28.10.09

Chocolated Vanilla

Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν 2 "στρατόπεδα", αυτό του BDSM και αυτό του vanilla, οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι χωρισμένοι. Αλλά δεν είναι.

Δεν μπορώ να γνωρίζω πως ήταν παλαιότερα, ξέρω, όμως, καλά τι συμβαίνει σήμερα.

Πιθανόν παλαιότερα, οι BDSMers να ήταν μία πολύ στενή κλίκα ανθρώπων με - ας πούμε - "ιδιαιτερότητες". Φοβισμένοι, κλεισμένοι στον εαυτό τους, ενοχικοί. Σίγουρα θα αισθάνονταν πως πολύ λίγοι μπορούσαν να μοιραστούν μαζί τους τα "βίτσια" τους. Και θα ζούσαν μία ζωή στο παρασκήνιο, προσπαθώντας να το "πολεμήσουν". Δεν θα μπορούσαν να ανοιχθούν στην γυναίκα που τους άρεσε και ήθελαν, θεωρώντας όλο αυτό "διαστροφή". Είναι σχεδόν σίγουρο, πως οι πιο θαρραλέοι επισκέπτονταν τους οίκους ανοχής, ζητώντας το λεγόμενο "αυταρχικό". Και είναι λογικό, διότι αν πάρουμε το BDSM ως παιχνίδι - εξουσίας, ρόλου, κτλ - δεν θα πρέπει να τους ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο. Και δεν θα προσθέσω την ευκολία των ανδρών να πηγαίνουν στα μπουρδέλα...

Ταινίες δεν υπήρχαν, sex shops δεν υπήρχαν, επαγγελματίες δεν υπήρχαν, internet δεν υπήρχε, τι θα μπορούσε να κάνει ο πτωχός BDSMer; Ουσιαστικά τίποτα ουσιαστικό.

Όσο για τις γυναίκες, δεν νομίζω να είχαν καμμία ελπίδα. Αν οι άνδρες είχαν 1-2 εναλλακτικές, η θέση της γυναίκας δεν της επέτρεπε να κάνει το οτιδήποτε. Και καλά ο άνδρας να γονατίζει και να τις τρώει από τις πουτάνες. Ποιος θα το μάθαινε; Αλλά η γυναίκα να βάζει τα χέρια στη μέση και να διατάζει; Έναν άνδρα; Με τίποτα.

Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τρομερά. Το BDSM είναι παντού. Και είναι μόδα. Είναι το "κάτι διαφορετικό", το "βρώμικο", το "kinky", το "προχωρημένο".

Σήμερα, δεν υπάρχει σχεδόν καμμία ταινία porno, που να μην έχει φετιχιστικά - τουλάχιστον - στοιχεία.
Τα sex shops φυτρώνουν σαν να μανιτάρια και έχουν όλα και έναν τομέα με... "bondage".
Οι... δυναμικές "κυρίες" που αναζητούν "χαμηλών τόνων άνδρες", είναι παντού στις εφημερίδες. ("κυρίες στις εφημερίδες"... Χριστέ μου... γελάω πολύ!)
Το δε internet, βρίθει από εξοπλισμούς, αγγελίες, sites γνωριμιών ενώ η βιομηχανία του BDSM σε λίγα χρόνια ακόμα, θα θεωρείται, άνετα, "βαριά".

Άσχετοι, ανίδεοι, βαριεστημένοι με τη ζωή τους άνθρωποι, ψωνίζουν δονητές, dildos, μαστίγια, χειροπέδες και μοστράρουν για BDSMers. Υποτονικοί και ξενέρωτοι άνδρες, νοιώθουν κάτι όταν ανακατεύονται με τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί. Θέλουν να λένε στους φίλους τους ότι πήγαν σε "αφέντρα". Το ότι μας πήδηξε, όμως, δεν το λέμε πουθενά...

Γυναίκες που παίρνουν ένα μαστίγιο στο χέρι και φορούν μία μπότα, γίνονται ξαφνικά οι κυρίαρχες του σύμπαντος. Τα ξέρουν όλα. Τα κάνουν όλα. Το ότι όταν γυρίζουν στο σπίτι τους και σταυρώνουν τα δάχτυλα να μην έχουν χάσει τον γκόμενο - μα ήταν τόσο προχώ! δεν μπορεί! - και να του έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον, δεν τ' ομολογούν ούτε στον εαυτό τους...

Όλοι είναι όλα. Και όλα είναι όλοι.
Όλοι νομίζουν πως έχουν πιάσει τη καλή από τα μαλλιά. Αλλά η καλή φοράει περούκα. Και αποκριάτικη μάσκα.

Όχι. Οι αληθινοί BDSMers δεν είναι κάτι καλύτερο, αξιολογότερο - ή οτιδήποτε άλλο συγκριτικό - από τους vanilla. Είναι όμως αυθεντικοί. Αισθάνονται αυτό που είναι. Δεν το κάνουν για να αισθανθούν. Οι BDSMers δεν αποκαλούν κάποια "bitch", επειδή με το "αγαπούλα μου" δεν έχουν πια οργασμό. Ούτε φωνάζουν σε κάποιον "σκλάβε", επειδή το είδαν στο Sex and the City...

Ναι. Αναπνέουν τον αέρα μας. Αλλά ο εγκέφαλός τους δεν οξυγονώνεται με αυτόν.

25.10.09

Sleeping With The Enemy

Πρέπει να ήταν περασμένες τρεις.
Νύσταζα.
Όλοι οι άλλοι διασκέδαζαν ακόμη στη αίθουσα δεξιώσεων κι εγώ έπρεπε να σκεφθώ τι θα έκανα με το πτώμα που βρίσκονταν φαρδύ-πλατύ στη μοκέτα.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι νευριασμένη και μπήκα στο μπάνιο.
Γέμισα το ποτήρι με νερό και επιστρέφοντας τον έκανα μούσκεμα.
Η αντίδρασή του ήταν μάλλον υποτονική.
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια και προσφέρθηκα να επισπεύσω την προσπάθειά του.
Τον χαστούκισα.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.

-Κοιμόσασταν; τον ρώτησα χαμηλόφωνα με πλαστή ευγένεια.
Δεν απάντησε.
Τον έπιασα από την γραβάτα, ανασηκώνοντας το κεφάλι του.
-Θα μπω για μπάνιο. Μέχρι να βγω από αυτήν την πόρτα, να έχετε γδυθεί και να έχετε ξαπλώσει. Χωρίς λόγια. Έχουμε συνεννοηθεί; του είπα μέσα από τα δόντια.
Προσπάθησε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του.
-Πολύ καλά, σχολίασα, πάλι μέσα από τα δόντια.

Μπήκα στο μπάνιο, αφαίρεσα το μακιγιάζ, έκανα ντους και βγήκα με την πετσέτα.
Πιο πολύ κινδύνευα από το κομοδίνο, παρά από έναν ψιλο-χοντρο.

Τον βρήκα σκεπασμένο μέχρι τ' αυτιά.
Στάθηκα στο πλάι του κρεβατιού.
Μέσα μου έβραζα. Απ' έξω μου, όμως, ήμουν κυρία.
Νευριασμένη. Αλλά κυρία...

-Ok. Δεν ξέρω τι είχατε στο μυαλό σας όταν ερχόσασταν στο δωμάτιό μου αλλά θα σας πω τι δεν είχατε. Είμαστε σε ένα ξένο μέρος, σε μία μικρή πόλη, σε έναν όροφο που κλείστηκε για τους καλεσμένους του συγκεκριμένου γάμου. Και αυτή τη στιγμή, ένας-ένας επιστρέφει στο δωμάτιό του. Εάν εγώ επέστρεφα με τους τελευταίους, θα είχαμε γίνει θέμα. Γιατί όλοι οι άλλοι θα είχαν την χαρά να δουν τα χάλια σας! Έξω από την δική μου πόρτα.

Πήγα στο τηλέφωνο, κάλεσα τη réception και ζήτησα αφύπνιση για τις 06.30.
Χωρίς να τον κοιτάξω, του είπα:
-Μόλις χτυπήσει το τηλέφωνο, φροντίστε να εξαφανιστείτε.
2 πράγματα να έχετε στο μυαλό.
1. εάν σας δει κάποιος να βγαίνετε, θα το μετανοιώσετε.
2. εάν ξανασυναντηθούμε κάπου με την αγέλη σας, και πιάσω κάποιον από εσάς να με κοιτάζει, για τον οποιονδήποτε λόγο, θα το μετανοιώσετε παρέα.
Γύρισα και τον κοίταξα.
-Είμαι σαφής;
Κούνησε το κεφάλι έντονα καταφατικά.
-Πολύ καλά, του είπα. Και άλλα 2 πράγματα που πρέπει να ξέρετε. Το ένα δεν σας ενδιαφέρει καθόλου, το άλλο σας ενδιαφέρει πολύ.
1. κοιμάμαι γυμνή
2. ροχαλίζω

Κατέβασε τα σκεπάσματα για να ελευθερώσει το στόμα του.
Χαμογελούσε. Ντροπαλά. Συναγερμός.
-Το ένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Το άλλο με ενδιαφέρει πολύ..., είπε χαμηλόφωνα.

Φυσικά, σκέφτηκα... Τελικά, ψιλο...
Έβγαλα τις ωτοασπίδες από την τσάντα μου και τις άφησα στο κομοδίνο του.
-Αν δεν τις βάλετε στα αυτιά σας, πιθανόν να σας χρησιμεύσουν σε περίπτωση που θα θελήσετε να ταπώσετε την βρύση της μπανιέρας. Γυρίστε τώρα από την άλλη.

Στις 06.30 ξύπνησα μες στα νεύρα... Το τηλέφωνο δεν το άκουσα. Οι ήχοι, όμως, κάποιου που κάτι κάνει μέσα στον χώρο που κοιμάμαι, με τρελαίνουν...
Ανασηκώθηκα στους αγκώνες μου και τον είδα σχεδόν από πάνω μου, με απλωμένο το χέρι του που κρατούσε ένα χαρτί. Έγινα έξω φρενών...
Κοκκάλωσε.
Μάζεψα όση υπομονή είχα.
-Πάρτε το ραβασάκι σας και εξαφανιστείτε, του είπα σφυρίζοντας σαν οχιά. Με τον Β είμαστε φίλοι, όχι ζευγάρι. Εντάξει;

Μέσα από το λίγο φως που έμπαινε από την κουρτίνα που δεν είχα τραβήξει καλά, τον είδα να λάμπει ολόκληρος! Εγώ νύσταζα κι αυτός ήταν μες στην τρελή χαρά!
Ξεκίνησε να φύγει και σταμάτησε. Γύρισε κάτι να πει.
-Έχετε φύγει, λέμε! του είπα χαμηλόφωνα, κλείνοντας τα μάτια από τον εκνευρισμό.

Κι έφυγε.

22.10.09

Road To Boredness


Σιχαίνομαι τα ταξίδια.
Τα βρίσκω κουραστικά και η ιδέα ότι θα πρέπει να είμαι ακίνητη για ώρα, με τρελαίνει.
Σιχαίνομαι και τους ανθρώπους που ταξιδεύουν μαζί μου.
Δεν ξέρω για ποιον λόγο, μιλούν λες και δεν θα υπάρξει αύριο.
Οπότε δεν πηγαίνω πουθενά χωρίς ωτοασπίδες.

Σιχαίνομαι και τα ξενοδοχεία.
Θεωρώ φρικτή την ιδέα να ξαπλώνω εκεί που έχει κοιμηθεί ο καθένας.

Ο γάμος της αδερφής της Δ, ήταν, όμως, εκτός Αθηνών...
Έναν μήνα περίπου μετά τη γιορτή της, ταξιδεύαμε βόρεια.
Εκείνη οδηγούσε, δίπλα της και πίσω της 2 φίλες, και πίσω από την συνοδηγό, εγώ...
Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου και να μη σκέφτομαι τι ζω και τι με περιμένει.

Στα μισά της διαδρομής, μου ήρθε η αναλαμπή.
Χωρίς να σηκώσω τα μάτια από το βιβλίο, ρώτησα, διακόπτοντας.
-Ένας ψηλός, μελαχρινός, που καθόταν δίπλα από τον μπουφέ στο πάρτυ σου, με ένα ζευγάρι παρέα, ποιος είναι;
Έπεσε σιωπή. Την έσπασε η διπλανή της.
-Α! Ξέρεις ποιον λέει;
Πλησίασα τη θέση της.
-Ναι. Ποιον λέει; την ρώτησα.
-Τον Χ, λέει!
Γέλια. Συνωμοτικά.

-Γιατί; ρώτησε η διπλανή μου. Αυτός είναι αδερφή!
-Ναιαιαιαι! Αδερφήηη! είπε με σιγουριά και η μπροστινή μου.
-Ε, εντάξει, όχι και αδερφή..., υπερασπίστηκε η Δ.
-Αδερφή, ε; είπα σκεπτική. Έχουμε δείγματα;
-Αν σκεφτείς ότι δεν την έχει πέσει σε καμμία. Ποτέ. Τι είναι; απόρησε η διπλανή μου. Είναι ψιλοαδερφή!
-Μάλιστα..., είπα πάλι σκεπτική. Ok.
-Πως δεν είναι αδερφή; διαμαρτυρήθηκε η μπροστινή μου. Δεν είναι αυτός που είχε έρθει σε κείνο το 3ήμερο με μία ξυνή που σέρνεται από πίσω του και δεν της δίνει σημασία; Βιτρίνα είναι, τι είναι; Την έχει για βιτρίνα, είπε υψώνοντας τη φωνή της. Χοντροαδερφή είναι! Όχι ψιλοαδερφή!
-Ok, ξαναείπα.
-Γιατί ρωτάς; με ρώτησε η Δ.
-Τίποτα. Δεν τον είχα ξαναδεί, απάντησα.
-Είναι κολλητός με αυτόν που θα παντρέψει την Α, οπότε θα είναι κι αυτός στον γάμο, είπε η Δ.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Είχαν κανονίσει να έχω δικό μου δωμάτιο - γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να πάω - και ήταν το μόνο που με παρηγορούσε. Τουλάχιστον θα είχα για λίγο την ησυχία μου. Άφησα τις άλλες για τα διαδικαστικά και προχώρησα στο ασανσέρ.

Από τις σκάλες, δίπλα από το ασανσέρ, κατέβαινε με φόρα κάποιος. Γύρισα το κεφάλι μου και μπροστά μου στεκόταν σαν στήλη άλατος, ο ψιλό. Μείναμε για δευτερόλεπτα να κοιταζόμαστε.
-Τελικά, πρέπει να έχετε ένα θέμα με τις σκάλες, του είπα ανέκφραστη, κοιτάζοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω. Και με πετριά και ψιλό, σκεφτόμουν.
Δεν απήντησε. Με κοιτούσε σαν χαμένος.

Τα κορίτσια ήρθαν, η Δ τον χαιρέτησε και ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας.

Ο γάμος ήταν υπέροχος... Όπως όλοι...
Η νύφη ντροπαλή, ο γαμπρός κοκκόρι στο κοτέτσι, οι γονείς 3 1/2 μέτρα ψηλοί στη φαντασία τους, οι καλεσμένοι να σκέφτονται πως θα το αποφύγουν στο μέλλον, οι καλεσμένες πότε θα το κάνουν σύντομα στο μέλλον, όλοι με τα καλά μας, όλοι με τα ψεύτικα χαμόγελά μας. Υπέροχα...

Στη δεξίωση, μας έβαλαν όλες τις ελεύθερες μαζί. Σκέψη της μητέρας των κοριτσιών...
Στην απέναντι ροτόντα, ο ψιλό με άλλους τρεις. Σκέψη της ιδίας κι αυτό...
Πανέξυπνο...
Αν αυτοί φορούσαν μπριγιαντίνη κι εμείς φουρώ, θα παίζαμε στο Grease.

Το γλέντι άναβε και στα κάρβουνα καθόμουν μόνον εγώ. Βαριόμουν. Τόσο τσάμικο και τόσο waltz μαζί, με ανακάτευε.

Κάποιος μου έκλεισε τα μάτια από πίσω.
-Αν σκέφτεσαι φτυάρια και κοτσομπολιό, ήρθε ο άνθρωπός σου! είπε.
Πετάχτηκα με χαρά από τη θέση μου.
Ο Β ήταν χοντρό με βούλα αλλά ήταν θεός! Κάθισε δίπλα μου και αρχίσαμε να πίνουμε και να θάβουμε απροκάλυπτα! Οι ώρες πέρασαν πολύ ωραία. Όποτε, όμως, η ματιά μου έπεφτε στο απέναντι τραπέζι, έπιανα τον ψιλο να κοιτάζει.

-Ξέρεις ότι έχεις τουλάχιστον έναν θαυμαστή, είπα στον Β.
-Ποιον;! Ποιον;! γύρισε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά ο Β.
-Συγκρατήσου, ηλίθιε. Απέναντι. Διακριτικά.
-Ποιος, καλέ; είπε με νάζι. Αυτός που είναι τύφλα; Εσένα κοιτάζει!
-Μάλλον εσύ είσαι τύφλα, του είπα ξενερώνοντας. Ο τύπος είναι της σχολής σας.
Τον κοίταξε.
-Γι' αυτό φεύγει; με ρώτησε.
-Δεν πας μία βόλτα στις τουαλέτες, μήπως σε περιμένει; Εκεί δεν είναι συνήθως ο τόπος συνάντησής σας; τον πείραξα.
-Μμμμ, είπε με περιφρόνηση. Αυτός φεύγει. Παραπατώντας. Να! Κοίτα! έδειξε με το κεφάλι του.
Πράγματι. Έφευγε παραπατώντας. Μόνος. Κάποιος από την παρέα τον σταμάτησε στο ασανσέρ, προσπαθώντας να τον γυρίσει πίσω, αλλά ο Χ τραβούσε το χέρι που του έπιανε.

Πέρασε τουλάχιστον μία ώρα και ετοιμαζόμουν να κάνω την ίδια διαδρομή. Όλη αυτή την ώρα, όμως, οι τρεις απέναντι με κοιτούσαν περίεργα. Και εκ περιτροπής. Γιατί συνέχεια πηγαινοέρχονταν ανήσυχοι.

Αφού τελείωσαν τα και στα δικά μου, με έναν καλό γαμπρό και πόσο τυχερός θα είναι και πολλά παιδιά, ανέβηκα. Βγαίνοντας από το ασανσέρ και μέσα στο ημίφως, βλέπω κάποιον να κάθεται λιώμα στο πάτωμα, έξω από την πόρτα του δωματίου μου. Φρίκαρα. Πλησιάζοντας σαν τη γάτα με σηκωμένο το τρίχωμα και την ουρά μαζί, αναγνώρισα τον ψιλο...

Στάθηκα μπροστά του, με τα χέρια στο στήθος, κοιτάζοντάς τον μες στα νεύρα...
Άνοιξα την τσάντα να βγάλω το τηλέφωνο. Ποιον θα μπορούσα να πάρω; Όλοι ήταν στη δεξίωση. Και τι να τους έλεγα; Ο ψιλο έχει φρακάρει την είσοδο του δωματίου μου, ελάτε πριν τον κάνω ασήκωτο στις κλωτσιές; Και να γίνουμε θέμα σε ένα ξένο μέρος, σε όλο το ξενοδοχείο, σε 2 σόγια;! Μάλλον όχι...

Έβαλα την κάρτα στη υποδοχή, κλώτσησα την πόρτα, πέταξα την τσάντα στο κρεβάτι, έβαλα το φόρεμα ανάμεσα στα πόδια μου και τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του. Τράβηξα με απίστευτη δυσκολία το σώμα του μέσα, σέρνοντάς το.
Κάθισα στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το πτώμα μπροστά στα πόδια μου.
Δεν περίμενα να έρθει μέχρι το δωμάτιό μου να μου την πει, γιατί του έκανα χαλάστρα με τον Β. Μεγάλο θράσσος. Ποιος ξέρει τι σκέφτηκε. Αλλά δεν θα περνούσε έτσι.

Δεν θα τα πάμε καλά, ψιλο, του είπα μέσα από τα δόντια μου. Καθόλου καλά.

Έτσι νόμιζα.

11.10.09

The Best BDSM Scene On The Internet



Μπορεί να είναι ηθοποιός.
Μπορεί να υποκρίνεται.
Μπορεί να διεκπαιρεώνει έναν ρόλο.
Μπορεί στην προσωπική της ζωή, να είναι vanilla.

Είναι, όμως, η καλύτερη Domme - ακόμη κι από εκείνες που δηλώνουν αυθεντία - σε απόσπασμα στο Internet.

Το βλέπεις στο πρόσωπό της.
Το βλέπεις στις κινήσεις της.
Το ακούς στον τόνο της φωνής της.

Γιατί πολύ απλά, το 'χει.

8.10.09

These Boots Are Made For Me


Όταν ήμουν μικρή, ένα όνειρο είχα: να γίνω μεγάλη.

Έβλεπα τις γυναίκες και κυρίως τη μαμά μου, και ήθελα να γίνω εκείνες.
Ήθελα να βάζω κρέμες!
Ήθελα να φορώ άρωμα!
Ήθελα να πηγαίνω στο κομμωτήριο!
Ήθελα να βάφομαι!
Ήθελα να φορώ τακούνια!
Ήθελα να έχω άνδρες!
Ήθελα να μην είμαι παιδί.
Τα παιδιά ήταν καλά. Αλλά ήταν παιδιά. Και δεν μου έλεγαν τίποτα.

Δεν μου άρεσαν τα ρούχα που φορούσαν.
Μισούσα τα -άκι, -ίτσα, -ούλα.
Δεν πίστεψα ποτέ στον Αγ. Βασίλη.

Ξόδευα ώρες στην ντουλάπα και μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας τις γόβες της μαμάς, τα κοσμήματα της μαμάς, τα κραγιόν της μαμάς, τα εσώρουχα της μαμάς. Και η μεγάλη μου αδυναμία ήταν οι combinaison της. Μέχρι που είδα για πρώτη φορά ψηλοτάκουνες μπότες...

Στο σπίτι μας είχαμε πάντα κόσμο. Και κάθε Σαββατοκύριακο γλέντι. Μετά από κάποια ώρα, άνοιγαν τα ντουλάπια και σερβίτσια ολόκληρα γινόντουσαν θρύψαλα. Κέφι, γλέντι, χορός μέχρι πρωΐας!

Κάποιο βράδυ, μία νεότερη σε ηλικία φίλη της μαμάς, έφυγε με παντόφλες ξεχνώντας να πάρει μαζί της τις μπότες που φορούσε. Ξύπνησα νωρίς το πρωί της Κυριακής και πηγαίνοντας στην κουζίνα, είδα δίπλα από την πόρτα της εισόδου ένα ζευγάρι καφέ ψηλοτάκουνες μπότες...
Έμεινα να τις κοιτάζω για μερικά λεπτά, λες και δεν ήξερα ότι υπήρχαν παπούτσια... Πλησίασα, κάθισα στο πάτωμα και τις πήρα στην αγκαλιά μου... Δεν είχα ξαναπιάσει τόσο μαλακό παπούτσι... Δεν είχα ξαναμυρίσει τόσο υπέροχο δέρμα... Και ήταν τόσο όμορφες...

Τις φόρεσα αμέσως. Και γκρεμίστηκα. Αλλά δεν με ένοιαζε. Όλοι κοιμόνταν. Θα το έκανα ξανά και ξανά, μέχρι να σταθώ όρθια. Και το κατάφερα! Δεν έφτανα, όμως, να με δω στον καθρέφτη της εισόδου. Τις έβγαλα, ανέβηκα σε μία καρέκλα και τον ξεκρέμασα. Τον άφησα προσεκτικά κάτω και αυτό που είδα το θυμάμαι σαν χθες...

Ήταν πιο όμορφες από τις combinaison! Λίγο...
Ήμουν πιο όμορφη με αυτές! Πολύ...
Κι αν δεν φορούσα κι εκείνο το ηλίθιο παιδικό νυχτικό με τα ροζ πουά, θα ήμουν πολύ καλύτερη.
Τέλος. Αυτές τις μπότες δεν θα τις έπαρνε πίσω. Αυτές οι μπότες ήταν δικές μου. Η μαμά δεν είχε τέτοιες. Οι μπότες της μαμάς δεν είχαν τέτοια τακούνια.
Κι έτσι τις έκρυψα...

Όλη μέρα έμεινα στο σπίτι. Σε κάθε χτύπο του τηλεφώνου έτρεχα να δω αν ήταν η φίλη της μαμάς. Τα παιδιά χτυπούσαν τα κουδούνια να βγω να παίξω και τα έδιωχνα. Οι γονείς μου σταυροκοπιόνταν. Συνήθως δεν μπορούσαν να με μαζέψουν από τα παιχνίδια. Και τώρα, όταν με ρωτούσαν "δεν σε αφήνει ο μπαμπάς σου;" τους έλεγαν "όχι" σκέτο και όχι το σύνηθες "όχι, αλλά εγώ θα έρθω".

Τη Δευτέρα το απομεσήμερο, το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν εκείνη. Προετοιμάστηκα για πόλεμο. Θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Για τις μπότες. Και θα ερχόταν άδικα...
Αφού είπαν ό,τι είχαν να πουν, αφού ήπιαν τον καφέ τους, άρχισαν να ψάχνουν τις μπότες. Το βλέμμα της μαμάς καρφώθηκε επάνω μου με καχυποψία.
-Που είναι οι μπότες, Νανά;
-Ποιες μπότες;
-Άσε αυτά που ξέρεις. Που είναι οι μπότες, λέω...
-Δεν ξέρω.

Γύρισε και κοίταξε τη φίλη της, ήρεμα. Ήξερε...
-Τις έχει κρύψει.
Γύρισε και κοίταξε εμένα. Ήξερε...

Γι' αυτό δεν πήγαινες να παίξεις εχθές; Γι' αυτό ήσουν τόσο ήσυχη; Καλά το κατάλαβα εγώ ότι κάτι κάνεις εσύ. Δώσε τις μπότες τώρα στη γυναίκα.
-Όχι, της είπα χαμηλόφωνα.
-Όχι; Τι σημαίνει όχι; Δώσε τις μπότες, Νανά, στη κοπέλα, σου λέω!
-Είπα όχι, της απάντησα πάλι χαμηλόφωνα και έκανα ένα βήμα πίσω.
Σταμάτησε για να κοντρολάρει την απελπισία και τον θυμό της.
-Οι μπότες αυτές δεν είναι δικές σου. Που τις έχεις βάλει;
-Οι μπότες αυτές είναι δικές μου! Να πάει να πάρει άλλες, δικές της!, φώναξα δυνατά και με το πόδι να χτυπάει το πάτωμα.

Η φίλη της παρενέβη.
-Δεν πειράζει... Άσε το παιδί... Ας τις κρατήσει... Δεν πειράζει... Θα παίξει, θα παίξει, θα βαρεθεί... Θα τις πάρω μετά...
Πήγα και στάθηκα μπροστά της.
-Αυτές τις μπότες δεν θα τις πάρεις ποτέ. Να πάρεις άλλες.
Πήγα και πήρα τα χρήματα από το χαρτζιλίκι μου.
-Πάρε. Και βάλε κι άλλα να πάρεις τις δικές σου.

Ακολούθησαν οι γνωστές σκηνές.
Η μαμά να τραβάει τα μαλλιά της "τι θα κάνω με αυτό το παιδί;", να παραιτείται "αυτό γίνεται πάντα με ό,τι της αρέσει", να απολογείται "μα όλοι έχουν δει ό,τι εσώρουχο έχω, επειδή πηγαίνει σκοντάφτοντας με τα τακούνια και ρωτάει όποιον έρχεται 'δεν είμαι πολύ ωραία; δεν μου πάνε αυτά που φοράω;'" αλλά το τρίτο πρόσωπο να το βρίσκει - όπως πάντα - τόσο χαριτωμένο...

Οι μπότες ήταν καλά κρυμμένες. Τις φορούσα πάντα όταν ήμουν μόνη στο σπίτι. Μέχρι που έφτασαν να μου κάνουν κανονικά και να στέκομαι όπως έπρεπε πάνω σε αυτές: στητή. Ούτε η μαμά, ούτε η φίλη της τις ξαναείδαν. Και ούτε έμαθαν ποτέ τι απέγιναν.

Παρ' όλα αυτά, η κρυψίνοιά μου ήταν εκεί. Και την έβλεπαν όλοι. Κανείς όμως δεν ήξερε το μέγεθος στο οποίο θα έφτανε μεγαλώνοντας. Ούτε τις διαστάσεις που θα έπαιρνε στο μέλλον. Ούτε καν εγώ.