31.12.09

Straightening Things Out



Ψάχναμε να βρούμε ένα ήσυχο μέρος, παραλιακά, για να περπατήσουμε.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι και οι άνθρωποι έξω ελάχιστοι.

-Θα θέλατε κάτι να πιείτε; Να σταματήσω σε ένα περίπτερο; Τσιγάρα, ίσως;, ρώτησε με ενδιαφέρον.
-Οπωσδήποτε, του είπα σταθερά. Μία Coca Cola, δεν θα ήταν ό,τι πρέπει τώρα;, τον ρώτησα αθώα. Αν θα πιείτε κι εσείς, βέβαια..., συμπλήρωσα ψιλοειρωνικά.
Χαμογέλασε.
Σταμάτησε στο πρώτο περίπερο. Επέστρεψε με δύο πακέτα από τα τσιγάρα που καπνίζω και μία 6άδα Coca Cola.
-Περιμένουμε κι άλλους;, τον ρώτησα, βλέποντας το πακέτο.
Γέλασε.
-Όχι... Να υπάρχουν...
-Σωστά. Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Μπορεί να πιάσει κάπου κοντά καμμιά φωτιά... Να τρέξουμε πρώτοι...
Χαμογελούσε. Ήταν χαρούμενος. Και ένας τρίτος θα μπορούσε να το καταλάβει.

Σταματήσαμε σε ένα μεγάλο άνοιγμα, που οδηγούσε σε έναν παράδρομο, που ήταν ένα Luna Park(?).
-Αυτό ήταν...;, μου ξέφυγε αυθόρμητα.
Τα έχασε.
-Δεν σας αρέσει;... Θέλετε να ψάξουμε κάπου αλλού;..., είπε αμέσως.
-Όχι...! Όχι...! Εννοούσα ότι τελείωσε η βόλτα. Οι διαδρομές με το αυτοκίνητο, είναι το αγαπημένο μου. Βέβαια, προτιμώ στενά κτλ, όχι λεωφόρους αλλά και αυτό ήταν καλό. Είχα βγάλει και τις μπότες...
-Οι βόλτες με το αυτοκίνητο...; Θέλετε να συνεχίσουμε;!, είπε αναπτερωμένος.
-Ναι. Οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Και με την αγαπημένη μου μουσική. Και να καπνίζω με ανοιχτό το παράθυρο. Ό,τι καιρό κι αν έχει. Είναι το καλύτερό μου. Αλλά είπαμε να μιλήσουμε. Οπότε, δώστε μου λίγο χρόνο και σε 5 λεπτά μπορώ να τις ξαναφορέσω και να βγούμε, αν συμφωνείτε.
-Δεν θα μπορούσα να έχω αντίρρηση...

Χαμογέλασε συνεσταλμένα. Είχα συνηθίσει πια και τους συναγερμούς... Δε γαμιέται, είπα. Κάτι θα έχει απορρυθμιστεί και θα μου αρέσουν και οι gay... Τελικά, η συστολή και η ευγένεια είναι τα διεγερτικά μου... Δε βαριέσαι, υγεία. Κανείς δεν είναι τέλειος.
Αισθανόμουν, πλέον, άνετα. Δεν με ένοιαζε τίποτα.

-Θα εξακολουθούσατε να μην έχετε αντίρρηση, αν τραβούσα το κάθισμά μου πίσω και ανέβαζα τα πόδια μου στο ταμπλώ...;, το παράκανα.
Χάρηκε. Σαν παιδί που το ρωτάς εάν θέλει να κάνετε μαζί κάποια σκανδαλιά.
-Θα σας κάνει καλό. Και δεν έχω καμμία αντίρρηση. Αλλά να σας βάλω κάτι, για να μην πονέσετε.
Και έβγαλε το σακάκι του...
Το δίπλωσε επιμελώς στα 4 και το έβαλε επάνω στο ταμπλώ...
Άναυδη, τράβηξα το κάθισμα πίσω και ύψωσα τα πόδια μου. Με τα χέρια του με βοήθησε να τα ακουμπήσω, όπως θα έπρεπε, επάνω στο ρούχο του.
-Ωραία, του είπα. Ας ανοίξουμε μία Coca Cola, για να το γιορτάσουμε!
Έσκισε αμέσως το πλαστικό και άνοιξε ένα κουτί. Μου το έδωσε στο χέρι.
Βγάζοντας τα τσιγάρα μου, αναφώνησε ξαφνικά.
-Μισό λεπτό!
Έβαλε το ένα του χέρι στον αστράγαλό μου και τον ανασήκωσε ελαφρά.
Δεν καταλάβαινα...
Μόλις είδα ότι με το άλλο έψαχνε τον αναπτήρα του, έσκασα στα γέλια.
Γέλασε κι εκείνος.
Μου άναψε το τσιγάρο, άναψε κι εκείνος και άνοιξε μία Coca Cola.

-Λοιπόν;, τον ρώτησα. Από που θέλετε να ξεκινήσουμε;
-Από την αρχή... Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος...
-Μην ανησυχείτε. Έχω χρόνο. Τώρα που πίνω και αυτό το πράμα, με βλέπω να κοιμάμαι μεθαύριο. Οπότε, μιλήστε όσο θέλετε.
-Σας προκαλεί αυπνία;..., ρώτησε στενοχωρημένος.
-Τραγική. Ξεκινήστε εσείς.
Ο Χ πήρε βαθιά ανάσα.
Μα τι στο διάολο θα πει;, σκέφτηκα.

-Ξέρετε ότι δεν μένω εδώ. Έφυγα για σπουδές και δεν ξαναγύρισα. Τώρα τελειώνω διάφορα μεταπτυχιακά, που τρώνε πολύ χρόνο και πολλή ενέργεια. Σκεφτόμουν να μείνω έξω, γιατί δεν είχα τίποτα να με κρατάει στην Αθήνα.
-Οι γονείς σας...;
-Οι γονείς μου έρχονται συχνά. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα.
-Το πρόβλημα είναι η σύντροφός σας...
Το πρόσωπό του σκλήρυνε.
-Δεν είναι σύντροφός μου. Δεν είναι έτσι η σύντροφος που έχω στο μυαλό μου.
-Χμ... ναι... έχετε δίκιο... Ίσως η ερώτησή μου να είναι ανάρμοστη αλλά γιατί δεν χωρίζετε;
-Θα με πιστέψετε εάν σας πω ότι δεν με ένοιαζε...; Είναι μία σχέση που είχα από την 3η Λυκείου και μου ήταν αδιάφορη από τότε. Απλά, οι γονείς της είναι πολύ φίλοι με τους δικούς μου γονείς, έχουμε πολλές σχέσεις γενικότερα, ήταν - και είναι - σαν κακή συνήθεια. Λυπάμαι που το λέω αλλά είτε υπάρχει είτε όχι, δεν με ενδιαφέρει.
-Καταλαβαίνω... Θα είναι, παρ' όλα αυτά, πρόβλημα για κάποιον που θα ενδιαφερθεί για εσάς. Δεν μπορεί να ξέρει τις συνθήκες. Θα του δώσετε λάθος μήνυμα.
Χαμογέλασε πικρά.
-Το θέμα μου δεν είναι εκείνη που θα ενδιαφερθεί...
-Αλλά...;
-Εκείνη που θα με ενδιαφέρει...
-Μισό λεπτό..., τον σταμάτησα με το χέρι μου. "Εκείνη"...; Τι εννοείτε "εκείνη"...; "Εκείνος"...
Μπερδεύτηκε. Το σκέφτηκε λίγο.
-"Εκείνη"..., είπε σχεδόν συλλαβιστά, λες και προσπαθούσε να το κατανοήσει. Γιατί "εκείνος"...; Α! Εννοείτε εμένα;
Ήταν σειρά μου να μπερδευτώ. Ανασηκώθηκα λίγο στο κάθισμά μου και γύρισα προς τη μεριά του.
-Τι να την κάνετε εσείς "εκείνη"...;, τον ρώτησα απλά. Για "εκείνον" δεν θα έπρεπε να μιλάμε...;
Ο Χ κοίταξε γύρω του. Ήταν φανερό ότι δεν καταλάβαινε.
-Με συγχωρείτε, αν δεν έχω καταλάβει... Ποιος είναι "εκείνος"...;, ρώτησε χαμηλόφωνα.

Και μείναμε να κοιταζόμαστε...

30.12.09

Jumping Out Of My Skin

Ο Χ στεκόταν γονατιστός μπροστά μου...
Κοιτούσε τα χέρια μου που ήταν μέσα στα δικά του...
Εγώ, απλώς, κρατούσα την αναπνοή μου...
Και περίμενα...

Άφησε τα χέρια μου και άρχισε να κατεβάζει το φερμουάρ της μπότας...
Αισθανόμουν ότι με έγδυνε...
Όταν το φερμουάρ κατέβηκε όλο, σήκωσε το δεξιό του πόδι σε γωνία...
Έβγαλε τη μπότα μου και έβαλε το πέλμα μου πάνω στο γόνατό του...
Η ανακούφιση ήταν μεγάλη...
Όχι, όμως, τόσο μεγάλη όσο η έκπληξή μου..
Τον κοιτούσα σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά...
Εκείνος ήταν πολύ σοβαρός... Αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε... Έμοιαζε σαν τίποτα να μη μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή... Έβαλε τα χέρια του γύρω του, σαν να ήθελε να το ζεστάνει... Να το προφυλάξει από το κρύο...

-Κρυώνετε...;, με κοίταξε στα μάτια.
Έγνεψα "όχι" αργά...
Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο πέλμα μου, άφησε τη φτέρνα μου να στηριχθεί στο γόνατό του και άρχισε να μου κάνει μασάζ... Αφοσιωμένος...

Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα... Δεν ήταν ότι κάλμαρε τον πόνο... Ούτε ότι μου ζέσταινε το πέλμα... Ήταν η αίσθηση ενός άνδρα, που συνειδητά, έχει γονατίσει μπροστά σου, λες και αυτό που έκανε, είχε την μεγαλύτερη σημασία του κόσμου, εκείνη τη στιγμή...
Και αυτό δεν το είχα ξαναζήσει ποτέ...

