2.10.11

Falling Flat

Ξενέρωσα.

Έπαιρνε τηλέφωνα, του έλεγα ότι έχω δουλειά, θα τον έπαιρνα πίσω εγώ, δεν το έκανα ποτέ.
Ήθελα, όντως, να κάνω μία σχέση με έναν μαζοχιστή.
Όχι, όμως, με έναν... έναν(;), έναν, τι;

Δεν έβρισκα λόγια να περιγράψω την καθαρή αδιαφορία(;) του, ψυχρότητά(;) του.
Δεν ήξερα τι ήταν.
Και δεν θα έμπαινα στο trip-άκι να το ψάξω, γιατί είχα ξενερώσει την ζωή μου, λέμε.

Ό,τι κι αν ήταν, καλώς ήταν, αλλά δεν ήταν για εμένα.
"Ωραίοι οι μαζοχιστές, καλά να είναι οι άνθρωποι, αλλά, μάλλον, δεν είμαι εγώ για τέτοια".
Αυτά σκεφτόμουν, διότι άλλα φανταζόμουν.
Και μπορεί να ήμουν λάθος, δηλαδή, γιατί πόσο τον ήξερα;
Μπορεί ο άνθρωπος να μην ήταν έτσι.
Μπορεί να του άρεσα στην αρχή, και μετά να το μετάνοιωσε.
That's life.

Άρχισε τα μηνύματα.
Ο Ψ δεν ήταν τέτοιος τύπος.
Κι από αυτή την κίνηση - αλλά και από τα γραφόμενά του - κατάλαβα ότι ακόμη ενδιαφερόταν.
Αλλά γιατί;
Εφ' όσον δεν του έκανα αίσθηση.
Ή, τουλάχιστον, η δική μου αίσθηση αυτό έλεγε.
Δεν καταλάβαινα Χριστό.

Ώσπου μία μέρα με παίρνει τηλέφωνο και αποφασίζω να του μιλήσω. Πριν προλάβω, όμως, να του πω να ψάξει αλλού, με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι του. Το σκέφτηκα. Όταν σε καλεί κάποιος στον προσωπικό του χώρο, όπου μπορεί να αισθάνεται ασφαλής(;), ίσως έχει κάτι να σου πει; Μήπως έπρεπε να του δώσω αυτήν την ευκαιρία;
Δέχθηκα.

Με ενοχλούσε πάρα πολύ που έπρεπε να υποθέτω.
Όταν αρχίζεις τις υποθέσεις, σημαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα.
Και με ενοχλεί.

Φτάσαμε στο σπίτι του.
Ένα τριώροφο σπίτι, με αρκετά μεγάλη αυλή γύρω του. Στο ισόγειο έμενε η μητέρα τής μητέρας του - που είχε πεθάνει και ήταν κλειστό -, στον πρώτο η μητέρα του - ο πατέρας του είχε, επίσης, πεθάνει - κι εκείνος στον 2ο. Δεν ξέρω γιατί μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι δεν έμενε κανείς εκεί. Σε όλη την οικοδομή. Πάντως, δεν μου άρεσε. Κι αυτό που δεν μου άρεσε περισσότερο, ήταν το γεγονός, ότι την αυλή πίσω από το σπίτι δεν την είχαν αξιοποιήσει. Ακόμα κι αν δεν ήθελαν να την κάνουν λαχανόκηπο, θα μπορούσαν να είχαν φυτέψει λουλούδια, φυτά, δέντρα, δεν ξέρω, κάτι. Πράσινο. Με ζωή. Αλλά ήταν στρωμένη σαν μία τεράστια ταφόπλακα.
Δεν μου άρεσε.

Στο πλάϊ τού οικοδομήματος, υπήρχε μία κυκλική σκάλα - που όταν έβρεχε έπρεπε να πεις το "Πάτερ ημών" για να την κατέβεις... - μαρμάρινη, στενή κι απότομη. Εκτός από τις ανηφόρες, μισώ και τις σκάλες. Όταν το μυαλό τού ανθρώπου έχει φτάσει στο να δημιουργεί ασανσέρ / κυλιόμενες κλίμακες, δεν βρίσκω τον λόγο γιατί να φτιάχνονται ακόμη συμβατικές σκάλες. Τι είδους μαλακία είναι αυτή.
Ειλικρινά, όμως...

Το να ανεβείς στον 3ο, ήταν Γολγοθάς.
Και με αυτό σιγουρεύτηκα ότι ήταν μαζοχιστής.
Όνομα και πράμα.

Όταν άνοιξε η πόρτα, μαλάκωσα.
Ήταν ένα πανέμορφο σπίτι. Ζεστό, απέριττο, με νεοκλασσικά έπιπλα, με πίνακες που δεν επιλέχθηκαν για να κομποζάρουν με το dessin τού καναπέ. Αλλά το πιο καλό μου, ήταν ότι είχε παντού παράθυρα. Δεν έχω καλύτερο για ένα σπίτι. Μπροστά μας ήταν το σαλόνι, δεξιά μας ένας τοίχος που όταν προχωρούσες λίγο έβλεπες την κουζίνα, και απέναντί της μία εσωτερική σκάλα - που οδηγούσε σε δύο υπνοδωμάτια, δεξιά κι αριστερά της, και στην μέση ένα τεράστιο μπάνιο. Όπως στεκόσουν ανάμεσα στην σκάλα και την κουζίνα, έβλεπες ακριβώς απέναντι ένα μπάνιο, δεξιά του ένα δωμάτιο κι αριστερά ένα άλλο, που ήταν το γραφείο του.

Με ξενάγησε σε όλο το σπίτι, και όταν κατεβαίναμε την εσωτερική σκάλα, παρατήρησα κάτω από αυτήν ένα στρώμα (το λένε;) σκύλου, με τα συναφή μπωλ. Κάθησα στην κουζίνα - ο πλέον αγαπημένος μου χώρος σε ένα σπίτι -, έβαλε κρασί, και άρχισε να μιλάει περί ανέμων και υδάτων. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε μπει στο δωμάτιο που ήταν δίπλα από την κουζίνα. Κι επειδή τρελαίνομαι για εσωτερικούς χώρους - μπορεί να σε τρελάνω στις ερωτήσεις "γιατί αυτό έτσι;", "γιατί εκείνο αλλιώς;"... - ήθελα οπωσδήποτε να δω τι ήταν εκείνο το δωμάτιο.

-Σε αυτό δεν μπήκαμε, του είπα δείχνοντάς του με το δάκτυλό μου.
-Α, ναι..., είπε σεμνά. Θέλετε να πάμε να το δείτε;
-Ναι. Θα το ήθελα, απάντησα και σηκώθηκα για να τον ακολουθήσω.

Όταν άναψε το φως, κόντεψα να λιποθυμήσω.