Ονειρευόμουν.
Αυτό που έβλεπα, δεν πρέπει να υπήρχε.
Το δωμάτιο ήταν μικρό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι προορίζονταν για αποθήκη(;).
Αλλά δεν ήταν.
Ήταν ένα δωμάτιο βαμμένο στους πιο θερμούς και γλυκείς τόνους τού καφέ.
Κάτω, στρωμμένη μία μοκέτα από τοίχο σε τοίχο, σε αρμονική απόχρωση.
Απέναντι, ένα μεγάλο παράθυρο, και από κάτω μία μπερζέρα με υποπόδιο, δεξιά της μία μικρή ροτόντα με ένα φωτιστικό αναγνωστηρίου.
Και γύρω, σε όλο το μικρό καφέ δωμάτιο, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, βιβλία...
Παντού βιβλία...
Ό,τι μπορούσες να φανταστείς...
Στοιχισμένα άψογα, και σε κατηγορίες.
Τα βιβλία του από το σχολείο, το πανεπιστήμιο, λογοτεχνία, ποίηση, επιστήμες, μία στήλη μόνο περιοδικά και κάποιες συλλεκτικές εφημερίδες.
"Θα έχω πεθάνει...", σκέφθηκα.
"Διάολε, έχω πεθάνει, λέμε, και δεν μου το είπε κανείς...".
-Μπορώ να μείνω, λίγο, μόνη, τον ρώτησα με όσον αέρα είχε περισσέψει στα πνευμόνια μου.
-Φυσικά, φυσικά, είπε αμέσως. Να σας φέρω το κρασί;
-Δεν μπορώ να αναπνεύσω, του είπα ξέπνοα. Πως θα πιω το κρασί;
-Σας αρέσουν τα βιβλία, ρώτησε ευγενικά.
Γύρισα και τον κοίταξα, σαν να με ρωτούσε εάν αρέσουν σε ένα παιδί οι σοκολάτες.
-Μπορώ να μείνω, λίγο, μόνη;, επανέλαβα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω του.
Κάθησα στην πολυθρόνα, και άρχισα να κοιτάζω αχόρταγα τον χώρο.
Ήθελα να ξαπλώσω κάτω, και να με σκέπαζαν όλα εκείνα τα βιβλία...
Γινόταν;
Δεν ήθελα να ξαναβγώ από εκείνο το δωμάτιο ποτέ...
Γινόταν;
"Τι πήγες να κάνεις;!", σκεφτόμουν. "Πάντα δεν ήθελες έναν άνδρα που να διαβάζει πολύ; Γιατί προτρέχεις; Ίσως να είναι επηρεασμένος από τα τόσα αναγνώσματα και να είναι το ύφος του αυτό. Ίσως να έχει αυτό τού 'καθηγητή', και όσα σου λέει για τον σαδομαζοχισμό να σου φαίνεται ότι πάει να σου τα πρεσσάρει στον εγκέφαλο. Γιατί προτρέχεις; Σκέφθηκες μήπως τον έχεις αδικήσει; Υπάρχει περίπτωση ένας τόσο καλλιεργημένος άνθρωπος να είναι απορριπτέος; Τι πήγες να κάνεις;!".
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή.
Τον είχα ερωτευθεί.
Τέλος.
Από όσα βιβλία είχε, ήθελα πάντα να διαβάσω πάνω από τα μισά. Μοιάζαμε τόσο πολύ στα αναγνώσματα, που μου ερχόταν η τρέλα καλπάζοντας. Κι όταν σκεφτόμουν ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να μην έβλεπα αυτό το δωμάτιο ποτέ, μου ερχόταν ακόμη περισσότερο!
Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι δεν είχα χορτάσει ακόμα...
-Είναι όλα έτοιμα, είπε χαμηλόφωνα. Θέλετε να μείνετε κι άλλο;
-Ναι, είπα αμέσως. Και θα μείνετε κι εσείς μαζί μου. Δεν θέλω να φάω. Θέλω να καθήσουμε εδώ.
