(Και αυτή είναι η δεύτερη και τελευταία - έως στιγμής - αγαπημένη μου απεικόνιση Αφέντρας/σκλάβου. Και αυτό, το κατάλληλο post για να καταχωρηθεί).
Φτάσαμε στις δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα.
Με τον Χ ξαναπερνούσαμε νοερά ό,τι είχαμε ζήσει. Γελούσαμε απίστευτα με κάθε τι που είχε προξενήσει παρεξηγήσεις μεταξύ μας μέχρι να γνωριστούμε καλά: όπως το βράδυ που μιλούσαμε μέσα στο αυτοκίνητο στην παραλιακή, και δεν βγάζαμε κανένα νόημα με ό,τι έλεγε ο άλλος. Μπορεί να ήταν ένας μόλις χρόνος, αλλά για εμάς ήταν σχεδόν μισή ζωή. Τι σχέση μπορεί να έχει ο χρόνος που ξοδεύεις με κάποιον, όταν αυτά που λες δεν είναι όλα όσα αισθάνεσαι; Πως μπορεί να συγκριθεί η ποιότητα με την ποσότητα; Μέσα σε αυτόν τον έναν χρόνο είχαμε πει τόσα για εμάς, από όσα δεν είχαμε πει ποτέ ούτε σε άνθρωπο που μας γνώριζε εξ απαλών ονύχων.
Δεν θέλαμε να βγαίνουμε και πολύ έξω.
Είχαμε πράγματα να κάνουμε, να σκεφτούμε, να δρομολογήσουμε, πράγματα που είχαν να κάνουν με εμάς, με το BDSM. Αλλά είχαμε μία πρόταση των παιδιών να βγούμε μαζί, για να πάμε κάπου που τους είχαν καλέσει. Είχαν λυσσάξει τον τελευταίο καιρό, και αποφασίσαμε να πάμε να τους βρούμε αργότερα. Είχαμε πειράματα να κάνουμε πρώτα... Δεν έχω συζητήσει ποτέ πως είναι να κάνεις ό,τι κάνεις και μετά να πρέπει να πηγαίνεις κάπου. Από δική μου εμπειρία, μπορώ να πω πως αυτό είναι ένα μικρό κατόρθωμα: δεν έχεις κουράγιο να πας ούτε μέχρι την κουζίνα για νερό. Πόσο, μάλλον, να πρέπει να ετοιμαστείς, να πας, και να φαίνεσαι και καλά για να μην εγείρεις ερωτήματα...
Και δεν ήταν μόνον αυτό.
Θα πηγαίναμε σε ρεμπετάδικο. Εγώ με τις ταβέρνες, τα κουτούκια και, ιδίως, με τα ρεμπετάδικα, βγάζω σπυριά. Προτιμώ να με πας σε ένα παγκάκι να τρώμε πασατέμπους. Δεν με πειράζει. Αλλά είπαμε. Ό,τι μπορούσαμε και ό,τι προλαβαίναμε. Δεν είχαμε την πολυτέλεια της άρνησης, γιατί δεν είχαμε χρόνο. Αλλιώς, ούτε με τα κυάλια δεν θα με έβλεπαν...
Μπήκαμε σε έναν τεκέ - μα έναν τεκέ, λέμε... - με τόσο περίεργα χαμηλό φωτισμό που μπορεί και οι μισοί, φεύγοντας, να ανακάλυψαν ότι στραβώθηκαν, καθισμένοι όλοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον - άλλο πράγμα που σιχαίνομαι... -, και με ένα ρεπερτόριο που εγώ δεν έχω καμμία σχέση. Από την ώρα που κάθησα, ήθελα να φύγω. Τόσο ωραία. Τα παδιά ήταν μαζί με μία μεγάλη παρέα - μαζί με εκείνους που τους είχαν καλέσει -, και μέχρι να ενωθούν τραπέζια, να κάνουν χώρο καρέκλες, να συστηθούμε σε όλους τους αγνώστους, να καθήσουμε, τα είχα δει όλα. Όλα, όμως... Φώναξα τον Β να καθήσει δίπλα μου για να βγάλω το άχτι μου.
-Δεν ξέρω ποιον θα βρεις από 'δω μέσα να θάψεις, αλλά πάρε το φτυάρι και ξεκίνα!, του είπα επιτακτικά.
-Δεν ήθελες να έρθετε;, γέλασε.
