Όταν έχεις κάτι στο μυαλό σου, κάτι που θέλεις να αποκτήσεις ή να κάνεις, και έρχεται η ώρα που μπορείς να το αποκτήσεις ή να το κάνεις, δεν ξέρεις πως μπορείς να αντιδράσεις.
Όταν είναι κάτι πολύ προσωπικό, αναμφίβολα, έχεις ένα δέος.
Όταν έχει να κάνει με το BDSM, μπορεί να έχεις και φόβο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εγώ δεν κρατούσα κανένα μαστίγιο.
Ούτε τον φοβέριζα με κάτι.
(Άσε, που αυτό μπορεί και να του άρεσε, υποτίθεται).
Οπότε, ήταν λίγο δύσκολο να καταλάβω γιατί ήταν τόσο υπέρ το δέον τυπικός.
Μετά τις πρώτες 5-6 φορές που βγήκαμε, είχα ήδη βαρεθεί να μιλάμε για τον σαδομαζοχισμό. Ήταν σαν να με πήγαινε cinema και να βλέπαμε το ίδιο έργο. Όσο κι αν σου αρέσει κάτι, πόσες φορές να το δεις; Και μέσα σε πόσο χρονικό διάστημα; Πάλι τον δικαιολογούσα, ωστόσο, διότι όταν έχεις κάτι μέσα σου που δεν το συζητάς με κανέναν από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, είναι επόμενο να λυσσάς μόλις βρίσκεις κάποιον. Αλλά, και πάλι, με μέτρο. Μέτρο, που δεν υπήρχε στις δικές μας συναντήσεις. Ήταν σαν να είχαμε πιάσει ένα εκπαιδευτικό βιβλίο, και να έκανα ιδιαίτερα. Καμμία χαρά, καμμία αδημονία. Μία ευθεία γραμμή: μαστίγια, δεσμά, κεριά, λιβάνια. Είχα αρχίσει να βαριέμαι την ζωή μου. Αλλά δεν ήθελα να το βάλω κάτω. Ήμουν πολύ περισσότερο περίεργη.
Η μεγαλύτερη απορία μου ήταν όταν λέγαμε "καληνύχτα"...
Οι γυναίκες - όλες οι γυναίκες, όμως... - έχουμε ένα μεγάλο θέμα όταν αρχίζουμε να βγαίνουμε με κάποιον που μας αρέσει: σκεφτόμαστε την στιγμή τής "καληνύχτας". Πάντα. Η στιγμή εκείνη για εμάς είναι σημαντικά ιδιαίτερη. Σκεφτόμαστε: "κάνε να κρατήσει τα χεράκια του μακριά", "ας ελπίσουμε ότι δεν θα κάνει καμμία κίνηση και θα με ξενερώσει", "δεν πιστεύω να μου ζητήσει να πάμε σε κανένα ξενοδοχείο...". Με τους άνδρες δεν ξέρεις ποτέ. Μπορεί να είναι άψογοι μέχρι να ανακαλύψουν ότι τους γουστάρεις κι εσύ, και μετά, ξαφνικά, να γίνουν οι μεγαλύτεροι κάφροι που έχεις γνωρίσει. Και να ξεχάσεις ό,τι ήξερες, βρίζοντας θεούς και δαίμονες.
Σε γυναίκες όπως εγώ, αυτή η συμπεριφορά είναι ουσιώδης. Η εγκράτεια εκ μέρους των ανδρών που μας αρέσουν, παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο. Η εγκράτεια για εμάς είναι πολλά πράγματα, που δεν είναι της παρούσης για να αναλύσουμε. Όταν έχουμε απέναντί μας κάποιον που ισχυρίζεται ότι είναι υποτακτικός, το σίγουρο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι θα είναι εγκρατής. Τουλάχιστον...
Με τον Ψ, παρ' όλα αυτά, δεν το έλεγες "εγκράτεια".
Δεν καταλάβαινα τι ήταν.
Σκεφτόμουν ότι μπορεί να ήταν μία μεγάλη αμηχανία.
