23.10.11

What The Fuck...

Στεκόμουν μπροστά σε ένα τερατούργημα.

Σε ένα χιαστί τερατούργημα.

Από την μία, θα έπρεπε να κολακευόμουν - υπήρχε λόγος, αλλά δεν το αγόρασε γι' αυτόν.
Από την άλλη, θα έπρεπε να την είχα κάνει αμέσως.
Αλλά, είπαμε. Το μυαλό μου είναι πολύ στενό. Πολύ, όμως.
Και όλη εκείνη την ώρα που εκείνος μου εξηγούσε δίπλα από την αηδία του τι καλή που είναι και τι κάνει, εγώ προσπαθούσα να χωρέσω στον εγκέφαλό μου τι βλέπω, τι μου συμβαίνει.

Τον κοιτούσα να μου μιλάει με την απόλυτη σοβαρότητα - κουνώντας τα χέρια του σαν εκείνες τις γλάστρες που σου έδειχναν τα ψυγεία και τους φούρνους μικροκυμάτων σε εκείνα τα άθλια τηλεπαιχνίδια -, αλλά δεν τον άκουγα. Ήμουν τόσο απορροφημένη από αυτά που σκεφτόμουν. Το πως πήγε ένα ολόκληρο απόγευμα χαμένο, να γυρίζω σαν χαμένη στα καταγώγια των Αθηνών, ψάχνοντας για κάτι που θα μου άρεσε, που θα με προκαλούσε, που θα ταίριαζε με την αισθητική μου, το πως ήταν όλα σκατά αλλά δεν είχα επιλογή, το πως θα ήθελα - αν μη τι άλλο - όταν θα πήγαινα σπίτι του να έβρισκα κάτι που θα με έκανε να πω ανακουφισμένη "Ευτυχώς! Εσύ είχες καλύτερη τύχη! Είναι υπέροχο!".

Αλλά αντ' αυτού, βρισκόμουν απέναντι από μία ξύλινη ηλιθιότητα.
Και τι είχε πει; Ο Σταυρός τού Αγίου Ανδρέα; Και τι; Περνούσε τον εαυτό του για ιερομάρτυρα; Και τι με έκανε εμένα αυτό; Την Ιερά Εξέταση; Πηγαίναμε καλά; Τι μαλακίες ήταν αυτές; Το μόνο που μπορούσα να συνδυάσω, ήταν η σκάλα. Αυτή, ναι. Έμοιαζε με Γολγοθάς. Αυτός, ναι. Θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξή του, εάν ο Ψ τον έπαιρνε στον ώμο και την ανέβαινε 40 φορές. Ναι, αυτό θα ήθελα να το δω μετά από μία τόσο κουραστικά απογοητευτική μέρα.

Κάτι μου έλεγε για έναν ίππο(;). Είχα ακούσει καλά;
-Ίππος, είπες;... Δεν πηγαίναμε καλά...
-Ναι, απάντησε αμέσως. Είναι ένα... ένα..., κόλλησε.
-Ένα...;, έσκυψα λίγο για τον κοιτάξω καλύτερα. Ένα, τι;
-Είναι ένα... αντικείμενο σαδομαζοχισμού κι αυτό, που...
-Συγγνώμη. Μαζί με όλα αυτά βγαίνει και μηχανή για μαλλί τής γριάς;, τον ρώτησα αρκετά νευριασμένη.
-Δεν καταλ...
-Λέω, υπάρχει και μηχανή για μαλλί τής γριάς; Αλογατάκια, έχει ο σαδομαζοχισμός. Για εσένα, προφανώς. Εγώ, όση ώρα εσύ θα διασκεδάζεις, θα τσιμπάω κάτι; Α! Μηχανή για pop-corn;
-Συγ...
-Όχι. Εγώ συγγνώμη. Μπορείς να ανοίξεις τις σακούλες. Ελπίζω να χαρείς περισσότερο από εμένα. Καληνύχτα.
-Φεύγετε;, ρώτησε παραξενεμένος.
-Ναι. Η σαδιστική μου προσωπικότητα δεν διασκεδάζει εδώ μέσα. Πάρε ό,τι άλογο σου χρειάζεται, και μόλις συμπληρωθεί το καρναβάλι, πάρε μου και τις μηχανές που σου ζήτησα. Γιατί αυτήν την μαλακία στον τοίχο, δεν την έχω παραγγείλει εγώ. Επίσης, ούτε καν την ζήτησα. Αλλά, υποθέτω, στον σαδομαζοχισμό, κουμάντο κάνει ο μαζοχιστής. Knock yourself out, λοιπόν. Καληνύχτα.

Βγήκα από το σπίτι ανασαίνοντας βαθιά, νοιώθοντας μία απέραντη αηδία.
Τι ήξερα εγώ από αυτά; Τι σχέση είχα εγώ με τον σαδισμό; Τι σχέση είχα εγώ με αυτόν τον άνθρωπο; Όσο τον είχα δει ενθουσιασμένο με τον σταυρό του, δεν τον είχα δει ποτέ με εμένα. Αυτό ήταν η σχέση σαδίστριας/μαζοχιστή; Ok. Τότε εγώ δεν είχα καμμία σχέση. 100%.

