18.10.11

The Jump Start

Όταν είμαι ευτυχισμένη;

Φϊλε, όταν είμαι ευτυχισμένη μπορώ να σαρώσω το σύμπαν...

Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι με κόκες / speed / MDMA / crack / meth / της Παναγιάς τα μάτια, ξέρω, όμως, ότι δεν μπορούν να με φτάσουν σε ενέργεια ούτε για την πλάκα. Τι; Μπορούν να καθαρίζουν μπάνια με τις οδοντόβουρτσες για 72 ώρες; Φίλε, άραξε. Θα φάνε τα μούτρα τους μετά. Χοντρά.
Ενώ εγώ ακόμα θα ανεβαίνω σταθερά και αδιάλειπτα.
..

Κι ένα(ς) μπορεί, μόνο, να με κατεβάσει: εκείνο(ς) που με ανέβασε.
Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνω Χριστό.
Δεν υπάρχουν "όχι" / εμπόδια / αντίξοες συνθήκες / του κώλου τα 9μερα, τίποτα.
Έχει κλείσει το θέμα, λέμε
I'm the queen of the world!
Τέλος.

Έτσι κι εγώ, λοιπόν, ξύπνησα την άλλη μέρα.
Με την βασιλική μου ιδιότητα, πλύθηκα, ντύθηκα, χτενίστηκα.
Ο υποτακτικός μου δεν ήταν εκεί για να με βοηθήσει, βέβαια, αλλά την προηγούμενη νύχτα με είχε ευχαριστήσει τόσο πολύ που δεν με ένοιαζε τίποτα.
Μα τίποτα.

Στις συζητήσεις - "συζητήσεις", τώρα, κι εσύ... διαλέξεις, είπαμε... σεμινάρια... "συζητήσεις"... εσύ τι έλεγες, χαρά μου; τον μόκο; ωραίες συζητήσεις... συγκεντρώσου... - που κάναμε, είχαμε συμφωνήσει να διαμορφώσουμε το δωμάτιο που ήταν κενό, απέναντι από την κρεβατοκάμαρά του. Έτσι εξασφαλίζαμε και την ηχομόνωση από την μητέρα του, και την διακριτικότητα από την γειτονιά, διότι από την πλευρά που ήταν είχε μόνο δέντρα από το διπλανό σπίτι. Θα κάναμε εκείνο το δωμάτιο πύργο τής ακολασίας!
Μιλούσαμε για το τέλειο πλάνο!

Από τα καλά τού να τα έχεις με μεγαλύτερο, είναι ότι έχει τον δικό του χώρο, δεν έχει γονείς να τριγυρίζουν στα δωμάτια, μπορείς να κυκλοφορείς γυμνός, να ακούς μουσική όσο δυνατά θέλεις, και να κάνεις sex στο ξεκάρφωτο. Από τα καλά που (φανταζόμουν ότι θα) έχει μία σχέση με έναν μεγαλύτερο σκλάβο, είναι ότι έχει τον δικό του χώρο, δεν έχει γονείς να τριγυρίζουν στα δωμάτια, μπορείς να κυκλοφορείς γυμνός, να ακούς μουσική όσο δυνατά θέλεις, να κάνεις sex στο ξεκάρφωτο, και να τον πλακώνεις στο ξύλο όποτε σου έρθει!
Γαμώ;!

Μιλάμε ότι ήμουν στα σύννεφα.

Τελείωσα - τρέχοντας - την δουλειά μου, πήγα σπίτι, άλλαξα, και ετοιμάστηκα για την εξόρμηση που περίμενα: θα πήγαινα σε ό,τι sex shop έβρισκα μπροστά μου. Θα τα κατέβαζα όλα κάτω. Δεν θα έβρισκε άνθρωπος να πάρει μαστίγιο για δείγμα να κάνει την δουλειά του, λέμε τώρα... Και τι μαστίγιο, δηλαδή; Ό,τι μου γυάλιζε! Θα έκανα την προίκα μου κανονικά.

Το ξεκίνησα από την Ομόνοια.
Το πρώτο που βρήκα ήταν σε έναν ημιόροφο(;).
Την βρωμιά, την σκόνη, τις δακτυλιές που είχε, δεν υπάρχουν λόγια για να τα περιγράψουν...
Καπνοί από τσιγάρα που κάπνιζαν κάτι χαροκαμμένοι που κοίταζαν αυτό που ήθελαν και κοιτούσαν κι εσένα αν τους κοίταζες (...), από κάτι άλλους που συνόδευαν κάτι αιθέριες υπάρξεις με την φούστα μέχρι το μουνί και την μπλούζα μέχρι την θηλή, και από τους υπαλλήλους(;)-ιδιοκτήτες(;) που είχαν ναι-μεν αυτό το "είμαι προχώ και απελευθέ" αλλά και το "το ξέρω ότι φαίνομαι σαν ταβανοχτυπημένος, από το πολύ παίξιμο θα είναι".

Για ανάσα, ούτε συζήτηση.
Τα "ρούχα" ήταν όλα στοιβαγμένα σε κάτι γαϊδούρες που είχαν λυγίσει από το βάρος τού πλαστικού (μιλάμε, εάν άναβες αναπτήρα τρία εκατοστά μακριά από το "ένδυμα" θα λαμπαδιάζαμε σε δευτερόλεπτα... ), όλα εξαίρετης ποιότητος, ατσαλάκωτα, στα κουτιά τους, αχρησιμοποίητα - αβασάνιστα/αβάδιστα κτλ -, τα δε "αξεσουάρ" ό,τι είχε περισσέψει (από ποια χώρα, άραγε, δεν ξέρω, ούτε κι εκείνοι που τα είχαν φέρει, σίγουρα...) από ό,τι είχαν σκοπό να κάψουν στην χωματερή τους, αλλά εκείνη ήταν πολύ υπερήφανη για να το κάνει.

