16.12.10

A Tribute To An Alpha male slave



Υπάρχει ένα γνωμικό των Sufi που λέει, "Όταν η καρδιά θρηνεί γι’ αυτό που έχει χάσει, το πνεύμα γελά γι’ αυτό που έχει βρει". Και θα ήθελα να γεμίσω αυτό το τελευταίο post με διάφορα γνωμικά που εκφράζουν αυτή την σχέση. Αλλά μάλλον πρέπει να τα πω με τα δικά μου λόγια. Όπως έκανα και με όλα τα άλλα αυτής της ετικέττας.

Όταν αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το blog γράφοντας για την σχέση μου με τον Χ, δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα. Η μνήμη μου είχε απωθήσει όλες τις αναμνήσεις - ή, τουλάχιστον, τις περισσότερες. Όταν, όμως, άρχισε να ξεδιπλώνεται η ιστορία από την αρχή, ήταν σαν να συνέβησαν όλα εχθές. Θυμήθηκα και την παραμικρή λεπτομέρεια. Και αυτό ήταν τόσο επώδυνο, που μόνο όποιος έχει βιώσει μία ανάλογη απώλεια μπορεί να το νοιώσει.

Είναι ελάχιστα τα λεγόμενά του που παράθεσα αυτολεξεί, και το έκανα μόνον όταν υπήρχε σοβαρός λόγος. Από αυτά που συνέβησαν στην σχέση μας - και σε ό,τι αφορά το καθαρά προσωπικό μας επίπεδο και στο επίπεδο τού BDSM - δεν ανέφερα ούτε το 1/10. Δεν το ήθελα, αλλά και να το ήθελα δεν θα μπορούσα.

Παρ' όλα αυτά, και μόνο το να θυμάμαι και να γράφω για κάτι που δεν μοιράστηκα ποτέ με κανέναν, μου έδινε ενέργεια. Ο Χ, ακόμα και εν τη απουσία του, μου έδινε την ενέργεια που έπαιρνα όταν ζούσε. Ο Χ για εμένα δεν ήταν ούτε το BDSM, ούτε το sex. Ήταν η επιβεβαίωσή μου ότι το ένστικτο τού κάθε ανθρώπου δεν είναι ποτέ λανθασμένο. Ότι μπορεί να μην έχεις παραδείγματα, παραστάσεις, αλλά πρέπει πάντα να πιστεύεις και να ακολουθείς το ένστικτό σου. Εκείνο ξέρει μόνο να σε οδηγήσει εκεί που επιθυμείς. Αρκεί να το θέλεις. Να το θέλεις πραγματικά.

Αν πρέπει να βγει κάτι άλλο από αυτήν την κατάθεση σχέσης - εκτός από το πώς μπορεί να είναι μία D/s -, είναι ότι πρέπει να ζεις την στιγμή, να ζεις το τώρα. Αυτή είναι η μεγάλη αξία της ζωής, το πραγματικό της νόημα. Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά – γιατί κάποτε είναι αργά – και μπορεί να μην σου δοθεί ποτέ η ευκαιρία να πεις ή να κάνεις εκείνα που έπρεπε, και δεν τα έκανες. Αν μπορώ να δώσω μία συμβουλή - ή να προτρέψω κάποιον ή όπως κι αν θέλει κανείς να το πει -, είναι ότι πρέπει να μας γίνει συνειδητό ότι η ζωή δεν μας προσφέρει τίποτα πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο.

Η ζωή μάς δίνει ό,τι της ζητήσουμε. Ότι οι άνθρωποι είμαστε ζωντανοί μαγνήτες. Ό,τι σκεφτόμαστε, ό,τι προσευχόμαστε, αυτό και εμφανίζεται μπροστά μας. Κι αλίμονο στον άνθρωπο που θα φανεί λίγος. Γιατί όσο πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το κακό, έτσι, και παραπάνω, οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για το καλό. Και αυτό απαιτεί να σεβαστούμε όχι το πρόσωπο ή το γεγονός αυτά καθ’ αυτά. Αλλά την ίδια μας την ζωή, την ίδια μας την ύπαρξη, τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ο Χ βρισκόταν πάντα στο μυαλό μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ως γυναίκα. Από τότε που ξεκαθάρισαν τα "θέλω" μου από μία σχέση. Τα "θέλω" μου από έναν άνδρα. Από έναν σκλάβο. Δεν ήξερα τι είναι η D/s, δεν γνώριζα ότι το S/M λεγόταν πλέον BDSM, αγνοούσα κατηγορίες, πρωτόκολλα, κτλ. Κι εκείνος δεν με είχε διορθώσει ή δεν μου είχε ποτέ πει κάτι για όλα αυτά. Είχε αφήσει συνειδητά όλους τους τίτλους και τα αξιώματα έξω από την σχέση μας. Το μέλημά του δεν ήταν να μου δώσει μαθήματα BDSM. Το μέλημά του ήταν να κάνει ό,τι έκανε εμένα ευτυχισμένη.

Όταν μπήκα στο internet, και διάβασα για το BDSM, τις πρακτικές, τα άτομα τού χώρου, κατάλαβα από πόσα πράγματα με είχε προφυλάξει. Ήθελε να είμαι εγώ όπως είμαι. Και το μόνο που ζητούσε ήταν να είναι σκλάβος μου. Μπορεί να μην προλάβαμε να ζήσουμε ή να πράξουμε παρά λίγα πράγματα που αφορούσαν τον χώρο, αλλά πως να δώσω - έστω και σε έναν από εκείνους που διαβάζουν αυτό το blog - να καταλάβει ότι όλα αυτά δεν έχουν καμμία απολύτως σημασία; Ότι οι πρακτικές μπορούν να υπάρξουν κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες; Ότι εκείνο που είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, είναι το να εναρμονίζεται η Κυριαρχία τής Αφέντρας με την υποταγή τού σκλάβου Της;

Γιατί αυτό δεν έχει να κάνει με αντικείμενα. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Όσο μεγάλος και να είναι ο εξοπλισμός, όσο έντονα και να είναι τα φετιχιστικά στοιχεία, είναι ανίκανα να σου προκαλέσουν την επιθυμία. Ο σωστός άνθρωπος - εκείνος με τον οποίον έχεις κοινά χαρακτηριστικά, που είναι μέσα στο μυαλό σου και είσαι κι εσύ μέσα στο δικό του, εκείνος με τον οποίον μπορείς να είσαι το ατόφιο "εγώ" σου - μπορεί να σου προκαλέσει τα πάντα. Τα πάντα, όμως. Και τότε όλα τα άλλα φαντάζουν τόσο λίγα, τόσο μικρά.

