Υπάρχουν μερικές φορές που τα post βγαίνουν με το ζόρι.
Που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή και σκέφτομαι: "Ok. Τι το θέλεις, χαρά μου; Γιατί δεν τα σβήνεις όλα να τελειώνουμε;".
Και προσπαθώ.
Και καμμιά φορά μου στέλνουν mail και με ρωτούν: "Δεν είχατε όρεξη να το γράψετε εκείνο το post, ε;".
Και είναι η αλήθεια.
Φτάνω σε σημεία που δεν μπορώ να αφηγηθώ.
Δεν αρκούν οι λέξεις, δεν ξέρω πως να περιγράψω, δεν είμαι ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα, πολλά.
Αυτό το post είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις.
Δεν θα καταλάβει κανείς αν δεν είναι γυναίκα, αν δεν είναι Αφέντρα, αν δεν έχει ζήσει την D/s. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό.
Ok.
Την Παρασκευή το πρωΐ με πήραν τηλέφωνο από την εταιρεία courier.
Μου είπαν πως έχει έρθει το πακέτο και πως πρέπει να είναι και το προηγούμενο μαζί, γιατί είναι δύο ενωμένα με ταινία. Ήξερα εκ των προτέρων ότι αυτή θα ήταν μία πολύ περίεργη στιγμή, είτε είχε θετικό είτε αρνητικό αποτέλεσμα.
Ακύρωσα τα πάντα και έμεινα σπίτι να περιμένω.
Έβαλα τσάϊ, προμηθεύτηκα και μία κούτα τσιγάρα, και ήμουν ετοιμοπόλεμη.
Ήρθε το συνηθισμένο πακέτο με τις κασσέτες, και ένας μεγάλος φάκελος με καμμιά 30αριά χειρόγραφες Α4.
Καθόμουν στο πάτωμα, με ένα σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα, μέχρι αργά το βράδυ.
Όλες αυτές τις ώρες ένοιωθα τόση ναυτία, όση δεν υπάρχει.
Δεν μπορούσα να φάω, δεν μπορούσα να μιλήσω.
Κάπνιζα και έπινα τσάϊ, με τα ακουστικά στ' αυτιά.
Όταν τελείωνε η κάθε πλευρά τής κασσέτας, ξανάπιανα μία από τις σελίδες, και την διάβαζα μέχρι όσο μπορούσα μέχρι να πέσει το χέρι μου ξερό στο πάτωμα. Και έβαζα την άλλη πλευρά τής κασσέτας, μέχρι να τελειώσει, και μετά ξανά λίγο διάβασμα, όσο μπορούσα να αντέξω, και πάλι από την αρχή.
Τα λόγια τού Χ δεν είχαν να κάνουν με υπερβολικές εκφράσεις αγάπης, ανυπόστατους χαρακτηρισμούς, συγγνώμες και μετάνοιες. Ο Χ μού έλεγε πράγματα που δεν είχε πει σε εμένα, δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν, πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με το παρελθόν ούτε με το μέλλον αλλά με το παρόν, πράγματα που δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να επαναλάβει ή που θα τον πειθαρχούσε στο να τα κάνει συνέχεια, πράγματα ξεκάθαρα/τετράγωνα/ειλικρινά/ουσιώδη.
Στην τελευταία κασσέτα, και λίγο πριν τελειώσουν οι σελίδες, παραιτήθηκα.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με τα ρούχα, εξαντλημένη.
Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πως είναι όταν ένας σκλάβος εξομολογείται.
Δεν μπορεί να καταλάβει πόσο βάρος είναι για την Αφέντρα.
Και αυτό που θα έκανε μία vanilla να το βάλει στα πόδια, γιατί δεν θα μπορούσε να το αντέξει, για μία Αφέντρα είναι ένα ισχυρό ναρκωτικό. Ένα ισχυρό ναρκωτικό, που μπορεί να την καταβάλει προς στιγμή, αλλά τα αποτελέσματά του είναι μοναδικά διότι αυτό το βάρος μετατρέπεται σε ανοδική έλξη, ένα είδος μετρονόμου σε ό,τι αφορά στα συναισθήματά της.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα αποφάσισα να τα τελειώσω όλα.
Πήρα το walkman και τα γραπτά του στο κρεβάτι, και συνέχισα με δυσκολία.
Και όπως τελειώνω την τελευταία Α4, γυρίζω την πλευρά τής τελευταίας κασσέτας.
Ήμουν ήδη στα όριά μου.