Αλλά πέρα από όλα αυτά.
Ο υποτακτικός/μαζοχιστής, παίρνει πρωτοβουλίες; Ok, εγώ είμαι εγώ, και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Στον σαδομαζοχισμό, αυτό υποτίθεται; Δηλαδή, το λέμε για να το λέμε; Δεν είχα καταλάβει. Διότι μου φαινόταν για κάτι που δεν ήθελα να πιστέψω. Ήμουν, ουσιαστικά, το γκοφεράκι του; Γιατί δεν μπορούσα να το εξηγήσω αλλιώς; Και ποιον να ρωτούσα; Ο μόνος που μπορούσε να μου λύσει τις απορίες ήταν αλλοπαρμένος με μία θρησκευτική αναφορά που δέσποζε σε σημείο Χ επάνω στον τοίχο ενός άδειου δωματίου. Και μπορεί να μην γέμιζε τον χώρο, φαινόταν, όμως, ότι γέμιζε τον ίδιο(;)...

Συγγνώμη.
Γέμιζε τον ίδιο;... Ένα ξύλινο πράγμα;...
Όχι, δεν χωρούσε στο μυαλό μου. Δεν μπορεί. Κάτι άλλο συνέβαινε. Αυτό, αποκλείεται να ήταν. Μιλούσα με έναν άνθρωπο καλλιεργημένο, με έναν άνθρωπο που δεν ήταν δυνατόν να είχε τέτοιο σκεπτικό. Κάτι άλλο ήταν. Κάτι που δεν πήγαινε το δικό μου μυαλό.

Μήπως τον παρεξηγούσα;
Μήπως επειδή δεν ήμουν σαδίστρια, δεν μπορούσα να τον καταλάβω; Μήπως δεν έφταιγε; Από την μία, άνδρας ήταν. Φημίζονται οι άνδρες για την καλαισθησία τους; Όχι. Και από την άλλη, ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ του δεν είχε κάνει τίποτα, και ξαφνικά βρήκε εμένα. Ήταν τόσο κακό να τρέξει να αγοράσει κάτι που είχε - ίσως πάντα - στο μυαλό του; Έστω κι αν αυτό δεν άρεσε σε εμένα; Σαδίστρια, δεν ήμουν. Μαζοχίστρια, δεν ήμουν. Πως να τον καταλάβω;

"Μήπως σε πιάνω πάλι να προτρέχεις; Δεν πρέπει. Τι σε πιάνει;", σκεφτόμουν μέσα στο ταξί. "Υπάρχει περίπτωση με έναν άνθρωπο σαν τον Ψ, με ό,τι έχει διαβάσει, να μην μπορέσεις να συννενοηθείς; Έλα, μην γίνεσαι υπερβολική", μου έβαζα χέρι.

Όταν, όμως, σου μιλάει το ένστικτο, δεν σε κοροϊδεύει ποτέ.

Μπορεί να του έδινα όση πίστωση ήμουν σε θέση να του δώσω, αλλά μέσα μου είχα ξενερώσει. Κι αυτή την φορά, πάρα πολύ. Ωστόσο, δεν μπορούσα, αντικειμενικά, να βγάλω ακόμα συμπεράσματα. Η σχέση μόλις ξεκινούσε. Ήταν νωρίς ακόμη. Και ίσως να βρισκόταν σε μεγαλύτερη αμηχανία(;) από ό,τι υπέθετα. Τι έφταιγε εκείνος, εάν εγώ ήμουν δύσκολη στα γούστα μου;

Μέχρι να φτάσω σπίτι, είχα βαρεθεί να σκέφτομαι.
Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ.
Να ξεχάσω εκείνη την ημέρα και να την αφήσω πίσω.

Α.
Και να μην τον ξαναδώ για κάποιο διάστημα.

18.10.11

The Jump Start

Όταν είμαι ευτυχισμένη;

Φϊλε, όταν είμαι ευτυχισμένη μπορώ να σαρώσω το σύμπαν...

Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι με κόκες / speed / MDMA / crack / meth / της Παναγιάς τα μάτια, ξέρω, όμως, ότι δεν μπορούν να με φτάσουν σε ενέργεια ούτε για την πλάκα. Τι; Μπορούν να καθαρίζουν μπάνια με τις οδοντόβουρτσες για 72 ώρες; Φίλε, άραξε. Θα φάνε τα μούτρα τους μετά. Χοντρά.
Ενώ εγώ ακόμα θα ανεβαίνω σταθερά και αδιάλειπτα.
..

Κι ένα(ς) μπορεί, μόνο, να με κατεβάσει: εκείνο(ς) που με ανέβασε.
Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνω Χριστό.
Δεν υπάρχουν "όχι" / εμπόδια / αντίξοες συνθήκες / του κώλου τα 9μερα, τίποτα.
Έχει κλείσει το θέμα, λέμε
I'm the queen of the world!
Τέλος.