Ναι. Ο Χ δεν μου έδωσε μαθήματα BDSM. Μου έδωσε μαθήματα ζωής. Με την ευγένειά του, με τον ενθουσιασμό του, με την αγάπη του, με την προσοχή του, με την φροντίδα του, με τον αυθορμητισμό του, με την ειλικρίνειά του, με την αξιοπρέπειά του, με την συνέπειά του, με την ακεραιότητά του, με την υποταγή του. Κι αυτά δεν τα χωρά κανένα blog.

Όταν έφυγε δεν μου έλειψε το BDSM. Μου έλειψαν εκείνες οι στιγμές τής ηρεμίας που μου προσέφερε. Όσο άγρια και ακραία ήταν η σχέση μας - με στοιχεία που θα φρίκαραν πάρα πολλούς ανθρώπους, ακόμη και εντός τού χώρου -, τόση ήταν η ηρεμία και η αίσθηση τού "σωστού" που είχαμε. Η ισορροπία τής D/s είναι μαγική. Και λυπάμαι όσους δεν καταλαβαίνουν τι γράφω. Διότι είμαι βεβαία ότι ακόμα και εκείνοι που ανήκουν θεωρητικά στο BDSM και δεν έχουν βιώσει την D/s, δεν μπορούν να καταλάβουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που του έλεγα πολλές φορές "εγώ μία μέρα θα γράψω βιβλίο". Κι εκείνος πάντα χαμογελούσε, σαν να ήξερε ότι θα το έκανα. Λοιπόν, βιβλίο μπορεί να μην έγραψα, αλλά ποιος το περίμενε ότι θα τα έγραφα σε ένα blog...

Εάν υπάρχει παράδεισος - γιατί Θεός δεν υπάρχει, μπορεί να είχα κάποιες υποψίες πριν, αλλά ο αιφνίδιος και άδικος θάνατος ενός τόσο Καλού ανθρώπου μου το επιβεβαίωσε με τον πιο άθλιο τρόπο... -, ο Χ είναι εκεί. Όπως, επίσης, βάζω στοίχημα πως οι Αφέντρες θα κάνουν ουρά για να τον κάνουν δικό Τους σκλάβο η καθεΜία - εάν είχε γίνει κάποιο λάθος, ασφαλώς, στα κιτάπια, γιατί Αφέντρα και παράδεισος καμμία σχέση.

Είμαι σίγουρη, όμως, ότι η έντονη σκέψη - όχι μόνον η δική μου αλλά και τόσων ατόμων που διάβασαν για εκείνον - τον ανησυχούσε τόσον καιρό, οπότε θα κλείσω εδώ. Ξέρω πως, εάν μπορεί να "βλέπει" από εκεί που είναι - όπου κι αν είναι αυτό -, θα είναι χαμογελαστός. Καθώς επίσης, όσες φορές αναφερόμουν σε κάτι που έκανε, θα κοκκίνιζε, σίγουρα.

Το κεφάλαιο Χ ολοκληρώνεται με το τραγούδι που άκουγε συνέχεια, όταν τον είχα αφήσει να κοιμάται στο σπίτι. Όταν νόμιζα ότι είχα υπερβεί τα όρια. Όταν εκείνος νόμιζε πως τον είχα σιχαθεί. Όταν το βράδυ εκείνης τής Ανάστασης το χορεύαμε στο σκοτάδι. Όταν είχε πει ότι θα τον σκότωνε εάν έφευγα από την σχέση. Όταν δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα υπήρχε επόμενη Ανάσταση. Όταν δεν μπορούσα να διανοηθώ πως ο Χ θα έφευγε από την ζωή.

Ελπίζω να είναι αντιληπτό ότι δεν θέλω να ξαναγράψω σε αυτό το blog για κάποιο διάστημα.

14.12.10

The Day After

Υπάρχουν φορές που νομίζεις πως η ζωή σου κυλά αργά, χωρίς νόημα, αδιάφορα.
Ελπίζεις, περιμένεις κάτι να κάνει την ανατροπή.
Προσπαθείς να την αλλάξεις, έχοντας κάτι στο μυαλό σου.

Κι εκεί που δεν το περιμένεις, όλα αλλάζουν.
Ό,τι έχεις κάνει, αρχίζει να αποδίδει.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα γεγονότα σε ξεπερνούν.
Αλλά είναι ωραία να τρέχεις για να διεκδικείς το καλύτερο.

Η ανατροπή, ωστόσο, μπορεί να έρθει και σε μία άσχετη στιγμή.
Όταν η ζωή σου έχει νόημα.
Όταν ήδη θερίζεις ό,τι έχεις σπείρει.
Κι όταν κάποιος σου κλέβει την σοδειά, αδικαιολόγητα, οργίζεσαι.
Και αυτή η οργή δεν σβήνει ποτέ.
Ποτέ, όμως.

Η μητέρα τού Χ έφυγε σχεδόν έναν μήνα μετά από εγκεφαλικό.
Η μητέρα τού Χ δεν είχε κανένα παθολογικό πρόβλημα.
Ο πατέρας του, μέσα στο καλοκαίρι από ανακοπή.
Ούτε εκείνος αντιμετώπιζε παθολογικά προβλήματα.