Αυτό μου έλεγε η απλή λογική που διαθέτω.
Πρώτη φορά με μία γυναίκα σαν εμένα, δεν ξέρει πως να το χειριστεί, και, εξ άλλου, οι άνδρες δεν φημίζονται για τους εξαιρετικούς και ντελικάτους χειρισμούς τους.
Αλλά ο υποτακτικός, είναι άνδρας.
Και το "άνδρας", έρχεται πάντα πρώτο.
Αυτή είναι η φύση του.
Άνδρας γεννιέται.
Το "υποτακτικός" είναι η ταυτότητα που βρίσκει στον δρόμο του.
Ok, λοιπόν, στις πρώτες δύο(;)-τρεις(;) φορές.
Μετά, κάθε φορά που με άφηνε σπίτι, περίμενα να δω τι στον διάολο θα έκανε.
Γιατί, δεν μπορούσε, κάτι θα έκανε!
Αλλά ο Ψ δεν έκανε τίποτα...
Και είμαστε μέσα στο αυτοκίνητο.
Είμαι έτοιμη να ανακαλύψω τι συμβαίνει.
Δεν έχω κανέναν σκοπό να ανοίξω συζητήσεις.
Μία απλή κίνηση ήταν.
Εκεί που μιλούσαμε - ανακεφαλαιώνοντας, πάντα, το μάθημα... -, τον σταματώ απότομα.
Τον κοιτάζω προσεκτικά - πιο προσεκτικά δεν γίνονταν - και σκύβω να τον φιλήσω.
Και όπως είναι cool, ξαφνικά, καταλαβαίνει τι πάω να κάνω, και σε κλάσματα δευτερολέπτου - και ενώ φαίνεται ότι σκέφτηκε να το αποφύγει - έρχεται με φόρα και με φιλάει.
Ήταν η πρώτη φορά - και η τελευταία, έως τώρα - που κάποιος με φίλησε για να με σπρώξει...
Έχω μείνει και τον κοιτάζω.
Και κρατιέμαι να μην γελάσω...
Κι εκείνος έχει μείνει αμήχανα σιωπηλός, με μία ανεξήγητη έκπληξη να του έχει κάνει στιγμιαίο botox στα φρύδια, κοιτάζοντάς με με ένα ύφος τού στυλ "εντάξει...;".
Βγαίνω από το αυτοκίνητο με πολύ αργές κινήσεις, σαν να υπήρχε περίπτωση να με πιάσει κόψιμο, και ίσα που προλάβαινα να πάω σπίτι. Κλείνω την πόρτα, τον κοιτάζω από το παράθυρο, και το σκέφτομαι.
Αλλά δεν κρατήθηκα.
-Μην φοβάσαι, του είπα σαν να μιλούσα σε καθυστερημένο. Δεν θα κολλήσεις τίποτα. Κάνω κάθε χρόνο εξετάσεις. Επίσης, δεν κάνω πίπες, αν αυτό σε καθησυχάζει περισσότερο. Είσαι καλύτερα τώρα;
Με κοιτούσε σαν το χαζό.
"A, ok...", σκέφτηκα. "Δεν πάμε καλά...".
-Εμ... καληνύχτα!, του είπα χαμογελώντας στιγμιαία, και γύρισα αμέσως για να φύγω.
Στο σπίτι έσκασα στα γέλια.
Δεν υπήρχε αυτό που ζούσα, σκεφτόμουν.
Έτσι είναι οι μαζοχιστές;!
Σώθηκα...
Από την άλλη, ωστόσο, μπορεί και να έκανα λάθος.
Ήταν πολύ νωρίς ακόμη.
Αλλά αυτό που έχω να πω, και θα το λέω πάντα, είναι ότι όσα βιβλία και να έχουν γραφτεί, όσα πράγματα και να έχουν πει σπουδαίοι, αφόρητα μορφωμένοι και καταρτισμένοι άνθρωποι ανά τους αιώνες, η λαϊκή σοφία είναι πάντα πάνω από όλους και από όλα. Και η λαϊκή σοφία είχε απόφθεγμα για αυτό.
