22.10.09

Road To Boredness


Σιχαίνομαι τα ταξίδια.
Τα βρίσκω κουραστικά και η ιδέα ότι θα πρέπει να είμαι ακίνητη για ώρα, με τρελαίνει.
Σιχαίνομαι και τους ανθρώπους που ταξιδεύουν μαζί μου.
Δεν ξέρω για ποιον λόγο, μιλούν λες και δεν θα υπάρξει αύριο.
Οπότε δεν πηγαίνω πουθενά χωρίς ωτοασπίδες.

Σιχαίνομαι και τα ξενοδοχεία.
Θεωρώ φρικτή την ιδέα να ξαπλώνω εκεί που έχει κοιμηθεί ο καθένας.

Ο γάμος της αδερφής της Δ, ήταν, όμως, εκτός Αθηνών...
Έναν μήνα περίπου μετά τη γιορτή της, ταξιδεύαμε βόρεια.
Εκείνη οδηγούσε, δίπλα της και πίσω της 2 φίλες, και πίσω από την συνοδηγό, εγώ...
Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου και να μη σκέφτομαι τι ζω και τι με περιμένει.

Στα μισά της διαδρομής, μου ήρθε η αναλαμπή.
Χωρίς να σηκώσω τα μάτια από το βιβλίο, ρώτησα, διακόπτοντας.
-Ένας ψηλός, μελαχρινός, που καθόταν δίπλα από τον μπουφέ στο πάρτυ σου, με ένα ζευγάρι παρέα, ποιος είναι;
Έπεσε σιωπή. Την έσπασε η διπλανή της.
-Α! Ξέρεις ποιον λέει;
Πλησίασα τη θέση της.
-Ναι. Ποιον λέει; την ρώτησα.
-Τον Χ, λέει!
Γέλια. Συνωμοτικά.

-Γιατί; ρώτησε η διπλανή μου. Αυτός είναι αδερφή!
-Ναιαιαιαι! Αδερφήηη! είπε με σιγουριά και η μπροστινή μου.
-Ε, εντάξει, όχι και αδερφή..., υπερασπίστηκε η Δ.
-Αδερφή, ε; είπα σκεπτική. Έχουμε δείγματα;
-Αν σκεφτείς ότι δεν την έχει πέσει σε καμμία. Ποτέ. Τι είναι; απόρησε η διπλανή μου. Είναι ψιλοαδερφή!
-Μάλιστα..., είπα πάλι σκεπτική. Ok.
-Πως δεν είναι αδερφή; διαμαρτυρήθηκε η μπροστινή μου. Δεν είναι αυτός που είχε έρθει σε κείνο το 3ήμερο με μία ξυνή που σέρνεται από πίσω του και δεν της δίνει σημασία; Βιτρίνα είναι, τι είναι; Την έχει για βιτρίνα, είπε υψώνοντας τη φωνή της. Χοντροαδερφή είναι! Όχι ψιλοαδερφή!
-Ok, ξαναείπα.
-Γιατί ρωτάς; με ρώτησε η Δ.
-Τίποτα. Δεν τον είχα ξαναδεί, απάντησα.
-Είναι κολλητός με αυτόν που θα παντρέψει την Α, οπότε θα είναι κι αυτός στον γάμο, είπε η Δ.

Φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Είχαν κανονίσει να έχω δικό μου δωμάτιο - γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να πάω - και ήταν το μόνο που με παρηγορούσε. Τουλάχιστον θα είχα για λίγο την ησυχία μου. Άφησα τις άλλες για τα διαδικαστικά και προχώρησα στο ασανσέρ.

Από τις σκάλες, δίπλα από το ασανσέρ, κατέβαινε με φόρα κάποιος. Γύρισα το κεφάλι μου και μπροστά μου στεκόταν σαν στήλη άλατος, ο ψιλό. Μείναμε για δευτερόλεπτα να κοιταζόμαστε.
-Τελικά, πρέπει να έχετε ένα θέμα με τις σκάλες, του είπα ανέκφραστη, κοιτάζοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω. Και με πετριά και ψιλό, σκεφτόμουν.
Δεν απήντησε. Με κοιτούσε σαν χαμένος.

Τα κορίτσια ήρθαν, η Δ τον χαιρέτησε και ανεβήκαμε στα δωμάτιά μας.

Ο γάμος ήταν υπέροχος... Όπως όλοι...
Η νύφη ντροπαλή, ο γαμπρός κοκκόρι στο κοτέτσι, οι γονείς 3 1/2 μέτρα ψηλοί στη φαντασία τους, οι καλεσμένοι να σκέφτονται πως θα το αποφύγουν στο μέλλον, οι καλεσμένες πότε θα το κάνουν σύντομα στο μέλλον, όλοι με τα καλά μας, όλοι με τα ψεύτικα χαμόγελά μας. Υπέροχα...

Στη δεξίωση, μας έβαλαν όλες τις ελεύθερες μαζί. Σκέψη της μητέρας των κοριτσιών...
Στην απέναντι ροτόντα, ο ψιλό με άλλους τρεις. Σκέψη της ιδίας κι αυτό...
Πανέξυπνο...
Αν αυτοί φορούσαν μπριγιαντίνη κι εμείς φουρώ, θα παίζαμε στο Grease.

Το γλέντι άναβε και στα κάρβουνα καθόμουν μόνον εγώ. Βαριόμουν. Τόσο τσάμικο και τόσο waltz μαζί, με ανακάτευε.

Κάποιος μου έκλεισε τα μάτια από πίσω.
-Αν σκέφτεσαι φτυάρια και κοτσομπολιό, ήρθε ο άνθρωπός σου! είπε.
Πετάχτηκα με χαρά από τη θέση μου.
Ο Β ήταν χοντρό με βούλα αλλά ήταν θεός! Κάθισε δίπλα μου και αρχίσαμε να πίνουμε και να θάβουμε απροκάλυπτα! Οι ώρες πέρασαν πολύ ωραία. Όποτε, όμως, η ματιά μου έπεφτε στο απέναντι τραπέζι, έπιανα τον ψιλο να κοιτάζει.

-Ξέρεις ότι έχεις τουλάχιστον έναν θαυμαστή, είπα στον Β.
-Ποιον;! Ποιον;! γύρισε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά ο Β.
-Συγκρατήσου, ηλίθιε. Απέναντι. Διακριτικά.
-Ποιος, καλέ; είπε με νάζι. Αυτός που είναι τύφλα; Εσένα κοιτάζει!
-Μάλλον εσύ είσαι τύφλα, του είπα ξενερώνοντας. Ο τύπος είναι της σχολής σας.
Τον κοίταξε.
-Γι' αυτό φεύγει; με ρώτησε.
-Δεν πας μία βόλτα στις τουαλέτες, μήπως σε περιμένει; Εκεί δεν είναι συνήθως ο τόπος συνάντησής σας; τον πείραξα.
-Μμμμ, είπε με περιφρόνηση. Αυτός φεύγει. Παραπατώντας. Να! Κοίτα! έδειξε με το κεφάλι του.
Πράγματι. Έφευγε παραπατώντας. Μόνος. Κάποιος από την παρέα τον σταμάτησε στο ασανσέρ, προσπαθώντας να τον γυρίσει πίσω, αλλά ο Χ τραβούσε το χέρι που του έπιανε.

Πέρασε τουλάχιστον μία ώρα και ετοιμαζόμουν να κάνω την ίδια διαδρομή. Όλη αυτή την ώρα, όμως, οι τρεις απέναντι με κοιτούσαν περίεργα. Και εκ περιτροπής. Γιατί συνέχεια πηγαινοέρχονταν ανήσυχοι.

Αφού τελείωσαν τα και στα δικά μου, με έναν καλό γαμπρό και πόσο τυχερός θα είναι και πολλά παιδιά, ανέβηκα. Βγαίνοντας από το ασανσέρ και μέσα στο ημίφως, βλέπω κάποιον να κάθεται λιώμα στο πάτωμα, έξω από την πόρτα του δωματίου μου. Φρίκαρα. Πλησιάζοντας σαν τη γάτα με σηκωμένο το τρίχωμα και την ουρά μαζί, αναγνώρισα τον ψιλο...

Στάθηκα μπροστά του, με τα χέρια στο στήθος, κοιτάζοντάς τον μες στα νεύρα...
Άνοιξα την τσάντα να βγάλω το τηλέφωνο. Ποιον θα μπορούσα να πάρω; Όλοι ήταν στη δεξίωση. Και τι να τους έλεγα; Ο ψιλο έχει φρακάρει την είσοδο του δωματίου μου, ελάτε πριν τον κάνω ασήκωτο στις κλωτσιές; Και να γίνουμε θέμα σε ένα ξένο μέρος, σε όλο το ξενοδοχείο, σε 2 σόγια;! Μάλλον όχι...

Έβαλα την κάρτα στη υποδοχή, κλώτσησα την πόρτα, πέταξα την τσάντα στο κρεβάτι, έβαλα το φόρεμα ανάμεσα στα πόδια μου και τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του. Τράβηξα με απίστευτη δυσκολία το σώμα του μέσα, σέρνοντάς το.
Κάθισα στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το πτώμα μπροστά στα πόδια μου.
Δεν περίμενα να έρθει μέχρι το δωμάτιό μου να μου την πει, γιατί του έκανα χαλάστρα με τον Β. Μεγάλο θράσσος. Ποιος ξέρει τι σκέφτηκε. Αλλά δεν θα περνούσε έτσι.

Δεν θα τα πάμε καλά, ψιλο, του είπα μέσα από τα δόντια μου. Καθόλου καλά.

Έτσι νόμιζα.