(Αυτό το post δεν θα μπορούσα παρά να το δημοσιεύσω με το πιο αγαπημένο μου σκίτσο Αφέντρας/σκλάβου. Αλλά και με μία υποσημείωση, ότι από 'δω και μέχρι να τελειώσει αυτή η ετικέττα δεν μπορώ να εγγυηθώ ούτε για το συντακτικό, ούτε για τα ορθογραφικά, ούτε για την ροή. Οι επιμελητές μου μπορούν να πάρουν προσωρινή άδεια. Ήδη από το προηγούμενο post το θέαμα είναι τραγικό).
Σε μία σχέση σαν την D/s υπάρχει ενθουσιασμός.
Ενθουσιασμός που βρήκες ό,τι έψαχνες, ενθουσιασμός που κάνεις πράγματα που πριν σου έμοιαζαν αδιανόητα, ενθουσιασμός που ανακαλύπτεις και ανακαλύπτεσαι. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με τα πρόσωπα. Η ίδια η φύση τής D/s, ωστόσο, είναι η μεγαλύτερη πηγή ενθουσιασμού. Κι αυτό, γιατί εκεί που λες "τώρα τα έχω κάνει όλα" ή "πόσο άλλη ευτυχία μπορώ να νοιώσω μετά από αυτό;", ξαφνικά γίνεται ή αισθάνεσαι κάτι, το οποίο προέρχεται ακόμα κι από μισή πρόταση, ένα μικρό υπονοούμενο. Ο δικός μου ορισμός για την D/s είναι "Ταξίδι στο Βαθύ Σκοτάδι". Είσαι εσύ, ο άλλος, σε ένα όχημα, το οποίο μπορεί να το οδηγείς εσύ, αλλά τα μέρη που σε πηγαίνει δεν μπορείς να τα δεις αμέσως. Και συνέχεια έχεις την αίσθηση τού "εκεί είσαι". Αλλά δεν είσαι. Όπως τα φώτα τού οχήματος φωτίζουν αυτόν τον δρόμο συγκεκριμένα μέτρα μπροστά σου, έτσι και με την D/s βλέπεις μόνο την λάμψη αυτού που διένυσες την δεδομένη στιγμή. Και πάντα έχει κι άλλο μπροστά. Πάντα.
Σε μία σχέση σαν την D/s υπάρχει ενθουσιασμός.
Ενθουσιασμός που βρήκες ό,τι έψαχνες, ενθουσιασμός που κάνεις πράγματα που πριν σου έμοιαζαν αδιανόητα, ενθουσιασμός που ανακαλύπτεις και ανακαλύπτεσαι. Αλλά αυτά έχουν να κάνουν με τα πρόσωπα. Η ίδια η φύση τής D/s, ωστόσο, είναι η μεγαλύτερη πηγή ενθουσιασμού. Κι αυτό, γιατί εκεί που λες "τώρα τα έχω κάνει όλα" ή "πόσο άλλη ευτυχία μπορώ να νοιώσω μετά από αυτό;", ξαφνικά γίνεται ή αισθάνεσαι κάτι, το οποίο προέρχεται ακόμα κι από μισή πρόταση, ένα μικρό υπονοούμενο. Ο δικός μου ορισμός για την D/s είναι "Ταξίδι στο Βαθύ Σκοτάδι". Είσαι εσύ, ο άλλος, σε ένα όχημα, το οποίο μπορεί να το οδηγείς εσύ, αλλά τα μέρη που σε πηγαίνει δεν μπορείς να τα δεις αμέσως. Και συνέχεια έχεις την αίσθηση τού "εκεί είσαι". Αλλά δεν είσαι. Όπως τα φώτα τού οχήματος φωτίζουν αυτόν τον δρόμο συγκεκριμένα μέτρα μπροστά σου, έτσι και με την D/s βλέπεις μόνο την λάμψη αυτού που διένυσες την δεδομένη στιγμή. Και πάντα έχει κι άλλο μπροστά. Πάντα.