"Η καλή μέρα, από το πρωΐ φαίνεται".
Όταν είναι κάτι πολύ προσωπικό, αναμφίβολα, έχεις ένα δέος.
Όταν έχει να κάνει με το BDSM, μπορεί να έχεις και φόβο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, εγώ δεν κρατούσα κανένα μαστίγιο.
Ούτε τον φοβέριζα με κάτι.
(Άσε, που αυτό μπορεί και να του άρεσε, υποτίθεται).
Οπότε, ήταν λίγο δύσκολο να καταλάβω γιατί ήταν τόσο υπέρ το δέον τυπικός.
Μετά τις πρώτες 5-6 φορές που βγήκαμε, είχα ήδη βαρεθεί να μιλάμε για τον σαδομαζοχισμό. Ήταν σαν να με πήγαινε cinema και να βλέπαμε το ίδιο έργο. Όσο κι αν σου αρέσει κάτι, πόσες φορές να το δεις; Και μέσα σε πόσο χρονικό διάστημα; Πάλι τον δικαιολογούσα, ωστόσο, διότι όταν έχεις κάτι μέσα σου που δεν το συζητάς με κανέναν από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου, είναι επόμενο να λυσσάς μόλις βρίσκεις κάποιον. Αλλά, και πάλι, με μέτρο. Μέτρο, που δεν υπήρχε στις δικές μας συναντήσεις. Ήταν σαν να είχαμε πιάσει ένα εκπαιδευτικό βιβλίο, και να έκανα ιδιαίτερα. Καμμία χαρά, καμμία αδημονία. Μία ευθεία γραμμή: μαστίγια, δεσμά, κεριά, λιβάνια. Είχα αρχίσει να βαριέμαι την ζωή μου. Αλλά δεν ήθελα να το βάλω κάτω. Ήμουν πολύ περισσότερο περίεργη.
Η μεγαλύτερη απορία μου ήταν όταν λέγαμε "καληνύχτα"...
Οι γυναίκες - όλες οι γυναίκες, όμως... - έχουμε ένα μεγάλο θέμα όταν αρχίζουμε να βγαίνουμε με κάποιον που μας αρέσει: σκεφτόμαστε την στιγμή τής "καληνύχτας". Πάντα. Η στιγμή εκείνη για εμάς είναι σημαντικά ιδιαίτερη. Σκεφτόμαστε: "κάνε να κρατήσει τα χεράκια του μακριά", "ας ελπίσουμε ότι δεν θα κάνει καμμία κίνηση και θα με ξενερώσει", "δεν πιστεύω να μου ζητήσει να πάμε σε κανένα ξενοδοχείο...". Με τους άνδρες δεν ξέρεις ποτέ. Μπορεί να είναι άψογοι μέχρι να ανακαλύψουν ότι τους γουστάρεις κι εσύ, και μετά, ξαφνικά, να γίνουν οι μεγαλύτεροι κάφροι που έχεις γνωρίσει. Και να ξεχάσεις ό,τι ήξερες, βρίζοντας θεούς και δαίμονες.
Σε γυναίκες όπως εγώ, αυτή η συμπεριφορά είναι ουσιώδης. Η εγκράτεια εκ μέρους των ανδρών που μας αρέσουν, παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο. Η εγκράτεια για εμάς είναι πολλά πράγματα, που δεν είναι της παρούσης για να αναλύσουμε. Όταν έχουμε απέναντί μας κάποιον που ισχυρίζεται ότι είναι υποτακτικός, το σίγουρο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι θα είναι εγκρατής. Τουλάχιστον...
Με τον Ψ, παρ' όλα αυτά, δεν το έλεγες "εγκράτεια".
Δεν καταλάβαινα τι ήταν.
Σκεφτόμουν ότι μπορεί να ήταν μία μεγάλη αμηχανία.
Αυτό μου έλεγε η απλή λογική που διαθέτω.
