε ερωτικής επιθυμίας. Ενδιαφέρον για τον άλλον. Πως σκέπτεται, πως συμπεριφέρεται, τι τον παρακινεί, τι τον στενοχωρεί, τι τον διασκεδάζει, τι τον ενοχλεί, ποιος είναι. Εάν δεν υπάρχει ενδιαφέρον για τον άλλον, μόνον ενός είδους ενδιαφέροντος υπάρχει: αυτό που έχει σχέση μόνο με τον εαυτό σου. Και το να ενδιαφέρεσαι για τον εαυτό σου, είναι απόλυτα φυσιολογικό, όταν μπροστά από την πρόταση βάζεις το "κυρίως". Το "κυρίως" αλλάζει όλο το νόημα. Το "μόνο", είναι άλλο θέμα.

Έτσι, ο Ψ είχε πέσει στον λάθος άνθρωπο.
Όταν ο άλλος άνθρωπος κοιτάζει με απορία - και σκάει! - ακόμα και την μύγα που κάθεται ανάποδα στο ταβάνι, και τρώγεται από ενδιαφέρον για να μάθει πως διάβολο το κάνει αυτό - δεν πιστεύω να απορεί κανείς μετά από 2 χρόνια... -, φαντάσου πως αντιλαμβάνεται την σχέση με το πρόσωπο εκείνο που επιθυμεί να είναι μαζί του... Ο άλλος άνθρωπος έχει εκ γενετής ενδιαφέρον για τα πάντα. Το πρώτο σκαλί, που οι υπόλοιποι το ανεβαίνουν μόνον όταν ενδιαφέρονται για κάτι/κάποιον, εκείνος το έχει ανέβει την στιγμή που σταμάτησε να μπουσουλάει. Και το αισθάνεται για όλα και για όλους. Για όσα συμβαίνουν γύρω του και για όσους υπάρχουν γύρω του. Αν ανέβει το επόμενο σκαλοπάτι, και εκεί βρει το ερωτικό ενδιαφέρον, τα πράγματα αγριεύουν...

Αλλά τι σημασία είχε;
Εκείνον δεν τον ενδιέφερε καθόλου.
Θα ενδιέφερε ποτέ κανέναν πως λειτουργεί ένας τεχνικός για το internet;
Ποτέ.
Θα τον ενδιέφερε να κάνει την δουλειά του.
Όχι αν ο τεχνικός είναι Παναθηναϊκός, πίνει μόνο gin-tonic και τον ελεύθερό του χρόνο λύνει σταυρόλεξα.

Και ερχόμαστε στην ουσία όλων αυτών, ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση.

Η βασική περιέργεια των περισσοτέρων, που μου στέλνουν mail ρωτώντας "τι δουλειά" έχω εγώ με το BDSM, που απορούν γιατί εγώ φαίνομαι τόσο "φυσιολογικός άνθρωπος" ενώ οι άλλοι όχι, που δεν καταλαβαίνουν "τι βρίσκω" στο BDSM - πολλοί από αυτούς είναι και θυμωμένοι μαζί μου, και λυπάμαι γι' αυτό... -, κάποιοι θέλουν να σταματήσω να μιλάω για "ανωμαλίες" και να επικεντρωθώ στις σχέσεις των δύο φύλων που "είμαι τόσο καλή σε αυτό", και σχεδόν όλοι φέρονται άκρως προστατευτικά σε έναν άνθρωπο που ναι μεν, δεν συμφωνούν μαζί του σε πολλά, αλλά τον εκτιμούν πολύ σε άλλα τόσα, είναι το τι είναι το BDSM, ουσιαστικά/τελικά, για εμένα.

Και αυτή η περιέργεια υφίσταται, διότι το να εκφράζομαι περιφραστικά είναι ο τρόπος που επικοινωνώ με άτομα που δεν με ξέρουν και δεν τα ξέρω - κυρίως σε ό,τι αφορά τα προσωπικά μου. Είναι ο τρόπος με τον οποίο κρατώ τις αποστάσεις μου. Αλλά και ο τρόπος που με κάνει να αντιλαμβάνομαι αμέσως ποιος δείχνει ενδιαφέρον για εμένα και ποιος όχι, να ξεχωρίζω το ενδιαφέρον από την απλή περιέργεια.

Το τι κάνω με τα άτομα που με γνωρίζουν και τα γνωρίζω, είναι δικό μου θέμα.
Και δεν θα θέλατε να ξέρετε.

Κλείνοντας, λοιπόν, αυτή την παρένθεση, και με αφορμή την ιστορία τού Ψ, θα συνοψίσω αυτό που ζητούν.

Το BDSM, για εμένα, είναι ένας χώρος αποκλειστικά για άτομα που ενδιαφέρονται περισσότερο από εκείνα του μέσου όρου. Ενδιαφέρονται για την σεξουαλικότητά τους - βασικά -, για τα πραγματικά "θέλω" τους, για το ποιοι&τι είναι. Επομένως, για εμένα, το BDSM είναι για άτομα που έχουν πλεόνασμα ερωτισμού.

Που αυτό σημαίνει, τα άτομα που θέλουν ένα σπίτι τακτοποιημένο, με το κάθε τι στην θέση του - που είναι μία πολύ ωραία κατάσταση -, αλλά εκείνα το θέλουν μόνο για την εικόνα, δεν μπορούν να ανήκουν σε αυτό. Εκείνα τα άτομα που βγάζουν τα παπούτσια τους έξω από την είσοδό του, που χρησιμοποιούν παρκετόπανα για να περπατήσουν σε αυτό, και που ζουν μόνο σε ένα δωμάτιο για να μην λερώσουν το υπόλοιπο σπίτι επειδή βαριούνται τις δουλειές που αυτό συνεπάγεται, δεν μπορούν να ανήκουν σε αυτό. Διότι αυτά τα άτομα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανθρωπάκια περιορισμένης νοημοσύνης, περιορισμένων ικανοτήτων, και εξαιρετικά παθητικά.

Τα άτομα για τα οποία εγώ γράφω και στα οποία απευθύνομαι, είναι εκείνα που μπορούν να κάνουν ένα σπίτι πουτάνα.

Που αυτό σημαίνει, πως όταν μπαίνουν σε κάθε δωμάτιο σαρώνονται τα πάντα γύρω τους, αδιακρίτως. Δεν τους νοιάζει αν θα σπάσουν κάτι, αν θα το λερώσουν, αν θα το γεμίσουν χτυπήματα και γρατζουνιές. Κάνουν χρήση τού σπιτιού από άκρη σε άκρη, μέσα-έξω.
Αλλά.
Έχουν και την ικανότητα και την διάθεση και την επιθυμία, να τα επαναφέρουν όλα στην αρχική τους θέση.

Διότι έχουν ενδιαφέρον.
Και ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ενεργητικός, δυναμικός, απαιτητικός.
Η αδιαφορία συναντάται μόνο σε παθητικά ανθρωπάκια.
Η παθητικότητα, επομένως, ισούται με αδιαφορία, ψυχρότητα, οκνηρία.
Το BDSM απαιτεί διάθεση, ένταση, ερωτική ορμή.

Χωρίς αυτά, το BDSM, για εμένα, είναι ένας στείρος χώρος, που αφορά στείρα άτομα.
Εκείνα που στερούνται ενέργειας, φαντασίας, ερωτισμού, και στην τελική, νοημοσύνης.
Διότι όλα όσα περιέγραψα παραπάνω, μετατρέπονται σε ανικανότητα, σε εμμονές και, κυρίως, σε δυστοπία.

Εάν, λοιπόν, οι επιθυμίες μας, οι ερωτικές μας φαντασίωσεις, τα απόκρυφα "θέλω μας" βρίσκονται κάπου βαθιά, δεν μπορούν να έρθουν στο φως από κάποιον που έχει χέρια ροδαλά. Ούτε από κάποιον που δεν έχει δει ποτέ στην ζωή του σκεπάρνι. Ούτε από κάποιον που δεν ξέρει πως να το πιάσει. Και, σαφώς, ούτε από εκείνον που βαριέται να το σηκώσει...

Εάν παραλληλίσουμε όλα τα ερωτικά μας ένστικτα με έναν βυθό, όλα αυτά τα άτομα, δεν φοβούνται, απλώς, να βουτήξουν. Δεν ξέρουν, καν, να κολυμπούν.

