14.12.10

The Day After

Υπάρχουν φορές που νομίζεις πως η ζωή σου κυλά αργά, χωρίς νόημα, αδιάφορα.
Ελπίζεις, περιμένεις κάτι να κάνει την ανατροπή.
Προσπαθείς να την αλλάξεις, έχοντας κάτι στο μυαλό σου.

Κι εκεί που δεν το περιμένεις, όλα αλλάζουν.
Ό,τι έχεις κάνει, αρχίζει να αποδίδει.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα γεγονότα σε ξεπερνούν.
Αλλά είναι ωραία να τρέχεις για να διεκδικείς το καλύτερο.

Η ανατροπή, ωστόσο, μπορεί να έρθει και σε μία άσχετη στιγμή.
Όταν η ζωή σου έχει νόημα.
Όταν ήδη θερίζεις ό,τι έχεις σπείρει.
Κι όταν κάποιος σου κλέβει την σοδειά, αδικαιολόγητα, οργίζεσαι.
Και αυτή η οργή δεν σβήνει ποτέ.
Ποτέ, όμως.

Η μητέρα τού Χ έφυγε σχεδόν έναν μήνα μετά από εγκεφαλικό.
Η μητέρα τού Χ δεν είχε κανένα παθολογικό πρόβλημα.
Ο πατέρας του, μέσα στο καλοκαίρι από ανακοπή.
Ούτε εκείνος αντιμετώπιζε παθολογικά προβλήματα.

Με τα παιδιά δεν ξαναβρεθήκαμε έκτοτε.
Ήταν μία άτυπη, σιωπηλή συμφωνία που κάναμε.
Το να βλέπει ο ένας τον άλλον ήταν κάτι που δεν αντέχεται.
Εγώ έβλεπα σε εκείνους εκείνον κι εκείνοι σε εμένα τον ίδιο.
Όση χαρά έδινα κάποτε σε εκείνον, τόση λύπη έπαιρναν από εμένα εκείνοι.

Ο χαμός τού Χ στοίχισε πολύ περισσότερο στον Α.
Για πολλά βράδια μετά, με έπαιρνε τηλέφωνο.
Αλλά δεν μου μιλούσε.
Άκουγα τους εξωτερικούς θορύβους - μπορεί να ήταν αυτοκίνητα, μπορεί να ήταν φωνές -, αλλά όχι εκείνον.
Ούτε καν την ανάσα του.
Κρατούσα την γραμμή ανοικτή μέχρι να το κλείσει εκείνος.

Έναν χρόνο μετά, ακριβώς τέτοια εποχή, συναντήθηκα με τον Α τυχαία, σε ένα παλιό κλασσικό βιβλιοπωλείο - που πλέον δεν υπάρχει - στην Ερμού. Είχα πάει για να πάρω ανταλλακτικά φύλλα για τον οργανωτή, τα οποία υπάρχουν μόνο σε συγκεκριμένα σημεία αγοράς, όπως σε εκείνο τότε. Ανέβηκα στον όροφο, και παρ' όλο που ήταν ένας πολύ μικρός χώρος, δεν τον πρόσεξα μέσα σε τόσο κόσμο. Ψάχνω στο stand της εταιρείας για να βρω τον συγκεκριμένο τύπο που αγοράζω, και μία πωλήτρια - συνοδεύοντας έναν πελάτη στο ταμείο - μου φωνάζει ότι θα με εξυπηρετήσει άμεσα. Της απαντώ "ευχαριστώ", και όπως σηκώνω το κεφάλι για δευτερόλεπτα για να την κοιτάξω, πιάνω με την άκρη τού ματιού μου έναν κύριο στο διπλανό stand με τις πένες να σηκώνει ξαφνιασμένος το κεφάλι του και να με κοιτάζει.
Ήταν ο Α.

Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω την σκηνή.
Είχαμε παγώσει, σχεδόν από τρόμο, και κοιταζόμασταν, χωρίς να είναι σίγουρο εάν ο ένας έβλεπε κανονικά τον άλλον. Χωρίς να είναι σίγουρο εάν καταλαβαίναμε τι μας γινόταν εκείνη την στιγμή.
Έφυγα.

Ξέρω, πως ό,τι κι αν συμβεί, όλοι θα είναι δίπλα μου.
Εάν θελήσω κάτι, θα είναι από τους πρώτους που θα τρέξουν.
Ξέρω ότι με αγαπούν όπως τους αγαπάω κι εγώ.

Μετά τον χαμό τού Χ, η επικοινωνία μας είναι μόνο τυπικά sms.
Ίσως να μην λένε τίποτε ουσιώδες αλλά καταλαβαίνω ότι για εκείνους, ακόμη κι αυτό, είναι άθλος. Γιατί ξέρω ότι τους πληγώνω. Και ξέρω ότι μέχρι εκεί μπορούν. Δεν θέλουν να χάσουν επαφή, αλλά δεν αντέχεται τίποτε παραπάνω από αυτό. Ακόμη και ένα απλό τηλέφωνο είναι αδύνατον, διότι εγώ μπορώ να κρατηθώ αλλά εκείνοι δεν αντέχουν την φωνή μου. Όπως και να έχει, για εμένα αυτή η επικοινωνία είναι χρέος. Είναι η μεγαλύτερη υποχρέωση που έχω δημιουργήσει στην ζωή μου και αφορά τρίτους.
Τρεις τρίτους.

Καμμιά φορά ο Γ μου στέλνει κάποια πολύ πιο γλυκά μηνύματα από τους άλλους.
Ο Γ συνεχίζει να είναι το βλαμμένο μου, το μικρό, που του έχω αδυναμία.
Ξέρω ότι του λείπω περισσότερο από τους άλλους δύο.
Τα μηνύματα του Β έχουν το χρώμα τής οργής.
Και μου αρέσουν περισσότερο.
Ξέρει ότι είμαστε μαζί σε αυτό. Με την ίδια ένταση.
Του Α είναι σαν να μου τα στέλνει ξένος.
Ο Α έχει σταθερή άρνηση να αποδεχθεί, από τότε.
Ξέρω ότι βάζει την θέση του στην θέση τού Χ που δεν θα ήθελε ποτέ να με στενοχωρήσει.

Αλλά οι Τρεις Σωματοφύλακες είναι μαζί.
Ενωμένοι.
Μπορεί να έχασαν τον αρχηγό τους στην μάχη αλλά ο "Νονός" είναι εδώ.
Αλλά και πάντα εκεί για εκείνους.