Με δεδομένο το ότι εμείς ήμασταν περιορισμένοι από το γεγονός τού ότι δεν μέναμε στην ίδια πόλη - ούτε καν στην ίδια χώρα -, δεν μπορούσαμε εκ των πραγμάτων να κάνουμε όσα θέλαμε. Και στην από κοινού κοινωνική μας ζωή και στην προσωπική μας που είχε να κάνει με το BDSM. Θα αναφέρω ως παράδειγμα το σημαντικότερο, για εμένα, απλό θέμα, εκείνο του chastity. Και αυτό ήταν μία απλή εφαρμογή. Υπήρχαν αμέτρητα άλλα πράγματα που θέλαμε να κάνουμε και δεν μπορούσαμε. Δεν μας πείραζε. Ιδίως για τον Χ, το γεγονός ότι δεν ήταν εδώ, ήταν πολύ σημαντικότερο από όλα όσα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν σε συνεχή ενθουσιασμό με το παραμικρό. Όλα είχαν νόημα, όλα είχαν ουσία. Μπορεί να θέλαμε πράγματα αλλά δεν είχαμε φτάσει ούτε στο ελάχιστο να σκεφτούμε "πάλι αυτό...;". Το οποιοδήποτε "αυτό" δεν το είχαμε χορτάσει.
Και όλα αυτά, επειδή τον ενθουσιασμό δεν τον βιώναμε όπως η μάζα: επιπόλαια. Με άλλα λόγια, δεν ενθουσιαζόμασταν με κάτι που λέγαμε ή κάναμε, και μετά το μετανοιώναμε ή αλλάζαμε γνώμη ή δεν ξέρω τι άλλο. Ο δικός μας ενθουσιασμός δεν ήταν απόρροια μαλακίας. Ήταν απόρροια ενέργειας. Πάλι θα αναφέρω το αυτοκίνητο. Δεν βάζαμε κατά λάθος ταχύτητες και ενθουσιαζόμασταν με τον ίλιγγο και μετά μετανοιώναμε ή φοβόμασταν, και αφήναμε το γκάζι ψάχνοντας να κατεβάσουμε ταχύτητα ή βάζαμε όπισθεν σαν τα μαλακισμένα. Βάζαμε την συγκεκριμένη ταχύτητα για το συγκεκριμένο σημείο τού δρόμου, συνειδητά, και κατεβάζαμε μόνον όταν θέλαμε να απολαύσουμε το τοπίο λίγο ή πολύ περισσότερο. Και αυτή η συνείδηση μας έδινε τον ενθουσιασμό. Το ότι αυτή η ενέργεια θα μας πήγαινε παρακάτω, δεν θα μας άφηνε στάσιμους. Γι' αυτό και το κάθε λεπτό είχε ενδιαφέρον.
Ο Χ είχε δεχθεί την δουλειά που του προσέφεραν.
Δεν σταμάτησε να έρχεται τα τριήμερα, και μόνος του έλεγε πόσο ανόητο είναι να ανησυχεί κανείς εκ των προτέρων για κάτι που ενδεχομένως δεν θα ερχόταν ποτέ. Ο Χ, σε όλο αυτό το διάστημα μετά την γιορτή του, είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε "εγώ". Όχι το δικό του. Το δικό μου "εγώ". Τον έπιανα να μιλάει με άλλους στο τηλέφωνο και υπήρχαν φορές που ήταν σαν να άκουγα τον εαυτό μου. Αλλά και στις μεταξύ μας συζητήσεις είχαν αλλάξει τα πράγματα. Ήταν πολύ λίγα εκείνα που του έλεγα πλέον: τα καταλάβαινε πριν τα αποδώσω σε λέξεις. Καταλάβαινε τι ήθελα να πω αλλά και τι ήθελα να κάνω. Ήταν σαν να με διάβαζε εξωτερικά και εσωτερικά. Αν αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι μαλάκας, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να με κάνει.
