16.11.11

The Mental Synergy

-Αυτό ήταν! Δεν μπορώ άλλο!

Η Γυναίκα μπήκε μέσα στο δωμάτιο Της Domme κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της. Τα μαλλιά της ήταν μπερδεμένα και σκονισμένα. Από την κορυφή ως τα νύχια, βρώμικη. Άρχισε να βηματίζει νευριασμένη πάνω-κάτω στον χώρο.

Η πόρτα τής κρεβατοκάμαρας άνοιξε, και η Domme έκανε την εμφάνισή Της κοιτάζοντάς την γεμάτη περιέργεια.
-Τι συμβαίνει;, ζήτησε να μάθει. Τι χάλια είναι αυτά; Που ήσουν;
-Στο αρχείο!, φώναξε η Γυναίκα. Έφαγα όλον τον κόσμο! Όλον τον κόσμο!
-Για ποιο πράγμα;, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει Εκείνη.
-Θέλω να βρω έναν άνδρα - έναν! - που να αδιαφορούσε για το sex! Θα τρελαθώ!

Η Domme την πλησίασε και την κοίταξε στα μάτια.
-Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι έχεις γνωρίσει κάπου-κάποτε-κάποιον και δεν το θυμάσαι;..., την ρώτησε περιπαικτικά.
-Όχι!, συνέχισε αφηνιασμένη η Γυναίκα. Αν είχα γνωρίσει, δεν θα έκανα έτσι τώρα! Αλλά έχω και την μνήμη τού χρυσόψαρου! Ψάχνω, μήπως κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, κάπου έχει καταγραφεί μία μαρτυρία τρίτων! Φίλη μου;! Γνωστή μου;! Από την τηλεόραση;! Σε κάποιο βιβλίο;! Περιοδικό;! Κάπου, τέλος πάντων!
-Και;..., σήκωσε το φρύδι Της η Domme, χαμογελώντας ελαφρά.
-Τι και;!, τι και;! Και, τίποτα! Αυτό το "και"!
-Πολύ καλά, χαμογελούσε τώρα ακόμα περισσότερο. Και γιατί κάνεις έτσι;

Η Γυναίκα κοντοστάθηκε.
Πήγε ένα βήμα πιο πίσω, και την κοίταξε με πραγματική απορία.
-Εσείς το λέτε αυτό;!, ύψωσε ακόμη πιο πολύ την φωνή της. Κοιτούσε την Νανά και της έλεγε τρέλες! Απίθανα πράγματα! Είπα: "ok, ο καθένας με τον πόνο του στον κόσμο του..."! Αλλά να της ζητά σχέση και να έρχεται μετά να της λέει ότι το sex απαγορεύεται;! Και να είναι άνδρας;! Που έχει ξανασυμβεί αυτό στα χρονικά;! Κι Εσείς να Είστε ατάραχη;! Παραιτούμαι! Αλήθεια! Θα μου στρίψει! Δεν ξέρω! Από τις Τ/τρεις Μ/μας, ας τρελαθώ εγώ!
Πήγε και κάθησε στον καναπέ, πιάνοντας το μέτωπό της.
-Δεν είμαι καλά... δεν είμαι καθόλου καλά..., είπε εξασθενημένα.

Η Domme πήγε στην κρεβατοκάμαρά Της και επέστρεψε με ένα μικρό πακέτο. Κάθησε δίπλα της, το άφησε στο τραπεζάκι του καφέ, και πήρε απαλά το χέρι που άγγιζε το μέτωπό της. Άνοιξε το πακέτο κι έβγαλε ένα χαρτομάνδηλο.
-Τι είναι αυτό;, ρώτησε η Γυναίκα; Κομπρέσσα;
-Όχι, απάντησε ειρωνικά η Domme. Υπόθετο.
Η Γυναίκα την κοίταξε έντρομη.
-Θα ηρεμήσεις;, την ρώτησε η Domme και την κοίταξε αυστηρά. Ύστερα πήρε ένα υγρό χαρτομάνδηλο και άρχισε να της σκουπίζει τα χέρια σχολαστικά. Κατόπιν άλλο ένα, και της σκούπισε το πρόσωπο, χαμογελώντας με κατανόηση.
-Θα κολλήσεις τίποτα με τόση σκόνη, της είπε γλυκά.