Τα χέρια του κινήθηκαν προς το άλλο μου πόδι...
Έβαλα τα χέρια μου δεξιά-αριστερά από τον κορμό μου, πάνω στο παγκάκι, για να στηριχθώ...
Κατέβασε αργά το φερμουάρ, γύμνωσε το πόδι μου, το έβαλε επάνω στο γόνατό του και έκανε το ίδιο... Μάλαζε απαλά και τα δύο, εναλλάξ...

Χτύπησε το κινητό του... Δεν απάντησε... Δεν σταμάτησε...
Οι κλήσεις συνεχίζονταν, καθώς και οι ήχοι των μηνυμάτων...
Τίποτα δεν το διέκοπτε...

-Θα ήθελα να απαντήσετε, του είπα σοβαρά.
-Μάλιστα..., υπάκουσε.
Πήρε αμέσως το κινητό. Με το άλλο χέρι, σκέπαζε τα πόδια μου, όσο μπορούσε.
Ήταν οι φίλοι του, που τον ρωτούσαν που βρίσκεται. Έβαλε το τηλέφωνο στο πλάι του ποδιού που ήταν σε γωνία.
-Μπορώ να τους πω ότι είμαι εδώ...;, ζήτησε την άδειά μου.
-Φυσικά, του απάντησα μηχανικά.
Έδωσε το στίγμα και αμέσως ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην εσοχή. Ο Γ οδηγούσε, ο Β συνοδηγός. Από το πίσω κάθισμα, ο Α έμεινε να μας κοιτάζει από το παράθυρο. Σε δευτερόλεπτα, χωρίς να πει κάτι, μας κοιτούσαν και οι άλλοι δύο.

Ο Χ δεν είχε σταματήσει να προσέχει τα πόδια μου ούτε για μία στιγμή, από όταν έκλεισε το τηλέφωνο. Άκουσε το αυτοκίνητο, γύρισε λίγο το κεφάλι μηχανικά αριστερά αλλά δεν σταμάτησε.
-Νομίζω ότι φέρνετε τους φίλους σας σε δύσκολη θέση.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά και με κοίταξε μες στα μάτια.
-Αυτή είναι η δική μου θέση... Και οι φίλοι μου οφείλουν να τη σεβαστούν...

Ασυναίσθητα, έκανα λίγο πίσω, έκπληκτη και τον κοίταξα συνοφρυωμένη. Πριν προλάβω να πω κάτι, ο Α έβγαινε από το αυτοκίνητο και μας πλησίαζε.
-Καλησπέρα, είπε σοβαρός.
-Καλησπέρα, του είπα.
-Είστε καλά;, με ρώτησε.
-Ναι. Είμαι καλύτερα. Και το οφείλω στον φίλο σας.
-Θέλετε να σας πάμε κάπου;
-Όχι. Θα πάρω ταξί για το σπίτι. Είμαι, πραγματικά, καλύτερα. Εσείς έχετε να πάτε κάπου, έτσι δεν είναι;
-Ναι... Ήρθαμε να πάρουμε τον Χ, γιατί εκεί που θα πάμε δεν έχει ξαναπάει και είναι λίγο μπέρδεμα... Θα μας ακολουθήσει με το αυτοκίνητο... Αν θέλ...
-Πηγαίνετε εσείς, είπε ο Χ, σοβαρά. Εγώ θα μείνω.

Ο Α κοίταξε αμήχανα τι έκανε ο φίλος του. Ήθελε να πει κάτι αλλά δυσκολευόταν.
-Ε... θα... μας περιμ..., ξεκίνησε.
-Ξέρω ποιος θα μας περιμένει, τον έκοψε ο Χ.
Κοιταχτήκαμε με νόημα με τον Α.

Οι άλλοι δύο βγήκαν από το αυτοκίνητο, με καλησπέρισαν αμήχανοι και ρώτησαν τον Α εάν είναι όλα καλά.
-Ε... ναι... όλα καλά... ο Χ δεν μπορεί να έρθει τώρα... πάμε εμείς... μπορεί να μας βρει μετά...
-Δεν θα έρθω, ξαναείπε απότομα ο Χ. Γύρισε να τους κοιτάξει, χωρίς να σταματάει να κάνει αυτό που έκανε. Εντάξει;
-Εντάξει, συμφώνησαν όλοι.
Έφυγαν.

-Οι φίλοι σας θα νομίζουν ότι είχα κανένα ατύχημα, του είπα, προσπαθώντας να ελαφρύνω το κλίμα.
-Οι φίλοι μου ξέρουν ότι για μένα είστε ευτύχημα, απάντησε χαμηλόφωνα.
Τον κοίταξα αποσβολωμένη...
-Τι εννοείτε...;, τον ρώτησα, παραξενεμένη.
Ο Χ σταμάτησε. Με κοίταξε με ενοχή.
-Μπορώ να σας μιλήσω ελεύθερα...;, με ρώτησε διστακτικά.
-Ασφαλώς! Θα ήθελα να ξέρω τι εννοείτε, απαίτησα.
-Νομίζω... πιστεύω... ότι έχετε καταλάβει το ενδιαφέρον μου για εσάς... Δεν ξέρω πως να το πω... Αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω... αν υπάρχει έστω και ένα ψήγμα ενδιαφέροντος, από τη δική σας την πλευρά...
Έμεινα να τον κοιτάζω άφωνη... Δεν ήξερα τι να πω... Ή, μάλλον, ήξερα αλλά ήταν πάρα πολλά για να μπουν σε τάξη εκείνη τη στιγμή...
Έσκυψα ελαφρά προς το μέρος του.
-Τι λέτε...;, τον ρώτησα σαν να ήταν μεθυσμένος.
-Θέλω να σας πω πολλά... Αν μου δώσετε την ευκαιρία..., έσκυψε το κεφάλι και αγκάλιασε τα πόδια μου.

Έπιασα τα χέρια του και τα απομάκρυνα. Φοβήθηκε.
Έβαλα τις μπότες μου και σηκώθηκα.
-Πάμε!
-Σηκώθηκε αμέσως όρθιος.
-Που θέλετε να πάμε;, με ρώτησε γεμάτος ανυπομονησία.
-Κάπου ανοιχτά. Να περπατήσουμε.
-Μάλιστα, υπάκουσε σοβαρά.

Με οδήγησε στο αυτοκίνητό του.
-Μήπως θα θέλατε να οδηγήσετε εσείς;, με ρώτησε ευγενικά.
-Αστειεύεστε;!, έβαλα τα γέλια. Θέλετε να μου φέρνετε τσιγάρα στον Κορυδαλλό;!
-Γιατί το λέτε αυτό;, ρώτησε χαμογελώντας.
-Γιατί αν οδηγούσα, θα σκότωνα κάθε κάφρο που κυκλοφορεί! Είτε πατώντας τον με το αμάξι είτε βγαίνοντας έξω και πλακώνοντάς τον στο ξύλο! Προτιμώ, λοιπόν, να δίνω τα προικιά μου στους ταξιτζήδες! Το καταλάβατε τώρα;!

Ο Χ έγνεψε καταφατικά. Χαρούμενος. Μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκα στο αυτοκίνητο. Εκείνος έτρεξε να πάρει τη θέση του οδηγού.

Διασκέδαζα. Νόμιζα πως ήθελε να είμαστε φίλοι. Ότι αισθάνθηκε πως τον καταλαβαίνω. Ότι, βλέποντας τον Β, κατάλαβε ότι δεν τον αποδοκιμάζω σαν ομοφυλόφιλο. Πως του είμαι αγαπητή, διότι μαζί μου μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Και ήθελε, με κάποιον τρόπο, να μου το ανταποδώσει.

Είχα στο μυαλό μου να τον καθησυχάσω.
Διότι, απλούστατα, δεν ήξερα τι με περίμενε...

29.12.09

Stalking Barbarella



Περπατώντας - δηλαδή, κουτσαίνοντας... - στον παραλιακό δρόμο, η συστάδα των θάμνων έκανε ένα κενό. Με χαρά ανακάλυψα ένα παγκάκι. Ήθελα να τρέξω να καθίσω αλλά αυτό ήταν μεγάλη πολυτέλεια, στην κατάσταση που βρισκόμουν. Κάνοντας ό,τι μπορούσα για να επισπεύσω την ξεκούρασή μου, χτύπησε το τηλέφωνο.

-Που είσαι;!, πήδηξε από το ακουστικό η φωνή της τρελής.
-Που να είμαι, χαρά της αποτρίχωσης;
-Τι θες να πεις;!, ρώτησε ξαναμμένος.

-Τίποτα. Απλά, μην παρεξηγηθείς αν σε πλησιάσει κανείς με τη μηχανή του γκαζόν. Τι θέλεις τώρα; Πονώ!

Ο Β έβαλε τα γέλια.

-Σταμάτα να γελάς, ηλίθια! Υποφέρω, σου λέω! Λέγε!
-Είμαι τόσο χάλιααα;, ρώτησε με νάζι.

-Τελείωνε! Τι θέλεις;

-Να σου πω!

-Ε, λέγε, μη σου γαμήσω!
-Ο δικός σου έφυγε μετά από σένα!

-Το ξέρω, του είπα άτονα. Θα βγει με φίλους του.
-Αμ, δεν θα βγει! Είναι πίσω σου! Τον βλέπω από το μπαλκόνι!


Ό,τι είχα πλησιάσει εκείνο το παγκάκι και ετοιμαζόμουν να καθίσω. Ξαναστυλώθηκα και κοίταξα το μπαλκόνι του. Τον είδα να χοροπηδάει σαν χαζό και να με χαιρετάει.
-Σταμάτα, μωρή, να κοπανιέσαι... Θα σου φύγει η σερβιέτα...

-Τέτοια λέγε μου, να με φτιάχνεις!, είπε χαρούμενα.

-Τώρα θα φτιάξω άλλον, έννοια σου. Που είναι;

-Αν βγεις από εκεί που έχεις κρυφτεί, θα τον δεις. Έχει σταματήσει και μιλάει στο κινητό. Μπαίνω μέσα γιατί έχω ξυλιάσει, η γυναίκα!