-Όχι! Όχι, γαμώ το σπίτι τους! Τι είναι εδώ μέσα;!
-Αν σου πω ότι είναι και γνωστό μέρος;
-Στ' αρχείδια μου! Είναι σαν ποντικότρυπα! Ξεκίνα να θάβεις, χαρά μου, μήπως και ξεχαστώ!
Άλλο που δεν ήθελε ο Β.
Ο Α δεν ανοιγόταν. Ο Γ δεν έλεγε κακό και για κανέναν. Ο Χ ήταν ικανοποιημένος και μόνο που ήμασταν μαζί. Μόνο το δηλητήριο του Β θα με έσωζε. Και ευτυχώς που δεν γούσταρε κι εκείνος καθόλου, και άρχισε να κάνει τις δικές του μοναδικές συστατικές περιγραφές για τον καθέναν στο τραπέζι. Τα γέλια μου δεν άφηναν την απαίσια μουσική να φτάνει στα αυτιά μου, και μου αρκούσε. Αλλά τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα. Τα παιδιά ήθελαν να καθήσουμε κάπου όλοι μαζί, ξεχωριστά. Έβαλα φυτίλια σε όλους να μαζεύονται την ώρα που οι άλλοι χόρευαν αμέριμνοι, και σιγά-σιγά μεταφερθήκαμε στο τελευταίο τραπέζι, αποκομμένοι από το πλήθος. Είχε περάσει και η ώρα, κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κι εκεί άρχισε το μεγάλο το γλέντι.
Και οι τέσσερις κατάφεραν να με κάνουν να ξεχάσω το μπουντρούμι στο οποίο βρέθηκα, και ήμασταν μόνο για την πάρτη μας. Όταν ρώτησα γιατί δεν συνοδεύονταν, μου είπαν ότι ήθελαν να βγούμε μόνοι μας. Με λόγιζαν ως τον πέμπτο τής παρέας - ούτε καν "την". Η διασκέδασή μας ήταν πια τελείως διαφορετική: γνωριζόμασταν περισσότερο από έναν χρόνο, είχαμε κάνει μαζί διακοπές, με είχαν μάθει - όσο αυτό ήταν δυνατόν -, είχαν συμφιλιωθεί με το είδος τής σχέσης μας, και όλα ήταν πιο ουσιώδη και με πολλά κοινά σημεία αναφοράς. Ήμασταν κανονική παρέα. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω πόσο καλά περάσαμε.
Κάποια στιγμή, όλοι σταμάτησαν.
Η ορχήστρα - η ορχήστρα... ναι... η ορχήστρα τής Βιέννης... με ρούχα γενικής καθαριότητας και το τσιγάρο στο στόμα... - έπαιζε μία μαλακία, η οποία, όμως, έλεγε "σκληρά βασάνισέ με" (αυτό το θυμάμαι καλά), "έπρεπε να την είχα κάνει αλλά δεν το ήξερα"(;), κάτι τέτοια. Και έχουν αρχίσει να γελάνε όλοι. Μαζί και ο Χ. Οι άλλοι τρεις έχουν σηκώσει ποτήρια στον αέρα, φτύνουν χέρια και χτυπούν τακούνια, μερακλωμένοι. Κι έχω αρχίσει να γελάω κι εγώ, με παύσεις ενδιάμεσα για να ακούσω τους στίχοι. Μιλάμε, για πολύ γέλιο... Το καλύτερο το θυμάμαι ακόμη, γιατί όταν φύγαμε το τραγουδούσαν συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Α οδηγός, ο Χ δίπλα του, και - κλασσικά - εγώ πίσω, ανάμεσα σε Β και Γ. Εκεί που μιλούσαμε και γελούσαμε, κάπου το κολλούσαν και τραγουδούσαν δυνατά χτυπώντας τα χέρια "τώρα είναι αργά, αγάπη μου γλυκιά". Ο Γ ξελαρυγγιάζονταν, ο Β κουνούσε με απελπισία το κεφάλι, και ο Α -πάλι δεν κρατούσε χαρακτήρα -, σήκωνε το δεξί χέρι κροταλίζοντας τα δάκτυλα.