Έτσι κι εγώ, λοιπόν, ξύπνησα την άλλη μέρα.
Με την βασιλική μου ιδιότητα, πλύθηκα, ντύθηκα, χτενίστηκα.
Ο υποτακτικός μου δεν ήταν εκεί για να με βοηθήσει, βέβαια, αλλά την προηγούμενη νύχτα με είχε ευχαριστήσει τόσο πολύ που δεν με ένοιαζε τίποτα.
Μα τίποτα.

Στις συζητήσεις - "συζητήσεις", τώρα, κι εσύ... διαλέξεις, είπαμε... σεμινάρια... "συζητήσεις"... εσύ τι έλεγες, χαρά μου; τον μόκο; ωραίες συζητήσεις... συγκεντρώσου... - που κάναμε, είχαμε συμφωνήσει να διαμορφώσουμε το δωμάτιο που ήταν κενό, απέναντι από την κρεβατοκάμαρά του. Έτσι εξασφαλίζαμε και την ηχομόνωση από την μητέρα του, και την διακριτικότητα από την γειτονιά, διότι από την πλευρά που ήταν είχε μόνο δέντρα από το διπλανό σπίτι. Θα κάναμε εκείνο το δωμάτιο πύργο τής ακολασίας!
Μιλούσαμε για το τέλειο πλάνο!

Από τα καλά τού να τα έχεις με μεγαλύτερο, είναι ότι έχει τον δικό του χώρο, δεν έχει γονείς να τριγυρίζουν στα δωμάτια, μπορείς να κυκλοφορείς γυμνός, να ακούς μουσική όσο δυνατά θέλεις, και να κάνεις sex στο ξεκάρφωτο. Από τα καλά που (φανταζόμουν ότι θα) έχει μία σχέση με έναν μεγαλύτερο σκλάβο, είναι ότι έχει τον δικό του χώρο, δεν έχει γονείς να τριγυρίζουν στα δωμάτια, μπορείς να κυκλοφορείς γυμνός, να ακούς μουσική όσο δυνατά θέλεις, να κάνεις sex στο ξεκάρφωτο, και να τον πλακώνεις στο ξύλο όποτε σου έρθει!
Γαμώ;!

Μιλάμε ότι ήμουν στα σύννεφα.

Τελείωσα - τρέχοντας - την δουλειά μου, πήγα σπίτι, άλλαξα, και ετοιμάστηκα για την εξόρμηση που περίμενα: θα πήγαινα σε ό,τι sex shop έβρισκα μπροστά μου. Θα τα κατέβαζα όλα κάτω. Δεν θα έβρισκε άνθρωπος να πάρει μαστίγιο για δείγμα να κάνει την δουλειά του, λέμε τώρα... Και τι μαστίγιο, δηλαδή; Ό,τι μου γυάλιζε! Θα έκανα την προίκα μου κανονικά.

Το ξεκίνησα από την Ομόνοια.
Το πρώτο που βρήκα ήταν σε έναν ημιόροφο(;).
Την βρωμιά, την σκόνη, τις δακτυλιές που είχε, δεν υπάρχουν λόγια για να τα περιγράψουν...
Καπνοί από τσιγάρα που κάπνιζαν κάτι χαροκαμμένοι που κοίταζαν αυτό που ήθελαν και κοιτούσαν κι εσένα αν τους κοίταζες (...), από κάτι άλλους που συνόδευαν κάτι αιθέριες υπάρξεις με την φούστα μέχρι το μουνί και την μπλούζα μέχρι την θηλή, και από τους υπαλλήλους(;)-ιδιοκτήτες(;) που είχαν ναι-μεν αυτό το "είμαι προχώ και απελευθέ" αλλά και το "το ξέρω ότι φαίνομαι σαν ταβανοχτυπημένος, από το πολύ παίξιμο θα είναι".

Για ανάσα, ούτε συζήτηση.
Τα "ρούχα" ήταν όλα στοιβαγμένα σε κάτι γαϊδούρες που είχαν λυγίσει από το βάρος τού πλαστικού (μιλάμε, εάν άναβες αναπτήρα τρία εκατοστά μακριά από το "ένδυμα" θα λαμπαδιάζαμε σε δευτερόλεπτα... ), όλα εξαίρετης ποιότητος, ατσαλάκωτα, στα κουτιά τους, αχρησιμοποίητα - αβασάνιστα/αβάδιστα κτλ -, τα δε "αξεσουάρ" ό,τι είχε περισσέψει (από ποια χώρα, άραγε, δεν ξέρω, ούτε κι εκείνοι που τα είχαν φέρει, σίγουρα...) από ό,τι είχαν σκοπό να κάψουν στην χωματερή τους, αλλά εκείνη ήταν πολύ υπερήφανη για να το κάνει.