Με τα παιδιά δεν ξαναβρεθήκαμε έκτοτε.
Ήταν μία άτυπη, σιωπηλή συμφωνία που κάναμε.
Το να βλέπει ο ένας τον άλλον ήταν κάτι που δεν αντέχεται.
Εγώ έβλεπα σε εκείνους εκείνον κι εκείνοι σε εμένα τον ίδιο.
Όση χαρά έδινα κάποτε σε εκείνον, τόση λύπη έπαιρναν από εμένα εκείνοι.

Ο χαμός τού Χ στοίχισε πολύ περισσότερο στον Α.
Για πολλά βράδια μετά, με έπαιρνε τηλέφωνο.
Αλλά δεν μου μιλούσε.
Άκουγα τους εξωτερικούς θορύβους - μπορεί να ήταν αυτοκίνητα, μπορεί να ήταν φωνές -, αλλά όχι εκείνον.
Ούτε καν την ανάσα του.
Κρατούσα την γραμμή ανοικτή μέχρι να το κλείσει εκείνος.

Έναν χρόνο μετά, ακριβώς τέτοια εποχή, συναντήθηκα με τον Α τυχαία, σε ένα παλιό κλασσικό βιβλιοπωλείο - που πλέον δεν υπάρχει - στην Ερμού. Είχα πάει για να πάρω ανταλλακτικά φύλλα για τον οργανωτή, τα οποία υπάρχουν μόνο σε συγκεκριμένα σημεία αγοράς, όπως σε εκείνο τότε. Ανέβηκα στον όροφο, και παρ' όλο που ήταν ένας πολύ μικρός χώρος, δεν τον πρόσεξα μέσα σε τόσο κόσμο. Ψάχνω στο stand της εταιρείας για να βρω τον συγκεκριμένο τύπο που αγοράζω, και μία πωλήτρια - συνοδεύοντας έναν πελάτη στο ταμείο - μου φωνάζει ότι θα με εξυπηρετήσει άμεσα. Της απαντώ "ευχαριστώ", και όπως σηκώνω το κεφάλι για δευτερόλεπτα για να την κοιτάξω, πιάνω με την άκρη τού ματιού μου έναν κύριο στο διπλανό stand με τις πένες να σηκώνει ξαφνιασμένος το κεφάλι του και να με κοιτάζει.
Ήταν ο Α.

Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω την σκηνή.
Είχαμε παγώσει, σχεδόν από τρόμο, και κοιταζόμασταν, χωρίς να είναι σίγουρο εάν ο ένας έβλεπε κανονικά τον άλλον. Χωρίς να είναι σίγουρο εάν καταλαβαίναμε τι μας γινόταν εκείνη την στιγμή.
Έφυγα.

Ξέρω, πως ό,τι κι αν συμβεί, όλοι θα είναι δίπλα μου.
Εάν θελήσω κάτι, θα είναι από τους πρώτους που θα τρέξουν.
Ξέρω ότι με αγαπούν όπως τους αγαπάω κι εγώ.

Μετά τον χαμό τού Χ, η επικοινωνία μας είναι μόνο τυπικά sms.
Ίσως να μην λένε τίποτε ουσιώδες αλλά καταλαβαίνω ότι για εκείνους, ακόμη κι αυτό, είναι άθλος. Γιατί ξέρω ότι τους πληγώνω. Και ξέρω ότι μέχρι εκεί μπορούν. Δεν θέλουν να χάσουν επαφή, αλλά δεν αντέχεται τίποτε παραπάνω από αυτό. Ακόμη και ένα απλό τηλέφωνο είναι αδύνατον, διότι εγώ μπορώ να κρατηθώ αλλά εκείνοι δεν αντέχουν την φωνή μου. Όπως και να έχει, για εμένα αυτή η επικοινωνία είναι χρέος. Είναι η μεγαλύτερη υποχρέωση που έχω δημιουργήσει στην ζωή μου και αφορά τρίτους.
Τρεις τρίτους.

Καμμιά φορά ο Γ μου στέλνει κάποια πολύ πιο γλυκά μηνύματα από τους άλλους.
Ο Γ συνεχίζει να είναι το βλαμμένο μου, το μικρό, που του έχω αδυναμία.
Ξέρω ότι του λείπω περισσότερο από τους άλλους δύο.
Τα μηνύματα του Β έχουν το χρώμα τής οργής.
Και μου αρέσουν περισσότερο.
Ξέρει ότι είμαστε μαζί σε αυτό. Με την ίδια ένταση.
Του Α είναι σαν να μου τα στέλνει ξένος.
Ο Α έχει σταθερή άρνηση να αποδεχθεί, από τότε.
Ξέρω ότι βάζει την θέση του στην θέση τού Χ που δεν θα ήθελε ποτέ να με στενοχωρήσει.

Αλλά οι Τρεις Σωματοφύλακες είναι μαζί.
Ενωμένοι.
Μπορεί να έχασαν τον αρχηγό τους στην μάχη αλλά ο "Νονός" είναι εδώ.
Αλλά και πάντα εκεί για εκείνους.

8.12.10

The Omen

Όσοι με γνωρίζουν - είτε προσωπικά είτε από το cm είτε από αυτό το blog -, γνωρίζουν επίσης τον σεβασμό μου στους οιωνούς. Πιστεύω ακράδαντα σε όσα σημάδια με προειδοποιούν ή με προϊδεάζουν. Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν τα ακολουθούν, διότι δεν υπάρχει τίποτα στην ζωή για το οποίο δεν δέχεσαι θετικά ή αρνητικά σημάδια, εκ των προτέρων. Κάποιοι μπορεί να τα λένε "οιωνούς", "σημάδια", ή να εκφράζονται με προτάσεις όπως "δεν μου έβγαινε με τίποτα", "έγινε σαν να ήταν δεδομένο ότι θα γίνει", "ενώ δεν ήθελα, κάτι μου έλεγε να το κάνω". Εάν δεν δώσεις την αρμόζουσα σημασία, θα το πληρώσεις ακριβά.