Το ότι κοντέψαμε να σκοτωθούμε;
Ενώ λέγαμε πως αν μας σταματήσουν για αλκοτέστ θα σπάσουμε τους μετρητές και θα μας μπουζουριάσουν κανονικά και τους 5, ο Α - την τελευταία φορά που τραγουδούσαμε το "τώρα είναι αργά" - καβάλησε την νησίδα και έσκασε το λάστιχο. Ευτυχώς που δεν τρέχαμε, και το κατάλαβε, και αμέσως, χωρίς να χάσει τον έλεγχο, πάρκαρε δεξιά, σε ένα αλσύλλιο. Δεν είχε κίνηση, αλλά εάν δεν υπήρχε νησίδα, θα είχαμε περάσει στο αντίθετο ρεύμα. Φυσικά, εμείς δεν καταλάβαμε τι είχε γίνει και στην αρχή τον ρωτούσαμε γιατί σταμάτησε. Αφού βγήκαμε, και πέρασαν λίγα λεπτά για να το συνειδητοποιήσουμε, μέχρι να βγάλει ρεζέρβες και να αρχίσουν να αλλάζουν το λάστιχο, έχουμε συνεχίσει να τραγουδάμε, και εκείνη την φορά και να το χορεύουμε.
Λίγο πριν ξημερώσει με άφησαν στο σπίτι.
Ο Χ θα έφευγε την άλλη μέρα νωρίς και δεν θα ερχόταν το επόμενο τριήμερο, γιατί είχε πάρει άδεια για όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Περπατούσαμε μέσα στην ησυχία προς το σπίτι μου, προσπαθώντας να γελάμε πνιχτά.
-Την Ανάσταση θα πάμε στην ίδια εκκλησία, έτσι δεν είναι, Αφέντρα;, ρώτησε ενθουσιασμένος.
-Γιατί όχι;
-Και θα έρθουν και τα παιδιά μαζί;, ρώτησε πιο ενθουσιασμένος.
-Ας έρθουν.
-Και μετά;!
-Ε, και μετά, αν είναι κανένας παπάς εύκαιρος, του λέμε να μας παντρέψει!, του είπα αγανακτισμένη.
-Ναι!, άρχισε να γελάει δυνατά.
-Ναι, ε;!, συνέχισα. Και όταν γυρίσουμε σπίτι μας, να κάνουμε και κανέναν γιο, μια που θα είναι και αργία!
Έσκασε στα γέλια.
-Σας αγαπάω, Αφέντρα!, είπε. Είστε η ζωή μου!
-Αυτό να μου το πεις όταν με δεις με την κοιλιά τούρλα!
Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.
Αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα.
Φτάσαμε στις δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα.
Με τον Χ ξαναπερνούσαμε νοερά ό,τι είχαμε ζήσει. Γελούσαμε απίστευτα με κάθε τι που είχε προξενήσει παρεξηγήσεις μεταξύ μας μέχρι να γνωριστούμε καλά: όπως το βράδυ που μιλούσαμε μέσα στο αυτοκίνητο στην παραλιακή, και δεν βγάζαμε κανένα νόημα με ό,τι έλεγε ο άλλος. Μπορεί να ήταν ένας μόλις χρόνος, αλλά για εμάς ήταν σχεδόν μισή ζωή. Τι σχέση μπορεί να έχει ο χρόνος που ξοδεύεις με κάποιον, όταν αυτά που λες δεν είναι όλα όσα αισθάνεσαι; Πως μπορεί να συγκριθεί η ποιότητα με την ποσότητα; Μέσα σε αυτόν τον έναν χρόνο είχαμε πει τόσα για εμάς, από όσα δεν είχαμε πει ποτέ ούτε σε άνθρωπο που μας γνώριζε εξ απαλών ονύχων.
Δεν θέλαμε να βγαίνουμε και πολύ έξω.
Είχαμε πράγματα να κάνουμε, να σκεφτούμε, να δρομολογήσουμε, πράγματα που είχαν να κάνουν με εμάς, με το BDSM. Αλλά είχαμε μία πρόταση των παιδιών να βγούμε μαζί, για να πάμε κάπου που τους είχαν καλέσει. Είχαν λυσσάξει τον τελευταίο καιρό, και αποφασίσαμε να πάμε να τους βρούμε αργότερα. Είχαμε πειράματα να κάνουμε πρώτα... Δεν έχω συζητήσει ποτέ πως είναι να κάνεις ό,τι κάνεις και μετά να πρέπει να πηγαίνεις κάπου. Από δική μου εμπειρία, μπορώ να πω πως αυτό είναι ένα μικρό κατόρθωμα: δεν έχεις κουράγιο να πας ούτε μέχρι την κουζίνα για νερό. Πόσο, μάλλον, να πρέπει να ετοιμαστείς, να πας, και να φαίνεσαι και καλά για να μην εγείρεις ερωτήματα...
