10.11.10

Foot In Mouth

Ξύπνησα.
Με το δεξί μου χέρι μουδιασμένο.
Ο Χ δεν έφυγε από την αγκαλιά μου όλη νύχτα.
Και είχε φτάσει μεσημέρι...

Έπρεπε να σηκωθώ επειγόντως.
Δεν πήγαινε άλλο.
Ήθελα ένα τσιγάρο και κάτι να πιω.

Με μεγάλη προσπάθεια τράβηξα το χέρι μου από τον λαιμό του, του έβαλα και το μαξιλάρι μου στο δικό του, έκανα την κίνηση να βάλω αντίσταση για να σηκωθώ αργά, για να μην με καταλάβει. Και το χέρι μου λύγισε από τον πόνο... Τα χέρια μου ήταν μαύρα. Μαύρα. Έχω ψιλοφρικάρει, και κοιτάζω εναλλάξ εκείνον κι εκείνα. Και έχω νευριάσει. Έχω νευριάσει πολύ...

Έκλεισα με προσοχή την πόρτα, έβαλα τσάϊ, μπήκα για μπάνιο.
Όταν βγήκα, είχε ξυπνήσει και καθόταν στην άκρη του καναπέ, με το σεντόνι γύρω του, σαν τον Ιούλιο Καίσαρα. Ή τον Βρούτο... Αγουροξυπνημένος, φοβισμένος, με το μαλλί Ο Τελευταίος των Μοϊκανών. Μπροστά του το βομβαρδισμένο Ιράκ, με αμάχους ό,τι είχαμε σε εξοπλισμό κουζίνας. Και όχι μόνο... Που να έβρισκα φλιτζάνια για το τσάϊ; Τον άφησα και κατέβηκα στους ιδιοκτήτες.
-Εχθές το γλεντούσατε, ε;, ρώτησε εκείνη, χαρούμενη.
-Α!, έκανα μία χειρονομία που έδειχνε μεγαλείο. Τα σπάσαμε!
-Περάσατε ωραία;, ρώτησε ο άνδρας της.
-Θαύμα!, του είπα μισοκλείνοντας τα μάτια.

Ανέβηκα με φλιτζάνια και ποτήρια, και ετοίμασα για να σερβίρω.
Με την άκρη τού ματιού μου τον πιάνω να σηκώνεται. Τον στραβοκοίταξα. Ξανακάθησε πιο άκρη. Σέρβιρα το τσάϊ στο τραπέζι τού καφέ, έφερα τα τσιγάρα μας, ένα ποτήρι με νερό αντί για τα αδικοχαμένα σταχτοδοχεία, και κάθησα δίπλα τους, απέναντι από εκείνον που άρχιζε σιγά-σιγά να ροδίζει...
-Φέρε μου το κινητό σου, είπα ανάβοντας τσιγάρο.
Μου έφερε το τηλέφωνο, και με το τσιγάρο στο στόμα, άρχισα να τραβάω φωτογραφίες τού χώρου πίσω μου, προσπαθώντας να είναι οι καλύτερες.
-Αυτά, θα τα φωτογραφήσεις εσύ, του είπα, και του έδωσα το κινητό και το τσιγάρο μου. Και έβγαλα το T-shirt που φορούσα.

Η έκφρασή του δεν μπορεί να περιγραφεί.
-Τράβα, τον προέτρεψα και πήρα το τσιγάρο μου πίσω.
Ο Χ δεν κουνούσε μυ.
-Τράβα!, ύψωσα την φωνή.
Και άρχισε να τραβάει φωτογραφίες τα μαυρισμένα από την οργή του χέρια μου, ταραγμένος, φοβισμένος, καταβεβλημένος. Όταν τελείωσε, του πήρα το κινητό από το χέρι και το πέταξα στον καναπέ.
-Λοιπόν. Αυτός είναι μονόλογος που θα ακούσεις μία και τελευταία φορά. Άκου καλά. Εάν, όταν γυρίσεις πίσω, αρκεστείς στην θέα που θα σου προσφέρουν τα βυζιά μου στις φωτογραφίες, σημαίνει ότι είσαι μια χαρά. Και ότι έχεις προοπτικές. Αλλά χωρίς εμένα. Εάν δεν μπορέσεις να πάρεις τα μάτια σου από τις μελανιές, θα πρέπει να σκεφτείς πολύ καλά τα εξής. Την επόμενη φορά που θα ξαναβάλεις εσένα πάνω από εμένα, θα είναι και η τελευταία που θα το κάνεις με εμένα. Εάν έχεις την δυνατότητα να σκέφτεσαι για εμένα χωρίς εμένα, εμένα δεν με χρειάζεσαι. Σου είμαι περιττή.