Τα άτομα στα οποία εγώ αναφέρομαι, κάνουν καταδύσεις.
Εκεί που οι άλλοι τρέμουν, εκείνα δεν βλέπουν την ώρα.
Το γιατί φοβούνται τις καταδύσεις περισσότερο;
Γιατί στις καταδύσεις πρέπει πάντα να είσαι και με κάποιον άλλον.
Που αν δεν τον ξέρεις, δεν μπορείς να τον εμπιστευθείς.
Ποιο από εκείνα τα ανθρωπάκια θα δαπανήσει ενέργεια για να μάθει;

Ποιο από εκείνα τα παθητικά ανθρωπίδια έχει ενέργεια;

Και ο ερωτισμός, είναι καθαρή ενέργεια.
Στο BDSM, αυτός ο ερωτισμός, είναι πέρα και πάνω από κάθε άλλο είδους ενέργειας που απαιτείται σε μία σχέση.

Σε μία σχέση σαν αυτή που μου περιέγραφε ο Ψ, δεν υπήρχε τίποτα.
Και από το "τίποτα" δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να πάρεις.
Στην συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, μπορούσα να μάθω.

Οπότε, είχα μίαν απόφαση να πάρω.
Ή φεύγω, χωρίς περαιτέρω συζητήσεις ή μένω για να μελετήσω το φαινόμενο.
Με κάθε κόστος.

Και όσο με έπαιρνε.

21.11.11

The Unknown Destination

Ο Ψ δεν ήταν ένα τυχαίο άτομο.
Έδειχνε χαρακτήρα συγκροτημένο, με προσωπικότητα, σοβαρό.
Καμμία σχέση με την εντύπωση που αποκόμισα εκείνο το βράδυ.

Φυσικά, αλλιώς είμαστε ως παιδιά, αλλιώς ως γονείς, αλλιώς ως φίλοι, αλλιώς ως εραστές.
Είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι αλλά με διαφορετικές αντιδράσεις.
Και η αντίδρασή του - σε ό,τι αφορούσε τα απολύτως προσωπικά - ήταν άκρως γελοία.

Ο Ψ είχε σπουδάσει στο μεγαλύτερο και πιο διάσημο πανεπιστήμιο του κλάδου του.
Μέσα στο γραφείο τού σπιτιού του, τα πτυχία, οι βραβεύσεις και τα συναφή, έμοιαζαν με ταπετσαρία. Από τότε που αποφοίτησε, μεγάλες εταιρείες τής ειδικότητάς του τον ζητούσαν στην χώρα που σπούδασε, αλλά εκείνος ήθελε να γυρίσει στην μητέρα του - που είχε χηρέψει λίγο μετά την αποφοίτησή του - και να κάνει την δική του επιχείρηση στην μαμά-πατρίδα. Πήρε, λοιπόν, το ρίσκο, και τα κατάφερε. Και από ό,τι μάθαινα από την φίλη μου, στην Ελληνική αγορά, ήταν από τα πιο αξιόπιστα ονόματα αλλά και τα πιο δύσκολα για να κλείσει κανείς συμφωνία μαζί του. Όλα αυτά, μου έδειχναν το σκαρίφημα ενός πολύ ικανού ανθρώπου και - αν μη τι άλλο - ενός ανθρώπου που είχε μάθει να εργάζεται σκληρά.

Παρ' όλα αυτά.

Τώρα που γράφω για εκείνον - και είμαι τεταρτοετής τού cm -, όλα αυτά που μου είχε πει, μου μοιάζουν παραμύθια τού Disney μπροστά σε ό,τι έχω ακούσει από τους χρήστες τού site. Τότε, όμως, ήταν τεράστιο σοκ. Τεράστιο. Να έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου, 2 μέτρα άνδρα, και να σου λέει τέτοιες μαλακίες, που να αναρωτιέσαι που είναι οι δράκοι και οι μάγισσες, και αν του πιάσεις το πρόσωπο από το πηγούνι, μήπως βγει καμμία μάσκα και αποκαλυφθεί κανένα 15χρονο...

Από την άλλη, το μεγαλύτερο πρόβλημά μου - αυτό με το οποίο δεν έχω συμβιβαστεί έως σήμερα - ήταν άλλο. Καλά τα παραμύθια και η μαλακία που κουβαλάει ο καθένας. Ήξερα ότι τα πανεπιστήμια δεν διαμορφώνουν χαρακτήρες αλλά χτίζουν ειδικότητες - κι εμένα δεν με τράβηξε για ό,τι είχε ή δεν είχε σπουδάσει. Αυτό που δεν μπορούσα να χωρέσω στο μυαλό μου, ήταν πως αυτός ο άνθρωπος, έχοντας διαβάσει την βιβλιοθήκη τής Αλεξάνδρειας - εν συγκρίσει με έναν μέσο Έλληνα, που είναι απίθανο να διαβάζει πάνω από ένα βιβλίο τον χρόνο, κι αυτό στις διακοπές, και, μάλιστα, επιπέδου Κώδικα Da Vinci... -, ήταν στον κόσμο του. Πως ένας άνθρωπος που είχε διαβάσει όλους τους φιλοσόφους - δεν υπήρχε περίοδος, στην ιστορία, ακάλυπτη... -, ό,τι υπήρχε σε ψυχολογία, management, της Παναγιάς τα μάτια, έλεγε τέτοιες παπαριές.

Περίμενα αυτόν τον άνθρωπο, με ό,τι είχε διαβάσει, να είναι αλλιώς. Αλλά, και την επιστήμη του να είχα συνυπολογίσει, διάολε, με αριθμούς καταγίνονταν, με υπολογισμούς, που σημαίνει τετράγωνη - και κυρίως -, ορθή λογική, να ήταν τελείως αλλιώς. Και μέχρι εκείνη την στιγμή, με προβλημάτιζε μόνον ό,τι είχε πει για την "σχέση". Μετά, όταν άρχιζαν να φαίνονται καθαρά και τα στοιχεία τού χαρακτήρα του, το πρόβλημα αυτό έγινε βουνό. Το θέμα των λογιστών δεν το είχα ακόμη στοιχειοθετήσει. Μετά από χρόνια μπήκαν τα πράγματα στην θέση τους και μπόρεσα να εξηγήσω πολλά, που τότε φάνταζαν αδιανόητα. Επομένως, εγώ είχα μπροστά μου έναν λογιστή και έναν κατά φαντασία σκλάβο, μαζί. Ο διαχωρισμός δεν ήταν δυνατόν να γίνει τότε. Έτσι, δεν μπορούσα να ξέρω που τελειώνει ο μαζοχιστής και που αρχίζει ο λογιστής - ή το αντίστροφο. Κι αυτό - μετά από τόσα χρόνια -, μπορώ με βεβαιότητα να πω, ήταν δύσκολο, διότι τα χαρακτηριστικά και των δύο μοιάζουν πάρα πολύ.

Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν που είχε πάει όλος εκείνος ο ενθουσιασμός και η χαρά.
Διότι δεν ένοιωθα τίποτε άλλο από περιέργεια.
Και η περιέργεια δεν είναι συναίσθημα για να κάνω σχέση.

Από την άλλη, όλα αυτά που είχε περιγράψει δεν ήταν σχέση από την φύση τους.
Οπότε, εάν εκείνος πίστευε ό,τι μου είχε πει, είχα κι εγώ το δικαίωμα να πιστεύω ό,τι θέλω.
Εάν εκείνος έβγαζε από το μυαλό του πως είναι μία σχέση σαν την δική μας, τότε κι εγώ μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου ό,τι ήθελα γι' αυτή.
Κι ό,τι γινόταν.

Κι ήταν κρίμα.
Αυτό σκεφτόμουν.
Πόσο χαρούμενη ήμουν που τον είχα γνωρίσει.
Πόσο ήθελα πάντα έναν άνδρα να έχουμε κοινά αναγνώσματα.
Πόσο - ακόμη περισσότερο - ήθελα έναν άνδρα να είχε διαβάσει περισσότερα από εμένα.