-Τότε, να φέρω μία καρέκλα για εμένα, είπε χαμογελώντας αμυδρά.
-Θα φέρετε μόνο το κρασί και τα ποτήρια. Θα καθήσουμε κάτω.
Μέχρι να επιστρέψει, έχω κάνει τόσα πλάνα μέσα στο μυαλό μου, με το ποια βιβλία θα διαβάσω πρώτα, πόσο συχνά πρέπει να πηγαίνω. Μόνο τι θα φοράω, δεν είχα σκεφθεί.
Περάσαμε ώρες καθισμένοι στο πάτωμα, βάζοντας και βγάζοντας βιβλία από τα ράφια. Του έδειχνα με το δάκτυλό μου τι ήθελα να δω, κι εκείνος πεταγόταν από την θέση του και μου το έφερνε. Μέχρι που γέμισε ο τόπος ανοικτές σελίδες.
-Δεν ήξερα ότι σας αρέσουν τόσο τα βιβλία, είπε με θαυμασμό.
-Δεν με ρωτήσατε ποτέ.
-Είχαμε άλλα θέματα να συζητήσουμε..., είπε σεμνά.
-Είχατε μόνον ένα θέμα για να μου μιλάτε, του είπα αδιάφορα, κοιτάζοντας γύρω μου.
Το σκέφθηκε.
-Σας έχω κουράσει;, ρώτησε αναστατωμένος.
-Αφόρητα, του απάντησα έντονα.
-Το έχετε μετανοιώσει;, ρώτησε ανήσυχος.
-Σχεδόν, του απάντησα στο ίδιο ύφος.
Το ξανασκέφθηκε.
-Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω;, ρώτησε λυπημένα.
-Νομίζω ότι μετά από αυτό που είδα, τίποτα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να μου αλλάξει την γνώμη περισσότερο από αυτόν εδώ τον παράδεισο. Τα έχετε διαβάσει όλα;
-Ναι, ένευσε καταφατικά.
Διάολε.
Τον είχα ερωτευθεί.
Τέλος.
Αυτό που έβλεπα, δεν πρέπει να υπήρχε.
Το δωμάτιο ήταν μικρό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι προορίζονταν για αποθήκη(;).
Αλλά δεν ήταν.
Ήταν ένα δωμάτιο βαμμένο στους πιο θερμούς και γλυκείς τόνους τού καφέ.
Κάτω, στρωμμένη μία μοκέτα από τοίχο σε τοίχο, σε αρμονική απόχρωση.
Απέναντι, ένα μεγάλο παράθυρο, και από κάτω μία μπερζέρα με υποπόδιο, δεξιά της μία μικρή ροτόντα με ένα φωτιστικό αναγνωστηρίου.
Και γύρω, σε όλο το μικρό καφέ δωμάτιο, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, βιβλία...
Παντού βιβλία...
Ό,τι μπορούσες να φανταστείς...
Στοιχισμένα άψογα, και σε κατηγορίες.
Τα βιβλία του από το σχολείο, το πανεπιστήμιο, λογοτεχνία, ποίηση, επιστήμες, μία στήλη μόνο περιοδικά και κάποιες συλλεκτικές εφημερίδες.
"Θα έχω πεθάνει...", σκέφθηκα.
"Διάολε, έχω πεθάνει, λέμε, και δεν μου το είπε κανείς...".
-Μπορώ να μείνω, λίγο, μόνη, τον ρώτησα με όσον αέρα είχε περισσέψει στα πνευμόνια μου.
-Φυσικά, φυσικά, είπε αμέσως. Να σας φέρω το κρασί;
-Δεν μπορώ να αναπνεύσω, του είπα ξέπνοα. Πως θα πιω το κρασί;
-Σας αρέσουν τα βιβλία, ρώτησε ευγενικά.
Γύρισα και τον κοίταξα, σαν να με ρωτούσε εάν αρέσουν σε ένα παιδί οι σοκολάτες.
-Μπορώ να μείνω, λίγο, μόνη;, επανέλαβα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω του.