Αισθανόμουν σαν λεπρή.
Μικρά κομματάκια ευτυχίας ξεκολλούσαν από πάνω μου κάθε φορά που κοιτούσα κάτι που θα ήθελα να μου άρεσε. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω από την μπόχα, τον καπνό, την κλεισούρα, τα υπερφορτωμένα ράφια που ήταν γεμάτα από κουτιά που είχαν καταστραφεί στο άνοιξε/κλείσε/ξαναβάλτο πίσω. Είπα να φύγω. Θυμήθηκα έναν παλιό μου φίλο που μου είχε πει ότι ο πατέρας του είχε αλυσίδα sex shop. Τον πήρα τηλέφωνο. Με έστειλε στην άλλη πλευρά τής πλατείας, σε στοά, αυτή την φορά. Τα ίδια σκατά.
Λέπρα.

Δεν θυμάμαι πόσα βρήκα, πάντως τα γύρισα όλα.
Τι πήρα;
Μαλακίες.
Όλα λες και ψώνιζα από καταυλισμό τού '60.
Με παρηγορούσα σκεπτόμενη ότι όλα αυτά θα είναι η προσωπική μου συλλογή, ότι με αυτήν θα κάνω θαύματα, και με φοβέριζα και λίγο, θα έλεγα, σκεπτόμενη "Αν δεν είχες κι αυτά τι θα έκανες; Να λες κι ευχαριστώ!", θυμίζοντάς μου την μαμά μου.

Όχι.
Τότε δεν ήξερα ότι ο χώρος είναι ένα ατελείωτο καρακιτσαριό.
Ότι ήταν γεμάτος από δευτεράντζες.
Ό,τι υπήρχε - ειδικά τότε - δεν θα καταδεχόταν να το φορέσει και το τελευταίο τραβέλι τής Συγγρού και των γύρω κακοφωτισμένων στενών.

Ούτε ήξερα ότι το φαινόμενο ήταν, ειδικώς, Ελληνικό.
Κάτι τού στυλ "ήταν στραβό το κλίμα, το 'φαγε κι ο γάϊδαρος".
Ότι ήμασταν πολύ περισσότερο πίσω, από όσο έβαζε ο νους μου.

Σε λιγότερο από 10 μέρες από σήμερα, πριν από 4 ολόκληρα χρόνια, άρχισα να το μαθαίνω.
Και μέσω αυτού που έβριζα και σιχαινόμουν - ναι, αυτό που τώρα σας γράφω... - άνοιξαν τα στραβάδια μου και είδα σε τι κατάσταση βρισκόμουν εγώ, βρισκόταν ο χώρος, βρίσκονταν οι άλλοι. Διότι, τότε, ό,τι και αν πίστευα, δεν μπορούσα να το αποδείξω.

Και η κατρακύλα είχε ξεκινήσει εκείνη την ημέρα.
Με όσα αναγκάστηκα να δω.
Αλλά η χαρά μου δεν είχε φύγει.
Γιατί αυτό που με είχε κάνει ευτυχισμένη δεν ήταν τα ψώνια σε εκείνη την τρισάθλια αγορά.
Ήταν εκείνος που με περίμενε στο σπίτι.

Πήρα ταξί, χύθηκα μαζί με τις σακούλες στο πίσω κάθισμα, πήρα τηλέφωνο τον Ψ και τον ενημέρωσα διακριτικά ότι πήρα κάποια πράγματα που θα ήθελα, και θα πήγαινα σπίτι. Και αντί να συμφωνήσει - όπως έκανε πάντα -, τον άκουσα λίγο χαρούμενο(;) - αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τέτοιου είδους χαρακτηρισμό για εκείνον, βέβαια. Μου πρότεινε, αν ήθελα, να πήγαινα κατευθείαν σπίτι του, για να μου δείξει κάτι που πήρε κι αυτός. "Διάολε!", σκέφθηκα. "Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Εδώ χτίζεται το μέλλον μας!".
Ναι. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη.

Είπα στον οδηγό να το σανιδώσει για την περιοχή τού Ψ.
Σε όλο τον δρόμο έκανα πάλι σχέδια. Ένας μαζοχιστής! Θα έκανα ό,τι ήθελα! Μα ό,τι ήθελα! Γιατί το ήθελε κι εκείνος! Τι ωραία που είναι να θέλεις μαζί με τον σύντροφό σου τα ίδια πράγματα... Πόσο αναζωογωνητικό είναι αυτό... Πόσο σημαντικό...

Ανέβηκα την εξωτερική σκάλα σε 5 δευτερόλεπτα.
Την εσωτερική; Σε 2 1/2.
Τον περίμενα με τις σακούλες στο χέρι, χτυπώντας ανυπόμονα τα νύχια μου - με την σειρά - πάνω στην πόρτα τού δωματίου, μέχρι να πάρει τα πόδια του να μου ανοίξει να δω.
Κι όταν η πόρτα άνοιξε, έμεινα σαν το άγαλμα στον δρόμο.

-Τι είναι αυτό;, τον ρώτησα απογοητευμένα συνοφρυωμένη.
-Ο σταυρός τού Αγίου Ανδρέα, είπε σαν να έλεγε "Η Mona Lisa... Μου την έφεραν κατευθείαν από το Louvre...".
-Σιγά μην είναι και ο σταυρός τού Αγίου Φανουρίου, του απάντησα βαριεστημένα απηυδισμένη.