Βγήκα από την εσοχή, κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, τίποτα. Άντε να ξαναπάς μέχρι το παγκάκι... Κάθισα. Όσο σκληρό ήταν το ξύλο, τόσο ανακουφισμένα αισθανόμουν τα πόδια μου... Πως την είχα πατήσει έτσι... Φυσούσε ωραία και γύρισα στα αριστερά μου να βλέπω τη θάλασσα. Έψαξα στην τσάντα τα τσιγάρα μου και άναψα ένα. Τα ταξί περνούσαν συνέχεια και δεν είχα καμμία ανησυχία εάν θα βρω για να φύγω. Τα πόδια μου με πέθαιναν, λέμε...


Όπως γύρισα στην κανονική θέση για να κατεβάσω λίγο τα φερμουάρ, στο άνοιγμα της εσοχής, στεκόταν ο
Χ...
-Δεν σας πρόλαβα...
-Συγγνώμη...;
-Δεν πρόλαβα να σας ανάψω το τσιγάρο...
-Τι κάνετε εσείς εδώ;, τον ρώτησα μάλλον νευριασμένα.
-Δεν ήξερα αν θα βρίσκατε γρήγορα ταξί, πονούσατε κιόλα και είπα να σας ακολουθήσω μέχρι να φύγετε...
Μαλάκωσα.
-Που να πάω; Αυτές οι μπότες με έχουν πεθάνει. Έκανα μεγάλη βλακεία. Δεν έπρεπε να τις φορέσω απόψε. Έπρεπε να τις είχα περπατήσει μερικές μέρες στο σπίτι για να τις ανοίξω. Πρώτη φορά χαίρομαι που υπάρχουν παγκάκια. Τι να πω... Οι φίλοι σας;
-Τώρα μίλησα μαζί τους... Είναι καθ' οδόν...
-Πολύ καλά.
-Αλλά έχω και το δικό μου αμάξι...
-Πολύ καλά.
-Αν θέλατε...
-Αν ήθελα...;
-Αν θέλατε να σας πάω σπίτι σας... Δεν θα πείραζε να πήγαινα αργότερα να τους βρω...
-Να πάτε εκεί που πρέπει. Εγώ είμαι μια χαρά.

Πήγα να σηκωθώ. Ο πόνος με έκανε να μορφάσω και να ξανακαθίσω αμέσως. Ήρθε με δύο δρασκελιές κοντά μου.
-Πονάτε;..., με ρώτησε με ενδιαφέρον.
-Ναι.
Μου έπιασε τα χέρια. Και γονάτισε μπροστά μου...
Κοκκάλωσα στη θέση μου και γύρισα λίγο το κεφάλι μου παρακολουθώντας τον καχύποπτα.


Συναγερμοί άρχισαν να χτυπάνε μανιασμένα, το τρίο έτρεχε πάλι να μαντρώσει την Domme. Εκείνη, όμως, χτενιζόταν όλο φιλαρέσκεια στην καθρέφτη Της... Στο δωμάτιό Της... Εκεί ήταν το βασίλειό Της... Η είσοδος δεν επιτρεπόταν σε κανέναν... Η Λογική, η Ψυχραιμία και η Σκέψη, έπεσαν η μία πάνω στην άλλην, κάθως φρέναραν απότομα στην ανοιχτή Της πόρτα.


-Δεν θα μείνω άλλο, τους ανακοίνωσε. Ήρθε η ώρα.

Το τρίο προσπάθησε να Την μεταπείσει, σχεδόν παρακαλώντας Την.
Σήκωσε το χέρι Της, αδιάφορα.
-Όταν λέω ήρθε η ώρα, εννοώ να το βουλώσετε!, είπε δυνατά.
Γύρισε και τις κοίταξε χαμογελώντας σκληρά.

-Είναι θέμα χρόνου. Μα, ελάτε μέσα... Μη στέκεστε εκεί...

Το τρίο φοβήθηκε πολύ. Αλλά είπε να δοκιμάσει μήπως Της αλλάξει γνώμη. Εξ' άλλου ήταν τόσο καλή και ήμερη τώρα...

-Μα, περάστε... Θα μιλήσουμε... Αυτό δεν θέλετε...;, τις ρώτησε δόλια...
Ο συνασπισμός προχώρησε. Η μία δίπλα στην άλλη σαν σιαμαίες. Κάθησαν στο κρεβάτι. Η Domme σηκώθηκε. Είχε κάνει το καλύτερό Της μακιγιάζ, είχε φορέσει το πιο ωραίο άρωμά Της, είχε ντυθεί με το πιο ωραίο Της φόρεμα. Και ήταν πιο όμορφη από ποτέ.

-Λοιπόν; Πως σας φαίνεται το δωμάτιό μου; Δεν είναι πολύ άνετο;, έκανε να δείξει γύρω Της.

Τσιμουδιά ο συνασπισμός.

Η Domme πήρε τα γάντια Της από την τουαλέτα και τις πλησίαζε παίζοντας με αυτά στα χέρια Της.

-Μα, γιατί δεν μιλάτε...; Δεν είναι ωραία εδώ; Ε, λοιπόν, Εγώ το αγαπώ πολύ αυτό το δωμάτιο. Και ξέρετε γιατί; Είναι δίπλα στην καρδιά της
Νανάς. Είναι, ασφαλώς, η καλύτερη θέση. Αλλά, αυτό που ήθελα να κάνω, ήταν περιορισμένο σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Δεν ξέρω καν πως είναι το σαλόνι. Δεν ξέρω πως είναι εκεί που είστε εσείς. Βλέπετε, πάνε χρόνια που έπαψα να προσπαθώ να βγω έξω. Δεν λέω... Ο Έλεγχος με την Ηρεμία, έρχονταν συχνά για να μου κάνουν παρέα και να πούμε τα δικά μας. Αλλά τι σημασία είχε; Πάλι έμενα μόνη.
Τσιμουδιά ο συνασπισμός.

-Χμ... Νομίζω πως τώρα πρέπει να καταλαβαίνετε που το πάω, έτσι δεν είναι;
Οι τρεις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

-Όχι...;, τις ρώτησε μαλακά.
Οι άλλες κούνησαν γρήγορα αρνητικά τα κεφάλια τους.

-Είναι απλό, είπε σκληρά βάζοντας τα γάντια Της και έβγαλε το κλειδί πίσω από την πόρτα.
Οι τρεις πετάχτηκαν πάνω ξαφνιασμένες.

-Μην μπαίνετε στον κόπο!, ακούστηκε βροντερή η φωνή Της.

Πήρε από το κομοδίνο Της το riding crop.

-Όποια από εσάς τολμήσει να με πλησιάσει, θα ανακαλύψει για τι είμαι γενημμένη!, είπε με χαμηλή φωνή. Δεν θέλω να γίνομαι κακιά αλλά τι να κάνω... Αυτή Είμαι! Στα γόνατα τώρα!, διέταξε.
Και οι τρεις, ταυτόχρονα, έπεσαν στο πάτωμα. Στα γόνατα... Εκείνη χαμογέλασε ικανοποιημένη.
-Αυτό είναι... Τώρα καταλαβαίνετε... Σωστά...;
Έγνεψαν αμέσως καταφατικά και οι τρεις.

Η Domme πλησίασε την άκρη του riding crop στο στόμα της πρώτης.
-Φίλησέ το.
Η Λογική κοίταξε την Domme με ύφος ικέτιδας.
-Είπα, φίλησέ το!, θύμωσε η Domme.

Η λογική φίλησε το μαστίγιό Της.
-Εσύ!, είπε στην Ψυχραιμία.
Η Ψυχραιμία έκανε το ίδιο.

Η Domme πλησίασε το μαστίγιό Της στην Σκέψη.
Το φίλησε αμέσως.


-Πολύ καλά, λοιπόν. Αυτό ήταν το φιλί του αποχαιρετισμού. Δεν νομίζω να μου λείψετε. Έχω πάρα πολλά να κάνω.

Πήρε τη βαλίτσα Της στο άλλο χέρι.
-Μάτια χαμηλά!, διέταξε.

Βγήκε από το δωμάτιό Της, κλείδωσε τη πόρτα και τίναξε τα μακριά ξανθά μαλλιά Της.

Γυρίζοντας στον διάδρομο, είπε με σιγουριά.

-Ήρθε η ώρα...

28.12.09

Born To Be Wild


Ό,τι μου συνέβαινε κατά την εφηβεία, το έριχνα πάνω της.
Όλοι δεν έλεγαν ότι όταν μπαίνεις στην εφηβεία τα χάνεις;
Ότι η εφηβεία ήταν δύσκολη;
Ότι χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου;
Ε, ωραία, λοιπόν.

Μόνο που εγώ δεν είχα χάσει τίποτα. Μάλλον έβρισκα. Και μάζευα.
Μέσα μου καινούρια συναισθήματα έπαιρναν την θέση τους κι εγώ τους έκανα χώρο. Δεν τα γνώριζα κι εκείνα δεν μιλούσαν. Μόνο πίεζαν.
Ούτε έκανα κραιπάλες. Μάλλον απέτρεπα και τους άλλους. Και με άκουγαν.
Μέσα μου υπήρχε μία δύναμη που δεν επέτρεπε τις ασυδοσίες. Δεν την γνώριζα κι εκείνη ήταν πολύ μυστικοπαθής. Μόνο κανόνιζε.
Ούτε απώλεσα ποτέ κανέναν έλεγχο. Μάλλον ο έλεγχος ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Και μου άρεσε. Οι άλλοι είχαν το πρόβλημα. Κι εγώ δεν καταλάβαινα το γιατί.