Κάθησα στην πολυθρόνα, και άρχισα να κοιτάζω αχόρταγα τον χώρο.
Ήθελα να ξαπλώσω κάτω, και να με σκέπαζαν όλα εκείνα τα βιβλία...
Γινόταν;
Δεν ήθελα να ξαναβγώ από εκείνο το δωμάτιο ποτέ...
Γινόταν;
"Τι πήγες να κάνεις;!", σκεφτόμουν. "Πάντα δεν ήθελες έναν άνδρα που να διαβάζει πολύ; Γιατί προτρέχεις; Ίσως να είναι επηρεασμένος από τα τόσα αναγνώσματα και να είναι το ύφος του αυτό. Ίσως να έχει αυτό τού 'καθηγητή', και όσα σου λέει για τον σαδομαζοχισμό να σου φαίνεται ότι πάει να σου τα πρεσσάρει στον εγκέφαλο. Γιατί προτρέχεις; Σκέφθηκες μήπως τον έχεις αδικήσει; Υπάρχει περίπτωση ένας τόσο καλλιεργημένος άνθρωπος να είναι απορριπτέος; Τι πήγες να κάνεις;!".
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή.
Τον είχα ερωτευθεί.
Τέλος.
Από όσα βιβλία είχε, ήθελα πάντα να διαβάσω πάνω από τα μισά. Μοιάζαμε τόσο πολύ στα αναγνώσματα, που μου ερχόταν η τρέλα καλπάζοντας. Κι όταν σκεφτόμουν ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να μην έβλεπα αυτό το δωμάτιο ποτέ, μου ερχόταν ακόμη περισσότερο!
Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι δεν είχα χορτάσει ακόμα...
-Είναι όλα έτοιμα, είπε χαμηλόφωνα. Θέλετε να μείνετε κι άλλο;
-Ναι, είπα αμέσως. Και θα μείνετε κι εσείς μαζί μου. Δεν θέλω να φάω. Θέλω να καθήσουμε εδώ.
-Τότε, να φέρω μία καρέκλα για εμένα, είπε χαμογελώντας αμυδρά.
-Θα φέρετε μόνο το κρασί και τα ποτήρια. Θα καθήσουμε κάτω.
Μέχρι να επιστρέψει, έχω κάνει τόσα πλάνα μέσα στο μυαλό μου, με το ποια βιβλία θα διαβάσω πρώτα, πόσο συχνά πρέπει να πηγαίνω. Μόνο τι θα φοράω, δεν είχα σκεφθεί.
Περάσαμε ώρες καθισμένοι στο πάτωμα, βάζοντας και βγάζοντας βιβλία από τα ράφια. Του έδειχνα με το δάκτυλό μου τι ήθελα να δω, κι εκείνος πεταγόταν από την θέση του και μου το έφερνε. Μέχρι που γέμισε ο τόπος ανοικτές σελίδες.
-Δεν ήξερα ότι σας αρέσουν τόσο τα βιβλία, είπε με θαυμασμό.
-Δεν με ρωτήσατε ποτέ.
-Είχαμε άλλα θέματα να συζητήσουμε..., είπε σεμνά.
-Είχατε μόνον ένα θέμα για να μου μιλάτε, του είπα αδιάφορα, κοιτάζοντας γύρω μου.
Το σκέφθηκε.
-Σας έχω κουράσει;, ρώτησε αναστατωμένος.
-Αφόρητα, του απάντησα έντονα.
-Το έχετε μετανοιώσει;, ρώτησε ανήσυχος.
-Σχεδόν, του απάντησα στο ίδιο ύφος.
Το ξανασκέφθηκε.
-Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω;, ρώτησε λυπημένα.
-Νομίζω ότι μετά από αυτό που είδα, τίποτα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να μου αλλάξει την γνώμη περισσότερο από αυτόν εδώ τον παράδεισο. Τα έχετε διαβάσει όλα;
-Ναι, ένευσε καταφατικά.
Διάολε.
Τον είχα ερωτευθεί.
Τέλος.