Ο Χ ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Μόλις ο πατέρας του έκανε τα χαρτιά για την σύνταξη, πήρε την μητέρα του και έφυγαν για το χωριό τους, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Δεν ήταν ότι μετακόμισαν ή δεν έρχονταν πλέον, αλλά αυτό του έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν σαν να του παραχωρούσαν το σπίτι, σαν να του παρέδιδαν την σκυτάλη τού "είμαι μεγάλος και θα ζήσω σαν μεγάλος, κάνοντας την δική μου ζωή, σε ένα κανονικό σπίτι". Δεν υπήρξε καμμία συζήτηση τού να αφήσουμε το διαμέρισμα. Το αγαπούσαμε εκείνο το διαμέρισμα και θα μέναμε εκεί έως ότου μας έδειχνε κάτι διαφορετικό η δουλειά του. Υπήρξε, όμως, ενός άλλου είδους συζήτησης, από το πουθενά.
Ένα μεσημέρι μαγειρεύαμε.
Εγώ ήμουν πάνω από την κουζίνα κι εκείνος ήταν ο βοηθός μου. Αρχίσαμε να συζητάμε για την φύση τής σχέσης και πως αυτή είναι τόσο δυνατή, που μπορεί ή να σε κάνει δυνατότερο ή να σε καταστρέψει. Για το πως είναι από την δική του πλευρά, πως είναι από την δική μου.
-Αν ήξερα ότι υπάρχει άνδρας σαν εσένα, να του αρέσει αυτό που είμαι, θα έλεγα στην μαμά μου ότι μία μέρα υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ, για να μην στενοχωριέται!, του είπα χαριτολογώντας.
Και τότε σταμάτησε να κάνει ό,τι έκανε και με έπιασε από το χέρι που ανακάτευα το φαγητό, διακόπτοντάς με.
-Θα παντρευόσασταν έναν άνδρα σαν εμένα...;, ρώτησε αποσβολωμένος.
Και τότε του είπα κι εγώ κάτι που δεν περίμενα ποτέ να πω.
-Ναι.
Κι ενώ εγώ θα έπρεπε να είμαι εκείνη που θα πάθαινε σοκ - που άκουσα τον εαυτό μου να μιλάει για γάμους -, εκείνος που έμεινε με το στόμα ανοικτό ήταν ο Χ. Εν τούτοις, συνέχισα απτόητη, σαν να το είχα σκεφθεί από πριν.
-Τα πράγματα είναι απλά, του είπα. Όλοι παντρεύονται γιατί τους πιέζουν τα χρόνια, οι γονείς τους, παντρεύονται για να ενώσουν περιουσίες, μιζέριες, παντρεύονται γιατί το κάνουν κι άλλοι, και για ένα κάρο άλλους λόγους που είναι εκτός πραγματικότητας. Εμείς ξέρουμε τι είμαστε, τι θέλουμε, τι μας συμβαίνει, ξεκάθαρα. Δεν θα το κάναμε για κανέναν άλλον λόγο, για κανέναν άλλον άνθρωπο. Και μου κάνει εντύπωση που θα το πω αλλά έτσι το νοιώθω, ξέρω πως αυτό θα κρατούσε. Όχι όπως κρατούν οι γάμοι που κάνουν τα ανθρωπάκια, από ανασφάλεια και δειλία, και όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να πιστεύουν ότι οι γάμοι αυτών είναι ευτυχείς γιατί έχουν την ανάγκη να πιστεύουν ότι κατά τον ίδιο λόγο είναι και οι δικοί τους. Αλλά επειδή ξέρουμε τι μας γίνεται. Και δεν έχουμε αυταπάτες. Γιατί σε σοκάρει; Αλλάζω, ε; Μπορεί να φταίνε και οι αναθυμιάσεις... Έχουμε ρίξει μοσχοκάρυδο;
Δεν είχαμε ρίξει μοσχοκάρυδο.
