18.11.10

Bad News

Το Σαββατοκύριακο που ήταν η γιορτή του, ήρθε με έναν φίλο του από το Πανεπιστήμιο, που εργάζονταν μαζί και ήταν εκείνος που τον είχε συστήσει στην εταιρεία. Είχαμε γνωριστεί στο καθιερωμένο πάρτυ των παιδιών, και ήταν ένας εξαιρετικός και αξιαγάπητος άνθρωπος. Όπως κι εκείνος.

Οι γονείς του κάθε χρόνο έκαναν γιορτή, και ο Χ ήξερε ότι ενώ θα ήθελα να πάω, το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν πάρτυ αλλά η κλασσική γιορτή που οργανώνουν οι γονείς, θα με έκανε να το σκεφτώ. Αλλά δεν είχα να σκεφτώ τίποτα. Έπρεπε να πάω. Και έπρεπε να μην δείξω τίποτα, διότι αυτά με τους γονείς τού γκόμενου και τους καλεσμένους να σε πλησιάζουν και να σου λένε διάφορα για να σε γνωρίσουν, μου γυρίζουν το στομάχι ανάποδα. Και τα απέφευγα επιμελώς, αλλά η περίπτωση τού Χ ήταν ιδιάζουσα. Ο Χ δεν έμενε εδώ. Και υποτίθεται ότι ερχόταν γι΄αυτόν τον λόγο.

Δεν συναντηθήκαμε καθόλου την Παρασκευή που ήρθε, γιατί είχε τον καλεσμένο του, και το Σάββατο τού είπα ότι θα ήταν καλύτερα να κάνουμε το ίδιο, διότι θα ήταν επικίνδυνο να το ρισκάρουμε και να συναντηθούμε στο σπίτι μας. Πολλά θα μπορούσαν να συμβούν, πολλά που δεν θα ήταν ευχάριστα για τρίτους και άσχετους με το σπορ. Θα συναντιόμασταν κανονικά σπίτι του, εκείνος ως εορτάζων κι εγώ ως επισκέπτης.

Όταν είσαι σαν εμένα - μυστικοπαθής - και δεν σε ξέρει κανείς - ή θέλει να σε γνωρίσει όταν εσύ δεν έχεις καμμία όρεξη -, περνάς από διάφορα μαρτύρια, ιδίως όταν έχει να κάνει με τέτοιες περιστάσεις, που δεν είμαστε εμείς τα "παιδιά" μόνο αλλά είναι και οι "μεγάλοι" εκεί. Γιατί. Επειδή οι γονείς - και ιδίως η μαμά, όταν είναι γιος - θα έχουν ειδοποιήσει από πριν, ή και κατά την διάρκεια, ότι θα παρευρεθείς, και κοιτάζουν την πόρτα για να δουν πότε θα εμφανιστείς. Σε κοιτάζουν λοξά μέχρι να βρουν ελεύθερο το πεδίο - αν δεν είναι ο καλός σου μπροστά, 10 βαθμοί παραπάνω -, και μετά έρχονται όλοι - χμ... όλες, μάλλον - με φόρα, και αρχίζουν: "Α, εσύ είσαι η Κική;!", "Είσαι πιο όμορφη από ό,τι μας περιέγραψε ο Κοκός!", "Οι γονείς του είναι πολύ καλοί άνθρωποι!", "Να έρθετε μία μέρα με τον Κοκό και σε εμάς, ε;!".

Και η ανάκριση σκληραίνει με χειρονομίες. Πιάνουν ό,τι βρουν. Μαλλιά, φορέματα, χέρια... Μόνο τον κώλο δεν σου πιάνουν. Και συνεχίζουν: "Μα τι ωραία μαλλιά που έχεις!", και σου πιάνουν τα μαλλιά. "Οι βλεφαρίδες είναι δικές σου;!", και απλώνουν το χέρι να τις αγγίξουν - δεν κάνω πλάκα. "Τι ωραία που σου πάει αυτό το φόρεμα!", και τραβάνε τα μανίκια. "Τα νύχια σου είναι ακρυλικά;!", και σου τραβάνε και το νύχι - μια φορά κάποια προσπαθούσε να μου τραβήξει το νύχι, σε σημείο να την ρωτήσω "να σας φέρω μια τανάλια;". Φρίκη, λέμε.