Ο Έλεγχος ήταν πολύ ωραίος γκόμενος. Αρρενωπός, λιγομίλητος, στιβαρός. Με γέμιζε δέος.
Ο Έλεγχος ήταν παντρεμένος. Τη γυναίκα του την έλεγαν Ηρεμία. Αυτή κι αν ήταν πολύ ωραία γκόμενα. Θηλυκότατη, μακάρια, λεπτοκαμωμένη. Θεά.
Και οι δύο, εξαιρετικό ζευγάρι. Ζούσαν μέσα μου από πάντα, αρμονικά. Αγαπιόνταν τρελά και με πρόσεχαν σαν τα μάτια τους.
Παιδιά δεν είχαν. Δεν έχουν αποκτήσει μέχρι σήμερα. Υιοθέτησαν εμένα. Χωρίς να με ρωτήσουν. Δεν έφερα ποτέ αντίρρηση. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερους δεύτερους γονείς.

Προφανώς, όμως, δεν είχαν άλλα αδέρφια τότε. Πέρασαν χρόνια μέχρι να γνωρίσω άτομα που είχαμε τους ίδιους θετούς γονείς. Και η χαρά ήταν απερίγραπτη. Διότι έως τότε, δεν καταλάβαινα γιατί εγώ θα έπρεπε να είμαι τόσο διαφορετική.

Στην εφηβεία, τα κορίτσια φορούσαν μίνι και έκαναν έξαλλα μακιγιάζ.
Εγώ φορούσα δερμάτινες φούστες, αυστηρά ρούχα και λάτρευα το μαύρο eyeliner.
Στην εφηβεία, τα κορίτσια δεν πήγαιναν πουθενά εάν δεν είχαν κοιταχτεί 45 φορές στους καθρέφτες.
Εμένα δεν μου έπαιρνε ούτε 10 λεπτά να ετοιμαστώ για έξω. Πολλές φορές και χωρίς καθρέφτη.
Στην εφηβεία, τα κορίτσια έπαιζαν με τα μαλλιά τους και σχημάτιζαν ημικύκλια με τις μύτες των παπουτσιών τους στο πάτωμα και άλλαζαν τη φωνή τους σε απαλή, όταν ένα αγόρι τις πλησίαζε.
Εγώ, από τα 14 μου, φορούσα 8ποντες μαύρες δερμάτινες γόβες - που τις πρόσεχα πολύ για να τις χαλάω για τα μαλακισμένα -, τα μαλλιά μου δεν τα πείραζα, - για τον ίδιο λόγο -, κι όταν με πλησίαζε ένα αγόρι, σταύρωνα τα χέρια στο στήθος, περιμένοντας να ακούσω τι μαλακία θα μου πει. (Για τη φωνή μου δεν θα πω τίποτα. Και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να την αλλάξω. Δεν μου άρεσε - και δεν μου αρέσει - αλλά αυτή είχα - και εξακολουθώ να έχω. Τη φωνή του μπετατζή).
Στην εφηβεία, τα κορίτσια ήταν αθώα, ρομαντικά, περίμεναν να ακούσουν κομπλιμέντα, ήταν ήσυχα, κοιτούσαν κάτω.
Εγώ ήμουν υποψιασμένη, σκληρή ρεαλίστρια, σιχαινόμουν τα κομπλιμέντα, ήμουν άγρια, σε κοιτούσα μες στα μάτια.

Και όλα αυτά, ήταν κυρίως τα έξω. Το πρόβλημά μου, ωστόσο, ήταν το μέσα.
Εκεί ήταν που κάτι πήγαινε εντελώς διαφορετικά. Και δεν καταλάβαινα το γιατί. Και δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για ό,τι αισθανόμουν. Και όσο δεν καταλάβαινα, τόσο κλεινόμουν στον εαυτό μου.

Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Ανήκα στο περιθώριο. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Επίσης, ήμουν λάθος. Διότι, δεν μπορεί όλοι οι άλλοι να μην πάνε καλά και να είμαι εγώ η σωστή. Σωστά;

Λάθος.

18.12.09

Planet Earth's Calling Barbarella...

Στεκόμουν αμίλητη. Ξαφνιασμένη. Σοκαρισμένη. Ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω...

Μπροστά μου στέκονταν η φαντασίωσή μου... Ζωντανή... Και με κοιτούσε κι εκείνη...

Φορούσε μαύρο δερμάτινο εφαρμοστό παντελόνι, ο κορμός γυμνός, στο στήθος γραμμένο με κόκκινο κραγιόν και με μεγάλα γράμματα "slave", στους καρπούς μαύρα δερμάτινα περικάρπια, ξυπόλητη...

Με κοιτούσε... Μες στα μάτια...
Την κοιτούσα... Μες στα μάτια...

Ένοιωθα ναυτία... Όλα γύρω μου γύριζαν, το δάπεδο σείονταν... Δεν μπορούσα να γεμίσω τα πνευμόνια μου με τον αέρα που ζητούσαν...

Ήμουν μία γυναίκα σε κώμα... Μέσα μου, όμως, λυσσομανούσε η Domme... Θύελλα σφοδρή... Ούρλιαζε... Ήθελε να βγει... Να πλησιάσει...
Η Λογική, η Ψυχραιμία, η Σκέψη, Της έκλειναν τον δρόμο... Κι Εκείνη ούρλιαζε ακόμη πιο δυνατά... Οι φωνές Της μου διέλυαν το μυαλό...

-Σκάσε! Σκάσε! Δεν είναι για Σένα!, Της φώναζαν επιτακτικά οι άλλες τρεις. Σταμάτα! Είναι gay! Δεν έχει καμμία σχέση με Σένα! Σκάσε!
-Όχι!, φώναζε Εκείνη. Είναι δικός Μου! Μπορώ να τον γονατίσω σε δευτερόλεπτα! Μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω, αν βγω! Αφήστε Με!

Μέσα μου φυσούσε παγωμένος αέρας... Με είχε παραλύσει... Όταν, όμως, η Domme τις ξέφευγε για λίγο, με έκαιγε... Με έκαιγε... Ήθελα να σπάσω τα πάντα γύρω μου... Και να φύγω...

Μπορεί να κοιταζόμασταν αμίλητοι και ανέκφραστοι, για περισσότερο από 5 λεπτά... 5 αιώνες...
Τρόμαξα όταν μίλησε πρώτος.
-Θέλετε να ντυθώ;... Μήπως δεν έπρεπε;...
Έκανε να γυρίσει.
-Όχι!, του είπα αμέσως. Γιατί να μην πρέπει; Συμφωνήσαμε να γίνετε εσείς.
Ήμουν απόμακρη... Ψυχρή... Όχι εγώ...

Όπως προχώρησα στο δωμάτιο, για να τον σταματήσω από το να αλλάξει, είδα κάτι επάνω στο κρεβάτι του Β. Πλησιάζοντας να δω καλύτερα, τα πόδια μου λύγισαν...
Κάθησα αμέσως στο κρεβάτι. Δίπλα σε ένα μικρό flogger από σαμουά...

-Το έφερα για εσάς... Εάν θέλετε να το κρατάτε... Και κάτι ακόμα..., είπε χαμηλόφωνα...
Μέσα από την τσέπη του κοστουμιού του, έβγαλε ένα ζευγάρι δερμάτινες χειροπέδες...
Πρώτη φορά έβλεπα δερμάτινες χειροπέδες... Όσο μισούσα τις μεταλλικές, τόσο αγάπησα εκείνες... Αμέσως...

Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου...
Η Domme μέσα μου ήταν έξαλλη... Έξαλλη...
Φωνές, ουρλιαχτά... Φωτιά και πάγος μαζί... Έκαιγαν εξ' ίσου και τα δύο...

-Είστε καλά;, ρώτησε ο Χ τρυφερά, με ανησυχία. Και πήγε να γονατίσει μπροστά μου...

Η Domme ξέφυγε από τα χέρια των τριών... Έτρεχε να βγει έξω... Να του μιλήσει... Τον ήθελε... Τον έψαχνε χρόνια... Δεν Την ένοιαζε τίποτα...
Με μία γρήγορη κίνηση, οι τρεις τους έδεσαν και φίμωσαν την Domme...
-Σταμάτα! Θα την εκθέσεις! Εδώ τον έφερε για να γνωρίσει τον Β! Όχι Εσένα! Πάψε! Πάψε!

Σηκώθηκα απότομα.
-Είμαι καλά. Απλώς, ήρθα σχεδόν κατευθείαν από τη δουλειά και είμαι πολύ κουρασμένη. Είχα και μία περίεργη μέρα... Ναι, δώστε μου το μαστίγιο και τις χειροπέδες. Θα έχει πλάκα. Μόνο φορέστε τα παπούτσια σας. Δυστυχώς, έξω γίνεται πανικός. Μπορεί να το μετανοιώσετε, του χαμογέλασα. Υποτίθεται...

Γύρισε να βάλει τα παπούτσια του. Άγγιξα το μαστίγιο... Ήθελα να κλάψω... Δεν μπορούσα να διαχειριστώ τόση ένταση... Το ζύγισα στο χέρι μου από τη λαβή του... Ήταν σχετικά βαρύ για το μέγεθός του... Αλλά όμορφο... Κομψό... Κάτι που θα επέλεγα να αγοράσω κι εγώ... Μαύρο, με ένα χρυσό δακτυλίδι στην ένωση της λαβής με τις ουρές του... Πανέμορφο... Καινούριο... Και μύριζε υπέροχα... Όπως και οι χειροπέδες...

Δεν ξέρω πως περπάτησα από το δωμάτιο, στον διάδρομο, στο σαλόνι, πως τον πήγα στον Β, πως βρήκα να πω κάτι, να αστειευθώ... Δεν ξέρω...

-Α! Μια χαρά ταιριάξατε οι δυο σας!, είπε χαρούμενα ο Β. Ούτε παραγγελία να σε είχε! Αλλά είσαι τυχερός, φίλε μου! Κι εγώ θα ήθελα να με βασάνιζε μία γυναίκα σαν την Νανά! Και να με τραβούσε και από τη μύτη! Αλλά δεν είναι για τα δόντια μου! Είσαι πολύ τυχερός!

Οι τρεις συνασπισμένες πήραν τα χέρια τους από την Domme, για να κλείσουν στόμα και μάτια. Κοιτάζονταν μεταξύ τους αιφνιδιασμένες. Και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα...
Από πίσω τους η Domme γελούσε με την καρδιά Της...
-Σας το είπα! Είστε ηλίθιες! Θα γίνει δικός Μου! Είναι έτοιμος! Και το βλέπουν όλοι! Όλοι!