Και έλεγα, τότε, ότι με έναν άνδρα σαν κι εκείνον που φανταζόμουν κι ήλπιζα να γνωρίσω, ακόμα και κομμένο πουλί να είχε, δεν θα με ενδιέφερε καθόλου. Και το εννοούσα. Και το εννοώ. Το ότι θα επικοινωνούσαμε, μου ήταν παραπάνω από αρκετό. Κι αυτό, γιατί ο άνθρωπος που είχα εγώ στο μυαλό μου - με ό,τι είχε διαβάσει, ακόμη και με τα μισά από όσα είχε διαβάσει ο Ψ - θα ήταν ικανός για άλλου είδους οργασμούς. Και η επικοινωνία μαζί του θα ήταν, σχεδόν, μαγική. Το εννοούσα. Και το εννοώ.

Αλλά ο Ψ δεν είχε ακρωτηριασμένο πουλί.

Ο Ψ είχε ακρωτηριασμένο εγκέφαλο.

18.11.11

The Camel And The Hawk

Είμαι ένας άνθρωπος πολύ αφηρημένος.
Και αυτό είναι, κυρίως, απόρροια τής άθλιας μνήμης μου...

(Μπορεί να φταίει και η découpage που έχω κάνει κατά καιρούς;
Δεν ξέρω...).

Μου είπες κάτι.
Το σημείωσα;
Όχι;
Την πάτησες.

Ήθελα κάτι να κάνω.
Το σημείωσα;
Όχι;
Σειρά μου.

Είμαι στον υπολογιστή.
Έχω ανοιχτά 5-6 παράθυρα διαλόγου - συνεργάτες/φίλοι/διάφοροι - στον messenger.
Μιλάω άνετα ταυτόχρονα με όλους.
Με την ίδια άνεση, ωστόσο, μπορεί να μπερδέψω τα παράθυρα και να σου στέλνω οδηγίες για το πως θα φτάσεις στην Λαμία, όταν μαζί σου μιλούσα για την έκθεση Θεσσαλονίκης. Δεν έχει σημασία. Κι αν δεν μου στείλεις κανένα σχόλιο, μπορεί να το συνεχίσω μέχρι να κλείσουμε. Τόσο ωραία...

Επίσης.
Μπορώ να σου στέλνω μηνύματα - διάολε, μπορώ να σε παίρνω και τηλέφωνο, ενώ θέλω να πάρω κάποιον άλλον (...) - στο κινητό, ενώ προορίζονται για άλλον. Άπειρα τα μηνύματα που μου έχουν έρθει πίσω κατά καιρούς: "Ελένη, με λένε. Όχι Βαγγέλη. Ξαναστείλε.". Μιλάμε, έχω πάρει άνθρωπο με το ίδιο επώνυμο με εκείνον που έχω σκοπό να βρίσω - σημείωση: δεν είχαμε μιλήσει πάνω από 2 φορές μετά την γνωριμία μας... -, κι ενώ εγώ τον ξεχέζω κανονικά, εκείνος έχει σκάσει στα γέλια χωρίς να μου λέει τι συμβαίνει, κι εγώ να βρίζω περισσότερο - ναι, μερικοί άνθρωποι δεν σε βοηθούν καθόλου... Ή να θέλω να πάρω κάποιον, να παίρνω εσένα - μην ρωτάς πως, χρυσό μου... -, να βρίσκεις 100 κλήσεις στο τηλέφωνο που για κάποιον λόγο δεν μπορούσες να σηκώσεις, να με παίρνεις πίσω σαν άνθρωπος του Θεού να με ρωτήσεις τι ήθελα, κι εγώ να σου λέω με την μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου: "Α! Τι κάνεις, Τάκη μου;! Πως και με θυμήθηκες;!".

Είμαι καλή, όμως, στο να βρίσκω λύσεις.
Για παράδειγμα.
Ενώ σε πραγματικό χρόνο δεν μπορώ να κάνω τίποτα - και, μάλλον, εσύ πρέπει να ζήσεις με αυτό... -, σε ό,τι αφορά το κινητό, κάνω μία εκκαθάριση στο τέλος κάθε έτους. Οπότε, αν έχουμε να μιλήσουμε πάνω από έναν χρόνο, διαγράφεσαι, κι έτσι γλυτώνεις κι εσύ κι εγώ. Μοναδική εξαίρεση το 2010, οπότε μπορεί να φανταστεί κανείς τι έχει πάθει ο κοσμάκης το 2011 από εμένα... - ευτυχώς που βρισκόμαστε ήδη στα μέσα Νοεμβρίου.

Σε ό,τι αφορά, τώρα, τα υπόλοιπα, κάνω τα γνωστά.
Post it και ξανά-μανά post it.
Post it παντού.
Κι αν δεν βρίσκω post it, σημειώνω μέχρι και σε χαρτί τουαλέτας.
(Ναι.
Είμαι θεά).

Για τα άλλα, έχω εξομολογηθεί.
Δεν θυμάμαι Χριστό.
Λειτουργώ με flash.
Που αυτό σημαίνει, ότι μπορεί να με βρεις μετά από κάποιο διάστημα, να μου πεις κάτι που υποτίθεται είχε συμβεί στο παρελθόν, υποχρεωτικά να σε πιστέψω, αλλά αλίμονό σου εάν μία μέρα, από το πουθενά, αρχίζουν κι αναβοσβήνουν τα alarm... Την έχεις γαμήσει...

Βέβαια, υπάρχει και το χαριτωμένο τού πράγματος.
Δηλαδή.
Αγαπημένη συνήθεια των φίλων μου - όταν μας δοθεί η ευκαιρία να βρεθούμε πολλοί μαζί -, είναι να αφηγούνται πράγματα που έχω κάνει, και να τα αναπαράγουν με τον δικό τους, μοναδικό τρόπο. Με άλλα λόγια, να με μιμούνται, όπως μόνον εκείνοι ξέρουν. Το γνωστό "Όλοι γέλαγαν με εμένα, έσκαγα κι εγώ στα γέλια"¨; Κάπως έτσι. Επειδή, λοιπόν, εγώ δεν μπορώ να θυμάμαι τι είπα στον τύπο, π.χ., που μας πήρε την θέση parking, και τι τσαμπουκάς ακολούθησε, όταν αυτό γίνεται παντομίμα, ξεκαρδίζομαι στο γέλιο, ρωτώντας συγχρόνως: "εγώ το είπα/έκανα αυτό;!". Και η γνωστή απάντηση είναι: "μα δεν θυμάσαι;!". Και η γνωστότερη απάντηση τής απάντησης είναι: "Όχι...".

Ή όταν βλέπουμε μία ταινία.
Πρέπει πάντα να έχω κάποιον δίπλα μου να τον ρωτώ: "Και τι έγινε πριν;" ή "Πότε το είπε αυτό;" ή "Ποιος είναι αυτός;". Εάν δεν μου εξηγήσουν, δεν μπορώ να ακολουθήσω. Το "24". Το έχω δει; Όχι. Θα ήθελα; Πολύ. Μπορώ; Όχι. Το "Memento"; Κι αν έχω κλάψει που δεν μπορώ να το δω! Πόσες προσπάθειες έχω κάνει; 10(;)-15(;). Όλες άκαρπες. Αν δεν βρω καμμιά 10ριά άτομα που το έχουν δει, να βοηθήσουν, δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλω άκρη. Παρ' όλα αυτά - το πάω στοίχημα -, κανείς από όσους έχουν δει την ταινία δεν τον πόνεσε αυτόν τον άνθρωπο περισσότερο από εμένα, κι ας μην έχω σώσει να δω ούτε το πρώτο τέταρτο...

(Τι τα γράφω και στενοχωριέμαι...;).

Κάποτε γνώρισα έναν τύπο, ο οποίος είχε μυαλό-ξυράφι.
Θυμόταν τα πάντα, με λεπτομέρειες, σαν να είχαν συμβεί πριν από μισό λεπτό. Οι φίλοι του μου τον σύστησαν σαν "memory bank". Δεν του ξέφευγε τίποτα. Και έχω ξεκινήσει να του λέω πόσο τον θαυμάζω, πόσο τον ζηλεύω γι' αυτήν του την ικανότητα. Και πως εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε τι έφαγα χθες. Κι αυτός ήταν ο διάλογος που ακολούθησε.