Αν το είχαμε κάνει, ο Χ θα φταρνιζόταν ακατάπαυστα κι εγώ θα είχα πεθάνει από τα γέλια. Αλλά εγώ ανακάτευα το φαγητό κι εκείνος δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Σε τρομάζω;, τον ρώτησα και με μία ελπίδα κάτι να τον τρόμαζε από εμένα.
-Όχι, Αφέντρα..., κατόρθωσε να πει. Απλά... Δεν πίστευα ποτέ ότι μία γυναίκα θα ήθελε να παντρευτεί έναν άνδρα σαν εμένα...
-Μία οποιαδήποτε γυναίκα εννοείς..., τον διόρθωσα. Είμαι εγώ μία οποιαδήποτε γυναίκα;
-Όχι, Αφέντρα...
-Εσύ ένας οποιοσδήποτε άνδρας;
Με κοιτούσε. Χαμογέλασα.
-Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε άνδρας, Χ, του είπα σοβαρά. Και ένας τέτοιος γάμος δεν θα ήταν σαν τον οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει αυτό που ζούμε. Το έχεις συνειδητοποιήσει;
Κι εκεί που έλεγα ότι μετά την γιορτή του είχε αλλάξει, μετά από εκείνη την συζήτηση ο Χ άλλαξε ακόμη περισσότερο. Έγινε ακόμη πιο προσεκτικός, ακόμη πιο μεθοδικός, ακόμη πιο "εγώ". Και πάλι με έβαζε στην διαδικασία τού να σκέφτομαι "που, τελικά, θα σταματήσει όλο αυτό;" και "μα πόσο άλλο έχει ακόμη;". Η σκάλα έδειχνε συνέχεια νέες περιοχές με κάθε χιλιόμετρο.
Άλλαξαν και οι φίλοι του.
Ήθελαν να ξοδεύουμε περισσότερο χρόνο μαζί τους, όσο μπορούσαμε. Εκείνοι είχαν αλλάξει από το βράδυ που ανακάλυψαν ότι ήμασταν ναι μεν ένα περίεργο αλλά και "κανονικό" ζευγάρι. Είχαν καταλάβει ότι αυτό δεν ήταν μίσος αλλά ένα είδος παράξενης, σκληρής αγάπης. Και το είχαν αποδεχθεί.
Όλα είχαν μπει σε έναν δρόμο.
Σε μίαν ευθεία.
Αλλά τα φώτα - κι εκεί - έδειχναν λίγα μόνο μέτρα μπροστά.
Και όλα αυτά, επειδή τον ενθουσιασμό δεν τον βιώναμε όπως η μάζα: επιπόλαια. Με άλλα λόγια, δεν ενθουσιαζόμασταν με κάτι που λέγαμε ή κάναμε, και μετά το μετανοιώναμε ή αλλάζαμε γνώμη ή δεν ξέρω τι άλλο. Ο δικός μας ενθουσιασμός δεν ήταν απόρροια μαλακίας. Ήταν απόρροια ενέργειας. Πάλι θα αναφέρω το αυτοκίνητο. Δεν βάζαμε κατά λάθος ταχύτητες και ενθουσιαζόμασταν με τον ίλιγγο και μετά μετανοιώναμε ή φοβόμασταν, και αφήναμε το γκάζι ψάχνοντας να κατεβάσουμε ταχύτητα ή βάζαμε όπισθεν σαν τα μαλακισμένα. Βάζαμε την συγκεκριμένη ταχύτητα για το συγκεκριμένο σημείο τού δρόμου, συνειδητά, και κατεβάζαμε μόνον όταν θέλαμε να απολαύσουμε το τοπίο λίγο ή πολύ περισσότερο. Και αυτή η συνείδηση μας έδινε τον ενθουσιασμό. Το ότι αυτή η ενέργεια θα μας πήγαινε παρακάτω, δεν θα μας άφηνε στάσιμους. Γι' αυτό και το κάθε λεπτό είχε ενδιαφέρον.