(...) Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε και να βρούμε λύση για ό,τι είναι αυτό που σε ενοχλεί, μα για ό,τι είναι αυτό, και να το δουλεύαμε ένα πράγμα την φορά, μαζί. Η επιλογή να μαζεύονται μέσα σου διάφορα, εν αγνοία μου, στο μέλλον θα δημιουργεί μόνο μελανιές στα δικά μου χέρια. Κι επειδή με έχεις συνηθίσει στο "Αφέντρα" τόσο καιρό, το να γίνεσαι εσύ αφέντης με το να αποφασίζεις τι είναι καλό να μου κρύβεις και τι να μου λες, θα με δυσκολέψει. Γι' αυτό, καλό θα είναι να γυρίσεις πίσω και να σκεφτείς τι θέλεις να κάνεις.

(...) Εχθές νόμιζα ότι σου έκανα κακό την περασμένη εβδομάδα και ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχα υπολογίσει. Στο πρώτο δεν έπεσα, με έριξες έξω. Στο δεύτερο, όμως, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ήξερα ότι τις αποφάσεις τις έπαιρνα εγώ. Δεν ήξερα ότι είχες αλλάξει γνώμη. Ότι εσύ ήξερες καλύτερα για εμένα. Και εδώ θα πρέπει να σε ευχαριστήσω που με προφύλαξες από το να μην μου λες τι πραγματικά αισθάνεσαι. Φαντάζομαι ότι ήταν τόσο λογικό, όσο το να πηγαίνουμε στην παραλιακή με την όπισθεν, ε;

(...) Δεν έχω κανένα πρόβλημα όταν τα σπας. Κανένα, όμως. Αλλά να τα σπας γιατί εσύ παίρνεις τις αποφάσεις, όχι για εμάς, για εμένα, έχω, και μάλιστα τεράστιο. Βρες, λοιπόν, χρόνο να τα σκεφτείς, κι αν αποφασίσεις ότι σου είναι δύσκολο, μην ξαναέρθεις. Εάν πρόκειται να χωρίσουμε για κάτι που δεν αλλάζει, ok. Εάν πρόκειται να χωρίσουμε για κάτι που εσύ κρίνεις είτε σωστό είτε λάθος, μην ξαναέρθεις. Το εννοώ. Εκτός κι αν θέλεις να συνεχίσουμε έτσι. Ούτε εκεί έχω πρόβλημα. Αλλά θα έχεις εσύ. Γιατί θα δεις κάποια άλλη μία μέρα. Και δεν θα είναι αυτή που γνώρισες. Θα είναι κάποια που θα την κάνεις να σε σιχαθεί.

(...) Δεν έχω εκπαιδευτεί στο να διαβάζω μυαλά. Έχω εκπαιδευτεί στο να συζητώ και να βρίσκω λύσεις. Εάν δεν σε ενδιαφέρει ή δεν μπορείς, θέλω να το ξέρω. Μην υπολογίζεις σε μελλοντικά ξεσπάσματα που έχουν να κάνουν με τις λανθασμένες σου κρίσεις, και οδηγούν κι εμένα σε λάθος συμπεράσματα. Δεν με ενδιαφέρουν οι μελανιές. Με ενδιαφέρει η ουσία. Για να φτάσεις σε αυτό το σημείο, σημαίνει ότι ξέφυγες από τις δικές μου παραμέτρους. Και σε διαβεβαιώ, είναι η τελευταία φορά.

(...) Μέχρι τώρα μπορούσα να δεχθώ τις όποιες ανασφάλειές σου. Όπως είχες εσύ από την δική σου πλευρά, έτσι είχα κι εγώ από την δική μου. Και έρχεσαι εχθές για να μου πεις ότι δεν αντέχεις άλλο, για ένα πρόβλημα, που εσύ λογίζεις ως τέτοιο, που δημιουργήθηκε μόνο στο δικό σου το μυαλό και διογκώθηκε γιατί δεν μου είπες τίποτα. Και φτάσαμε στο σημείο, να αφήνουμε αυτό που καταφέραμε σαν πρωτάκια, για να με γυρίσεις πίσω. Σαν να έχουμε φάει γλάστρες στο κεφάλι καθ' οδόν, και να φοβάσαι αν μας πετύχουν τα πιατάκια. Αλήθεια πιστεύεις ότι με νοιάζει; Αλήθεια πιστεύεις ότι δεν μπορώ να βρω λύσεις σε ό,τι μου παρουσιάζεται; Και, τελικά, αλήθεια, γιατί τότε με λες "Αφέντρα";