-Ξέρεις από υπολογιστές;, με ρώτησε.
-Την τύφλα μου. Γιατί;
-Θα σου πω. Ο υπολογιστής έχει μνήμη. Μπορείς να σώσεις ό,τι θέλεις. Έχει κι έναν κάδο απορριμάτων. Όταν θέλεις να διαγράψεις κάτι, τα πετάς όλα εκεί. Εάν έχεις μετανοιώσει ή αν πέταξεις κάτι κατά λάθος και θέλεις να το ανασύρεις από εκεί...
-... την πάτησες...;
-Όχι, είπε γελώντας. Ο υπολογιστής δεν "ξεχνά" ποτέ. Διαγράφει προσωρινά. Απλά σου τα "εξαφανίζει" για να κάνει χώρο. Τίποτα δεν σβήνει αν δεν του διαγράψεις τον σκληρό.

Αφού τον ρώτησα τι είναι ο σκληρός - γιατί μέχρι τότε με το "σκληρός" το μυαλό μου πήγαινε σε 1-2 πράγματα, συγκεκριμένα... - και μου εξήγησε, συνέχισε.
-Ο δικός σου υπολογιστής τα διαγράφει αυτόματα. Και, από ό,τι λες, δεν τα στέλνει καν στον κάδο. Απλά, όταν κάποια στιγμή τον ανοίγεις, αυτά πετάγονται σε παράθυρα μπροστά σου. Για να ανασύρει κάποιος άλλος δεδομένα, πρέπει να ακολουθήσει κάποια διαδικασία. Σε εσένα, και αυτή η διαδικασία γίνεται αυτόματα.
-Σ' αγαπώ..., βρήκα να του πω, και χαμογέλασε.
-Δεν είναι τίποτα, είπε σεμνά. Λειτουργείς αλλιώς.
(Η ιστορία της ζωής μου...).
-Προφανώς, του είπα σκεπτόμενη σοβαρά ό,τι μου είχε πει. Γιατί εγώ νόμιζα πως ήμουν, απλώς, ξανθιά.
-Όχι, είπε βέβαιος. Ό,τι δεν σε ενδιαφέρει όσο θα έπρεπε, η μνήμη σου το χαρακτηρίζει άχρηστο και το πετάει. Αυτό συμβαίνει και με πράγματα που σε ενδιαφέρουν; Πράγματα που σε ενδιαφέρουν πραγματικά;

Και τότε σταμάτησε λίγο ο χρόνος.
Κοίταξα άλλου, κι άρχισα να σκέφτομαι πάρα πολύ σοβαρά εκείνο που μόλις μου είχε πει.
Διότι ήταν αλήθεια.

Μπορεί να μην θυμάμαι τι έφαγα εχθές.
Μπορεί να μπερδέψω τον Βαγγέλη με τον Βασίλη, τον Γιάννη με τον Γιώργο, κ.ο.κ.
Μπορεί να μην θυμάμαι ποιος είναι ο Ben Stiller και ποιος ο Adam Sandler.

Αλλά.

Όταν κάτι με ενδιαφέρει, θυμάμαι όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που δεν πηγαίνει το μυαλό σου ότι μπορώ να θυμηθώ...
Όταν, ειδικά, με ενδιαφέρει ένας άνθρωπος, δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι μπορώ να θυμηθώ.

Διότι, όταν με ενδιαφέρει κάποιος, τον scan-άρω όπως δεν μπορεί να scan-άρει καν εκείνος τον εαυτό του.
Όταν με ενδιαφέρει κάποιος, μπορώ να τον μάθω απ' έξω κι ανακατωτά, όπως δεν θα μπορέσει ποτέ να τον μάθει ούτε ο ίδιος.
Όταν με ενδιαφέρει κάποιος, ούτε η μάνα που τον γέννησε δεν μπορεί να τον περιγράψει καλύτερα από εμένα.

Απλά, δώσε μου λίγο χρόνο να ρυθμίσω τους φακούς στο μικροσκόπιο.

Και με τον Ψ, ο χρόνος ήταν όλος μπροστά μου...

16.11.11

The Mental Synergy

-Αυτό ήταν! Δεν μπορώ άλλο!

Η Γυναίκα μπήκε μέσα στο δωμάτιο Της Domme κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της. Τα μαλλιά της ήταν μπερδεμένα και σκονισμένα. Από την κορυφή ως τα νύχια, βρώμικη. Άρχισε να βηματίζει νευριασμένη πάνω-κάτω στον χώρο.

Η πόρτα τής κρεβατοκάμαρας άνοιξε, και η Domme έκανε την εμφάνισή Της κοιτάζοντάς την γεμάτη περιέργεια.
-Τι συμβαίνει;, ζήτησε να μάθει. Τι χάλια είναι αυτά; Που ήσουν;
-Στο αρχείο!, φώναξε η Γυναίκα. Έφαγα όλον τον κόσμο! Όλον τον κόσμο!
-Για ποιο πράγμα;, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει Εκείνη.
-Θέλω να βρω έναν άνδρα - έναν! - που να αδιαφορούσε για το sex! Θα τρελαθώ!

Η Domme την πλησίασε και την κοίταξε στα μάτια.
-Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι έχεις γνωρίσει κάπου-κάποτε-κάποιον και δεν το θυμάσαι;..., την ρώτησε περιπαικτικά.
-Όχι!, συνέχισε αφηνιασμένη η Γυναίκα. Αν είχα γνωρίσει, δεν θα έκανα έτσι τώρα! Αλλά έχω και την μνήμη τού χρυσόψαρου! Ψάχνω, μήπως κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, κάπου έχει καταγραφεί μία μαρτυρία τρίτων! Φίλη μου;! Γνωστή μου;! Από την τηλεόραση;! Σε κάποιο βιβλίο;! Περιοδικό;! Κάπου, τέλος πάντων!
-Και;..., σήκωσε το φρύδι Της η Domme, χαμογελώντας ελαφρά.
-Τι και;!, τι και;! Και, τίποτα! Αυτό το "και"!
-Πολύ καλά, χαμογελούσε τώρα ακόμα περισσότερο. Και γιατί κάνεις έτσι;

Η Γυναίκα κοντοστάθηκε.
Πήγε ένα βήμα πιο πίσω, και την κοίταξε με πραγματική απορία.
-Εσείς το λέτε αυτό;!, ύψωσε ακόμη πιο πολύ την φωνή της. Κοιτούσε την Νανά και της έλεγε τρέλες! Απίθανα πράγματα! Είπα: "ok, ο καθένας με τον πόνο του στον κόσμο του..."! Αλλά να της ζητά σχέση και να έρχεται μετά να της λέει ότι το sex απαγορεύεται;! Και να είναι άνδρας;! Που έχει ξανασυμβεί αυτό στα χρονικά;! Κι Εσείς να Είστε ατάραχη;! Παραιτούμαι! Αλήθεια! Θα μου στρίψει! Δεν ξέρω! Από τις Τ/τρεις Μ/μας, ας τρελαθώ εγώ!
Πήγε και κάθησε στον καναπέ, πιάνοντας το μέτωπό της.
-Δεν είμαι καλά... δεν είμαι καθόλου καλά..., είπε εξασθενημένα.

Η Domme πήγε στην κρεβατοκάμαρά Της και επέστρεψε με ένα μικρό πακέτο. Κάθησε δίπλα της, το άφησε στο τραπεζάκι του καφέ, και πήρε απαλά το χέρι που άγγιζε το μέτωπό της. Άνοιξε το πακέτο κι έβγαλε ένα χαρτομάνδηλο.
-Τι είναι αυτό;, ρώτησε η Γυναίκα; Κομπρέσσα;
-Όχι, απάντησε ειρωνικά η Domme. Υπόθετο.
Η Γυναίκα την κοίταξε έντρομη.
-Θα ηρεμήσεις;, την ρώτησε η Domme και την κοίταξε αυστηρά. Ύστερα πήρε ένα υγρό χαρτομάνδηλο και άρχισε να της σκουπίζει τα χέρια σχολαστικά. Κατόπιν άλλο ένα, και της σκούπισε το πρόσωπο, χαμογελώντας με κατανόηση.
-Θα κολλήσεις τίποτα με τόση σκόνη, της είπε γλυκά.