Και στην τελευταία πλευρά, η φωνή τού Χ έλεγε, ότι η πρώτη σκέψη του ήταν να μην έρθει, γιατί μου έκανε ό,τι μου έκανε και ένοιωθε άσχημα, αλλά όπως δεν θα επαναλάμβανε το ίδιο λάθος να ξεσπάσει με τον οποιονδήποτε τρόπο, έτσι δεν θα ξαναέκανε το λάθος να κάνει αυτό που εκείνος θεωρούσε σωστό. Γι' αυτό το απόγευμα τής Παρασκευής θα πήγαινε σπίτι, να το μαζέψει, και θα πήγαινε να πάρει ό,τι είχε καταστρέψει, κι αν θεωρούσα πως ήταν καλός, και έκανε αυτό που έπρεπε, θα ήταν εκεί και θα με περίμενε. Εάν δεν ήθελα να τον δω ακόμα, δεν χρειαζόταν να μπω στην διαδικασία να επικοινωνήσω μαζί του, θα έφευγε το Σάββατο το πρωΐ, μέχρις ότου τού υποδείξω τι να κάνει.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι παίρνοντας μαζί μου τα πάντα: γραπτά, κασσέτες, walkman, τσιγάρα. Όπως ήμουν. Άνοιξα την πόρτα παίρνοντας την τσάντα μου, και θυμάμαι ότι ο μπαμπάς μου ό,τι έβγαινε από την κουζίνα. "Που πας;", με ρώτησε ανήσυχος. Μέχρι εκείνη την στιγμή κανείς δεν μου μιλούσε. Ήξεραν ότι κάτι μου συνέβαινε, καθώς ήξεραν επίσης ότι και να με ρωτούσαν δεν θα έπαιρναν απάντηση. Αλλά επειδή μπορώ να φανταστώ το δολοφονικό μου ύφος εκείνη την στιγμή, μπορώ να αξιολογήσω την αντίδραση τού μπαμπά μου ως αρκετά συγκρατημένη. Παρ' όλα αυτά, απάντηση δεν πήρε.
Περπατώντας με μεγάλα βήματα, έχωσα τα πράγματα κακήν-κακώς στην τσάντα, σταμάτησα ένα ταξί, και μετά από λίγο ήμουν με το κλειδί στην είσοδο τού διαμερίσματος. Το φως ερχόταν από τα πορτατίφ τού δωματίου. Άφησα την τσάντα επάνω στο πάσο, και είδα το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ. Όταν γύρισα, ο Χ στεκόταν στο κάσωμα τής κρεβατοκάμαρας.
Μείναμε ακίνητοι να κοιταζόμαστε για λίγο.
Ώσπου πήγε στο τραπεζάκι τού καφέ, έφερε ένα σταχτοδοχείο, το άφησε στο πάσο, πήρε τον αναπτήρα του, και έβαλε φωτιά στο χαρτονόμισμα που έριξε μέσα. Μετά γύρισε, πήγε στην ντουλάπα, έφερε το κολλάρο του, και γονάτισε μπροστά μου σκύβοντας το κεφάλι και απλώνοντας τα χέρια.
Μέχρι εδώ.
Που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή και σκέφτομαι: "Ok. Τι το θέλεις, χαρά μου; Γιατί δεν τα σβήνεις όλα να τελειώνουμε;".
Και προσπαθώ.
Και καμμιά φορά μου στέλνουν mail και με ρωτούν: "Δεν είχατε όρεξη να το γράψετε εκείνο το post, ε;".
Και είναι η αλήθεια.
Φτάνω σε σημεία που δεν μπορώ να αφηγηθώ.
Δεν αρκούν οι λέξεις, δεν ξέρω πως να περιγράψω, δεν είμαι ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα, πολλά.
Αυτό το post είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις.
Δεν θα καταλάβει κανείς αν δεν είναι γυναίκα, αν δεν είναι Αφέντρα, αν δεν έχει ζήσει την D/s. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό.
Ok.
Την Παρασκευή το πρωΐ με πήραν τηλέφωνο από την εταιρεία courier.
Μου είπαν πως έχει έρθει το πακέτο και πως πρέπει να είναι και το προηγούμενο μαζί, γιατί είναι δύο ενωμένα με ταινία. Ήξερα εκ των προτέρων ότι αυτή θα ήταν μία πολύ περίεργη στιγμή, είτε είχε θετικό είτε αρνητικό αποτέλεσμα.
Ακύρωσα τα πάντα και έμεινα σπίτι να περιμένω.
Έβαλα τσάϊ, προμηθεύτηκα και μία κούτα τσιγάρα, και ήμουν ετοιμοπόλεμη.
Ήρθε το συνηθισμένο πακέτο με τις κασσέτες, και ένας μεγάλος φάκελος με καμμιά 30αριά χειρόγραφες Α4.
Καθόμουν στο πάτωμα, με ένα σταχτοδοχείο γεμάτο αποτσίγαρα, μέχρι αργά το βράδυ.
Όλες αυτές τις ώρες ένοιωθα τόση ναυτία, όση δεν υπάρχει.
Δεν μπορούσα να φάω, δεν μπορούσα να μιλήσω.
Κάπνιζα και έπινα τσάϊ, με τα ακουστικά στ' αυτιά.
Όταν τελείωνε η κάθε πλευρά τής κασσέτας, ξανάπιανα μία από τις σελίδες, και την διάβαζα μέχρι όσο μπορούσα μέχρι να πέσει το χέρι μου ξερό στο πάτωμα. Και έβαζα την άλλη πλευρά τής κασσέτας, μέχρι να τελειώσει, και μετά ξανά λίγο διάβασμα, όσο μπορούσα να αντέξω, και πάλι από την αρχή.