Ο Χ είχε δεχθεί την δουλειά που του προσέφεραν.
Δεν σταμάτησε να έρχεται τα τριήμερα, και μόνος του έλεγε πόσο ανόητο είναι να ανησυχεί κανείς εκ των προτέρων για κάτι που ενδεχομένως δεν θα ερχόταν ποτέ. Ο Χ, σε όλο αυτό το διάστημα μετά την γιορτή του, είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε "εγώ". Όχι το δικό του. Το δικό μου "εγώ". Τον έπιανα να μιλάει με άλλους στο τηλέφωνο και υπήρχαν φορές που ήταν σαν να άκουγα τον εαυτό μου. Αλλά και στις μεταξύ μας συζητήσεις είχαν αλλάξει τα πράγματα. Ήταν πολύ λίγα εκείνα που του έλεγα πλέον: τα καταλάβαινε πριν τα αποδώσω σε λέξεις. Καταλάβαινε τι ήθελα να πω αλλά και τι ήθελα να κάνω. Ήταν σαν να με διάβαζε εξωτερικά και εσωτερικά. Αν αυτό δεν με έκανε να αισθάνομαι μαλάκας, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να με κάνει.
Ο Χ ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Μόλις ο πατέρας του έκανε τα χαρτιά για την σύνταξη, πήρε την μητέρα του και έφυγαν για το χωριό τους, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Δεν ήταν ότι μετακόμισαν ή δεν έρχονταν πλέον, αλλά αυτό του έδινε μεγάλη χαρά. Ήταν σαν να του παραχωρούσαν το σπίτι, σαν να του παρέδιδαν την σκυτάλη τού "είμαι μεγάλος και θα ζήσω σαν μεγάλος, κάνοντας την δική μου ζωή, σε ένα κανονικό σπίτι". Δεν υπήρξε καμμία συζήτηση τού να αφήσουμε το διαμέρισμα. Το αγαπούσαμε εκείνο το διαμέρισμα και θα μέναμε εκεί έως ότου μας έδειχνε κάτι διαφορετικό η δουλειά του. Υπήρξε, όμως, ενός άλλου είδους συζήτησης, από το πουθενά.
Ένα μεσημέρι μαγειρεύαμε.
Εγώ ήμουν πάνω από την κουζίνα κι εκείνος ήταν ο βοηθός μου. Αρχίσαμε να συζητάμε για την φύση τής σχέσης και πως αυτή είναι τόσο δυνατή, που μπορεί ή να σε κάνει δυνατότερο ή να σε καταστρέψει. Για το πως είναι από την δική του πλευρά, πως είναι από την δική μου.
-Αν ήξερα ότι υπάρχει άνδρας σαν εσένα, να του αρέσει αυτό που είμαι, θα έλεγα στην μαμά μου ότι μία μέρα υπάρχει περίπτωση να παντρευτώ, για να μην στενοχωριέται!, του είπα χαριτολογώντας.
Και τότε σταμάτησε να κάνει ό,τι έκανε και με έπιασε από το χέρι που ανακάτευα το φαγητό, διακόπτοντάς με.
-Θα παντρευόσασταν έναν άνδρα σαν εμένα...;, ρώτησε αποσβολωμένος.
Και τότε του είπα κι εγώ κάτι που δεν περίμενα ποτέ να πω.
-Ναι.
Κι ενώ εγώ θα έπρεπε να είμαι εκείνη που θα πάθαινε σοκ - που άκουσα τον εαυτό μου να μιλάει για γάμους -, εκείνος που έμεινε με το στόμα ανοικτό ήταν ο Χ. Εν τούτοις, συνέχισα απτόητη, σαν να το είχα σκεφθεί από πριν.