Πρώτη φορά με μία γυναίκα σαν εμένα, δεν ξέρει πως να το χειριστεί, και, εξ άλλου, οι άνδρες δεν φημίζονται για τους εξαιρετικούς και ντελικάτους χειρισμούς τους.
Αλλά ο υποτακτικός, είναι άνδρας.
Και το "άνδρας", έρχεται πάντα πρώτο.
Αυτή είναι η φύση του.
Άνδρας γεννιέται.
Το "υποτακτικός" είναι η ταυτότητα που βρίσκει στον δρόμο του.
Ok, λοιπόν, στις πρώτες δύο(;)-τρεις(;) φορές.
Μετά, κάθε φορά που με άφηνε σπίτι, περίμενα να δω τι στον διάολο θα έκανε.
Γιατί, δεν μπορούσε, κάτι θα έκανε!
Αλλά ο Ψ δεν έκανε τίποτα...
Και είμαστε μέσα στο αυτοκίνητο.
Είμαι έτοιμη να ανακαλύψω τι συμβαίνει.
Δεν έχω κανέναν σκοπό να ανοίξω συζητήσεις.
Μία απλή κίνηση ήταν.
Εκεί που μιλούσαμε - ανακεφαλαιώνοντας, πάντα, το μάθημα... -, τον σταματώ απότομα.
Τον κοιτάζω προσεκτικά - πιο προσεκτικά δεν γίνονταν - και σκύβω να τον φιλήσω.
Και όπως είναι cool, ξαφνικά, καταλαβαίνει τι πάω να κάνω, και σε κλάσματα δευτερολέπτου - και ενώ φαίνεται ότι σκέφτηκε να το αποφύγει - έρχεται με φόρα και με φιλάει.
Ήταν η πρώτη φορά - και η τελευταία, έως τώρα - που κάποιος με φίλησε για να με σπρώξει...
Έχω μείνει και τον κοιτάζω.
Και κρατιέμαι να μην γελάσω...
Κι εκείνος έχει μείνει αμήχανα σιωπηλός, με μία ανεξήγητη έκπληξη να του έχει κάνει στιγμιαίο botox στα φρύδια, κοιτάζοντάς με με ένα ύφος τού στυλ "εντάξει...;".
Βγαίνω από το αυτοκίνητο με πολύ αργές κινήσεις, σαν να υπήρχε περίπτωση να με πιάσει κόψιμο, και ίσα που προλάβαινα να πάω σπίτι. Κλείνω την πόρτα, τον κοιτάζω από το παράθυρο, και το σκέφτομαι.
Αλλά δεν κρατήθηκα.
-Μην φοβάσαι, του είπα σαν να μιλούσα σε καθυστερημένο. Δεν θα κολλήσεις τίποτα. Κάνω κάθε χρόνο εξετάσεις. Επίσης, δεν κάνω πίπες, αν αυτό σε καθησυχάζει περισσότερο. Είσαι καλύτερα τώρα;
Με κοιτούσε σαν το χαζό.
"A, ok...", σκέφτηκα. "Δεν πάμε καλά...".
-Εμ... καληνύχτα!, του είπα χαμογελώντας στιγμιαία, και γύρισα αμέσως για να φύγω.
Στο σπίτι έσκασα στα γέλια.
Δεν υπήρχε αυτό που ζούσα, σκεφτόμουν.
Έτσι είναι οι μαζοχιστές;!
Σώθηκα...
Από την άλλη, ωστόσο, μπορεί και να έκανα λάθος.
Ήταν πολύ νωρίς ακόμη.
Αλλά αυτό που έχω να πω, και θα το λέω πάντα, είναι ότι όσα βιβλία και να έχουν γραφτεί, όσα πράγματα και να έχουν πει σπουδαίοι, αφόρητα μορφωμένοι και καταρτισμένοι άνθρωποι ανά τους αιώνες, η λαϊκή σοφία είναι πάντα πάνω από όλους και από όλα. Και η λαϊκή σοφία είχε απόφθεγμα για αυτό.
"Η καλή μέρα, από το πρωΐ φαίνεται".