Τα λόγια τού Χ δεν είχαν να κάνουν με υπερβολικές εκφράσεις αγάπης, ανυπόστατους χαρακτηρισμούς, συγγνώμες και μετάνοιες. Ο Χ μού έλεγε πράγματα που δεν είχε πει σε εμένα, δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν, πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με το παρελθόν ούτε με το μέλλον αλλά με το παρόν, πράγματα που δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να επαναλάβει ή που θα τον πειθαρχούσε στο να τα κάνει συνέχεια, πράγματα ξεκάθαρα/τετράγωνα/ειλικρινά/ουσιώδη.
Στην τελευταία κασσέτα, και λίγο πριν τελειώσουν οι σελίδες, παραιτήθηκα.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με τα ρούχα, εξαντλημένη.
Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πως είναι όταν ένας σκλάβος εξομολογείται.
Δεν μπορεί να καταλάβει πόσο βάρος είναι για την Αφέντρα.
Και αυτό που θα έκανε μία vanilla να το βάλει στα πόδια, γιατί δεν θα μπορούσε να το αντέξει, για μία Αφέντρα είναι ένα ισχυρό ναρκωτικό. Ένα ισχυρό ναρκωτικό, που μπορεί να την καταβάλει προς στιγμή, αλλά τα αποτελέσματά του είναι μοναδικά διότι αυτό το βάρος μετατρέπεται σε ανοδική έλξη, ένα είδος μετρονόμου σε ό,τι αφορά στα συναισθήματά της.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα αποφάσισα να τα τελειώσω όλα.
Πήρα το walkman και τα γραπτά του στο κρεβάτι, και συνέχισα με δυσκολία.
Και όπως τελειώνω την τελευταία Α4, γυρίζω την πλευρά τής τελευταίας κασσέτας.
Ήμουν ήδη στα όριά μου.
Και στην τελευταία πλευρά, η φωνή τού Χ έλεγε, ότι η πρώτη σκέψη του ήταν να μην έρθει, γιατί μου έκανε ό,τι μου έκανε και ένοιωθε άσχημα, αλλά όπως δεν θα επαναλάμβανε το ίδιο λάθος να ξεσπάσει με τον οποιονδήποτε τρόπο, έτσι δεν θα ξαναέκανε το λάθος να κάνει αυτό που εκείνος θεωρούσε σωστό. Γι' αυτό το απόγευμα τής Παρασκευής θα πήγαινε σπίτι, να το μαζέψει, και θα πήγαινε να πάρει ό,τι είχε καταστρέψει, κι αν θεωρούσα πως ήταν καλός, και έκανε αυτό που έπρεπε, θα ήταν εκεί και θα με περίμενε. Εάν δεν ήθελα να τον δω ακόμα, δεν χρειαζόταν να μπω στην διαδικασία να επικοινωνήσω μαζί του, θα έφευγε το Σάββατο το πρωΐ, μέχρις ότου τού υποδείξω τι να κάνει.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι παίρνοντας μαζί μου τα πάντα: γραπτά, κασσέτες, walkman, τσιγάρα. Όπως ήμουν. Άνοιξα την πόρτα παίρνοντας την τσάντα μου, και θυμάμαι ότι ο μπαμπάς μου ό,τι έβγαινε από την κουζίνα. "Που πας;", με ρώτησε ανήσυχος. Μέχρι εκείνη την στιγμή κανείς δεν μου μιλούσε. Ήξεραν ότι κάτι μου συνέβαινε, καθώς ήξεραν επίσης ότι και να με ρωτούσαν δεν θα έπαιρναν απάντηση. Αλλά επειδή μπορώ να φανταστώ το δολοφονικό μου ύφος εκείνη την στιγμή, μπορώ να αξιολογήσω την αντίδραση τού μπαμπά μου ως αρκετά συγκρατημένη. Παρ' όλα αυτά, απάντηση δεν πήρε.
Περπατώντας με μεγάλα βήματα, έχωσα τα πράγματα κακήν-κακώς στην τσάντα, σταμάτησα ένα ταξί, και μετά από λίγο ήμουν με το κλειδί στην είσοδο τού διαμερίσματος. Το φως ερχόταν από τα πορτατίφ τού δωματίου. Άφησα την τσάντα επάνω στο πάσο, και είδα το χαρτονόμισμα των 100 ευρώ. Όταν γύρισα, ο Χ στεκόταν στο κάσωμα τής κρεβατοκάμαρας.
Μείναμε ακίνητοι να κοιταζόμαστε για λίγο.
Ώσπου πήγε στο τραπεζάκι τού καφέ, έφερε ένα σταχτοδοχείο, το άφησε στο πάσο, πήρε τον αναπτήρα του, και έβαλε φωτιά στο χαρτονόμισμα που έριξε μέσα. Μετά γύρισε, πήγε στην ντουλάπα, έφερε το κολλάρο του, και γονάτισε μπροστά μου σκύβοντας το κεφάλι και απλώνοντας τα χέρια.
Μέχρι εδώ.