Ο Χ με κοίταξε χαμογελώντας.
-Αυτό είναι!, του είπα. Σήμερα πίνει άλλος για σας! Μια χαρά!
-Τι; Μιλάτε στον πληθυντικό;! Γιατί;! Ο Β δεν καταλάβαινε τίποτα. Τον καημένο...
-Σωστά!, είπα. Τι τον θέλουμε τον πληθυντικό πια; Και κατέβασα μονοκοπανιά το ποτό μου. Ενικός, λοιπόν. Είμαι η Νανά και είσαι ο Χ.
-Είμαι ο Χ και είστε η Νανά, είπε ντροπαλά. Για απόψε τουλάχιστον, και έδειξε με το βλέμμα του το κραγιόν.
-Α, ναι! Ναι! Βέβαια! Να μην ξεχνιόμαστε, απάντησα δήθεν ενθουσιασμένη...
Ήταν δεδομένο. Ήμουν παγιδευμένη.

Δεν ξέρω πως άντεξα 2 ώρες ακόμα...

Μιλούσαμε γενικά για εμάς, ήμασταν ευχάριστοι, ανώδυνοι. Άσχετα πράγματα. Τετριμμένα. Τον πήγαινα προς τον Β, εκείνος επέστρεφε σε εμένα. Του μιλούσα για τον Β, εκείνος ρωτούσε για μένα. Υπέθετα πως ήταν μέρος της μεταμφίεσής μας. Και ότι δεν μπορούσε να εκφραστεί ακόμα, όπως νόμιζα πως θα ήθελε. Ο συνασπισμός έκανε καλά τη δουλειά του...

Όταν πλέον δεν πήγαινε άλλο, του είπα ότι θα έπρεπε να φύγω. Εκείνος, όμως, εάν ήθελε, μπορούσε να μείνει. Είχαμε μιλήσει σχεδόν με τους περισσότερους και ήταν πολύ άνετος. Μου είπε πως μετά θα έβγαινε με τους φίλους του κι αν ήθελα μπορούσα να πάω μαζί τους. Θα είχαν και τις κοπέλες τους μαζί. Αρνήθηκα, εξηγώντας του τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα και ότι οι μπότες με πέθαιναν πολλή ώρα τώρα και έπρεπε να πάω σπίτι να τις βγάλω επειγόντως. Τις κοίταξε με έκπληξη.
-Δεν ήξερα ότι πονάτε... Μισό λεπτό να τους πάρω τηλέφωνο! Να σας πάμε σπίτι! Δεν είναι μακριά!
Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, μιλούσε μαζί τους. Παγιδευμένη...
-Πηγαίνω να αλλάξω γρήγορα! και έφυγε με μεγάλα βήματα, σπρώχνοντας τον κόσμο. Έμεινα να τον κοιτάζω να χάνεται. Με το μαστίγιο και τις χειροπέδες στο χέρι...

Έτρεξα στον Β.
-Να σου πω! Τον έφερα για σένα! Αλλά δεν ξέρω γιατί δεν κάθησε η φάση! Του μιλούσα γρήγορα για να προλάβω.
-Για μένα;! Τι να τον κάνω;, με ρώτησε έκπληκτος ο Β. Είσαι καλά;! Μα, δεν είστε ζευγάρι;!
-Όχι, ηλίθιε! Υποτίθεται ότι θα ήταν έκπληξη! Αλλά όλα έγιναν σκατά! Άσε με!
-Εγώ έχω κλείσει, μωρό μου!, μου είπε περήφανα. Αυτός που κάθεται πίσω μου ντυμένος αστυνομικός, μου έκλεισε το μάτι.
-Σήμερα βρήκες να σε συλλάβουν;! Τότε τι στο διάολο κάνω εγώ εδώ;! Ωραία τα κανόνισα...
-Γιατί δεν τον κρατάς εσύ;, με ρώτησε πονηρά.
-Τι να τον κάνω, χαρά μου, τον gay; Ή, μάλλον, τι να μου κάνει εμένα ο gay;
-Ποιος είναι gay;!, έσκασε στα γέλια. Αυτός;! Ααα, πρέπει να σε μάθω να τους αναγνωρίζεις, Νανά! Είσαι πολύ πίσω! Από δω και στο εξής όταν σου λέω για Γκάζι και Ψυρρή, δεν θα λες όχι!
-Δεν αναγνώρισα εγώ τίποτα, βλαμμένε! Οι άλλες μου το είπαν! Κι εγώ στον έφερα πακέτο. Απλά, δεν μπορεί να ανοιχτεί ακόμα, φαντάζομαι.
-Όχι, όχι, χρυσό μου, είπε ο Β με ύφος παντογνώστη. Δεν είναι δικιά μας το παιδί.
-Και ποιανού είναι το παιδί, μωρή;!, τον ρώτησα επιθετικά.
-Δεν ξέρω! Αν ήταν, όμως, να είσαι σίγουρη δεν θα πήγαινε χαμένος εδώ μέσα,! είπε και έδειξε με το δάχτυλο από το χέρι που κρατούσε το ποτό του.
-Α! Άκου να σου πω! Κανονίστε τα μόνες σας! Άντε μου στον διάολο! Πάω να φύγω! Οι μπότες με πεθαίνουν, λέμε! Θέλω να πάω σπίτι μου! Ό,τι μπόρεσα έκανα. Όχι να γίνω η Αδερφή του Ελέους, κιόλα!
-Να σου πω... Μεγαλύτερες πιθανότητες έχεις εσύ να γίνεις αδερφή, παρά αυτός, δήλωσε και χαμογέλασε βεβιασμένα ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια του "έρχεται...!"

Ο Χ επέστρεψε όπως ήρθε. Τίποτα επάνω του δεν μαρτυρούσε πως ήταν πριν. Η Domme, όμως, που διασκέδαζε με όλα αυτά, μόνον έτσι τον έβλεπε... Και χαμογελούσε... Δαιμόνια...

-Έρχονται, μην ανησυχείτε, με καθυσήχασε.
-Δεν ανησυχώ. Θα φύγω πρώτη. Δεν μπορώ να σας ακολουθήσω. Θα βρω αμέσως ταξί τέτοια ώρα και σε τόσο κεντρικό δρόμο, του είπα αποφασισμένη. Δεν πήγαινε άλλο...
Με κοιτούσε σχεδόν λυπημένος.
-Όπως θέλετε, είπε και έσκυψε το κεφάλι. Είπαμε... Σήμερα είστε η Αφέντρα μου... Πρέπει να κάνω ό,τι μου λέτε...
-Φυσικά..., του είπα με υποτιθέμενη άνεση. Τα γέλια της Domme ήταν ακράτητα... Ελπίζω να περάσατε ωραία, απόψε. Και να μην βαρεθήκατε μέσα σε τόσο άγνωστο κόσμο. Καληνύχτα.
Του έδωσα το μαστίγιο και τις χειροπέδες.

Ο Χ έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά. Πήρε το χέρι μου στα δικά του, έβαλε το flogger στη μία τσέπη του και τις χειροπέδες στο άλλο. Ήθελε να πει κάτι. Αλλά το μετάνοιωσε, ξεφυσώντας. Έφερε το χέρι μου στα χείλη του.
-Καληνύχτα, Αφέντρα... Εγώ ελπίζω να ήμουν καλός σκλάβος για εσάς... Και να διασκεδάσατε μαζί μου... Δεν θα ήθελα να φύγετε... Αλλά δεν θα ήθελα να πονάτε...

Η Ψυχραιμία μού τράβηξε το χέρι απότομα.
-Ήταν ωραία. Και σας ευχαριστώ.
-Μου μιλάτε στον πληθυντικό;..., ρώτησε στενοχωρημένα.
-Από συνήθεια... μη νομίζετε... εξ' άλλου, τελείωσε το σκηνικό.
-Ναι..., τελείωσε..., είπε ακόμη πιο στενοχωρημένα.
-Καληνύχτα, λοιπόν, Χ. Καλή συνέχεια.

Τον άφησα με σκυμμένο το κεφάλι.
Βγήκα έξω και για πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα ένοιωθα ανακούφιση... Μπορεί να μην ένοιωθα τα δάκτυλά μου από τον πόνο αλλά ήταν τόσο καλά έξω... Μύριζε θάλασσα, είχε κρύο, ήταν ωραία...

Νόμιζα ότι όλα είχαν τελειώσει. Και ηρεμούσα σιγά-σιγά.
Νόμιζα λάθος.

14.12.09

Just Speechless


Ξεκινώντας αυτό το blog, δεν ήμουν και πολύ χαρούμενη με την ιδέα. Όχι τόσο ότι θα γράφω τις σκέψεις μου. Αλλά ό,τι μου έχει συμβεί στο παρελθόν. Πράγματα, δηλαδή, που δεν τα γνωρίζει κανείς. Και ότι θα τα διαβάζουν άγνωστοι.

Μετά από τις συζητήσεις μας, κυρίως, με τον Godfather - ο "νονός" αυτού του blog (εξ ου και το nick που του έδωσα) που επέμενε εξ αρχής επί cm εποχής - σκέφτηκα πως θα το διαβάζουν όσοι ήταν μέλη. Ίσως και κάποιοι που θα πληκτρολογούσαν "BDSM" στα ιστολόγια του Google. Δεν περίμενα ποτέ να γίνει αυτό που συμβαίνει από τον Σεπτέμβριο. Και ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω.

Έγραφα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Διάφορα. Για άσχετα και σχετικά.
Διάβαζα περισσότερο. Αυτές ήταν οι δύο κυρίαρχες κλίσεις μου.
Την ανάγνωση, δεν τη σταμάτησα ποτέ. Κι αν συμβεί κάτι τέτοιο μία μέρα, νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να μου κόψουν το οξυγόνο.

Σταμάτησα, όμως, τη γραφή. Εδώ και μερικά χρόνια. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως δεν είχα κάτι άλλο να πω. Ίσως δεν έβλεπα, πλέον, τον λόγο. Ίσως, ακόμα, και η κρυψίνοιά μου να είχε υπερσκελίσει κι αυτή μου την τάση.