Αλλά και τρομερά νευριασμένη.

10.10.11

Ignorance

Όταν ήμουν μικρή (και τριανταφυλλένια) - στις συζητήσεις μεταξύ των φιλενάδων μου περί sex -, έλεγα ότι εάν μου έθεταν ποτέ το δίλλημα να επιλέξω μεταξύ ενός άνδρα που είναι καλλιεργημένος και δεν είναι τόσο καλός στο sex και σε έναν άλλον που είναι, ναι μεν, τέλειος στο sex αλλά πτωχός στο μυαλό, θα επέλεγα - χωρίς δεύτερη σκέψη - τον πρώτο. Το sex, ήταν ωραίο, ήταν καλό, αλλά τι να το έκανα εάν πριν ή μετά δεν είχα να πω τίποτα; Ή να το έλεγα με δυσκολία; Πως θα μου ερχόταν, καν, η όρεξη για sex;

Και θυμάμαι 2 πράγματα από τα νειάτα μου.

Έναν θείο μου, που - σε κάποια συζήτηση μεγάλων - τον είχα ακούσει να λέει ότι το 50% της αξίας μίας σχέσης, είναι το sex, και έναν φίλο φίλου - αρκετά μεγαλύτερο από εμάς -, που σε μία συζήτηση για την φαντασία και την ικανότητα των συγγραφέων να συλλαμβάνουν ιδέες αφήνοντας το αναγνωστικό κοινό έκθαμβο με την οξύνοιά τους, ανέφερε κάποιον Orwell, και είπε ότι σε ένα βιβλίο του είχε την τρελή έμπνευση - σε μία εφιαλτική μελλοντική κοινωνία - να απαγορεύσει το sex. Και όταν ο φίλος μου αναρωτήθηκε "Μα, πως του ήρθε κάτι τέτοιο; Γιατί το sex;", ο άλλος έκανε μία παύση - κι ενώ εγώ είχα αρχίσει ήδη να ξεκόβω από τα μυθιστορήματα και περίμενα να πει κάτι σε "Ήθελε να κάνει την διαφορά!" -, τον κοίταξε σοβαρά, και του είπε "Γιατί το sex απελευθερώνει...", με το ύφος τού στυλ "Μαλάκας είσαι;".

Εγώ - που πάντα σε ακούω αλλά εάν δεν το βιώσω, δεν σε πιστεύω -, τα κράτησα. Ήμουν 16(;)-17(;), και δεν μπορούσα να ξέρω, διότι δεν είχα κάνει sex. Οπότε, ό,τι μου έλεγαν γι' αυτό, το κρατούσα και περίμενα να το διαπιστώσω μόνη μου.

Όταν μεγάλωσα (και έγινα αγκαθένια), και έκανα sex, και γνώρισα άνδρες, κατάλαβα ότι, όντως, το sex είναι το 50% μίας σχέσης. Ότι, όντως, το sex απελευθερώνει. Και ότι είχαν απόλυτο δίκαιο. Οι παράμετροι που παίζουν ρόλο είναι πολλοί και σημαίνουν διαφορετικά αλλά σημαντικά πράγματα. Και για εσένα, και για τον άλλον, και για την ίδια την σχέση.

Κι όμως.

Εάν μου έκανες την ίδια ερώτηση, πάλι το ίδιο θα σου απαντούσα.

Δεν αναφέρομαι σε περγαμηνές που εξακριβώνουν τις σπουδές σου.
Καμμία σχέση.
Αναφέρομαι στην καλλιέργεια, στην εμπειρία, στην θέληση, στην βούληση.
Αυτά σε κάνουν άνθρωπο.
Και χωρίς αυτά, δεν ξεχωρίζεις και πολύ από τα ζώα.
Με τις πρώτες, μπορείς, απλώς, να βρεις μία καλή δουλειά.
Κι αυτό, πάλι, παίζεται.

Λοιπόν, αυτό ήταν το βασικό μου κριτήριο για τους άνδρες.
Δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο.
Θα ήθελα να κάνω σχέση με έναν μεγαλύτερο / με έναν μικρότερο / με έναν άσχημο / με έναν όμορφο / με έναν ψηλό / με έναν κοντό / με έναν πλούσιο / με έναν φτωχό, με ό,τι κυκλοφορεί σε άνδρα, εν πάση περιπτώσει.
Ήθελα, πάντα, να τα ζήσω όλα.
Σε καμμία, όμως, περίπτωση, δεν θα μπορούσα να κάνω σχέση με έναν μαλάκα.
Δεν με ενδιέφερε εάν ήταν καθηγητής στο Harvard / εάν έπαιρνε $50.000 μισθό / εάν έμενε σε 5άστερο ξενοδοχείο / αν οδηγούσε Porsche / εάν ήταν ο ομορφότερος άνδρας τού πλανήτη.