Η Γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά Της με δύναμη κι Εκείνη, αφού έκανε λίγο πίσω από την ορμή, έμεινε να κοιτάζει τον απέναντι τοίχο ξαφνιασμένη, με το λερωμένο χαρτομάνδηλο να κρέμεται στα δάκτυλά Της.
-Τι έγινε τώρα, Ακριβοθώρητη;
-Δεν τον θέλω..., άρχισε να κλαψουρίζει. Δεν τον θέλω... Τι είναι αυτό το πράγμα που πήγε και γνώρισε;...
Τραβήχτηκε απότομα πίσω για να Την κοιτάξει.
-Και μην μου πείτε ότι είναι άνδρας!, Την απείλησε.
Η Domme έβαλε τα γέλια.
-Εγώ; Όχι, μην φοβάσαι. Δεν σου το πω αυτό.
-Και τι είναι;, επέμεινε με παράπονο ενώ ξαναχώθηκε στην αγκαλιά Της.
Η Domme άφησε το χαρτομάνδηλο με δυσκολία στο τραπεζάκι και πήρε βαθιά ανάσα.
-Κάτι που δεν Έ/έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Θέλεις να το πούμε "φαινόμενο";
-Σιγά μην το πω και supernova!, νευρίασε πάλι η Γυναίκα, τεντώνοντας το κορμί της.

Η Domme σηκώθηκε ήσυχα, αφήνοντας τα χέρια της, στο τέλος, να γλιστρήσουν από τα δικά Της. Πήγε στο δωμάτιό Της και έφερε μία μικρή κουβέρτα.
-Σκέπασε τα πόδια σου, της είπε. Θα βάλω κάτι να πιούμε.

Κάπνιζαν και έπιναν αμίλητες.
-Ησύχασες;, ρώτησε κάποια στιγμή η Domme την Γυναίκα.
-Ναι... είμαι καλύτερα..., είπε έχοντας μετανοιώσει για την αντίδρασή της. Βλέπετε, εγώ δεν είμαι σαν Εσάς... Μάλλον δεν μπορώ να έχω τον έλεγχο...
Η Domme χαμογέλασε γλυκά.
-Εάν δεν τον είχες, τι νόμιζες πως θα έκανες όταν τα άκουγες όλα αυτά;..., την ρώτησε.
Η Γυναίκα το σκέφθηκε.
-Έχω τον έλεγχο;..., αναρωτήθηκε με διάπλατα ανοιγμένα μάτια.
-Για να μην τον πλακώσεις στις σφαλιάρες και για να μην του φέρεις το τραπέζι καπέλο..., της είπε με νόημα.
-Έχω τον έλεγχο;..., ξαναρώτησε, αλλά αυτή την φορά τον εαυτό της.
-Τον πλάκωσες στις σφαλιάρες για να συνέλθει;..., άρχισε να την πειράζει πάλι Εκείνη.
-Όχι..., είπε μέσα στην βαθιά περισυλλογή η Γυναίκα.
-Του έφερες το τραπέζι στο κεφάλι;...
-Όχι...
-Αυτό δεν ήθελες;...
-Ναι!, φώναξε η Γυναίκα. Που την δούλευε, ο μαλάκας, μες στην μούρη! Μα που το πέτυχε αυτό το ζώον! Που της μιλούσε λες και ήταν παρθένα του '30 και της είχε πει η μαμά της να μην αφήνει κανέναν να την αγγίζει μέχρι τον γάμο!

Η Γυναίκα είχε ξεσπαθώσει.
Σηκώθηκε όρθια στον καναπέ και φώναζε.
-Δεν φταίει κανείς άλλος! Εγώ φταίω! Που δεν του έφερα τα ποτά στην μούρη! Μήπως και συνερχόταν! Να με δουλεύει, ο ηλίθιος! Σχέση χωρίς sex! Τι άλλο θα ακούσω στην ζωή μου! Να με δουλεύει!
-Πιστεύεις ότι σε δούλευε;..., ακούστηκε βαριά η φωνή Της Domme.
Η Γυναίκα σταμάτησε και την κοίταξε. Καθόταν ήρεμη και κοιτούσε τον καπνό που έβγαινε από τα χείλη Της. Ατάραχη. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Η Γυναίκα γονάτισε δίπλα Της.
-Δεν... αυ... ποτ... ήτ..., δεν μπορούσε να συντάξει λέξη.
Η Domme την κοίταξε στα μάτια, καπνίζοντας.
-Δεν καταλαβαίνετε, νομίζω..., είπε χαμηλόφωνα, απελπισμένα. Έχω γνωρίσει άνδρα που δεν μπορούσε να κρατήσει τα χέρια του μακριά μου, έχω γνωρίσει άνδρα που με παρακαλούσε να κάνουμε sex οπουδήποτε, έχω γνωρίσει άνδρα που το πρωΐ έπρεπε να υπογράψω συμβόλαιο ότι θα ξαναβρεθούμε μέσα στην ημέρα για να το επαναλάβουμε, έχω γνωρίσει άνδρα που δεν προλαβαίναμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι και με έπαιρνε από την δουλειά του για να κάνουμε τηλεφωνικό sex - διάολε! -, έχω γνωρίσει άνδρα που κάναμε τηλεφωνικό sex και μετά από 2 λεπτά μού χτυπούσε την πόρτα γιατί ήταν στο αυτοκίνητό του από κάτω, έχω γνωρ...
-... και τώρα γνώρισες αυτόν, είπε κοφτά η Domme.

Η Γυναίκα σταμάτησε να μιλάει.
"Ok...", σκέφθηκε. "Έλεγχος-έλεγχος, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα... Που την βρίσκει τόση ψυχραιμία!".
Η Domme έσβησε το τσιγάρο Της. Σηκώθηκε από τον καναπέ και της γύρισε την πλάτη, πλησιάζοντας το τζάκι.
-Γνωρίζεις τον Fleming;, ρώτησε.
-Τον Fl... τον Fleming;..., απόρρησε η Γυναίκα.
-Ναι, είπε η Domme. Λοιπόν, λένε ότι ο Fleming δούλευε πυρετωδώς στο εργαστήριό του και δεν προλάβαινε να φάει κανονικά, οπότε τρεφόταν πάντα με κάτι πρόχειρο. Ήταν τόση η ενασχόλησή του με την επιστήμη, που δεν προλάβαινε καν να φάει αυτό που του ετοίμαζαν. Και μία μέρα, βρήκε στο πιάτο του ένα sandwich, ξεχασμένο. Επάνω του είχε αρχίσει να δημιουργείται μούχλα...

Γύρισε και πλησίασε το τραπεζάκι. Πήρε τα τσιγάρα Της στο χέρι.
-Θυμάσαι τι έγινε μετά;..., ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Η Γυναίκα πετάχτηκε όρθια και Της άναψε το τσιγάρο.
-Ανακαλύφθηκε η πενικιλλίνη..., απάντησε χωρίς να καταλαβαίνει.
-Ναι, είπε η Domme, αφήνοντας τον καπνό να βγει αργά από το στόμα Της. Αν υποθέσουμε ότι η ιστορία αυτή είναι ακριβής, κι αν υποθέσουμε ότι ο Fleming πετούσε, τελικά, εκείνο το sandw...
-Κατάλαβα..., Την διέκοψε η Γυναίκα. Νομίζω ότι κατάλαβα..., επανέλαβε σαν υπνωτισμένη.

Η Domme χαμογέλασε ικανοποιημένη.
Ψ είναι η μούχλα σου..., είπε κοιτάζοντάς την έντονα. Ξέχνα ό,τι έτρωγες μέχρι τώρα. Μπορεί να μείνεις νηστική για κάποιο διάστημα αλλά θα ανακαλύψεις πράγματα που δεν γνώριζες έως τώρα. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ, βέβαια, ότι θα σώσεις την ανθρωπότητα ή ότι κάποιος θα σε βραβεύσει για την συμβολή σου στο κοινωνικό σύνολο. Αλλά μία μέρα, όταν θα είσαι μονίμως στο αρχείο σου - λόγω ηλικίας -, θα έχεις να θυμάσαι.
-Ναι... είπε η Γυναίκα. Ο Ψ δεν είναι άνδρας... είναι μούχλα! Αυτό είναι!, κι άρχισε να πανηγυρίζει.
-Χμ..., είπε η Domme. Τέτοια χαρά, ούτε ο Fleming όταν την είδε...
-Θα το κάνω!, είπε εύθυμα η Γυναίκα. Θα ράψω το μουνί μου - λες και πρόλαβε να τον θελήσει ποτέ... - αλλά θα το κάνω! Θα μπορούσα να είμαι εσώκλειστη σε ένα κολλέγιο! Να αφοσιωνόμουν στο διάβασμα για ένα μεταπτυχιακό! Δεν με νοιάζει! Θα το κάνω!