Είτε είναι διαίσθηση είτε είναι γεγονός, οι οιωνοί είναι πάντα εκεί για να σε καθοδηγήσουν. Κι από εμάς εξαρτάται πάντα εάν θα συμμορφωθούμε. Προσωπικά, οι φορές που έχω μετανοιώσει στην ζωή μου, έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τις φορές που αγνόησα αυτά τα σημάδια - ή τις αισθήσεις. Και, φυσικά, το πλήρωσα εκ των υστέρων. Οι δικοί μου άνθρωποι το ξέρουν, και πάντοτε θα συζητήσουμε για ό,τι σκέφτονται να (μην) κάνουν, εξετάζοντας τους οιωνούς. Αλλά εάν ακόμη δεν "βλέπουν" κάτι εκείνοι, εάν το "δω" εγώ, ακολουθούν αυτό που τους επισημαίνω, και είναι λίγοι εκείνοι που ακολουθούν την επιθυμία τους, όταν εκείνη έρχεται σε αντιπαράθεση. Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε κάνει λάθος.

Βρίσκομαι σε έναν κλειστό χώρο, με μία μεγάλη πισίνα με καθαρό νερό. Μόνη. Οι πισίνες δεν είναι το καλύτερό μου, και, μάλλον, τις σιχαίνομαι κι όλα. Εν τούτοις, θέλω να κολυμπήσω. Βγάζω τα ρούχα μου και αρχίζω να περπατάω μέσα σε αυτή. Η πλευρά στην οποία στέκομαι, μοιάζει με παραλία - χωρίς τοιχίο, δηλαδή -, και σταδικά υψώνονται τα πλαϊνά, το νερό να βαθαίνει. Όπως περπατώ, παρατηρώ ότι μέσα στο νερό υπάρχουν χρυσόψαρα(;), αλλά σχεδόν τα διπλάσια σε μήκος, και κόκκινα. Προβληματίζομαι αλλά χαίρομαι. Με κάθε βήμα το νερό - ενώ δείχνει να βαθαίνει - δεν ξεπερνά το γόνατό μου σε ύψος. Πληθαίνουν, όμως, τα κόκκινα χρυσόψαρα. Κι αρχίζουν να μου τσιμπούν τα γόνατα. Σκέφτομαι εάν πρέπει να βουτήξω.

Και, ξαφνικά, βλέπω έναν κύριο να στέκεται στην απέναντι πλευρά, πολύ ψηλότερα από εμένα, εκεί που υποτίθεται τελείωνε η πισίνα και το νερό, λογικά, θα ήταν πολύ βαθύ. 'Ηταν ντυμένος με στολή οικιακής υπηρεσίας, κάτι σαν butler(;).
-Θα φάτε;, με ρωτάει.
-Όχι, του απαντώ. Θέλετε να περάσετε έξω μέχρι να ντυθώ;
Κάνω την κίνηση να γυρίσω πίσω, και πριν προλάβω, με σταματάει η φωνή του.
-Δεν προλαβαίνετε, μου λέει επιτακτικά. Πρέπει να φάτε, τώρα.
-Δεν θέλω να φάω, κουνώ το κεφάλι μου με αποδοκιμασία.
-Θα φάτε, ακούστηκε, όχι να μου προτείνει, να με προειδοποιεί.

Δεν του απαντώ, παρά αρχίζω να περπατώ προς το μέρος του θυμωμένη. Και βλέπω ότι στα πόδια του είναι ένας μεγάλος δίσκος γεμάτος τηγανητά ψάρια. Ακαθάριστα, όλα γυρισμένα κάθετα ανάποδα, και φαίνονται τα δόντια τους.
-Δεν μου αρέσουν τα ψάρια, του λέω νευριασμένη.
-Ψάρια θα φάτε, μου λέει ήρεμα.
-Σας είπα. Δεν τρώω ψάρια. Μπορείτε να φύγετε.
-Θα φάτε, είπε βέβαιος.
Κι εκείνη την στιγμή αισθάνομαι την στάθμη να ανεβαίνει απότομα, κοιτάζω γύρω μου και το νερό έχει γίνει κατακόκκινο από το πλήθος των χρυσόψαρων που αρχίζουν να με τσιμπούν παντού στο σώμα, και αρχίζω να κολυμπάω προς τα πίσω, αλλά το νερό με σκεπάζει, κι αρχίζω να πνίγομαι.

Ξύπνησα ξημερώματα, με τα γόνατά μου μουδιασμένα.
Ήξερα ότι ήταν ένα πολύ κακό όνειρο. Η ανικανότητά μου να εξηγώ ό,τι βλέπω, με περιόρισε στο να υποθέσω ότι θα μάθαινα κάτι πολύ κακό. Μόνον αυτό. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος μαζί μου, οπότε αυτό αφορούσε αποκλειστικά εμένα. (Στην δεύτερη ανάγνωση, το όνειρο τα είχε πει όλα, με τον δικό του τρόπο...).

Ήμασταν μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα.
Ο Χ είχε έρθει στην Αθήνα, αλλά είχαμε συμφωνήσει να το παίξουμε αδιάφοροι. Έπρεπε να κάνει κάποιες δουλειές και να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Οι γονείς του έμεναν πλέον στο χωριό τους, κι εκείνος θα έκανε διαδρομές για να διεκπεραιώσει γραφειοκρατικά θέματα με τον πατέρα του, που απαιτούσαν μετακινήσεις εδώ κι εκεί είτε μαζί του είτε χωρίς εκείνον. Αποφασίσαμε να κάνει ό,τι έπρεπε, χωρίς να συναντιόμασταν ενδιάμεσα, διότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνα να φύγει την ώρα που έπρεπε. Ούτε κι εκείνος θα το ήθελε, κι αυτό θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Οπότε θα συναντιόμασταν στο τέλος. Δεν δοκιμάσαμε να μιλήσουμε ούτε στο τηλέφωνο - το να υποτροπιάζαμε ήταν ζήτημα μίας λέξης και μόνο. Ακόμα και τα sms ήταν εντελώς ακατάλληλα ακόμη και για ενηλίκους.