Γυρίζοντας στο σπίτι, εκείνο το βράδυ, δεν περπατούσα.
Πετούσα!
Σαν να είχαν αλλάξει όλα μέσα μου.
Σαν να με είχες φουσκώσει και είχα γίνει ο άνθρωπος-αερόστατο.
Ήμουν τόσο ευτυχισμένη, που ό,τι και να γράψω θα είναι λίγο.

Από που να ξεκινήσω;
Υποτακτικός;
Μαζοχιστής;
Καλλιεργημένος;
Μεγαλύτερος;

Συν του ότι μου είπε ότι του άρεσε πολύ η κλασσική μουσική.
Εγώ - εκτός από τις γνωστές μελωδίες τού τύπου "Τέσσερις Εποχές" / "5η Συμφωνία" / "Η Λίμνη των Κύκνων", που τις είχα ακούσει από κάποιους δίσκους τού μπαμπά και από κάποιες διαφημίσεις στην τηλεόραση - δεν είχα ιδέα. Αλλά πάντα ήθελα κάποιον που έχει πάθος με αυτήν να με μυήσει στους ήχους της. Ναι μεν, δεν ήταν τυχαίο που δεν ήταν στα ακούσματά μου, αλλά τόσοι άνθρωποι που έλεγαν ότι σε γαληνεύει(;), ότι σε ταξιδεύει(;), κάτι θα ήξεραν. Και ήθελα να το μάθω κι εγώ. Κι ας την απέρριπτα στο τέλος. Δεν είχε σημασία. Θα την είχα γνωρίσει. Αυτό μετρούσε.

Λοιπόν, τι άλλο να ζητούσα;
Όλα αυτά ήταν ήδη περισσότερα από ό,τι περίμενα σε έναν άνδρα, μόνο.

Όταν έπεσα για ύπνο, σκεφτόμουν τι σοκ ήταν για εμένα εκείνο το βράδυ...
Αυτό που δεν περνούσε ούτε καν από το μυαλό μου, ήταν ότι αυτό ήταν το μικρότερο από μία σειρά άλλων, μεγαλύτερων και ισχυρότερων, που θα βίωνα μαζί του.

Ναι.
Τα χειρότερα δεν τα έβαζε ο νους μου.

Και, φίλε, ήταν όλα καθ' οδόν...

4.10.11

Lucy In The Sky With Diamonds

Ονειρευόμουν.
Αυτό που έβλεπα, δεν πρέπει να υπήρχε.

Το δωμάτιο ήταν μικρό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι προορίζονταν για αποθήκη(;).
Αλλά δεν ήταν.

Ήταν ένα δωμάτιο βαμμένο στους πιο θερμούς και γλυκείς τόνους τού καφέ.
Κάτω, στρωμμένη μία μοκέτα από τοίχο σε τοίχο, σε αρμονική απόχρωση.
Απέναντι, ένα μεγάλο παράθυρο, και από κάτω μία μπερζέρα με υποπόδιο, δεξιά της μία μικρή ροτόντα με ένα φωτιστικό αναγνωστηρίου.

Και γύρω, σε όλο το μικρό καφέ δωμάτιο, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, βιβλία...
Παντού βιβλία...
Ό,τι μπορούσες να φανταστείς...

Στοιχισμένα άψογα, και σε κατηγορίες.
Τα βιβλία του από το σχολείο, το πανεπιστήμιο, λογοτεχνία, ποίηση, επιστήμες, μία στήλη μόνο περιοδικά και κάποιες συλλεκτικές εφημερίδες.

"Θα έχω πεθάνει...", σκέφθηκα.
"Διάολε, έχω πεθάνει, λέμε, και δεν μου το είπε κανείς...".

-Μπορώ να μείνω, λίγο, μόνη, τον ρώτησα με όσον αέρα είχε περισσέψει στα πνευμόνια μου.
-Φυσικά, φυσικά, είπε αμέσως. Να σας φέρω το κρασί;
-Δεν μπορώ να αναπνεύσω, του είπα ξέπνοα. Πως θα πιω το κρασί;
-Σας αρέσουν τα βιβλία, ρώτησε ευγενικά.
Γύρισα και τον κοίταξα, σαν να με ρωτούσε εάν αρέσουν σε ένα παιδί οι σοκολάτες.
-Μπορώ να μείνω, λίγο, μόνη;, επανέλαβα.

Έκλεισα την πόρτα πίσω του.
Κάθησα στην πολυθρόνα, και άρχισα να κοιτάζω αχόρταγα τον χώρο.
Ήθελα να ξαπλώσω κάτω, και να με σκέπαζαν όλα εκείνα τα βιβλία...
Γινόταν;
Δεν ήθελα να ξαναβγώ από εκείνο το δωμάτιο ποτέ...
Γινόταν;

"Τι πήγες να κάνεις;!", σκεφτόμουν. "Πάντα δεν ήθελες έναν άνδρα που να διαβάζει πολύ; Γιατί προτρέχεις; Ίσως να είναι επηρεασμένος από τα τόσα αναγνώσματα και να είναι το ύφος του αυτό. Ίσως να έχει αυτό τού 'καθηγητή', και όσα σου λέει για τον σαδομαζοχισμό να σου φαίνεται ότι πάει να σου τα πρεσσάρει στον εγκέφαλο. Γιατί προτρέχεις; Σκέφθηκες μήπως τον έχεις αδικήσει; Υπάρχει περίπτωση ένας τόσο καλλιεργημένος άνθρωπος να είναι απορριπτέος; Τι πήγες να κάνεις;!".