Η Domme λύθηκε στα γέλια.
-Αφού μπορείς, να το... ράψεις..., είπε με κοφτές ανάσες κι έσβησε το τσιγάρο Της. Τρέξε τώρα, όπως είσαι, ξαναβούτηξε μέσα στην σκόνη, και κάνε χώρο για τον φάκελλο "Ψ".
Η Γυναίκα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Την έσφιξε δυνατά επάνω της και Την φίλησε.
-Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς Εσάς, Κυρία, είπε με αγάπη.
-Να ξέρεις ότι δεν θα υπήρχα χωρίς εσένα, Ακριβοθώρητη, της είπε σοβαρά. Τρέξε, τώρα!

Η Γυναίκα έτρεξε, όντως, στην πόρτα.
Την άνοιξε, αλλά κοντοστάθηκε.
-Ξέρετε..., Της είπε ελαφρώς θλιμμένα, γέρνοντας λίγο το κεφάλι. Τόσα χρόνια, όσοι άνδρες ήθελαν την Νανά, έβλεπαν Εσάς και τρόμαζαν... Και τώρα, είναι η πρώτη φορά, που κάποιος θέλει την Νανά για Εσάς, και για εμένα αδιαφορεί πλήρως... Είναι περίεργο...

Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της, η Domme άναψε νωχελικά άλλο ένα τσιγάρο.
-Έννοια σου..., είπε ψιθυριστά. Η αδιαφορία του για εσένα, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αδιαφορία του για Εμένα...

13.11.11

In The La-La Land...



Ερώτηση κρίσεως.


Τι θα έκανες, εάν κάποιος - κατά τα άλλα πολύ σοβαρός άνθρωπος -, εκεί που καθόσασταν και σου μιλούσε, σου έλεγε "Α! Κοίτα! Ένα δέντρο φυτρώνει στα μαλλιά σου...";. Ή "Θυμάσαι το Roswell; Ένας από τους εξωγήϊνους ζει στο υπόγειο του σπιτιού μου.";

Ας υποθέσουμε ότι θα φρίκαρες.
Ok.
Μετά;
Τι θα έκανες μετά;
Διότι αυτή η απάντηση με ενδιαφέρει περισσότερο.

Επειδή εγώ πρέπει να έπεσα σε άγρυπνο κώμα.

Και, ω, τι έκπληξις!
Εκείνος συνέχιζε απτόητος!

-Η ανωτερότητα της Αφέντρας, δεν επιτρέπει στον σκλάβο να την πλησιάσει, έλεγε σοβαρότατος. Η Αφέντρα τον κρατά σε απόσταση με τον τρόπο της αλλά και το μαστίγιό της, απαγορεύοντάς του να έρθει σε οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Τον τιμωρεί. Η σχέση είναι από μόνη της ανώτερη, πνευματική. Μία Αφέντρα δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες. Έχει τον έλεγχο. Πνευματικά. Και τιμωρεί. Δεν έχει ανάγκη από την σωματική επαφή. Είναι ανώτερη από μία πράξη που την υποτιμά.
...
...
...

Και αισθάνομαι να μου καίγονται όλοι οι νευροδιαβιβαστές...

Αδρεναλίνη;
Σεροτονίνη;
Ντοπαμίνη;
Στο μηδέν.

Ενδορφίνες;
Άπατες.

Μονοξείδια αζώτου/άνθρακα;
Άφαντα.

Ποια ήμουν;
Που ήμουν;
Τι μου συνέβαινε;
Τι ήταν αυτό που μίλαγε απέναντί μου;

Ήταν τρελό;
Ήταν χαζό;
Ήταν βαλτό;
Θα πεταγόταν από κάπου ο Μπονάτσος;
Ο Φερεντίνος;
Ποιος μου έκανε πλάκα;
Ποιος μου είχε κατεβάσει τον γενικό;

"Γυναίκες της σειράς";...
Εάν δεν κρατούσα μαστίγιο, θα ήμουν γυναίκα "της σειράς";...
Δηλαδή, ευτυχώς που το κρατούσα;...
Ήμουν... "ανώτερη";...

"Πνευματική σχέση";...
Και γιατί δεν κλεινόμασταν σε μοναστήρι;...
Εκεί να δεις σταυρούς!
Και κελιά και ό,τι γουστάρεις!
Καλά, θα παίρναμε μαζί μας και τον Αγιαντρέα.
Αλίμονο!
Στο σπίτι θα τον αφήναμε;!

Τι μου εξηγούσε το άτομο;...
Σχέση ή video-game;...

Θα το έχανα...
Μα την Παναγία, θα το έχανα...

Ο Ψ είχε σταματήσει να μιλάει.
Έδειχνε πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Το είδος της ικανοποίησης που σου δίνει μία γενική καθαριότητα: όλα καθαρά, όλα σε τάξη. Και ο Ψ είχε βγάλει το φακιόλι του και έκανε διάλειμμα για τσιγάρο, περιμένοντας να θαυμάσω την πάστρα του.

Όχι, δεν μπορούσα να ξεπεράσω το σοκ.
Ήταν πέρα από την όποια λογική μου, πέρα από τις διανοητικές μου ικανότητες, πέρα από τα σύνορα της φαντασίας, περά στους πέρα κάμπους. Μιλάμε ότι αντιμετώπιζα τρελό υπαρξιακό πρόβλημα...

Άρχισα να μαζεύω τις στάχτες μου.
Τον κοίταξα επιφυλακτικά.
Με τον φόβο μην πεταχτεί ξαφνικά επάνω και αρχίσει να κάνει τον Μαυρογιαλούρο - όταν έκανε πρόβα τον λόγο του με το δάκτυλο υψωμένο -, τον ρώτησα.
-Είχες πει ότι δεν είχες ποτέ τέτοια σχέση, σωστά;..., άρθρωσα με δυσκολία.
-Ναι, είπε με ένα ύφος σαν να του έπαιρνα συνέντευξη.
-Έχεις γνωρίσει ποτέ τέτοια γυναίκα... εννοώ... ξέρεις... εκτός σειράς;..., συνέχισα με την ίδια δυσκολία.
-Όχι, παραδέχθηκε στο ίδιος ύφος.
-Εμ... Το έχεις διαβάσει κάπου;...
-Όχι.
-Σου το έχει πει κάποιος άλλος μαζοχιστής;...
-Όχι.

Κι έχω αρχίσει να επανέρχομαι πλήρως.
Ένοιωθα το αίμα να κυλάει σφοδρά στις φλέβες μου, τις αρτηρίες μου έτοιμες να εκραγούν. 10δες-100ντάδες ερωτήσεις μού κατέκλυζαν το μυαλό.
Μου ερχόταν τρέλα...
Τρέλα, όμως.

Για να ανήκω στο S/M, έπρεπε να ξεχάσω ότι ήμουν γυναίκα...
Να διαγράψω την φύση μου και να μετατραπώ σε μία εξωπραγματική φιγούρα...
Να γίνω το χειριστήριο ενός κατά φαντασία σκλάβου...
Μία μηχανή πόνου...

Έπρεπε να φύγω.

Έπρεπε να φύγω αμέσως!
Θα άνοιγα το στόμα μου και θα τα χάλαγα όλα.
Και έπρεπε να μείνω μόνη μου να σκεφθώ.
Γιατί καλά όλα τα άλλα...

Ήξερα ότι οι άνδρες υπερεκτιμούσαν το sex.
Το ότι υπήρχαν άνδρες που το περιφρονούσαν, δεν το περιμένα ποτέ ότι θα ζούσα για να το μάθω.

Ποτέ, όμως.

11.11.11

El Dorado

Όση ώρα μού μιλούσε, προσπαθούσα να σκεφθώ τι μου θύμιζε.
Γιατί κάτι μου θύμιζε αλλά δεν θυμόμουν τι...

Και τότε μου ήρθε το επόμενο flash.

Παιδί, στην γειτονιά.
Είχαμε μία φίλη, που έμενε σε μία μονοκατοικία.
Μοναχοπαίδι(;), δεν θυμάμαι.

