2.11.10

The Showdown

Η μαμά μου είναι ένας άγγελος.
Το ότι είναι δική μου μαμά, μπορεί να την αναγάγει και σε Αγία.
Η μαμά μου είναι ένας πράος, γλυκομίλητος άνθρωπος, που αγαπάει τα παιδιά όλου του κόσμου, δεν λέει ποτέ κακό για κανέναν, θα μεσολαβήσει πάντα για να σε "σμίξει" με αυτόν που έχεις διαφορές, θα είναι στο πλευρό σου εάν κάποιος σε αδικήσει, θα χάσει τον ύπνο της για να βρει τον τρόπο να σε βοηθήσει εάν της πεις ότι έχεις ανάγκη. Εγώ - ο διάολος μεταμορφωμένος σε θηλυκό -, δεν είμαι σε θέση να πείσω κανέναν ότι είμαι παιδί της. Ποιος άνθρωπος θα πιστέψει ότι από μία τόσο γλυκιά και ευγενική φιγούρα, βγήκε ένα παιδί τόσο σκληρό, τόσο αυστηρό...

Όταν ήμουν μικρή, η μαμά μου ερχόταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Και αυτό μπορούσε να συμβεί και σε καθημερινή βάση.
Ο ατίθασος, αδάμαστος, κυριαρχικός χαρακτήρας μου, την έφερνε αντιμέτωπη με καταστάσεις που η ίδια δεν θα προκαλούσε ποτέ. Θα μπορούσε να μου μιλήσει άσχημα, να με βρίσει, να με χτυπήσει, να με εξευτελίσει μπροστά σε τρίτους. Αλλά η μαμά μου δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά. Μου έκανε μόνο μίαν ερώτηση: "δεν ντρέπεσαι;".

Ντρεπόμουν.

Όχι, όμως, για ό,τι είχα κάνει/πει.
Ντρεπόμουν που την είχα φέρει σε αυτό το σημείο.
Οι ενοχές που αισθανόμουν, δεν ήταν επειδή είχα παρεκτραπεί. Όταν αποφασίζω να κάνω/πω κάτι, ξέρω πολύ καλά τι κάνω/λέω. Και ποτέ δεν κάνω/λέω κάτι χωρίς λόγο. Δεν υπάρχει παρεκτροπή για εμένα. Υπάρχει συνείδηση. Και όταν έχεις συνείδηση για το τι κάνεις/λες, έχεις συνείδηση και για να υπολογίσεις τον άλλον που δεν μπορεί να το αντέξει. Εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα με αυτό που ήμουν. Εκτός από την περίοδο που έψαχνα το "γιατί" και σκεφτόμουν μήπως πρέπει να αλλάξω, με αγαπούσα και μου άρεσα πάντα. Εκείνο που μισούσα και δεν ήθελα να συμβαίνει, ήταν κάποιος να με ανεχόταν, κάποιος που ούτε του άρεσε, ούτε ήθελε αυτό που ήμουν, και αισθανόταν άσχημα, περίεργα, ένοιωθε πίεση και στενοχώρια.

Την μαμά μου δεν μπορούσα να την αφήσω.
Και με τα χρόνια αυτό ξεκαθάρισε, γιατί, μεγαλώνοντας, δεν της έμεινε ούτε η παραμικρή αμφιβολία για το ότι δεν ήταν εκείνη υπεύθυνη για ό,τι είμαι, πως έχω γεννηθεί για να είμαι ό,τι είμαι. Με τους ανθρώπους που γνώριζα, όμως, πρόσεχα πάρα πολύ αν ο χαρακτήρας μου τους καταπίεζε, τους έκανε να δυσφορούν, να έχουν λανθασμένες εντυπώσεις για εμένα. Όπως εγώ ήθελα να ξέρω την αλήθεια για τον πραγματικό χαρακτήρα των άλλων - και το απαιτούσα -, έτσι ήθελα και οι άλλοι να γνωρίζουν τον αληθινό μου εαυτό, όσο τον άφηνα να φανεί. Διότι ήθελα να είναι σίγουροι για εμένα, και να το θέλουν πραγματικά να είναι μαζί μου. Εάν αυτό δεν μπορούσε να γίνει, έφευγα. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς διαφωνίες. Έφευγα.

Λοιπόν, εκείνη την στιγμή, άκουσα την μαμά μου να μου λέει: "δεν ντρέπεσαι;"...
Αν η μαμά μου ήταν εκεί, θα τον πλησίαζε τρέχοντας, θα τον έσφιγγε στην αγκαλιά της, θα του χάϊδευε τα μαλλιά, και θα με κοιτούσε με εκείνο το αποτρόπαιο βλέμμα, κάνοντάς μου την ίδια ερώτηση: "δεν ντρέπεσαι;".

Κι εγώ ντρεπόμουν...
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πόσο πολύ...

Δεν ντρεπόμουν γι' αυτό που ήμουν.
Ντρεπόμουν γι' αυτό που έκανα...

Ντρεπόμουν, που εκείνος ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντί μου, είχε φτάσει στα όριά του. Ντρεπόμουν, γιατί εκείνος ο άνθρωπος ήταν τόσο καλός, τόσο ευαίσθητος, τόσο υπομονετικός, κι εγώ τον είχα βγάλει εκτός εαυτού. Ντρεπόμουν, γιατί εκείνος ο άνθρωπος με αγαπούσε τόσο πολύ, κι εγώ τον είχα μεταμορφώσει σε τέρας, και τον είχα κάνει να με μισήσει.

Και, διάολε, δεν μου είχε πάρει περισσότερο από μία εβδομάδα...

Αυτό που έβλεπα, δεν ήταν η αντίδραση στις χαρακιές από τα μαστίγια στην πλάτη του, δεν ήταν οι νυχιές μου στα πλευρά και την κοιλιά του, δεν ήταν από τα κεριά που δεν έβγαιναν από τις τρίχες στο στήθος του, δεν ήταν από τις μελανιές στους καρπούς και τους αστραγάλους του, δεν ήταν από τα σημάδια από τα δόντια μου στον λαιμό του. Ήταν η έκρηξη ενός ανθρώπου που δεν άντεξε ό,τι ήμουν...

Και δεν χρειάστηκε παρά μόνο 7 ημέρες...

Κατέβασα το κεφάλι.
Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, να εξαφανιστώ, να τρέξω μακριά, να μην με ξαναδεί. Ήθελα να τον αφήσω να ηρεμήσει, να ξαναβρεί τον εαυτό του, να με ξεχάσει. Και δεν υπήρχαν λόγια για να του πω ότι λυπόμουν. Πόσο λυπόμουν ειλικρινά... Να ζητούσα συγγνώμη; Μία "συγγνώμη" δεν είναι αρκετή όταν έχεις διαμελίσει τις αρετές ενός ανθρώπου στα βράχια τού χαρακτήρα σου. Και το έχεις κάνει εν πλήρη συνειδήσει...

Γύρισα για να πάρω την τσάντα μου και να ψάξω για ταξί.
Τότε σκέφτηκα, ότι - αν μη τι άλλο - θα έπρεπε να του δώσω το δικαίωμα να μου έλεγε ό,τι ήθελε όταν θα αισθανόταν καλύτερα, χωρίς την παρουσία μου, όποτε εκείνος πίστευε πως θα ήταν η κατάλληλη ώρα.

-Ίσως θα πρέπει να μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, όταν θα ξαναέρθεις..., είπα απλά.

Και η απάντησή του - εάν η προηγούμενη ήταν σαν γροθιά - με έριξε στο καναβάτσο, βγάζοντάς με knockout.
-Δεν θέλω να ξανάρθω!