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή.
Τον είχα ερωτευθεί.
Τέλος.

Από όσα βιβλία είχε, ήθελα πάντα να διαβάσω πάνω από τα μισά. Μοιάζαμε τόσο πολύ στα αναγνώσματα, που μου ερχόταν η τρέλα καλπάζοντας. Κι όταν σκεφτόμουν ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να μην έβλεπα αυτό το δωμάτιο ποτέ, μου ερχόταν ακόμη περισσότερο!

Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι δεν είχα χορτάσει ακόμα...
-Είναι όλα έτοιμα, είπε χαμηλόφωνα. Θέλετε να μείνετε κι άλλο;
-Ναι, είπα αμέσως. Και θα μείνετε κι εσείς μαζί μου. Δεν θέλω να φάω. Θέλω να καθήσουμε εδώ.
-Τότε, να φέρω μία καρέκλα για εμένα, είπε χαμογελώντας αμυδρά.
-Θα φέρετε μόνο το κρασί και τα ποτήρια. Θα καθήσουμε κάτω.

Μέχρι να επιστρέψει, έχω κάνει τόσα πλάνα μέσα στο μυαλό μου, με το ποια βιβλία θα διαβάσω πρώτα, πόσο συχνά πρέπει να πηγαίνω. Μόνο τι θα φοράω, δεν είχα σκεφθεί.

Περάσαμε ώρες καθισμένοι στο πάτωμα, βάζοντας και βγάζοντας βιβλία από τα ράφια. Του έδειχνα με το δάκτυλό μου τι ήθελα να δω, κι εκείνος πεταγόταν από την θέση του και μου το έφερνε. Μέχρι που γέμισε ο τόπος ανοικτές σελίδες.
-Δεν ήξερα ότι σας αρέσουν τόσο τα βιβλία, είπε με θαυμασμό.
-Δεν με ρωτήσατε ποτέ.
-Είχαμε άλλα θέματα να συζητήσουμε..., είπε σεμνά.
-Είχατε μόνον ένα θέμα για να μου μιλάτε, του είπα αδιάφορα, κοιτάζοντας γύρω μου.

Το σκέφθηκε.
-Σας έχω κουράσει;, ρώτησε αναστατωμένος.
-Αφόρητα, του απάντησα έντονα.
-Το έχετε μετανοιώσει;, ρώτησε ανήσυχος.
-Σχεδόν, του απάντησα στο ίδιο ύφος.
Το ξανασκέφθηκε.
-Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω;, ρώτησε λυπημένα.
-Νομίζω ότι μετά από αυτό που είδα, τίποτα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να μου αλλάξει την γνώμη περισσότερο από αυτόν εδώ τον παράδεισο. Τα έχετε διαβάσει όλα;
-Ναι, ένευσε καταφατικά.

Διάολε.
Τον είχα ερωτευθεί.

Τέλος.

2.10.11

Falling Flat

Ξενέρωσα.

Έπαιρνε τηλέφωνα, του έλεγα ότι έχω δουλειά, θα τον έπαιρνα πίσω εγώ, δεν το έκανα ποτέ.
Ήθελα, όντως, να κάνω μία σχέση με έναν μαζοχιστή.
Όχι, όμως, με έναν... έναν(;), έναν, τι;

Δεν έβρισκα λόγια να περιγράψω την καθαρή αδιαφορία(;) του, ψυχρότητά(;) του.
Δεν ήξερα τι ήταν.
Και δεν θα έμπαινα στο trip-άκι να το ψάξω, γιατί είχα ξενερώσει την ζωή μου, λέμε.

Ό,τι κι αν ήταν, καλώς ήταν, αλλά δεν ήταν για εμένα.
"Ωραίοι οι μαζοχιστές, καλά να είναι οι άνθρωποι, αλλά, μάλλον, δεν είμαι εγώ για τέτοια".
Αυτά σκεφτόμουν, διότι άλλα φανταζόμουν.
Και μπορεί να ήμουν λάθος, δηλαδή, γιατί πόσο τον ήξερα;
Μπορεί ο άνθρωπος να μην ήταν έτσι.
Μπορεί να του άρεσα στην αρχή, και μετά να το μετάνοιωσε.
That's life.

Άρχισε τα μηνύματα.
Ο Ψ δεν ήταν τέτοιος τύπος.
Κι από αυτή την κίνηση - αλλά και από τα γραφόμενά του - κατάλαβα ότι ακόμη ενδιαφερόταν.
Αλλά γιατί;
Εφ' όσον δεν του έκανα αίσθηση.
Ή, τουλάχιστον, η δική μου αίσθηση αυτό έλεγε.
Δεν καταλάβαινα Χριστό.