Και, φυσικά, το όργιο γίνεται αφ' ότου φύγεις. Και μετά από καιρό τα μαθαίνεις όλα, γιατί όλες αυτές πηγαίνουν και τα λένε στην μητέρα τού καλού σου, κι εκείνη με την σειρά της στον καλό σου, και όταν έχει φτάσει ο καλός σου να σου τα πει, νομίζεις ότι όλοι έχουν πέσει σε ομαδική παράκρουση. Γιατί οι πρώτοι τα λένε ενθουσιασμένοι, η δεύτερη ψωνισμένη, και ο τελευταίος τρελαμένος! Και ενώ μερικές γκόμενες το βρίσκουν τόσο ωραίο, εγώ το σιχαίνομαι!

Και όλα αυτά επειδή είσαι η γκόμενα τού παιδιού τής αδερφής/του ξαδέρφου/της θείας/του κουμπάρου/της γειτόνισσας, που βλέπουν σπάνια, αν όχι καθόλου. Δεν μπορείς να φας, δεν μπορείς να πιεις, δεν μπορείς να ξύσεις την μύτη σου, χωρίς να σε κοιτάζουν κάπως και να περιμένουν κάτι. Κι επειδή γυναίκες σαν εμένα δεν χαρίζονται εύκολα, προσπαθούμε να τα αποφεύγουμε για να μην έχουμε άλλα. Η υπομονή μας εξαντλείται πολύ γρήγορα με τους αγνώστους και τους ανεπιθύμητους.

Λύσεις υπάρχουν: δεν φοράς/κρατάς τίποτα που να τραβάει την προσοχή. Δηλαδή: τίποτα έντονο/επώνυμο/της μόδας. Μισή στρώση mascara, μαζεμένα μαλλιά, ρούχο απλό/σεμνό/ταπεινό, κόβεις και τα νύχια σου, πηγαίνεις, και μετά αποφεύγεις με το χαμόγελο-στάμπα στα χείλια, κάνοντας slalom ανάμεσά τους, λέγοντας για τουαλέτες, φρεσκαρίσματα, ένα τηλέφωνο που πρέπει να κάνεις/δεχθείς. Και είσαι ήσυχη και, το βασικοτέρο, ακίνδυνη.

Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο διάδρομος φωτίστηκε από το χαμόγελό του.
-Καρφώνεσαι..., του είπα με βαριά φωνή, αλλά με χαμόγελο κι εγώ.
-Αφέντρα..., είπε κάπως.
-Σοβαρέψου... Νανά..., του είπα με το χαμόγελο να πλαταίνει όσο έπαιρνε.
-Α, ναι..., είπε κουνώντας το κεφάλι.
Φιληθήκαμε σταυρωτά (διάολε, θα κάνω εμετό και μόνο που τα γράφω...), και προχώρησα.
-Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, υποφέρω κι υποφέρεις, του είπα συνωμοτικά, πάντα χαμογελαστή.
-Μάλιστα, Αφ..., πρόλαβε και το έκοψε.
-Χωρίς "μάλιστα" και χωρίς "Αφ" εδώ, τον διόρθωσα, πάντα χαμογελαστή, πάντα τόσο καλή.

Τους γονείς του είχε φροντίσει η βδέλλα να τους γνωρίσω σε εκείνο το πάρτυ, κάποιους από τους φίλους του επίσης, οπότε οι συστάσεις ήταν λίγο περιορισμένες. Ο Χ με σύστηνε με το όνομά μου, και μέχρι εκεί. Η καλή τού Α ήρθε και με πήρε - την είχε στείλει εκείνος γιατί καταλάβαινε - και κάθησα με τα παιδιά γύρω μου για τείχος. Διασκεδάζαμε, με τον Χ να πηγαινοέρχεται, χωρίς ιδιαίτερα κρούσματα - διότι είχα και τους τρεις σωματοφύλακες που όπου και να πήγαιναν δεν με άφηναν από τα μάτια τους -, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά το σπίτι, μέχρι που ήρθε η στιγμή να βγει η τούρτα. Ο Χ είχε και γενέθλια.