Λοιπόν, αυτό το κοριτσάκι, κάθε μεσημέρι λίγο πριν το φαγητό - η μαμά του δεν το άφηνε να βγει πολύ έξω με εμάς, αν δεν είχε κάνει όλα τα μαθήματά του 18 φορές, και δεν κατέβαινε ποτέ το απόγευμα γιατί είχε συνέχεια ιδιαίτερα -, κατέβαινε στα σκαλιά τού σπιτιού του με ένα επιτραπέζιο στην αγκαλιά. Καθόταν στο πλατύσκαλο, και ξεκινούσε - μόνο του, χωρίς να μιλάει σε κανένα μας - να στήνει χαρτόνια, πιόνια κλπ, μεθοδικά, σαν να μην υπήρχε περιβάλλον, σαν να μην υπήρχε ψυχή, μόνον εκείνο και το επιτραπέζιό του. Μόλις, λοιπόν, έστηνε τα πάντα (έχω στύψει το μυαλό μου να θυμηθώ ποιο ήταν αυτό το επιτραπέζιο, αλλά είχα φάει τόση φρίκη τότε, που, μάλλον, η μνήμη μου το έχει εξοστρακίσει εντελώς!), σηκωνόταν όρθιο, και άρχιζε να κοιτάζει γύρω του για το ποιο παιδί θα περάσει έξω από το σπίτι του να το σταματήσει να παίξει μαζί του.

Με άλλα λόγια, ήθελε - απαιτούσε, πιο σωστά - να κάνει ό,τι ήθελε να κάνει, να παίξει με ό,τι το ευχαριστούσε να παίξει, χωρίς να δίνει δεκάρα για το αν υπήρχαμε ή δεν υπήρχαμε μέχρι να στήσει το θέμα του, και ύστερα, χωρίς να το νοιάζει αν εμείς παίζαμε μήλα ή κλέφτες κι αστυνόμους ή οτιδήποτε ομαδικό, καραδοκούσε - ναι, καραδοκούσε - για το ποιο παιδί θα πάει να πιει νερό στο σπίτι του π.χ., για να το σταματήσει και να το πρήξει να παρατήσει τα υπόλοιπα για να πάει να παίξει μαζί του. Έτσι. Γιατί αυτό γούσταρε. Δεν μας ρωτούσε ποτέ αν θέλουμε. Μας πίεζε να κάνουμε αυτό που ήθελε. Και κανένα παιδί δεν ήθελε να το κάνει. Και όποτε άνοιγε η πόρτα του, εξαφανιζόμασταν, λέμε, όλα μαζί, ψιθυρίζοντας το ένα στο άλλο "σύρμα...". Ήταν καλό παιδί, δεν ήταν θέμα. Αλλά αφόρητο.
Αφόρητο, όμως.

Ο Ψ ήταν αφόρητος.
Αυτό το επίθετο μού έβγαινε όπως καθόμουν και τον άκουγα. Και η εικόνα που είχα δεν ήταν του επιτραπέζιου. Ήταν η εικόνα από 100 μετρημένα κουτιά. Όλα τακτοποιημένα όπως του άρεσε(;), όπως τον βόλευε(;), κι εσύ απέναντί του δεν ήσουν τίποτα παραπάνω από το αυτί που έπρεπε να ακούσει τους όρους, τους κανόνες, την τοποθεσία τους. Δεν είχε σημασία το "γιατί" και το "διότι". Σημασία είχε αυτά τα κουτιά να τα έπαιρνες όπως σου έλεγε και να τα έβαζες όπως εκείνος ήθελε. Δεν υπήρχε λίγο πιο δεξιά-λίγο πιο αριστερά. Έπρεπε να μπουν εκεί, διότι έπρεπε να μπουν εκεί. Κι εσύ έπρεπε να μάθεις το "τι" και το "πως".
Τέλος.

Και δεν ήταν ότι είχα ξενερώσει, πλέον.
Όχι.

Για παράδειγμα.
Η τελευταία φορά που ξενέρωσα με άνδρα - και πολύ χοντρά, λέμε τώρα... - ήταν τα Χριστούγεννα του 2007. Γνώρισα έναν τύπο που μου άρεσε πάρα πολύ. Τα γνωστά φαινόμενα - σαν να γνωρίζεστε χρόνια, γελάτε πολύ, κολλάτε αμέσως, blah, blah, blah... -, σε ωραίο και οικείο περιβάλλον, με αρκετούς κοινούς γνωστούς, Χριστούγεννα τώρα..., όλα μες στην γλυκιά θαλπωρή, blah, blah, blah. Και κάποια στιγμή, ανακαλύπτω ότι μου έχουν τελειώσει τα τσιγάρα. Του λέω ότι πρέπει να βγω να αγοράσω, και προσφέρεται να πάει εκείνος, παρακαλώντας με να μείνω, γιατί δεν ήθελε να φύγω, να μου προσέφερε εκείνος μερικά από τα δικά του μέχρι να ολοκληρώναμε την συζήτηση που είχαμε ανοίξει. "Χμ...", σκέφθηκα, "είναι, τελικά, καλός...". Κι εκεί που είμαι μισοψημένη κι έχω αρχίσει να μυρίζω, βάζει το χέρι στο σακκάκι του - μέχρι εκείνη την ώρα είναι τόσο απορροφημένος που δεν έχει καπνίσει ούτε ένα - και βγάζει ένα πακέτο από εκείνα τα λεπτά τσιγάρα με το λευκό φίλτρο, που έχουν ένα επώνυμο για μάρκα (...).

Και τον κοιτάζω σαν βλαμμένο...
Όχι μόνο κάπνιζε λευκά φίλτρα - φίλε, αν δεν είσαι 70 και τα τσιγάρα δεν είναι Καρέλια, πως την έχεις δει να καπνίζεις τσιγάρα με λευκά φίλτρα... πες μου... -, όχι μόνο κάπνιζε τόσο λεπτά τσιγάρα που έμοιαζαν με μολυβάκια για τις ατζέντες που είχαμε όταν ήμασταν κοριτσάκια... Φίλε, κάπνιζε τσιγάρα που καπνίζουν οι απανταχού ψωνισμένες γκομενίτσες - ξέρεις, "μένω Πετράλωνα αλλά συχνάζω Κολωνάκι, κοίτα τι καπνίζω, είμαι σαν εσένα", τύπου (...). Δεν έκανε, καλύτερα, τα μαλλιά του κοτσιδάκια μπροστά μου; Θα έλεγα "um... ok... goodbye, see ya!". Τσιγαράκια για δείγμα;! Τσιγαράκια-τσίχλες που τις αγοράζαμε παιδιά και κάναμε ότι καπνίζαμε;! Φίλε, για/τί, στον διάολο, μπαίνεις στον κόπο να καπνίζεις αφού είσαι λουλού; Άσ' το, ρε παλληκάρι μου... Άσ'το, σου λέω, να καπνίσει κάνας άνδρας... Άσ΄το, γαμώ τους φλούφληδες που έχει γεμίσει ο τόπος, λέμε...

Δεν ψήθηκα.
Ξεράθηκα.

Λοιπόν, όχι.
Με τον Ψ είχα περάσει το στάδιο του ξενερώματος.
Ένοιωθα βαρεμάρα. Τρελή βαρεμάρα.
Και το μόνο που με κρατούσε εκείνη την στιγμή, ήταν, καθαρά, η περιέργειά μου να μάθω που το πήγαινε τόση ώρα που με είχε εκεί να ακούω και να μαθαίνω. Απλά, ήθελα να πιστεύω ότι δεν θα έβγαζε από πουθενά πλαστελίνες για να μου τα κάνει πιο παραστατικά. Δεν έβλεπα άλλον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει. Τα είχε εξαντλήσει όλα. Ήμασταν ήδη στις επαναλήψεις.

Έπρεπε να του πατήσω λίγο το πόδι στο γκάζι.
Θα με έπαιρνε ο ύπνος, διαφορετικά.
-Λοιπόν, είπα απότομα, διακόπτοντάς τον. Έχουμε κάτι άλλο να πούμε; Είναι αργά. Κι αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά θα ήθελα να πάω σπίτι μου.
-Να ολοκληρώσω;, με ρώτησε ακάθεκτος.
"Α... έχουμε μεγάλο πρόβλημα...", σκέφθηκα.
-Ναι... ας το ολοκληρώσεις... Έχε τον νου σου, όμως. Αν με πάρει ο ύπνος με αναμμένο τσιγάρο, μην κάψω τα δάκτυλά μου, ε;...