Με αυτό το ιστολόγιο - που ξεκίνησε τελείως αδιάθετα - τα πράγματα άλλαξαν. Πάρα πολύ. Στο cm βρίσκω σελίδες τα mails. Γραπτά απίστευτα καλά. Από κόσμο που δεν γνωρίζω αλλά νοιώθω να τον καταλαβαίνω πολύ. Δεν είναι μόνον τα μέλη του cm. Είναι και άτομα εκτός χώρου - όπως έχω πει - με εξαιρετικές απόψεις. Και μου δίνουν μεγάλες δόσεις τροφής, για σκέψεις και γραφή. Και την επιθυμία να γράψω ξανά.

Όσον αφορά τα γεγονότα που περιγράφονται στο ιστολόγιο.
Απλά, είναι σαν να τα ξαναζώ. Μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια.
Κι αυτό δεν είναι πάντα ευχάριστο.

Το μόνο σίγουρο είναι, ότι δεν πρόκειται κανείς να βρει σε αυτό το ιστολόγιο θέματα προς αυνανισμό. Είμαι σίγουρη πως και στο internet, γενικά, και στα blogs, μπορεί κανείς να περάσει ωραιότατες στιγμές εκσπερμάτισης. Όχι, όμως, εδώ. Όχι με τα δικά μου γραπτά.

Δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Σας ευχαριστώ όλους.

Barbarella



Το Σάββατο του πάρτυ έπηζα στη δουλειά. Έπηζα, όμως...
Παρ' όλα αυτά, είχα μία καλή διάθεση. Εκείνο το βράδυ θα ζευγάρωνα τον Β με τον Χ. Ο δεύτερος είχε δείξει μεγάλο ενθουσιασμό, ο Β δεν ήξερε τίποτα. Αν, όμως, γινόταν κάτι, ο Β ήταν ο καλύτερος gay φίλος που έχω. Ακομπλεξάριστος, με απίστευτο humor, τρελά δραστήριος, μετρημένος, τρυφερός. Ο Χ θα έπεφτε σε καλά χέρια. (Χμ... χέρια... ok...)

Είχα, όμως, και δύο εντελώς ηλίθιες ιδέες. Να αγοράσω ένα ζευγάρι μπότες, που τις ζαχάρωνα καιρό - ταίριαζαν με ό,τι θα φορούσα και ίσα που προλάβαινα να τις χαρώ πριν έρθει η άνοιξη - και να πάω σε ένα κομμωτήριο που δεν είχα ξαναπάει - γιατί δεν προλάβαινα.

Στο κατάστημα με τα υποδήματα, μετά λύπης μου ανακοίνωσαν πως δεν τις είχαν στο νούμερο που ζητούσα. (Πάντα φορώ ένα νούμερο μεγαλύτερο. Δεν μπορώ να διανοηθώ, ότι μία μέρα θα γεμίσω κάλους και κότσια, από στενά παπούτσια! Φρικάρω). Ήταν, όμως, τόσο ωραίες, που είπα να κάνω την εξαίρεση. Πήρα το νούμερό μου.

Μες στην τρελή χαρά, μπήκα στο κομμωτήριο. Ζήτησα ένα ελαφρύ χτένισμα με μπούκλες και, λόγω ώρας, με ψαλίδι. Άνοιξα το βιβλίο μου και το 'ριξα στο διάβασμα. 'Οταν η κοπέλα μού είπε ότι τελειώσαμε, κόντεψα να πάθω έμφραγμα... Στον καθρέφτη ήταν μία άγνωστη με τρομώδη παράλυση, που κρατούσε ένα βιβλίο ανοικτό στην αγκαλιά της, και τα μαλλιά της ήταν σαν της Μέδουσας... Εγώ δεν υπήρχα πουθενά...

Αφού δε με βρήκα, είπα να γλυτώσω τα ισόβια, να μη σακατέψω τη κομμώτρια και να με ψάξω σπίτι μου. Εκεί κατέρρευσα. Η γκόμενα με τις μπούκλες είχε έρθει και στον δικό μου καθρέφτη. Μέσα στο κεφάλι μου άκουγα από μακριά τη φωνή της κομμώτριας: "Θα πέεεσουν... Θα ανοίοιοιξουν..."

Ώρες αργότερα, το μόνο που είχε πέσει, ήταν το ηθικό μου και το μόνο που ήθελα να ανοίξει, ήταν το κεφάλι της κομμώτριας. Από τα χεράκια μου.
Δε γαμιέται!, είπα. Ούτως ή άλλω, δεν πας για σένα στο πάρτυ. Κάνε ό,τι μπορείς και ξεκίνα.
Υπάκουσα. Δεν ήταν μέρα για να μου φέρω αντιρρήσεις.

Κατέβασα όσο μπορούσα τα μαλλιά(;) μου και παρηγορήθηκα φορώντας τις καινούριες μου μπότες. Μόλις τελείωσα, χτύπησε το κινητό και στην οθόνη εμφανιζόταν ένας άγνωστος αριθμός. Ο ψιλο. Του εξήγησα πως θα βρει το σπίτι του Β και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε εκεί, καμμιά ώρα μετά. Αν με αναγνώριζε, σκέφτηκα...

Στο σπίτι του Β, γινόταν ο κακός χαμός. Μουσική στη διαπασών, κόσμος να ποδοπατείται.
Έτρεξε να με φιλήσει. Τον σταμάτησα με το χέρι μου.
-Ίσα πέρα, λέμε! Δεν ήρθα για να κολλήσω αφροδίσια, του είπα απότομα.
-Είσαι super!, αναφώνησε ενθουσιασμένος.
-Είσαι ηλίθιος, του είπα μιμούμενη το ύφος του.
-Εγώ σ' αρέσω;!, με ρώτησε με αγωνία.
-Αν εξαιρέσουμε ότι η τρίχα σου πετάγεται από το καλσόν σου σαν κάκτος και ότι το μακιγιάζ σου είναι θλιβερό, είσαι θεά, του απάντησα με ένα παγωμένο χαμόγελο.
-Αχ, Νανά! Γιατί να είσαι έτσιιι;, είπε με νάζι.
-Γιατί δεν μπορώ να είμαι αλλιώς. Πάμε να πιούμε τώρα κάτι, γιατί σήμερα γλύτωσα το αυτόφωρο.

Του εξήγησα τι έγινε, με αγκάλιαζε να με παρηγορήσει, του είπα ότι θα έρθει κι εκείνος από εκείνον τον γάμο, με ρώτησε πονηρά αν τρέχει κάτι. Σιγά μη του έλεγα.
-Φυσικά!, του έριξα στάχτη. Αν περίμενα να βρω άνδρα από 'δω μέσα, θα έμενα στο ράφι. Πήγαινε τώρα εσύ και άσε με να ηρεμήσω. Θα σε βρω όταν έρθει ο άλλος για τις τυπικές συστάσεις.
Με αγκάλιασε ξανά.
-Θέλω να είσαι ευτυχισμένη, μου είπε πολύ σοβαρά και πολύ γλυκά.
-Κοίτα να δεις, που αυτό ακριβώς θέλω κι εγώ για σένα..., του απάντησα μέσα στην αγκαλιά του.

Το κινητό ξαναχτύπησε με τον αριθμό του Χ. Ό,τι είχε φτάσει και μου ανακοίνωνε ότι ανεβαίνει. Μέσα από τον πανζουρλισμό και τα άτομα που χόρευαν ξέφρενα μέσα σε σερπαντίνες και κομφετί, είδα τον Χ να πλησιάζει. Μόλις με εντόπισε, έμεινε στήλη άλατος. Τον μιμήθηκα. Είχε έρθει με κοστούμι. Κανονικό. Περπάτησα προς το μέρος του. Πριν προλάβω να του βάλω χέρι, είπε:
-Είστε πολύ όμορφη....! Είστε... Είστε...
-Ναι. Ξέρω. Είμαι σαν σεντόνι του Versace, τον διέκοψα.
-Όχι... Είστε σαν τη Barbarella..., συνέχισε απτόητος.
Έβαλα τα χέρια στη μέση, απειλητικά και μισόκλεισα τα μάτια.
-Μη μου πείτε ότι πάλι έχετε πιει...
-Όχι! Όχι! Αλήθεια σας λέω...
-Ότι μοιάζω με την Jane Fonda... Ok... Τότε μήπως παίρνετε ναρκωτικά;
-Όχι... Μοιάζετε με την Barbarella... Είναι η αγαπημένη μου ταινία από παιδί. Την είχε φέρει ο πατέρας μου απ' έξω, γιατί όταν ήταν μικρός ήταν ερωτευμένος μαζί της. Και την έβλεπα συνέχεια. Και τη βλέπω ακόμα.
-Να σταματήσετε να βλέπετε τέτοιες ταινίες. Σας κάνουν κακό.
Χαμογέλασε. Ο συναγερμός ετέθη σε λειτουργία, για άλλη μία φορά. Προσπάθησα να τον σταματήσω.
-Δεν σας είπα ότι είναι μασκέ το πάρτυ; Κι εσείς ήρθατε με τα ρούχα της δουλειάς;
-Τα φοράω από μέσα, σοβάρεψε απότομα.
Που στο διάολο, χωράνε φούστες και σουτιέν κάτω από ένα κλασσικό ανδρικό κοστούμι, αναρωτήθηκα. Αλλά δεν πειράζει, είπα. Έστω κι έτσι.
-Θα πάτε να αλλάξετε;, τον ρώτησα πιο μαλακά. Δεν έπρεπε να τον κομπλάρω. Έφτασε μέχρι εδώ που έφτασε.
-Θέλετε;, με ρώτησε ντροπαλά.
Συναγερμός. Άη στο διάολο, πια!
-Φυσικά. Γι' αυτό είμαστε εδώ.

Τον πήρα από το χέρι, τον σύστησα στον Β που ξαναενθουσιάστηκε και μας πήγε στο δωμάτιό του.
-Αν χρειαστείτε κάτι, έχει ο Β να σας δώσει ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, του είπα κλείνοντας την πόρτα.
-Έχω τα πάντα, απάντησε σοβαρά.

Πήγα στον καθρέφτη του διαδρόμου και έλεγξα τα χάλια μου. Τα μαλλιά μου ήταν φρικτά. Τα πόδια μου με πονούσαν. Η φασαρία μού τρυπούσε τα αυτιά.

Όταν άνοιξε η πόρτα, όλες οι αισθήσεις μου γύρισαν στο off.

12.12.09

So Confused


Πως είναι δυνατόν να νοιώθεις ότι δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν, όταν έχεις τόσους φίλους και άλλους τόσους γνωστούς; Πως είναι δυνατόν να μιλάς με όλους αλλά να μη συννενοήσε με κανέναν; Πως είναι δυνατόν όλοι να θέλουν κάτι που εσένα σε αφήνει αδιάφορο και εσύ να είσαι ο μόνος που θέλει αυτό που οι άλλοι αποδοκιμάζουν; Πως είναι δυνατόν εσύ να καταλαβαίνεις όλους και κανείς να μην καταλαβαίνει εσένα;

Μεγαλώνοντας, οι διαφορές μας με τα άλλα κορίτσια της ηλικίας μου μετατρέπονταν σε βαθιά ρήγματα. Εκείνες περπατούσαν στο χάος αλλά τα πήγαιναν μια χαρά, εγώ ισορροπούσα σε λεπτό πάγο αλλά ήμουν σίγουρη για τα βήματά μου. Εκείνες με τα αγόρια ήταν οι μοιραίες γκόμενες, εγώ η κυρία δε με μέλλει.

Με εκείνους που τα πήγαινα άριστα, ήταν οι γονείς τους. Με λάτρευαν.
Όταν πήγαινα να τις πάρω για να βγούμε - διότι εγώ ετοιμαζόμουν πάντα πρώτη -, συνήθως ήταν τσακωμένες γιατί δεν τις άφηναν να φορέσουν αυτά που ήθελαν. Εγώ περίμενα στο σαλόνι, ακούγοντας τους καυγάδες και τις φωνές. Όταν έρχονταν, επιτέλους, εγώ στεκόμουν στην πόρτα σαν τον δήμιο. Κι αν κατάφερναν να περάσει το δικό τους, έρχονταν από πίσω και οι γονείς τους.
-Νανά!, πες της κι εσύ! Τι είναι αυτό που φοράει;!

Τις περισσότερες φορές, όμως, δεν προλάβαιναν να πουν τίποτα.
Μόλις με πλησίαζαν όλοι, ακούγονταν κοφτή η φωνή μου.
-Αυτό που φοράς, θα πας να το βγάλεις. Ντυμένη έτσι, μαζί μου, δεν θα βγεις από εδώ.
Και ξαναπήγαινα στο σαλόνι.

Μόνο στις αρχές έλεγαν κάτι δραματικό οι φίλες μου, κάτι επαινετικό οι γονείς τους. Μετά, απλώς, ο καθένας έκανε αυτό που έπρεπε. Οι φίλες μου άλλαζαν, οι γονείς τους επέστρεφαν στο δωμάτιό τους.

Με τα αγόρια, είχαμε ακόμα προβλήματα. Αυτά που έκαναν, σε μένα δεν περνούσαν. Και αυτό τους έκανε να πεισμώνουν. Και όσο αυτά πείσμωναν, άλλο τόσο πιο αντιδραστική γινόμουν. Τα αγόρια ήταν το μόνο πράγμα που με άφηνε παγερά αδιάφορη. Μου άρεσαν, όμως, οι άνδρες. Πολύ. Όταν τους έβλεπα να ανοίγουν την πόρτα του αυτοκινήτου τους στη συνοδό τους, όταν της έπαιρναν το παλτό, όταν της τραβούσαν το κάθισμα, όταν της άναβαν το τσιγάρο. Με πέθαινε όταν έβλεπα να της ανάβουν το τσιγάρο...

Μέσα στο δικό μου μυαλό, αυτή η συμπεριφορά ήταν η μόνη λογική. Όταν έβλεπα έναν άνδρα να κυνηγάει μία γυναίκα, να την διεκδικεί και να κάνει τα πάντα που την κάνουν ευτυχισμένη, ήξερα ότι αυτός είναι ο ιδανικός. Το μοντέλο που άρμοζε απόλυτα στο εφηβικό μου ένστικτο.

Και, φυσικά, με τις φίλες μου είχαμε θαυμάσιους διαλόγους.
-Ο άνδρας πρέπει να ξέρει να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι!
-Ο άνδρας, το δικό μου τραπέζι, πρέπει να ξέρει να το μαζεύει.
-Ο άνδρας είναι εκείνος που έχει την πρωτοβουλία!
-Ο άνδρας είναι αυτός που θα μου ζητάει την άδεια.
-Ο άνδρας είναι ο αρχηγός!
-Ο άνδρας, χωρίς εμένα, είναι τ' αρχείδια μου.

Οι φίλες μου δήλωναν παραιτήσεις. Τις έκανα, ευχαρίστως, δεκτές.
Οι πιο ψυχοπονιάρες, ωστόσο, ήθελαν να με σώσουν.
-Βρε Νανά... Δεν είναι έτσι οι άνδρες... Ο άνδρας θέλει να είναι η γυναίκα γλυκιά, συμμαζεμένη, να τον ακούει... Εσένα σε βλέπουν και σε φοβούνται...
-Και πολύ καλά κάνουν, τους απαντούσα.
-Μα, τι θα γίνει όμως έτσι;... Που θα βγει;... Ρίξε κι εσύ λίγο νερό στο κρασί σου... Να δεις πως θα αλλάξουν τα πράγματα...
-Τα πράγματα δεν αλλάζουν. Ούτε εγώ. Αν πρέπει να αλλάξει κάτι, είναι αυτοί.
-Μα οι άνδρες, είναι άνδρες...
-Ωραία. Από απόσταση τότε, λοιπόν, μέχρι να γίνουν άνθρωποι.
-Μα οι άνδρες φοβούνται τις γυναίκες που είναι δυναμικές και αυταρχικές... Γίνε πιο μαλακή, πιο συγκαταβατική...
Και εκεί γινόταν ο μεγάλος χαμός...
-Δεν θέλω να γίνω μαλακή! Δεν θέλω να γίνω γλυκιά! Θέλω να είμαι αυτό που είμαι! Δεν θέλω άνδρα που φοβάται! Θέλω να τον πατάω και να μη κάνει πίσω! Όχι! Όχι να μην κάνει πίσω... να πηγαίνει και ένα βήμα μπροστά... και να αναπηδά... και να φωνάζει "κι άλλο!"! Το καταλάβαμε;!

Όχι. Δεν το καταλάβαιναν. Και δεν τις αδίκησα ποτέ. Γιατί εκείνες ήθελαν έναν εργοστασιακό άνδρα. Τόσο επί τόσο. Και να περιορίζονται στο εμβαδόν του.

Εγώ ζητούσα ένα custom made πολεμιστή. Που να γνωρίζει εξ αρχής, ποια είναι η θέση του. Σε ποιον θα έπρεπε να χτυπάει προσοχή. Ποιανού εντολές θα υπακούει. Σε ποιον θα παραδίδεται αμαχητί. Ότι το πεδίο δράσης του θα είναι χαρτογραφημένο. Ότι μπορεί να πεινάσει και να διψάσει στις αποστολές του αλλά θα είναι πάντα δυνατός. Και ότι μπορεί να πληγώνεται και να ματώνει στις μάχες αλλά δεν θα χάσει καμμία. Γιατί ο στρατηγός, θα ήμουν εγώ.

7.12.09

1.000 Views For BDSM BéBé

5.12.09

Vanilla People


Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, σε έναν κόσμο γεμάτο taboo, για να διαχωριστούν οι BDSMers από τους υπόλοιπους - σεξουαλικά ενεργούς - ανθρώπους, εισήγαγαν έναν όρο, τον "vanilla". Με τον όρο "vanilla", λοιπόν, χαρακτήριζαν όσους πήγαιναν στο κρεββάτι - κυρίως - και έκαναν sex με τα φώτα σβηστά, άνδρας πάνω-γυναίκα κάτω, κανά μισάωρο το πολύ, και όσο ήταν τ' ανάσκελο, όλα ήταν ήσυχα και ειδυλλιακά. Το στοματικό sex σπάνιζε από μία γυναίκα (ο άνδρας δεν είχε κατέβει ακόμα από τα δέντρα). Χλωμά πράγματα.

Στην άγρια φυλή των BDSMers, γινόταν πανικός. Γκόμενες κρέμονταν δεμένες χειροπόδαρα από τα φωτιστικά, άνδρες έκαναν τσουλήθρες σε ξυράφια, κοπέλες - σαν τα κρύα τα νερά - παστώνονταν με κεριά, αψηλά παληκάρια έτρωγαν κάτι ξεγυρισμένα χαστούκια - και έλεγαν κι ευχαριστώ... -, νταρντανογυναίκες έπεφταν με χαρά στα τέσσερα ακολουθώντας κάποιον που τις τραβούσε από τα μαλλιά, νταλικέρηδες με δύο στρέμματα μουστάκι έκαναν μονόζυγο στους πολυελαίους φορώντας φούστα-μπλούζα-γόβα.

Με άλλα λόγια, οι BDSMers ήταν οι ανώμαλοι και οι υπόλοιποι οι φυσιολογικοί. Οι μεν, προχωρημένοι, οι δε, ξενέρωτοι. 'Ολα αυτά τότε.

Σήμερα, δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι πια. Τη βανίλλια, σήμερα, μπορεί να τη βρει κανείς μέσα στο γλυκό του, μέσα στο άρωμα του αλλά όχι πάνω στο κρεββάτι του. Στα πρόθυρα του 2010, είναι γελοίο να ισχυριζόμαστε ότι υπάρχουν vanilla. Αυτό που έχει μείνει να θυμίζει αυτή τη διάκριση, είναι ο όρος, τον οποίο χρησιμοποιούμε εντελώς καταχρηστικά, για να δώσουμε σε κάποιον να καταλάβει ότι δεν μιλάμε για άτομα μέσα από το BDSM, και πάντα μεταξύ μας.

Το γιατί δεν υπάρχουν vanilla άνθρωποι σήμερα, είναι εξαιρετικά απλό. Λέγεται ενημέρωση, εξέλιξη, ανησυχία, μέσα μαζικής ενημέρωσης, internet. Όλοι έχουν δοκιμάσει κάποια στιγμή να δέσουν κάποιον κάπου. Οι χειροπέδες, πλέον, αποτελούν και διακοσμητικό στοιχείο της κρεβατοκάμαράς τους. Τα λιπαντικά είναι σε κάθε οικιακό φαρμακείο. Τα κεριά δεν τα χρησιμοποιούν μόνο για ρομαντικά δείπνα πια. Πολλοί θα αγοράσουν ένα flogger για να παίξουν. Όσο για τις δερμάτινες / vinyl αμφιέσεις, φέτος είναι και στη μόδα. Θα πήξει το μάτι μας. Και, τέλος, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται καν να αναφερθώ στο τι γίνεται με τα βοηθήματα. Θα το έκανε απελπιστικά γελοίο...

Σήμερα οι so called vanilla, χαίρονται το sex. Κι αν είναι και kinky, ακόμα καλύτερα. Δεν προσπαθούν να αποδείξουν κάτι. Δεν προσπαθούν να φτάσουν κανέναν. Δεν ανταγωνίζονται τους BDSMers. Δεν έχουν τέτοια ανάγκη. Θέλουν απλά να ευχαριστήσουν την/τον σύντροφό τους και να πειραματιστούν όσο μπορούν με την ικανοποίηση τους.

Σήμερα, λοιπόν, αυτό που σίγουρα δεν είναι οι "vanilla," είναι συντηρητικοί και ξενέρωτοι. Μάλλον κάποιοι από τον χώρο μας θέλουν να δείξουν κάτι που δεν είναι, όταν ο όρος "vanilla" για εκείνους, δεν είναι η διευκρίνηση μέσα σε μία συζήτηση ή αναφορά σε ένα forum ή σε ένα blog - προκειμένου να καταλάβουμε ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν ανήκει στο BDSM- αλλά η απαξιωτική προσφώνηση ενός κομπλεξικού που εισχώρησε στο BDSM για να γίνει "κάποιος". Είτε δίνοντας είτε παίρνοντας την εξουσία.

Ας προσγειωθούμε λοιπόν και ας χρησιμοποιούμε τον όρο της βανίλλιας μόνον όταν αναφερόμαστε σε γαλακτομπούρεκα και αποσμητικά χώρου. Και όχι για να απαξιώνουμε όλον τον κόσμο, επειδή δεν τη βρίσκει να υποτάσσει ή να υποτάσσεται, να κυριαρχείται ή να Κυριαρχεί. Γιατί ούτε ανώτεροι είμαστε, ούτε τόσο σπουδαίοι, όσο θέλουν μερικοί να πιστεύουν για τους εαυτούς τους. Είμαστε απλώς διαφορετικοί. Μπορεί για εμάς όλες αυτές οι πρακτικές να σημαίνουν κάτι, για τους ανθρώπους εκτός χώρου, όμως, είναι χαρά, διασκέδαση, δοκιμή, καλό sex, αφύπνιση της προσωπικής τους ζωής.

Μπορεί να μην λέγονται BDSMers, χρησιμοποιούν και κάνουν, όμως, ό,τι κι εμείς. Πρέπει να καταλάβουμε, ότι όλους πλέον - είτε θέλουμε είτε όχι - μας ενώνει το kinky. Και για εμάς, αυτό που είμαστε και αυτό που αισθανόμαστε - όπως το αισθάνεται ο καθένας - μπορεί να είναι ένα βήμα παραπάνω αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι είναι ένα βήμα πίσω.

4.12.09

Coming Out Of The Closet

Ξημέρωνε και νύσταζα όλο και περισσότερο. Έπρεπε να σταματήσω τον συναγερμό και να συγκεντρωθώ σε ό,τι είχα να του πω. Εκείνος με κοιτούσε με ανυπομονησία για το τι θα του έλεγα, αγνοώντας τι είχα στο μυαλό μου.

-Πίνετε καφέ;, τον ρώτησα ξαφνικά.
-Δεν μου αρέσει ο καφές, είπε ενοχικά.
Άντε πάλι! Από που στο διάολο κλείνει, επιτέλους, αυτός ο γαμημένος ο συναγερμός;!
-Χμ... Ούτε εμένα... Χμ... Πάμε!
-Που;, χάρηκε απότομα.
-Να σας δώσω τη Coca Cola σας.

Σταμάτησα αμέσως ένα ταξί που περνούσε.
-Έχω αυτοκίνητο, είπε δυνατά.
-Να το χαίρεστε, του είπα αδιάφορα. Καθήστε, τώρα, μπροστά.
Απλώθηκα αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα και έβαλα τις σκέψεις μου σε τάξη. Αν μπορούσα να βοηθήσω σε κάτι - έστω και σαν άγνωστη - έπρεπε να το κάνω.

Τον πήγα στο Ζάππειο. Του πήρα μία Coca Cola από το περίπτερο, του έβαλα μέσα και το καλαμάκι.
-Ορίστε!
Κοίταξε μία το αναψυκτικό, μία εμένα. Χαμογελώντας. Πήρε την Coca Cola από το χέρι μου, και άρχισε να πίνει. Μακάρια... Δεν μπορούσα να μην χαμογελάω...

-Λοιπόν. Πάμε. Εγώ θα σας πω μία μικρή ιστορία μέχρι να τη τελειώσετε.
Ξεκινήσαμε να περπατάμε. Εκείνος μισό βήμα πιο πίσω.
-Είναι λίγο προσωπική αλλά είναι ενδιαφέρουσα. Ok. Ξέρετε, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι - από λίγο έως πολύ - διαφορετικοί, από τους υπόλοιπους. Σημασία δεν έχει σε τι αλλά το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές υφίστανται. Και το να είσαι διαφορετικός, τις περισσότερες φορές, είναι καλό. Αλλά δύσκολο.

Του έριξα μια ματιά να δω πως του φαινόταν η εισαγωγή μου. Άκουγε συγκεντρωμένος.

Και θα σας μιλήσω για μένα, που με έχω πρόχειρη. Ήμουν πολύ ατίθασο παιδί, μάλλον ανυπάκουο και η συμπεριφορά μου - γενικώς - δεν παρέπεμπε ακριβώς σε θηλυκό. Ήμουν πιο αγόρι και από τα αγόρια. Πολλοί προσπάθησαν να με αλλάξουν - κι εγώ μαζί, μη νομίζετε - αλλά πότε δεν έγινε τίποτα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί αγαπούσα αυτό που ήμουν. Πολύ. Και ήθελα να το εξελίξω. Όχι να το θάψω. Πρέπει να σας πω ότι είναι δύσκολο. Χμ... Ψιλοματώνεις, δηλαδή. Αλλά είναι εσύ. Και κανείς δεν έχει πολυτιμότερο από το εγώ του. Αν δεν αγαπάει το εγώ του, εκείνο τον εκδικείται με όλη του τη δύναμη. Γιατί το εγώ έχει μεγάλη δύναμη. Και η μεγαλύτερη δυστυχία έρχεται, όταν ξοδεύεις αυτή τη δύναμη στο να μισείς τους άλλους, που δεν σου φταίνε σε τίποτα. Γιατί δεν ξέρουν. Όσο, λοιπόν, κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό που είμαι. Με τα χρόνια, όμως, όλοι κατάλαβαν. Και όχι μόνον το αποδέχονται. Τους αρέσει κι όλα! Κι αυτό είναι μαγικό. Το να αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να κάνει αυτό που θέλει και να είναι αυτό που είναι, δηλαδή. Και όσους ενοχλεί αυτό που είσαι, τους αφήνεις να φύγουν. Να ξέρετε, πως βρίσκεις πάντα αυτό που σου ταιριάζει. Όσο και να σου πάρει. Για να μπορείς να είσαι εσύ. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς υπότιτλους.

Τον ξανακοίταξα. Είχε σταματήσει να πίνει την Coca Cola του και με κοιτούσε μάλλον χαρούμενος (;) Με πλησίασε.

-Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, είπε.
-Γιατί;!, τον ρώτησα με θράσσος. Ποιος σας εμποδίζει; Δεν σας λέω να βγείτε στα μπαλκόνια να το φωνάζετε. Αλλά να απομακρύνετε τα άτομα που δεν το καταλαβαίνουν και να είστε ο εαυτός σας. Για να είστε ευτυχισμένος.

Χαμογελούσε χαρούμενος, σίγουρα. Κι εγώ χαιρόμουν που υπήρχε η πιθανότητα να σκεφθεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του και να μπορέσει να αποδεχθεί τη σεξουαλική του ταυτότητα.

-Πότε θα ξανάρθετε στην Αθήνα;
-Το Πάσχα, τώρα.
-Πρώτα θα έρθετε τις Απόκριες.
-Γιατί;
-Γιατί ο Β θα κάνει πάρτυ. Γιατί θα είμαι κι εγώ εκεί. Γιατί δεν θα σας ξέρει κανείς. Και γιατί οι Απόκριες είναι, νομίζω, μία καλή αρχή. Ας το πάρουν πρώτα στη πλάκα.
Έβγαλα την κάρτα μου.
-Αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Όταν θα έρθετε, πάρτε με να σας πω τις λεπτομέρειες. Ο Β κάνει κάθε χρόνο καταπληκτικά πάρτυ. Οπότε, φροντίστε να ντυθείτε καταλλήλως, συμπλήρωσα με νόημα.

Ο Χ κόντευε να τρελαθεί από την χαρά του, αυτή τη φορά. Κι εγώ χαιρόμουν ακόμη περισσότερο. Μπορεί, τελικά, κάτι να είχε βγει. Τουλάχιστον έτσι ήλπιζα.

Με συνόδευσε για να πάρω ταξί και συμφωνήσαμε για το πάρτυ. 

Δεν είχαμε, όμως, συνεννοηθεί...