(...) Δεν μπορείς να με γυρίσεις πίσω. Δεν γυρίζω πίσω ποτέ. Το κάνω αυτό γιατί σου δίνω μία δεύτερη ευκαιρία. Μην νομίζεις ότι πιστεύω στις δεύτερες ευκαιρίες. Απλά, είμαι πολύ κακιά, και με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζω το ελάχιστο ποσοστό που θα μπορούσα να έχω κάνει λάθος. Εάν την κάψεις, μην τολμήσεις να ξαναεμφανιστείς μπροστά μου ούτε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μέχρι τότε, θα μείνουμε εδώ. Θα είναι μία παύση. Δεν θέλω να έρθεις την επόμενη εβδομάδα. Κι αν δεν έχεις πάρει τις αποφάσεις σου, μην έρθεις ούτε την μεθεπόμενη. Ίσως θα πρέπει να συνηθίσεις στο να μην έρχεσαι καθόλου. Δεν μου μαύρισες τα χέρια. Μου κλόνισες την εμπιστοσύνη που είχα σε εσένα. Αυτό θα βλέπεις στις φωτογραφίες. Γιατί αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσες να μου κάνεις.

(...) Εάν ήθελα κάποιον να με προφυλάσσει, θα του το ζητούσα. Και δεν θυμάμαι να ζήτησα τίποτε άλλο από εσένα, εκτός από να είσαι ο εαυτός σου. Τίποτα διαφορετικό από ό,τι ζητώ από όλους. Εάν θέλεις να κρύβεσαι, θα πρέπει να ψάξεις για κάποια που της αρέσει το κρυφτό. Εγώ δεν παίζω. Και εάν μετά από έναν χρόνο θέλεις να με ξαναγυρίσεις στην αρχή, γύρισε μόνος σου. Εγώ δεν αντέχω την μαλακία. Ό,τι έγινε εχθές, ήταν η μεγαλύτερη μαλακία που θα μπορούσε να συμβεί. Ιδίως μετά από την εβδομάδα που περάσαμε. Δεν θα είχα πρόβλημα εάν έφευγες τρέχοντας. Εξ' άλλου, κάτι τέτοιο περίμενα. Δεν θα είχα πρόβλημα, επίσης, εάν μου έλεγες ότι δεν με αντέχεις. Και αυτό το περίμενα. Το να έρθεις και να κάνεις όλα αυτά, γιατί εσύ θεώρησες σωστό κάτι και απέρριψες ως λάθος κάτι άλλο, ήταν το πιο μαλακισμένο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις. Αν θέλεις να με ξενερώσεις, αν θέλεις να αλλάξω γνώμη για ό,τι μας συμβαίνει, εάν καταβάλεις προσπάθειες για να σε σιχαθώ, είσαι σε πολύ καλό δρόμο. Συνέχισε.

Τελείωσα το τσάϊ μου, έσβησα το τελευταίο τσιγάρο, και τον άφησα σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη της προηγούμενης βραδιάς, για να μπω στην κρεβατοκάμαρα. Πριν λίγες ώρες μπορεί να ένοιωθα συντριβή για ό,τι υπήρχε περίπτωση να του είχα προκαλέσει, αλλά εκείνη την στιγμή δεν ένοιωθα τίποτε άλλο από αηδία. Πριν από λίγες ώρες ήμουν έτοιμη να επανορθώσω για ό,τι του είχα προκαλέσει, αλλά εκείνη την στιγμή δεν ήθελα να πω ούτε μισή κουβέντα παραπάνω. Είχα ασχοληθεί πολύ περισσότερο. Και αυτό γιατί ήταν πολύ σημαντικός για εμένα. Εάν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, ούτε που θα ξανάκουγε την φωνή μου να του απευθύνεται.

Ντύθηκα με μεγάλη δυσκολία - δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου πάνω από το ύψος τού στήθους... -, και βγαίνοντας πήρα την τσάντα μου. Προχώρησα προς την πόρτα.
-Να μαζέψεις τα πάντα και, εάν ξαναγυρίσω, φρόντισε να είναι όλα αντικατεστημένα.
Πήγε κάτι να πει. Τον κοίταξα έντονα.
-Δεν πιστεύω να θέλεις να μου μιλήσεις...
Κατέβασε τα μάτια κάτω.

Άνοιξα την πόρτα αλλά την ξανάκλεισα.
Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα ένα 100στάρικο.
Τον πλησίασα και του το έβαλα στο χέρι.
-Αυτό είναι από εμένα. Εάν, τελικά, ξαναπάς εκεί που πηγαίνεις, και σου ξαναπούν να γονατίσεις, κάνε το. Εκείνες μπορεί να μην είναι εγώ, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα είναι 100% καλύτερες από εμένα. Αλλά θα έχουμε ένα κοινό. Καμμιά μας δεν θα σε ξέρει.

Και έφυγα.