Η χαρά και ο ενθουσιασμός τού Χ με έκαναν να ξεχάσω εντελώς το όνειρο που είχα δει. Για τον Χ αυτό το ταξίδι ήταν η τακτοποίηση της ζωής του. Όλα έμπαιναν σε μία σειρά: οι γονείς του είχαν φύγει από το σπίτι, είχε μία δουλειά που σύντομα στόχευε να αφήσει για να έρθει εδώ, η δική μας σχέση ήταν από τις σχέσεις που δύσκολα δομούνται, αλλά είχαμε καταφέρει να την κάνουμε ισχυρή και ακλόνητη. Έτσι, όλα έδειχναν τακτικά και συγκεκριμένα.

Το βράδυ θυμήθηκα το όνειρο.
Σκέφτηκα ότι σε λίγο θα ήταν παρελθόν.
Και άκυρο.

Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο αριθμός τού Χ.
Σκέφτηκα ότι δεν άντεξε.
Σκέφτηκα να μην απαντήσω.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
Ο Χ δεν θα ξαναέπαιρνε.

Σήκωσα το κινητό, και δεν ήταν εκείνος.
Ήταν ο Α.
Το μόνο που είπε, μετά από μία παύση, ήταν "Νανά...;".
Καταλαβαίνω από την φωνή του.
Στο μυαλό μου έρχονται τα δόντια, τα χρυσόψαρα, το νερό, ότι πνίγομαι.
Το τελευταίο που θυμάμαι καλά, ήταν αυτό που του είπα: "Πες μου που να έρθω".
Με το δεύτερο "Νανά...", αρχίζω να αντιλαμβάνομαι μέσα σε ομίχλη.
"Σε ρώτησα, που να έρθω", του είπα, μου απάντησε, κι έφυγα.

Μπαίνοντας στο νοσοκομείο και κοιτάζοντας γύρω μου σαν να έχω χαθεί, βλέπω ένα ασανσέρ με ανοικτές πόρτες, μέσα δύο νοσοκόμους με ένα φορείο. Μπήκα, τρέχοντας να το προλάβω - ενώ δεν θα έπρεπε - αλλά κανείς τους δεν μου είπε τίποτα. Θυμάμαι τον έναν να με κοιτάζει, σαν να καταλάβαινε, μες στα μάτια. Λίγο πριν σταματήσει το ασανσέρ, ακούστηκε μία γυναικεία κραυγή "Το παιδί μου!".

Βγαίνοντας, το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, ήταν την μητέρα του να λιποθυμά στην αγκαλιά τού πατέρα του.

5.12.10

Nature's Freak

Η πρώτη αίσθηση που είχα ότι μπορεί και να 'παιζε ότι ήμουν φρικιό, δεν είχε σχέση με το BDSM. Είχε σχέση με την διαίσθησή μου και, ιδιαίτερα, με τα όνειρά μου. Η διαφορά τους ήταν ότι το BDSM ποτέ δεν με φρίκαρε. Το άλλο, όταν ήμουν μικρή και άγουρη, με φρίκαρε τρελά.
Τρελά, όμως...

Όταν ήμουν μικρή, λοιπόν, και είχα αρχίσει να λέω διάφορα στα καλά καθούμενα - χωρίς να ακούω φωνές ή να βλέπω οράματα -, φρίκαρε το σύμπαν. Δεν είναι και τόσο λογικό για ένα παιδί ή έναν έφηβο, εκεί που κάθεται, ξαφνικά, να σου λέει π.χ. "το ραντεβού δεν πρόκειται να γίνει" όταν υπάρχουν ενδείξεις για το ακριβώς αντίθετο, ή "είσαι έγκυος" όταν είναι ξεκάθαρο πως ο άλλος ούτε καν το έχει σκεφθεί. Πρώτον, σε φέρνει σε μεγάλη αμηχανία γιατί - τουλάχιστον όπως το βιώνω εγώ - δεν το σκέφτεσαι: σου βγαίνει σαν να σου έχει κάτσει στο λαιμό και μία ακούσια λειτουργία τού οργανισμού σου σε προκαλεί να το φτύσεις. Και δεύτερον, δεν σε ξαναπλησιάζει άνθρωπος, γιατί τον έχεις κατατρομάξει. Γιατί ό,τι έχεις πει στο ξεκούδουνο έχει βγει...

Ξεκίνησα - όπως όλοι, φαντάζομαι -, με το "μήπως σου έχει συμβεί ποτέ να...;". Όσο ήμουν μικρή δεν έβρισκα άλλους "να...". Δεν μιλούσα κι εγώ. Ήμουν που ήμουν κλειστή, με αυτό σφραγιζόμουν. Άκουγα κι εκείνα τα απόκοσμα τής μάζας, ότι αυτά τα κάνουν χαρτορίχτρες/καφετζούδες/αστρολόγοι/χειρομάντες, και μου ερχόταν ο θάνατος. Πίστευα ότι υπήρχαν άνθρωποι με χάρισμα αλλά η πλειονότητα, στο μυαλό μου, ήταν πάντα κομπογιαννίτικες μαλακίες για κοσμάκη που γουστάρει ουτοπίες. Εγώ δεν έλεγα χαρτιά/καφέδες/χάρτες/παλάμες. Μου 'ρχονταν. Στο άσχετο. Από το πουθενά.