Ώσπου μία μέρα με παίρνει τηλέφωνο και αποφασίζω να του μιλήσω. Πριν προλάβω, όμως, να του πω να ψάξει αλλού, με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι του. Το σκέφτηκα. Όταν σε καλεί κάποιος στον προσωπικό του χώρο, όπου μπορεί να αισθάνεται ασφαλής(;), ίσως έχει κάτι να σου πει; Μήπως έπρεπε να του δώσω αυτήν την ευκαιρία;
Δέχθηκα.

Με ενοχλούσε πάρα πολύ που έπρεπε να υποθέτω.
Όταν αρχίζεις τις υποθέσεις, σημαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα.
Και με ενοχλεί.

Φτάσαμε στο σπίτι του.
Ένα τριώροφο σπίτι, με αρκετά μεγάλη αυλή γύρω του. Στο ισόγειο έμενε η μητέρα τής μητέρας του - που είχε πεθάνει και ήταν κλειστό -, στον πρώτο η μητέρα του - ο πατέρας του είχε, επίσης, πεθάνει - κι εκείνος στον 2ο. Δεν ξέρω γιατί μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν έμενε κανείς εκεί. Σε όλη την οικοδομή. Πάντως, δεν μου άρεσε. Κι αυτό που δεν μου άρεσε περισσότερο, ήταν το γεγονός, ότι την αυλή πίσω από το σπίτι δεν την είχαν αξιοποιήσει. Ακόμα κι αν δεν ήθελαν να την κάνουν λαχανόκηπο, θα μπορούσαν να είχαν φυτέψει λουλούδια, φυτά, δέντρα, δεν ξέρω, κάτι. Πράσινο. Με ζωή. Αλλά ήταν στρωμένη σαν μία τεράστια ταφόπλακα.
Δεν μου άρεσε.

Στο πλάϊ τού οικοδομήματος, υπήρχε μία κυκλική σκάλα - που όταν έβρεχε έπρεπε να πεις το "Πάτερ ημών" για να την κατέβεις... - μαρμάρινη, στενή κι απότομη. Εκτός από τις ανηφόρες, μισώ και τις σκάλες. Όταν το μυαλό τού ανθρώπου έχει φτάσει στο να δημιουργεί ασανσέρ / κυλιόμενες κλίμακες, δεν βρίσκω τον λόγο γιατί να φτιάχνονται ακόμη συμβατικές σκάλες. Τι είδους μαλακία είναι αυτή.
Ειλικρινά, όμως...

Το να ανεβείς στον 3ο, ήταν Γολγοθάς.
Και με αυτό σιγουρεύτηκα ότι ήταν μαζοχιστής.
Όνομα και πράμα.

Όταν άνοιξε η πόρτα, μαλάκωσα.
Ήταν ένα πανέμορφο σπίτι. Ζεστό, απέριττο, με νεοκλασσικά έπιπλα, με πίνακες που δεν επιλέχθηκαν για να κομποζάρουν με το dessin τού καναπέ. Αλλά το πιο καλό μου, ήταν ότι είχε παντού παράθυρα. Δεν έχω καλύτερο για ένα σπίτι. Μπροστά μας ήταν το σαλόνι, δεξιά μας ένας τοίχος που όταν προχωρούσες λίγο έβλεπες την κουζίνα, και απέναντί της μία εσωτερική σκάλα - που οδηγούσε σε δύο υπνοδωμάτια, δεξιά κι αριστερά της, και στην μέση ένα τεράστιο μπάνιο. Όπως στεκόσουν ανάμεσα στην σκάλα και την κουζίνα, έβλεπες ακριβώς απέναντι ένα μπάνιο, δεξιά του ένα δωμάτιο κι αριστερά ένα άλλο, που ήταν το γραφείο του.

Με ξενάγησε σε όλο το σπίτι, και όταν κατεβαίναμε την εσωτερική σκάλα, παρατήρησα κάτω από αυτήν ένα στρώμα (το λένε;) σκύλου, με τα συναφή μπωλ. Κάθησα στην κουζίνα - ο πλέον αγαπημένος μου χώρος σε ένα σπίτι -, έβαλε κρασί, και άρχισε να μιλάει περί ανέμων και υδάτων. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε μπει στο δωμάτιο που ήταν δίπλα από την κουζίνα. Κι επειδή τρελαίνομαι για εσωτερικούς χώρους - μπορεί να σε τρελάνω στις ερωτήσεις "γιατί αυτό έτσι;", "γιατί εκείνο αλλιώς;"... - ήθελα οπωσδήποτε να δω τι ήταν εκείνο το δωμάτιο.

-Σε αυτό δεν μπήκαμε, του είπα δείχνοντάς του με το δάκτυλό μου.
-Α, ναι..., είπε σεμνά. Θέλετε να πάμε να το δείτε;
-Ναι. Θα το ήθελα, απάντησα και σηκώθηκα για να τον ακολουθήσω.

Όταν άναψε το φως, κόντεψα να λιποθυμήσω.