Και δεν ήταν μόνον αυτό.
Θα πηγαίναμε σε ρεμπετάδικο. Εγώ με τις ταβέρνες, τα κουτούκια και, ιδίως, με τα ρεμπετάδικα, βγάζω σπυριά. Προτιμώ να με πας σε ένα παγκάκι να τρώμε πασατέμπους. Δεν με πειράζει. Αλλά είπαμε. Ό,τι μπορούσαμε και ό,τι προλαβαίναμε. Δεν είχαμε την πολυτέλεια της άρνησης, γιατί δεν είχαμε χρόνο. Αλλιώς, ούτε με τα κυάλια δεν θα με έβλεπαν...
Μπήκαμε σε έναν τεκέ - μα έναν τεκέ, λέμε... - με τόσο περίεργα χαμηλό φωτισμό που μπορεί και οι μισοί, φεύγοντας, να ανακάλυψαν ότι στραβώθηκαν, καθισμένοι όλοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον - άλλο πράγμα που σιχαίνομαι... -, και με ένα ρεπερτόριο που εγώ δεν έχω καμμία σχέση. Από την ώρα που κάθησα, ήθελα να φύγω. Τόσο ωραία. Τα παδιά ήταν μαζί με μία μεγάλη παρέα - μαζί με εκείνους που τους είχαν καλέσει -, και μέχρι να ενωθούν τραπέζια, να κάνουν χώρο καρέκλες, να συστηθούμε σε όλους τους αγνώστους, να καθήσουμε, τα είχα δει όλα. Όλα, όμως... Φώναξα τον Β να καθήσει δίπλα μου για να βγάλω το άχτι μου.
-Δεν ξέρω ποιον θα βρεις από 'δω μέσα να θάψεις, αλλά πάρε το φτυάρι και ξεκίνα!, του είπα επιτακτικά.
-Δεν ήθελες να έρθετε;, γέλασε.
-Όχι! Όχι, γαμώ το σπίτι τους! Τι είναι εδώ μέσα;!
-Αν σου πω ότι είναι και γνωστό μέρος;
-Στ' αρχείδια μου! Είναι σαν ποντικότρυπα! Ξεκίνα να θάβεις, χαρά μου, μήπως και ξεχαστώ!
Άλλο που δεν ήθελε ο Β.
Ο Α δεν ανοιγόταν. Ο Γ δεν έλεγε κακό και για κανέναν. Ο Χ ήταν ικανοποιημένος και μόνο που ήμασταν μαζί. Μόνο το δηλητήριο του Β θα με έσωζε. Και ευτυχώς που δεν γούσταρε κι εκείνος καθόλου, και άρχισε να κάνει τις δικές του μοναδικές συστατικές περιγραφές για τον καθέναν στο τραπέζι. Τα γέλια μου δεν άφηναν την απαίσια μουσική να φτάνει στα αυτιά μου, και μου αρκούσε. Αλλά τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα. Τα παιδιά ήθελαν να καθήσουμε κάπου όλοι μαζί, ξεχωριστά. Έβαλα φυτίλια σε όλους να μαζεύονται την ώρα που οι άλλοι χόρευαν αμέριμνοι, και σιγά-σιγά μεταφερθήκαμε στο τελευταίο τραπέζι, αποκομμένοι από το πλήθος. Είχε περάσει και η ώρα, κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κι εκεί άρχισε το μεγάλο το γλέντι.
Και οι τέσσερις κατάφεραν να με κάνουν να ξεχάσω το μπουντρούμι στο οποίο βρέθηκα, και ήμασταν μόνο για την πάρτη μας. Όταν ρώτησα γιατί δεν συνοδεύονταν, μου είπαν ότι ήθελαν να βγούμε μόνοι μας. Με λόγιζαν ως τον πέμπτο τής παρέας - ούτε καν "την". Η διασκέδασή μας ήταν πια τελείως διαφορετική: γνωριζόμασταν περισσότερο από έναν χρόνο, είχαμε κάνει μαζί διακοπές, με είχαν μάθει - όσο αυτό ήταν δυνατόν -, είχαν συμφιλιωθεί με το είδος τής σχέσης μας, και όλα ήταν πιο ουσιώδη και με πολλά κοινά σημεία αναφοράς. Ήμασταν κανονική παρέα. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω πόσο καλά περάσαμε.