Αυτό μπορούσα να το ελέγξω: δεν μιλούσα. Επειδή σε όσους "μεγάλους" μου είχε βγει, γύριζαν κάποια στιγμή μερικοί και με ρωτούσαν το παρανοϊκό - για ένα παιδί - "τι ψυχανεμίζεσαι;!". Και τότε φρίκαρα δύο φορές. Και κάπου εκεί πρέπει να ξεκίνησε το άλλο, που δεν μπορούσα να ελέγξω: τα όνειρα. Εκεί έκανα μεγάλα γλέντια... 'Ο,τι μου ερχόταν, μου ερχόταν. Το έλεγα - χωρίς να ξέρω για/τί και πως - και τελείωνε. Τα όνειρα με τυραννούσαν. Και συνεχίζουν να με τυραννούν... Είτε θετικά είτε αρνητικά, δεν ήξερα να τα εξηγήσω - ούτε και τώρα έχει βελτιωθεί η κατάστασή μου. Κοιμάσαι μια χαρά άνθρωπος, και σηκώνεσαι ράκος. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Ποιον να ειδοποιήσεις όταν δεν βλέπεις μόνον ένα πρόσωπο; Τι να του πεις; Και πως;

Για παράδειγμα.
Κάποτε ονειρεύτηκα ότι μία παιδική μου φίλη είναι πάνω σε μία μηχανή που την οδηγεί ο καλός της σε μία εξοχή(;), και πέφτουν και οι δύο σε έναν γκρεμό. Ξυπνάω πανικόβλητη μες στα μεσάνυχτα, και μέχρι να ξημερώσει προσπαθώ να βρω τι και πως να το πω. Ασφαλώς, δεν παίρνεις κανέναν στις 8-9 πρωΐ-πρωΐ να του πεις "εμ... ξέρεις, σας είδα να πέφτετε σε έναν γκρεμό", οπότε περιμένεις μαρτυρικά να πάει 10-11, να έχει πιει και έναν καφέ. Όταν, λοιπόν, προχώρησε η μέρα, την πήρα τηλέφωνο και την ρώτησα αν ο καλός της είχε πάρει μηχανή. Φυσικά, άρχισαν τα γνωστά "πως σου ήρθε;". Και άντε να εξηγείς το όνειρο, φίλε... Εν πάση περιπτώσει, της είπα τουλάχιστον να μην ανέβουν σε μηχανή, γιατί μπορεί να είδα ό,τι είδα, αλλά να μην ήταν αυτό-καθ'αυτό το θέμα. Απλά να έπρεπε να προσέξουν για κάτι(;). Άντε βγάλε άκρη...

Αφού με διαβεβαίωσε ότι θα προσέχουν - γελώντας, θα το πω... -, έμεινα ήσυχη. Μετά από αρκετές μέρες με πήρε τηλέφωνο: είχαν φύγει - χωρίς να το είχαν κανονίσει - για Σαββατοκύριακο, ο καλός της νοίκιασε μηχανή για να πάνε κάπου που δεν πήγαινε αυτοκίνητο, και έπεσαν σε γκρεμό, αποφεύγοντας ένα φορτηγάκι που έκανε εργασίες στην στροφή. Αφού έμεινα άφωνη για πολύ ώρα, την ρώτησα: "μήπως ήταν κόκκινος χωματόδρομος, είχατε έναν λοφίσκο στα δεξιά, και αριστερά - ο γκρεμός - ήταν πυκνόφυτος;". Παύση. Μεγάλη. Απάντηση: "...ναι...". Το φορτηγό δεν το είχα δει, και ευτυχώς, διότι δεν θα κοιμόμουν μέχρι να γίνει κάτι. Αλλά φρικάρεις ή δεν φρικάρεις;...

Αυτό, ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο όνειρο.
Ήταν εκείνη κι εκείνος. Όταν βλέπεις πράγματα που αφορούν ναι μεν άτομα, αλλά δεν έχεις συγκεκριμένη εικόνα παρά μόνο μίαν αίσθηση τού "κακού"; Τότε δεν έχεις τι να πεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να προειδοποιήσεις με τρόπο, διότι μπορεί και να μην είναι τίποτα ή να έφαγες στιφάδο για βράδυ. Όπως και να έχει, όμως, όταν δω κάτι - το οτιδήποτε - πάντα μα πάντα θα ειδοποιήσω. Δεν πα' να μην έχουμε μιλήσει για 10ετίες; Δεν πα' να έχουμε σκοτωθεί; Επειδή ξέρω τι έχει συμβεί στο παρελθόν - όταν προσπαθούσα να το αγνοήσω και τα έβρισκα μπροστά μου... -, θεωρώ μεγάλη ευθύνη να κάνω κάτι. Ακόμα κι αν αυτό δεν είναι όνειρο αλλά μία απλή έντονη σκέψη, στο ξεκάρφωτο. Εάν δεν πάρεις τηλέφωνο ή δεν σε συναντήσω μέσα στο 24ωρο, θα σε ειδοποιήσω σχετικά - έχω φτάσει να γυρίσω όλο το σπίτι ανάποδα για ένα post it...

Τώρα πια δεν με φρικάρει τίποτα.
Τώρα ξέρω πως αυτό δεν είναι καμμία "υπερφυσική ικανότητα". Είναι ένα μικρό θαύμα τής ανθρώπινης φύσης - και των περισσότερων έμβιων όντων, εξ' άλλου -, που συμβαίνει σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Βέβαια, το καλό θα ήταν να ήξερα να εξηγώ κι όλα, αλλά εγώ δεν είμαι από τους προικισμένους. Μόνο τα απλά - αυτά που συμβαίνουν σε όλους - μπορώ να καταλάβω. Δηλαδή. Ξυπνάω, και από το πουθενά μου έρχεται ένα τραγούδι που έχω χρόνια να ακούσω. Ξέρω πως μόλις ανοίξω την τηλεόραση θα το δω στο MTV. Και το βλέπω. Ή εκεί που κάνω κάτι άσχετο, σκέφτομαι έναν φίλο που έχουμε να μιλήσουμε καιρό. Ξέρω πως θα με πάρει τηλέφωνο μέσα στην επόμενη ώρα. Και με παίρνει.

Αλλά αυτά δεν με φρικάρουν.
Με ενοχλούν.
Ποτέ δεν ήθελα να ξέρω τα παρακάτω.
Η ζωή είναι πάντα μία έκπληξη.
Γιατί να σου την χαλάει κάτι τέτοιο;

Ακόμα κι αν η έκπληξη έχει την μορφή τού εφιάλτη...

2.12.10

Brain Tattoo

(Και αυτή είναι η δεύτερη και τελευταία - έως στιγμής - αγαπημένη μου απεικόνιση Αφέντρας/σκλάβου. Και αυτό, το κατάλληλο post για να καταχωρηθεί).

Φτάσαμε στις δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα.
Με τον Χ ξαναπερνούσαμε νοερά ό,τι είχαμε ζήσει. Γελούσαμε απίστευτα με κάθε τι που είχε προξενήσει παρεξηγήσεις μεταξύ μας μέχρι να γνωριστούμε καλά: όπως το βράδυ που μιλούσαμε μέσα στο αυτοκίνητο στην παραλιακή, και δεν βγάζαμε κανένα νόημα με ό,τι έλεγε ο άλλος. Μπορεί να ήταν ένας μόλις χρόνος, αλλά για εμάς ήταν σχεδόν μισή ζωή. Τι σχέση μπορεί να έχει ο χρόνος που ξοδεύεις με κάποιον, όταν αυτά που λες δεν είναι όλα όσα αισθάνεσαι; Πως μπορεί να συγκριθεί η ποιότητα με την ποσότητα; Μέσα σε αυτόν τον έναν χρόνο είχαμε πει τόσα για εμάς, από όσα δεν είχαμε πει ποτέ ούτε σε άνθρωπο που μας γνώριζε εξ απαλών ονύχων.

Δεν θέλαμε να βγαίνουμε και πολύ έξω.
Είχαμε πράγματα να κάνουμε, να σκεφτούμε, να δρομολογήσουμε, πράγματα που είχαν να κάνουν με εμάς, με το BDSM. Αλλά είχαμε μία πρόταση των παιδιών να βγούμε μαζί, για να πάμε κάπου που τους είχαν καλέσει. Είχαν λυσσάξει τον τελευταίο καιρό, και αποφασίσαμε να πάμε να τους βρούμε αργότερα. Είχαμε πειράματα να κάνουμε πρώτα... Δεν έχω συζητήσει ποτέ πως είναι να κάνεις ό,τι κάνεις και μετά να πρέπει να πηγαίνεις κάπου. Από δική μου εμπειρία, μπορώ να πω πως αυτό είναι ένα μικρό κατόρθωμα: δεν έχεις κουράγιο να πας ούτε μέχρι την κουζίνα για νερό. Πόσο, μάλλον, να πρέπει να ετοιμαστείς, να πας, και να φαίνεσαι και καλά για να μην εγείρεις ερωτήματα...

Και δεν ήταν μόνον αυτό.
Θα πηγαίναμε σε ρεμπετάδικο. Εγώ με τις ταβέρνες, τα κουτούκια και, ιδίως, με τα ρεμπετάδικα, βγάζω σπυριά. Προτιμώ να με πας σε ένα παγκάκι να τρώμε πασατέμπους. Δεν με πειράζει. Αλλά είπαμε. Ό,τι μπορούσαμε και ό,τι προλαβαίναμε. Δεν είχαμε την πολυτέλεια της άρνησης, γιατί δεν είχαμε χρόνο. Αλλιώς, ούτε με τα κυάλια δεν θα με έβλεπαν...

Μπήκαμε σε έναν τεκέ - μα έναν τεκέ, λέμε... - με τόσο περίεργα χαμηλό φωτισμό που μπορεί και οι μισοί, φεύγοντας, να ανακάλυψαν ότι στραβώθηκαν, καθισμένοι όλοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον - άλλο πράγμα που σιχαίνομαι... -, και με ένα ρεπερτόριο που εγώ δεν έχω καμμία σχέση. Από την ώρα που κάθησα, ήθελα να φύγω. Τόσο ωραία. Τα παδιά ήταν μαζί με μία μεγάλη παρέα - μαζί με εκείνους που τους είχαν καλέσει -, και μέχρι να ενωθούν τραπέζια, να κάνουν χώρο καρέκλες, να συστηθούμε σε όλους τους αγνώστους, να καθήσουμε, τα είχα δει όλα. Όλα, όμως... Φώναξα τον Β να καθήσει δίπλα μου για να βγάλω το άχτι μου.
-Δεν ξέρω ποιον θα βρεις από 'δω μέσα να θάψεις, αλλά πάρε το φτυάρι και ξεκίνα!, του είπα επιτακτικά.
-Δεν ήθελες να έρθετε;, γέλασε.
-Όχι! Όχι, γαμώ το σπίτι τους! Τι είναι εδώ μέσα;!
-Αν σου πω ότι είναι και γνωστό μέρος;
-Στ' αρχείδια μου! Είναι σαν ποντικότρυπα! Ξεκίνα να θάβεις, χαρά μου, μήπως και ξεχαστώ!