Αισθανόμουν σαν λεπρή.
Μικρά κομματάκια ευτυχίας ξεκολλούσαν από πάνω μου κάθε φορά που κοιτούσα κάτι που θα ήθελα να μου άρεσε. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω από την μπόχα, τον καπνό, την κλεισούρα, τα υπερφορτωμένα ράφια που ήταν γεμάτα από κουτιά που είχαν καταστραφεί στο άνοιξε/κλείσε/ξαναβάλτο πίσω. Είπα να φύγω. Θυμήθηκα έναν παλιό μου φίλο που μου είχε πει ότι ο πατέρας του είχε αλυσίδα sex shop. Τον πήρα τηλέφωνο. Με έστειλε στην άλλη πλευρά τής πλατείας, σε στοά, αυτή την φορά. Τα ίδια σκατά.
Λέπρα.

Δεν θυμάμαι πόσα βρήκα, πάντως τα γύρισα όλα.
Τι πήρα;
Μαλακίες.
Όλα λες και ψώνιζα από καταυλισμό τού '60.
Με παρηγορούσα σκεπτόμενη ότι όλα αυτά θα είναι η προσωπική μου συλλογή, ότι με αυτήν θα κάνω θαύματα, και με φοβέριζα και λίγο, θα έλεγα, σκεπτόμενη "Αν δεν είχες κι αυτά τι θα έκανες; Να λες κι ευχαριστώ!", θυμίζοντάς μου την μαμά μου.

Όχι.
Τότε δεν ήξερα ότι ο χώρος είναι ένα ατελείωτο καρακιτσαριό.
Ότι ήταν γεμάτος από δευτεράντζες.
Ό,τι υπήρχε - ειδικά τότε - δεν θα καταδεχόταν να το φορέσει και το τελευταίο τραβέλι τής Συγγρού και των γύρω κακοφωτισμένων στενών.

Ούτε ήξερα ότι το φαινόμενο ήταν, ειδικώς, Ελληνικό.
Κάτι τού στυλ "ήταν στραβό το κλίμα, το 'φαγε κι ο γάϊδαρος".
Ότι ήμασταν πολύ περισσότερο πίσω, από όσο έβαζε ο νους μου.

Σε λιγότερο από 10 μέρες από σήμερα, πριν από 4 ολόκληρα χρόνια, άρχισα να το μαθαίνω.
Και μέσω αυτού που έβριζα και σιχαινόμουν - ναι, αυτό που τώρα σας γράφω... - άνοιξαν τα στραβάδια μου και είδα σε τι κατάσταση βρισκόμουν εγώ, βρισκόταν ο χώρος, βρίσκονταν οι άλλοι. Διότι, τότε, ό,τι και αν πίστευα, δεν μπορούσα να το αποδείξω.

Και η κατρακύλα είχε ξεκινήσει εκείνη την ημέρα.
Με όσα αναγκάστηκα να δω.
Αλλά η χαρά μου δεν είχε φύγει.
Γιατί αυτό που με είχε κάνει ευτυχισμένη δεν ήταν τα ψώνια σε εκείνη την τρισάθλια αγορά.
Ήταν εκείνος που με περίμενε στο σπίτι.

Πήρα ταξί, χύθηκα μαζί με τις σακούλες στο πίσω κάθισμα, πήρα τηλέφωνο τον Ψ και τον ενημέρωσα διακριτικά ότι πήρα κάποια πράγματα που θα ήθελα, και θα πήγαινα σπίτι. Και αντί να συμφωνήσει - όπως έκανε πάντα -, τον άκουσα λίγο χαρούμενο(;) - αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τέτοιου είδους χαρακτηρισμό για εκείνον, βέβαια. Μου πρότεινε, αν ήθελα, να πήγαινα κατευθείαν σπίτι του, για να μου δείξει κάτι που πήρε κι αυτός. "Διάολε!", σκέφθηκα. "Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Εδώ χτίζεται το μέλλον μας!".
Ναι. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη.

Είπα στον οδηγό να το σανιδώσει για την περιοχή τού Ψ.
Σε όλο τον δρόμο έκανα πάλι σχέδια. Ένας μαζοχιστής! Θα έκανα ό,τι ήθελα! Μα ό,τι ήθελα! Γιατί το ήθελε κι εκείνος! Τι ωραία που είναι να θέλεις μαζί με τον σύντροφό σου τα ίδια πράγματα... Πόσο αναζωογωνητικό είναι αυτό... Πόσο σημαντικό...

Ανέβηκα την εξωτερική σκάλα σε 5 δευτερόλεπτα.
Την εσωτερική; Σε 2 1/2.
Τον περίμενα με τις σακούλες στο χέρι, χτυπώντας ανυπόμονα τα νύχια μου - με την σειρά - πάνω στην πόρτα τού δωματίου, μέχρι να πάρει τα πόδια του να μου ανοίξει να δω.
Κι όταν η πόρτα άνοιξε, έμεινα σαν το άγαλμα στον δρόμο.

-Τι είναι αυτό;, τον ρώτησα απογοητευμένα συνοφρυωμένη.
-Ο σταυρός τού Αγίου Ανδρέα, είπε σαν να έλεγε "Η Mona Lisa... Μου την έφεραν κατευθείαν από το Louvre...".
-Σιγά μην είναι και ο σταυρός τού Αγίου Φανουρίου, του απάντησα βαριεστημένα απηυδισμένη.

Αλλά και τρομερά νευριασμένη.