Η Γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά Της με δύναμη κι Εκείνη, αφού έκανε λίγο πίσω από την ορμή, έμεινε να κοιτάζει τον απέναντι τοίχο ξαφνιασμένη, με το λερωμένο χαρτομάνδηλο να κρέμεται στα δάκτυλά Της.
-Τι έγινε τώρα, Ακριβοθώρητη;
-Δεν τον θέλω..., άρχισε να κλαψουρίζει. Δεν τον θέλω... Τι είναι αυτό το πράγμα που πήγε και γνώρισε;...
Τραβήχτηκε απότομα πίσω για να Την κοιτάξει.
-Και μην μου πείτε ότι είναι άνδρας!, Την απείλησε.
Η Domme έβαλε τα γέλια.
-Εγώ; Όχι, μην φοβάσαι. Δεν σου το πω αυτό.
-Και τι είναι;, επέμεινε με παράπονο ενώ ξαναχώθηκε στην αγκαλιά Της.
Η Domme άφησε το χαρτομάνδηλο με δυσκολία στο τραπεζάκι και πήρε βαθιά ανάσα.
-Κάτι που δεν Έ/έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Θέλεις να το πούμε "φαινόμενο";
-Σιγά μην το πω και supernova!, νευρίασε πάλι η Γυναίκα, τεντώνοντας το κορμί της.

Η Domme σηκώθηκε ήσυχα, αφήνοντας τα χέρια της, στο τέλος, να γλιστρήσουν από τα δικά Της. Πήγε στο δωμάτιό Της και έφερε μία μικρή κουβέρτα.
-Σκέπασε τα πόδια σου, της είπε. Θα βάλω κάτι να πιούμε.

Κάπνιζαν και έπιναν αμίλητες.
-Ησύχασες;, ρώτησε κάποια στιγμή η Domme την Γυναίκα.
-Ναι... είμαι καλύτερα..., είπε έχοντας μετανοιώσει για την αντίδρασή της. Βλέπετε, εγώ δεν είμαι σαν Εσάς... Μάλλον δεν μπορώ να έχω τον έλεγχο...
Η Domme χαμογέλασε γλυκά.
-Εάν δεν τον είχες, τι νόμιζες πως θα έκανες όταν τα άκουγες όλα αυτά;..., την ρώτησε.
Η Γυναίκα το σκέφθηκε.
-Έχω τον έλεγχο;..., αναρωτήθηκε με διάπλατα ανοιγμένα μάτια.
-Για να μην τον πλακώσεις στις σφαλιάρες και για να μην του φέρεις το τραπέζι καπέλο..., της είπε με νόημα.
-Έχω τον έλεγχο;..., ξαναρώτησε, αλλά αυτή την φορά τον εαυτό της.
-Τον πλάκωσες στις σφαλιάρες για να συνέλθει;..., άρχισε να την πειράζει πάλι Εκείνη.
-Όχι..., είπε μέσα στην βαθιά περισυλλογή η Γυναίκα.
-Του έφερες το τραπέζι στο κεφάλι;...
-Όχι...
-Αυτό δεν ήθελες;...
-Ναι!, φώναξε η Γυναίκα. Που την δούλευε, ο μαλάκας, μες στην μούρη! Μα που το πέτυχε αυτό το ζώον! Που της μιλούσε λες και ήταν παρθένα του '30 και της είχε πει η μαμά της να μην αφήνει κανέναν να την αγγίζει μέχρι τον γάμο!

Η Γυναίκα είχε ξεσπαθώσει.
Σηκώθηκε όρθια στον καναπέ και φώναζε.
-Δεν φταίει κανείς άλλος! Εγώ φταίω! Που δεν του έφερα τα ποτά στην μούρη! Μήπως και συνερχόταν! Να με δουλεύει, ο ηλίθιος! Σχέση χωρίς sex! Τι άλλο θα ακούσω στην ζωή μου! Να με δουλεύει!
-Πιστεύεις ότι σε δούλευε;..., ακούστηκε βαριά η φωνή Της Domme.
Η Γυναίκα σταμάτησε και την κοίταξε. Καθόταν ήρεμη και κοιτούσε τον καπνό που έβγαινε από τα χείλη Της. Ατάραχη. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Η Γυναίκα γονάτισε δίπλα Της.
-Δεν... αυ... ποτ... ήτ..., δεν μπορούσε να συντάξει λέξη.
Η Domme την κοίταξε στα μάτια, καπνίζοντας.
-Δεν καταλαβαίνετε, νομίζω..., είπε χαμηλόφωνα, απελπισμένα. Έχω γνωρίσει άνδρα που δεν μπορούσε να κρατήσει τα χέρια του μακριά μου, έχω γνωρίσει άνδρα που με παρακαλούσε να κάνουμε sex οπουδήποτε, έχω γνωρίσει άνδρα που το πρωΐ έπρεπε να υπογράψω συμβόλαιο ότι θα ξαναβρεθούμε μέσα στην ημέρα για να το επαναλάβουμε, έχω γνωρίσει άνδρα που δεν προλαβαίναμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι και με έπαιρνε από την δουλειά του για να κάνουμε τηλεφωνικό sex - διάολε! -, έχω γνωρίσει άνδρα που κάναμε τηλεφωνικό sex και μετά από 2 λεπτά μού χτυπούσε την πόρτα γιατί ήταν στο αυτοκίνητό του από κάτω, έχω γνωρ...
-... και τώρα γνώρισες αυτόν, είπε κοφτά η Domme.