Αφού έσβησε τα κεριά, μετά τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες, ο φίλος του από την Α ήθελε κάτι να μας πει. Κάναμε ησυχία. Και ακούστηκε να λέει, ότι ήταν πολύ υπερήφανος για την επιλογή του να συστήσει τον Χ στην εταιρεία, διότι το ήξερε πως θα τα καταφέρει, κι ενώ θα του το ανακοίνωναν στο Χριστουγεννιάτικο πάρτυ που θα έκαναν, εκείνου τού είχαν πει πως τον είχαν επιλέξει ως μόνιμο συνεργάτη, και πως εκτιμούσαν ότι σε αυτή την θέση θα είχε προοπτικές, γιατί απεδείχθει ανώτερος των προσδοκιών τους, και ήθελε να του το πει ο ίδιος εκείνη την ημέρα, που ήταν ημέρα διπλής γιορτής, και θα είχε τους δικούς του ανθρώπους εκεί για να το γιορτάσουν.

(...)

Όσο ο κόσμος ξεσπούσε σε φωνές και χειροκροτήματα από την αρχή, εγώ δεν άκουγα τίποτα. Τα παιδιά γύρω μου είχαν ξεσηκωθεί, και με φιλούσαν. Αλλά εγώ ήμουν σαν άψυχη κούκλα στα χέρια τους. Τον έβλεπα πως είχε αλλάξει έκφραση, πως με δυσκολία χαμογελούσε πέφτοντας στην αγκαλιά των γονιών του, πως στην πραγματικότητα τον ενοχλούσαν τα χτυπήματα στην πλάτη από τους φίλους του, και το ότι ήταν στην σειρά και οι καλές τους για να τον συγχαρούν. Τον έβλεπα να με κοιτάζει, κι ενώ το πρόσωπό του ήταν όπως το περίμεναν οι άλλοι να είναι, τα μάτια του ήταν ανέκφραστα.

Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε και τα παιδιά. Όταν ξεκίνησε για να έρθει σε εμάς, βγήκα στο μπαλκόνι. Τον έβλεπα απ' έξω να κάνει ό,τι και πριν, να με κοιτάζει, και μετά να φεύγει. Κάθησα για λίγο έξω στο κρύο, να σκεφτώ. Μετά ξαναμπήκα, και ξεκίνησα το θέατρο. Μέχρι που ανακάλυψα ότι ο Χ δεν ήταν πουθενά. Βγήκα στο μπαλκόνι να δω το αυτοκίνητο, και ήταν εκεί. Πήγα σε τουαλέτες, βγήκα στους διαδρόμους, είπα ότι θα πάω για τσιγάρα, ξαναμπήκα στο σπίτι, αλλά ο Χ είχε εξαφανιστεί.

Τότε σκέφτηκα να ανέβω στο δωμάτιό του. Κι ενώ ήξερα τι θα γινόταν εάν με έβλεπαν, άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια χωρίς να δίνω δεκάρα. Εάν ο Χ ήταν στο δωμάτιό του, έπρεπε να είμαι κι εγώ εκεί. Χτύπησα την πόρτα του που ήταν κλειστή, αλλά δεν πήρα καμμιά απάντηση. Περίμενα 1-2 λεπτά, και άνοιξα. Τα φώτα ήταν σβηστά. Όπως πήγα να την κλείσω, νόμισα πως είδα τα πόδια του(;). Και άναψα το φως.

Ο Χ ήταν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, με την πλάτη γυρισμένη.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και πλησίασα το κρεβάτι.

Ο Χ έκλαιγε.