-Τα πράγματα είναι απλά, του είπα. Όλοι παντρεύονται γιατί τους πιέζουν τα χρόνια, οι γονείς τους, παντρεύονται για να ενώσουν περιουσίες, μιζέριες, παντρεύονται γιατί το κάνουν κι άλλοι, και για ένα κάρο άλλους λόγους που είναι εκτός πραγματικότητας. Εμείς ξέρουμε τι είμαστε, τι θέλουμε, τι μας συμβαίνει, ξεκάθαρα. Δεν θα το κάναμε για κανέναν άλλον λόγο, για κανέναν άλλον άνθρωπο. Και μου κάνει εντύπωση που θα το πω αλλά έτσι το νοιώθω, ξέρω πως αυτό θα κρατούσε. Όχι όπως κρατούν οι γάμοι που κάνουν τα ανθρωπάκια, από ανασφάλεια και δειλία, και όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να πιστεύουν ότι οι γάμοι αυτών είναι ευτυχείς γιατί έχουν την ανάγκη να πιστεύουν ότι κατά τον ίδιο λόγο είναι και οι δικοί τους. Αλλά επειδή ξέρουμε τι μας γίνεται. Και δεν έχουμε αυταπάτες. Γιατί σε σοκάρει; Αλλάζω, ε; Μπορεί να φταίνε και οι αναθυμιάσεις... Έχουμε ρίξει μοσχοκάρυδο;
Δεν είχαμε ρίξει μοσχοκάρυδο.
Αν το είχαμε κάνει, ο Χ θα φταρνιζόταν ακατάπαυστα κι εγώ θα είχα πεθάνει από τα γέλια. Αλλά εγώ ανακάτευα το φαγητό κι εκείνος δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Σε τρομάζω;, τον ρώτησα και με μία ελπίδα κάτι να τον τρόμαζε από εμένα.
-Όχι, Αφέντρα..., κατόρθωσε να πει. Απλά... Δεν πίστευα ποτέ ότι μία γυναίκα θα ήθελε να παντρευτεί έναν άνδρα σαν εμένα...
-Μία οποιαδήποτε γυναίκα εννοείς..., τον διόρθωσα. Είμαι εγώ μία οποιαδήποτε γυναίκα;
-Όχι, Αφέντρα...
-Εσύ ένας οποιοσδήποτε άνδρας;
Με κοιτούσε. Χαμογέλασα.
-Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε άνδρας, Χ, του είπα σοβαρά. Και ένας τέτοιος γάμος δεν θα ήταν σαν τον οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει αυτό που ζούμε. Το έχεις συνειδητοποιήσει;
Κι εκεί που έλεγα ότι μετά την γιορτή του είχε αλλάξει, μετά από εκείνη την συζήτηση ο Χ άλλαξε ακόμη περισσότερο. Έγινε ακόμη πιο προσεκτικός, ακόμη πιο μεθοδικός, ακόμη πιο "εγώ". Και πάλι με έβαζε στην διαδικασία τού να σκέφτομαι "που, τελικά, θα σταματήσει όλο αυτό;" και "μα πόσο άλλο έχει ακόμη;". Η σκάλα έδειχνε συνέχεια νέες περιοχές με κάθε χιλιόμετρο.
Άλλαξαν και οι φίλοι του.
Ήθελαν να ξοδεύουμε περισσότερο χρόνο μαζί τους, όσο μπορούσαμε. Εκείνοι είχαν αλλάξει από το βράδυ που ανακάλυψαν ότι ήμασταν ναι μεν ένα περίεργο αλλά και "κανονικό" ζευγάρι. Είχαν καταλάβει ότι αυτό δεν ήταν μίσος αλλά ένα είδος παράξενης, σκληρής αγάπης. Και το είχαν αποδεχθεί.
Όλα είχαν μπει σε έναν δρόμο.
Σε μίαν ευθεία.
Αλλά τα φώτα - κι εκεί - έδειχναν λίγα μόνο μέτρα μπροστά.