Από εκείνη την στιγμή, χάθηκε.
Το κατάλαβα από την ματιά του. Πήρε βαθιά ανάσα, σαν να ήταν αποφασισμένος να μου ανακοινώσει το πιο βαρύγδουπο σημείο της συζήτησης. Ο τύπος ήθελε να κλείσει θριαμβευτικά. Ok.

Και αυτό που είπε, ήταν από εκείνα που δεν περιμένεις να ακούσεις ποτέ στην ζωή σου.
Ποτέ, όμως...

-Νομίζω, ότι το σημαντικότερο πράγμα που ξεχωρίζει μία Αφέντρα από μία γυναίκα τής σειράς, είναι ότι είναι τόσο ανώτερη από την άλλη, που αρνείται το sex με τον σκλάβο της.

Κι από εκείνη την στιγμή, χάθηκα εγώ...

Δυστυχώς, δεν μπορώ να περιγράψω την κατάστασή μου...

Δεν ήταν σοκ...

Ήταν κάτι above & beyond...

Έπρεπε να βάλω τα γέλια;...

Να αρχίζω να ουρλιάζω;...

Να βάλω τα κλάμματα;...

Να τραβήξω τα μαλλιά μου;...

Να χτυπήσω το κεφάλι μου στο τραπέζι;...

Να φωνάξω "βοήθεια!";...

Δεν
ήξερα
τι
να
κάνω...

Το μόνο πράγμα που κατάφερα να κάνω, ήταν να ψελλίσω...

-Συγγνώμη...;

3.11.11

Green Horses

Και ξανά από την αρχή.

Φίλε.
Όταν δεν θέλω να σου μιλήσω, δεν θέλω να σου μιλήσω.
Κι όταν δεν θέλω να σου μιλήσω, σημαίνει ότι με έχεις ξενερώσει τόσο πολύ, που ειλικρινά δεν βρίσκω τίποτα να σου πω.
Τίποτα, όμως.

Τι να έλεγα με έναν άνθρωπο, τον οποίο τον θεωρούσα πολύ έξυπνο, πολύ ώριμο, και που ξαφνικά άρχισε να λέει χοντρές μαλακίες; Υπήρχε περίπτωση να αντιμετώπιζα τον σαδομαζοχισμό με περισσότερη σοβαρότητα από όσο θα έπρεπε; Ήταν ο σαδομαζοχισμός πράσινα άλογα και παπαριές; Γιατί εμένα μού έκανε όλο αυτό ένα μεγάλο τσίρκο; Ήταν δυνατόν ένας άνδρας δύο μέτρα να έλεγε τέτοιες μαλακίες; Ήταν η ηλικία του να μιλάει για άλογα, σταυρούς και λιβάνια; Τι ήταν ο σαδομαζοχισμός; Εργοστάσιο; Έκθεση; Μουσείο; Τι σκατά; Και όλα αυτά ήταν προϋπόθεση για να πιστοποιήσει κανείς ότι είναι μαζοχιστής;
Δεν καταλάβαινα Χριστό.
Χριστό, λέμε.

Το τηλέφωνο χτυπούσε και ξαναχτυπούσε.
Δεν υπήρχε περίπτωση να το σηκώσω.
Ήμουν σίγουρη πως θα τον άρχιζα στο δούλεμα.
Και όταν αρχίσω να σε δουλεύω, γάμα τα...

Έβλεπα το ονοματεπώνυμό του στην οθόνη και μου ερχόταν να βάλω τα γέλια.
Τον φανταζόμουν πάνω στο αλογατάκι του, στο ένα χέρι να κρατάει ένα γλειφιτζούρι και με το άλλο να αυτομαστιγώνεται με εκείνη την μεταλλική μπάλα με τα αγκάθια, φωνάζοντας "Θεέ μου, συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό! Δεν θα το ξανακάνω!". Του Αγίου Ανδρέα, δεν είχε πει;
Που είχα μπλέξει...

Κάποια στιγμή του έστειλα ένα μήνυμα.
"Θα σε πάρω εγώ, όταν. Μην με ξαναπάρεις εσύ". Και μου έρχεται μία απάντηση: "Θα ήθελα να επανορθώσω. Σας ζητώ συγγνώμη, αν έκανα κάτι λάθος".
Τον έγραψα στ' αρχείδια μου.

Και μετά από μερικές ημέρες ησυχίας, μου ήρθε το flash.
Εάν τον έδιωχνα, πως θα μάθαινα τι είναι ο σαδομαζοχισμός; Πότε θα ξαναέβρισκα κάποιον μαζοχιστή, και που; Έπρεπε να μάθω ό,τι έπρεπε να μάθω. Και να μην ξαναφέρω αντίρρηση για τίποτα. Θα τον άφηνα να κάνει ό,τι θέλει. Μόνον έτσι θα μάθαινα τι παίζει στον χώρο. Αλλά και πως ορίζονταν η σχέση μέσα σε αυτόν.

Κι έτσι τον πήρα τηλέφωνο.
Μου μιλούσε γλυκά, τρυφερά, συγκαταβατικά.
"Ok...", σκέφτηκα. "Αυτός δεν είναι ο Ψ που ήξερα. Ή θα έχει πάρει κι άλλα... έπιπλα και θα είναι χαρούμενος και θα έχει ηρεμήσει ή προσπαθεί να το πάρει αλλιώς με εμένα". Δεν μάσησα. Του μιλούσα κανονικά, όπως πάντα. Άσχετα ότι στα μάτια μου είχε κάνει την μεγαλύτερη βουτιά που μπορούσε να φανταστεί.

Μου πρότεινε να βγούμε.
Και βγήκαμε.
Πάλι με τους προνομιούχους συνταξιούχους;
Πάλι με αυτούς.
Δεν γαμιόταν.
Υπομονή.

Πρέπει να ήμασταν 2 ώρες, περίπου, ήδη εκεί.
Φάγαμε - το ότι δεν με είχε ρωτήσει ποτέ εάν μου άρεσε να τρώω έξω, δεν χρειάζεται να το γράψω... -, και από την ώρα που μπήκαμε για το ποτό, μέχρι την ώρα που μας πήραν και το τελευταίο πιάτο, ο Ψ δεν σταμάτησε να μιλάει για το πως είναι τι. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Σαν να το πιάναμε από εκεί που το είχαμε αφήσει. Δεν έτρεχε μία, λέμε. Η σκηνή στο σπίτι του; Πότε; Υπήρξε κάτι τέτοιο; Όχι. Σαν σαν μην έγινε ποτέ. Η διάλεξη για το τι είναι σαδομαζοχισμός συνεχιζόταν ακάθεκτα, αμείλικτα. Και αμίλητα. Εκ μέρους μου. Εγώ δεν χρειαζόμουν. Η παρουσία των αυτιών μου του ήταν αρκετή. Το μάθημα είχε κι άλλες παραδόσεις. Αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πηγαίνω με ένα πρόχειρο - που κακώς δεν το έκανα.. - για να κρατώ σημειώσεις. Το ύφος του, πλέον, ήταν τέτοιο, που μπορούσα άνετα να με φανταστώ να πηγαίνω από πίσω του σαν ουρά, καθώς εκείνος θα πηγαινοερχόταν στον χώρο, χαϊδεύοντας το πηγούνι του όπως θα μου υπαγόρευε.

Και μία ήταν η λέξη για την στάση του.
Αναισθησία.

Έχοντας καπνίσει κανένα πακέτο όλη εκείνη την ώρα που αγόρευε, ζήτησα ένα ποτό.
Δεν έβγαινε αλλιώς εκείνη η βραδιά.
Και δεν ήξερα μέχρι πόσο θα έπαιρνε.

Το ποτό ήρθε.
Ζήτησα και δεύτερο.
Δεν είχε σταματήσει να μιλάει.
Και τότε άρχισα να υποπτεύομαι ότι ο Ψ έκανε κύκλους γύρω από τον θάμνο...
Ότι ήθελε να καταλήξει κάπου, και μπορεί να είχε να πει ό,τι έλεγε, αλλά αλλού ήταν το θέμα του.

Άρχισα να ξυπνάω.
Τον περίμενα στην γωνία.
Δεν τον ρωτούσα.
Δεν είχα πει ούτε μία πρόταση από την ώρα που καθήσαμε - κυριολεκτώ, δεν υπερβάλλω.
Ήμουν πολύ περίεργη για το που το πήγαινε.

Χμ..
Περίεργη...
Ναι...

Αλλά όχι προετοιμασμένη.