Άλλο που δεν ήθελε ο Β.
Ο Α δεν ανοιγόταν. Ο Γ δεν έλεγε κακό και για κανέναν. Ο Χ ήταν ικανοποιημένος και μόνο που ήμασταν μαζί. Μόνο το δηλητήριο του Β θα με έσωζε. Και ευτυχώς που δεν γούσταρε κι εκείνος καθόλου, και άρχισε να κάνει τις δικές του μοναδικές συστατικές περιγραφές για τον καθέναν στο τραπέζι. Τα γέλια μου δεν άφηναν την απαίσια μουσική να φτάνει στα αυτιά μου, και μου αρκούσε. Αλλά τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα. Τα παιδιά ήθελαν να καθήσουμε κάπου όλοι μαζί, ξεχωριστά. Έβαλα φυτίλια σε όλους να μαζεύονται την ώρα που οι άλλοι χόρευαν αμέριμνοι, και σιγά-σιγά μεταφερθήκαμε στο τελευταίο τραπέζι, αποκομμένοι από το πλήθος. Είχε περάσει και η ώρα, κανείς δεν έδωσε σημασία.

Κι εκεί άρχισε το μεγάλο το γλέντι.
Και οι τέσσερις κατάφεραν να με κάνουν να ξεχάσω το μπουντρούμι στο οποίο βρέθηκα, και ήμασταν μόνο για την πάρτη μας. Όταν ρώτησα γιατί δεν συνοδεύονταν, μου είπαν ότι ήθελαν να βγούμε μόνοι μας. Με λόγιζαν ως τον πέμπτο τής παρέας - ούτε καν "την". Η διασκέδασή μας ήταν πια τελείως διαφορετική: γνωριζόμασταν περισσότερο από έναν χρόνο, είχαμε κάνει μαζί διακοπές, με είχαν μάθει - όσο αυτό ήταν δυνατόν -, είχαν συμφιλιωθεί με το είδος τής σχέσης μας, και όλα ήταν πιο ουσιώδη και με πολλά κοινά σημεία αναφοράς. Ήμασταν κανονική παρέα. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω πόσο καλά περάσαμε.

Κάποια στιγμή, όλοι σταμάτησαν.
Η ορχήστρα - η ορχήστρα... ναι... η ορχήστρα τής Βιέννης... με ρούχα γενικής καθαριότητας και το τσιγάρο στο στόμα... - έπαιζε μία μαλακία, η οποία, όμως, έλεγε "σκληρά βασάνισέ με" (αυτό το θυμάμαι καλά), "έπρεπε να την είχα κάνει αλλά δεν το ήξερα"(;), κάτι τέτοια. Και έχουν αρχίσει να γελάνε όλοι. Μαζί και ο Χ. Οι άλλοι τρεις έχουν σηκώσει ποτήρια στον αέρα, φτύνουν χέρια και χτυπούν τακούνια, μερακλωμένοι. Κι έχω αρχίσει να γελάω κι εγώ, με παύσεις ενδιάμεσα για να ακούσω τους στίχοι. Μιλάμε, για πολύ γέλιο... Το καλύτερο το θυμάμαι ακόμη, γιατί όταν φύγαμε το τραγουδούσαν συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Α οδηγός, ο Χ δίπλα του, και - κλασσικά - εγώ πίσω, ανάμεσα σε Β και Γ. Εκεί που μιλούσαμε και γελούσαμε, κάπου το κολλούσαν και τραγουδούσαν δυνατά χτυπώντας τα χέρια "τώρα είναι αργά, αγάπη μου γλυκιά". Ο Γ ξελαρυγγιάζονταν, ο Β κουνούσε με απελπισία το κεφάλι, και ο Α -πάλι δεν κρατούσε χαρακτήρα -, σήκωνε το δεξί χέρι κροταλίζοντας τα δάκτυλα.

Το ότι κοντέψαμε να σκοτωθούμε;
Ενώ λέγαμε πως αν μας σταματήσουν για αλκοτέστ θα σπάσουμε τους μετρητές και θα μας μπουζουριάσουν κανονικά και τους 5, ο Α - την τελευταία φορά που τραγουδούσαμε το "τώρα είναι αργά" - καβάλησε την νησίδα και έσκασε το λάστιχο. Ευτυχώς που δεν τρέχαμε, και το κατάλαβε, και αμέσως, χωρίς να χάσει τον έλεγχο, πάρκαρε δεξιά, σε ένα αλσύλλιο. Δεν είχε κίνηση, αλλά εάν δεν υπήρχε νησίδα, θα είχαμε περάσει στο αντίθετο ρεύμα. Φυσικά, εμείς δεν καταλάβαμε τι είχε γίνει και στην αρχή τον ρωτούσαμε γιατί σταμάτησε. Αφού βγήκαμε, και πέρασαν λίγα λεπτά για να το συνειδητοποιήσουμε, μέχρι να βγάλει ρεζέρβες και να αρχίσουν να αλλάζουν το λάστιχο, έχουμε συνεχίσει να τραγουδάμε, και εκείνη την φορά και να το χορεύουμε.

Λίγο πριν ξημερώσει με άφησαν στο σπίτι.
Ο Χ θα έφευγε την άλλη μέρα νωρίς και δεν θα ερχόταν το επόμενο τριήμερο, γιατί είχε πάρει άδεια για όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Περπατούσαμε μέσα στην ησυχία προς το σπίτι μου, προσπαθώντας να γελάμε πνιχτά.
-Την Ανάσταση θα πάμε στην ίδια εκκλησία, έτσι δεν είναι, Αφέντρα;, ρώτησε ενθουσιασμένος.
-Γιατί όχι;
-Και θα έρθουν και τα παιδιά μαζί;, ρώτησε πιο ενθουσιασμένος.
-Ας έρθουν.
-Και μετά;!
-Ε, και μετά, αν είναι κανένας παπάς εύκαιρος, του λέμε να μας παντρέψει!, του είπα αγανακτισμένη.
-Ναι!, άρχισε να γελάει δυνατά.
-Ναι, ε;!, συνέχισα. Και όταν γυρίσουμε σπίτι μας, να κάνουμε και κανέναν γιο, μια που θα είναι και αργία!

Έσκασε στα γέλια.
-Σας αγαπάω, Αφέντρα!, είπε. Είστε η ζωή μου!
-Αυτό να μου το πεις όταν με δεις με την κοιλιά τούρλα!
Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.

Αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα.