8.10.09

These Boots Are Made For Me


Όταν ήμουν μικρή, ένα όνειρο είχα: να γίνω μεγάλη.

Έβλεπα τις γυναίκες και κυρίως τη μαμά μου, και ήθελα να γίνω εκείνες.
Ήθελα να βάζω κρέμες!
Ήθελα να φορώ άρωμα!
Ήθελα να πηγαίνω στο κομμωτήριο!
Ήθελα να βάφομαι!
Ήθελα να φορώ τακούνια!
Ήθελα να έχω άνδρες!
Ήθελα να μην είμαι παιδί.
Τα παιδιά ήταν καλά. Αλλά ήταν παιδιά. Και δεν μου έλεγαν τίποτα.

Δεν μου άρεσαν τα ρούχα που φορούσαν.
Μισούσα τα -άκι, -ίτσα, -ούλα.
Δεν πίστεψα ποτέ στον Αγ. Βασίλη.

Ξόδευα ώρες στην ντουλάπα και μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας τις γόβες της μαμάς, τα κοσμήματα της μαμάς, τα κραγιόν της μαμάς, τα εσώρουχα της μαμάς. Και η μεγάλη μου αδυναμία ήταν οι combinaison της. Μέχρι που είδα για πρώτη φορά ψηλοτάκουνες μπότες...

Στο σπίτι μας είχαμε πάντα κόσμο. Και κάθε Σαββατοκύριακο γλέντι. Μετά από κάποια ώρα, άνοιγαν τα ντουλάπια και σερβίτσια ολόκληρα γινόντουσαν θρύψαλα. Κέφι, γλέντι, χορός μέχρι πρωΐας!

Κάποιο βράδυ, μία νεότερη σε ηλικία φίλη της μαμάς, έφυγε με παντόφλες ξεχνώντας να πάρει μαζί της τις μπότες που φορούσε. Ξύπνησα νωρίς το πρωί της Κυριακής και πηγαίνοντας στην κουζίνα, είδα δίπλα από την πόρτα της εισόδου ένα ζευγάρι καφέ ψηλοτάκουνες μπότες...
Έμεινα να τις κοιτάζω για μερικά λεπτά, λες και δεν ήξερα ότι υπήρχαν παπούτσια... Πλησίασα, κάθισα στο πάτωμα και τις πήρα στην αγκαλιά μου... Δεν είχα ξαναπιάσει τόσο μαλακό παπούτσι... Δεν είχα ξαναμυρίσει τόσο υπέροχο δέρμα... Και ήταν τόσο όμορφες...

Τις φόρεσα αμέσως. Και γκρεμίστηκα. Αλλά δεν με ένοιαζε. Όλοι κοιμόνταν. Θα το έκανα ξανά και ξανά, μέχρι να σταθώ όρθια. Και το κατάφερα! Δεν έφτανα, όμως, να με δω στον καθρέφτη της εισόδου. Τις έβγαλα, ανέβηκα σε μία καρέκλα και τον ξεκρέμασα. Τον άφησα προσεκτικά κάτω και αυτό που είδα το θυμάμαι σαν χθες...

Ήταν πιο όμορφες από τις combinaison! Λίγο...
Ήμουν πιο όμορφη με αυτές! Πολύ...
Κι αν δεν φορούσα κι εκείνο το ηλίθιο παιδικό νυχτικό με τα ροζ πουά, θα ήμουν πολύ καλύτερη.
Τέλος. Αυτές τις μπότες δεν θα τις έπαρνε πίσω. Αυτές οι μπότες ήταν δικές μου. Η μαμά δεν είχε τέτοιες. Οι μπότες της μαμάς δεν είχαν τέτοια τακούνια.
Κι έτσι τις έκρυψα...

Όλη μέρα έμεινα στο σπίτι. Σε κάθε χτύπο του τηλεφώνου έτρεχα να δω αν ήταν η φίλη της μαμάς. Τα παιδιά χτυπούσαν τα κουδούνια να βγω να παίξω και τα έδιωχνα. Οι γονείς μου σταυροκοπιόνταν. Συνήθως δεν μπορούσαν να με μαζέψουν από τα παιχνίδια. Και τώρα, όταν με ρωτούσαν "δεν σε αφήνει ο μπαμπάς σου;" τους έλεγαν "όχι" σκέτο και όχι το σύνηθες "όχι, αλλά εγώ θα έρθω".

Τη Δευτέρα το απομεσήμερο, το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν εκείνη. Προετοιμάστηκα για πόλεμο. Θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Για τις μπότες. Και θα ερχόταν άδικα...
Αφού είπαν ό,τι είχαν να πουν, αφού ήπιαν τον καφέ τους, άρχισαν να ψάχνουν τις μπότες. Το βλέμμα της μαμάς καρφώθηκε επάνω μου με καχυποψία.
-Που είναι οι μπότες, Νανά;
-Ποιες μπότες;
-Άσε αυτά που ξέρεις. Που είναι οι μπότες, λέω...
-Δεν ξέρω.

Γύρισε και κοίταξε τη φίλη της, ήρεμα. Ήξερε...
-Τις έχει κρύψει.
Γύρισε και κοίταξε εμένα. Ήξερε...

Γι' αυτό δεν πήγαινες να παίξεις εχθές; Γι' αυτό ήσουν τόσο ήσυχη; Καλά το κατάλαβα εγώ ότι κάτι κάνεις εσύ. Δώσε τις μπότες τώρα στη γυναίκα.
-Όχι, της είπα χαμηλόφωνα.
-Όχι; Τι σημαίνει όχι; Δώσε τις μπότες, Νανά, στη κοπέλα, σου λέω!
-Είπα όχι, της απάντησα πάλι χαμηλόφωνα και έκανα ένα βήμα πίσω.
Σταμάτησε για να κοντρολάρει την απελπισία και τον θυμό της.
-Οι μπότες αυτές δεν είναι δικές σου. Που τις έχεις βάλει;
-Οι μπότες αυτές είναι δικές μου! Να πάει να πάρει άλλες, δικές της!, φώναξα δυνατά και με το πόδι να χτυπάει το πάτωμα.

Η φίλη της παρενέβη.
-Δεν πειράζει... Άσε το παιδί... Ας τις κρατήσει... Δεν πειράζει... Θα παίξει, θα παίξει, θα βαρεθεί... Θα τις πάρω μετά...
Πήγα και στάθηκα μπροστά της.
-Αυτές τις μπότες δεν θα τις πάρεις ποτέ. Να πάρεις άλλες.
Πήγα και πήρα τα χρήματα από το χαρτζιλίκι μου.
-Πάρε. Και βάλε κι άλλα να πάρεις τις δικές σου.

Ακολούθησαν οι γνωστές σκηνές.
Η μαμά να τραβάει τα μαλλιά της "τι θα κάνω με αυτό το παιδί;", να παραιτείται "αυτό γίνεται πάντα με ό,τι της αρέσει", να απολογείται "μα όλοι έχουν δει ό,τι εσώρουχο έχω, επειδή πηγαίνει σκοντάφτοντας με τα τακούνια και ρωτάει όποιον έρχεται 'δεν είμαι πολύ ωραία; δεν μου πάνε αυτά που φοράω;'" αλλά το τρίτο πρόσωπο να το βρίσκει - όπως πάντα - τόσο χαριτωμένο...

Οι μπότες ήταν καλά κρυμμένες. Τις φορούσα πάντα όταν ήμουν μόνη στο σπίτι. Μέχρι που έφτασαν να μου κάνουν κανονικά και να στέκομαι όπως έπρεπε πάνω σε αυτές: στητή. Ούτε η μαμά, ούτε η φίλη της τις ξαναείδαν. Και ούτε έμαθαν ποτέ τι απέγιναν.

Παρ' όλα αυτά, η κρυψίνοιά μου ήταν εκεί. Και την έβλεπαν όλοι. Κανείς όμως δεν ήξερε το μέγεθος στο οποίο θα έφτανε μεγαλώνοντας. Ούτε τις διαστάσεις που θα έπαιρνε στο μέλλον. Ούτε καν εγώ.