Η Γυναίκα σταμάτησε να μιλάει.
"Ok...", σκέφθηκε. "Έλεγχος-έλεγχος, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα... Που την βρίσκει τόση ψυχραιμία!".
Η Domme έσβησε το τσιγάρο Της. Σηκώθηκε από τον καναπέ και της γύρισε την πλάτη, πλησιάζοντας το τζάκι.
-Γνωρίζεις τον Fleming;, ρώτησε.
-Τον Fl... τον Fleming;..., απόρρησε η Γυναίκα.
-Ναι, είπε η Domme. Λοιπόν, λένε ότι ο Fleming δούλευε πυρετωδώς στο εργαστήριό του και δεν προλάβαινε να φάει κανονικά, οπότε τρεφόταν πάντα με κάτι πρόχειρο. Ήταν τόση η ενασχόλησή του με την επιστήμη, που δεν προλάβαινε καν να φάει αυτό που του ετοίμαζαν. Και μία μέρα, βρήκε στο πιάτο του ένα sandwich, ξεχασμένο. Επάνω του είχε αρχίσει να δημιουργείται μούχλα...

Γύρισε και πλησίασε το τραπεζάκι. Πήρε τα τσιγάρα Της στο χέρι.
-Θυμάσαι τι έγινε μετά;..., ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Η Γυναίκα πετάχτηκε όρθια και Της άναψε το τσιγάρο.
-Ανακαλύφθηκε η πενικιλλίνη..., απάντησε χωρίς να καταλαβαίνει.
-Ναι, είπε η Domme, αφήνοντας τον καπνό να βγει αργά από το στόμα Της. Αν υποθέσουμε ότι η ιστορία αυτή είναι ακριβής, κι αν υποθέσουμε ότι ο Fleming πετούσε, τελικά, εκείνο το sandw...
-Κατάλαβα..., Την διέκοψε η Γυναίκα. Νομίζω ότι κατάλαβα..., επανέλαβε σαν υπνωτισμένη.

Η Domme χαμογέλασε ικανοποιημένη.
Ψ είναι η μούχλα σου..., είπε κοιτάζοντάς την έντονα. Ξέχνα ό,τι έτρωγες μέχρι τώρα. Μπορεί να μείνεις νηστική για κάποιο διάστημα αλλά θα ανακαλύψεις πράγματα που δεν γνώριζες έως τώρα. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ, βέβαια, ότι θα σώσεις την ανθρωπότητα ή ότι κάποιος θα σε βραβεύσει για την συμβολή σου στο κοινωνικό σύνολο. Αλλά μία μέρα, όταν θα είσαι μονίμως στο αρχείο σου - λόγω ηλικίας -, θα έχεις να θυμάσαι.
-Ναι... είπε η Γυναίκα. Ο Ψ δεν είναι άνδρας... είναι μούχλα! Αυτό είναι!, κι άρχισε να πανηγυρίζει.
-Χμ..., είπε η Domme. Τέτοια χαρά, ούτε ο Fleming όταν την είδε...
-Θα το κάνω!, είπε εύθυμα η Γυναίκα. Θα ράψω το μουνί μου - λες και πρόλαβε να τον θελήσει ποτέ... - αλλά θα το κάνω! Θα μπορούσα να είμαι εσώκλειστη σε ένα κολλέγιο! Να αφοσιωνόμουν στο διάβασμα για ένα μεταπτυχιακό! Δεν με νοιάζει! Θα το κάνω!

Η Domme λύθηκε στα γέλια.
-Αφού μπορείς, να το... ράψεις..., είπε με κοφτές ανάσες κι έσβησε το τσιγάρο Της. Τρέξε τώρα, όπως είσαι, ξαναβούτηξε μέσα στην σκόνη, και κάνε χώρο για τον φάκελλο "Ψ".
Η Γυναίκα έτρεξε να την αγκαλιάσει. Την έσφιξε δυνατά επάνω της και Την φίλησε.
-Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς Εσάς, Κυρία, είπε με αγάπη.
-Να ξέρεις ότι δεν θα υπήρχα χωρίς εσένα, Ακριβοθώρητη, της είπε σοβαρά. Τρέξε, τώρα!

Η Γυναίκα έτρεξε, όντως, στην πόρτα.
Την άνοιξε, αλλά κοντοστάθηκε.
-Ξέρετε..., Της είπε ελαφρώς θλιμμένα, γέρνοντας λίγο το κεφάλι. Τόσα χρόνια, όσοι άνδρες ήθελαν την Νανά, έβλεπαν Εσάς και τρόμαζαν... Και τώρα, είναι η πρώτη φορά, που κάποιος θέλει την Νανά για Εσάς, και για εμένα αδιαφορεί πλήρως... Είναι περίεργο...

Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της, η Domme άναψε νωχελικά άλλο ένα τσιγάρο.
-Έννοια σου..., είπε ψιθυριστά. Η αδιαφορία του για εσένα, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αδιαφορία του για Εμένα...