Κάποια στιγμή, όλοι σταμάτησαν.
Η ορχήστρα - η ορχήστρα... ναι... η ορχήστρα τής Βιέννης... με ρούχα γενικής καθαριότητας και το τσιγάρο στο στόμα... - έπαιζε μία μαλακία, η οποία, όμως, έλεγε "σκληρά βασάνισέ με" (αυτό το θυμάμαι καλά), "έπρεπε να την είχα κάνει αλλά δεν το ήξερα"(;), κάτι τέτοια. Και έχουν αρχίσει να γελάνε όλοι. Μαζί και ο Χ. Οι άλλοι τρεις έχουν σηκώσει ποτήρια στον αέρα, φτύνουν χέρια και χτυπούν τακούνια, μερακλωμένοι. Κι έχω αρχίσει να γελάω κι εγώ, με παύσεις ενδιάμεσα για να ακούσω τους στίχοι. Μιλάμε, για πολύ γέλιο... Το καλύτερο το θυμάμαι ακόμη, γιατί όταν φύγαμε το τραγουδούσαν συνέχεια μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Α οδηγός, ο Χ δίπλα του, και - κλασσικά - εγώ πίσω, ανάμεσα σε Β και Γ. Εκεί που μιλούσαμε και γελούσαμε, κάπου το κολλούσαν και τραγουδούσαν δυνατά χτυπώντας τα χέρια "τώρα είναι αργά, αγάπη μου γλυκιά". Ο Γ ξελαρυγγιάζονταν, ο Β κουνούσε με απελπισία το κεφάλι, και ο Α -πάλι δεν κρατούσε χαρακτήρα -, σήκωνε το δεξί χέρι κροταλίζοντας τα δάκτυλα.
Το ότι κοντέψαμε να σκοτωθούμε;
Ενώ λέγαμε πως αν μας σταματήσουν για αλκοτέστ θα σπάσουμε τους μετρητές και θα μας μπουζουριάσουν κανονικά και τους 5, ο Α - την τελευταία φορά που τραγουδούσαμε το "τώρα είναι αργά" - καβάλησε την νησίδα και έσκασε το λάστιχο. Ευτυχώς που δεν τρέχαμε, και το κατάλαβε, και αμέσως, χωρίς να χάσει τον έλεγχο, πάρκαρε δεξιά, σε ένα αλσύλλιο. Δεν είχε κίνηση, αλλά εάν δεν υπήρχε νησίδα, θα είχαμε περάσει στο αντίθετο ρεύμα. Φυσικά, εμείς δεν καταλάβαμε τι είχε γίνει και στην αρχή τον ρωτούσαμε γιατί σταμάτησε. Αφού βγήκαμε, και πέρασαν λίγα λεπτά για να το συνειδητοποιήσουμε, μέχρι να βγάλει ρεζέρβες και να αρχίσουν να αλλάζουν το λάστιχο, έχουμε συνεχίσει να τραγουδάμε, και εκείνη την φορά και να το χορεύουμε.
Λίγο πριν ξημερώσει με άφησαν στο σπίτι.
Ο Χ θα έφευγε την άλλη μέρα νωρίς και δεν θα ερχόταν το επόμενο τριήμερο, γιατί είχε πάρει άδεια για όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Περπατούσαμε μέσα στην ησυχία προς το σπίτι μου, προσπαθώντας να γελάμε πνιχτά.
-Την Ανάσταση θα πάμε στην ίδια εκκλησία, έτσι δεν είναι, Αφέντρα;, ρώτησε ενθουσιασμένος.
-Γιατί όχι;
-Και θα έρθουν και τα παιδιά μαζί;, ρώτησε πιο ενθουσιασμένος.
-Ας έρθουν.
-Και μετά;!
-Ε, και μετά, αν είναι κανένας παπάς εύκαιρος, του λέμε να μας παντρέψει!, του είπα αγανακτισμένη.
-Ναι!, άρχισε να γελάει δυνατά.
-Ναι, ε;!, συνέχισα. Και όταν γυρίσουμε σπίτι μας, να κάνουμε και κανέναν γιο, μια που θα είναι και αργία!
Έσκασε στα γέλια.
-Σας αγαπάω, Αφέντρα!, είπε. Είστε η ζωή μου!
-Αυτό να μου το πεις όταν με δεις με την κοιλιά τούρλα!
Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.
Αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα.