30.12.09

Jumping Out Of My Skin

Ο Χ στεκόταν γονατιστός μπροστά μου...
Κοιτούσε τα χέρια μου που ήταν μέσα στα δικά του...
Εγώ, απλώς, κρατούσα την αναπνοή μου...
Και περίμενα...

Άφησε τα χέρια μου και άρχισε να κατεβάζει το φερμουάρ της μπότας...
Αισθανόμουν ότι με έγδυνε...
Όταν το φερμουάρ κατέβηκε όλο, σήκωσε το δεξιό του πόδι σε γωνία...
Έβγαλε τη μπότα μου και έβαλε το πέλμα μου πάνω στο γόνατό του...
Η ανακούφιση ήταν μεγάλη...
Όχι, όμως, τόσο μεγάλη όσο η έκπληξή μου..
Τον κοιτούσα σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά...
Εκείνος ήταν πολύ σοβαρός... Αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε... Έμοιαζε σαν τίποτα να μη μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή... Έβαλε τα χέρια του γύρω του, σαν να ήθελε να το ζεστάνει... Να το προφυλάξει από το κρύο...

-Κρυώνετε...;, με κοίταξε στα μάτια.
Έγνεψα "όχι" αργά...
Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο πέλμα μου, άφησε τη φτέρνα μου να στηριχθεί στο γόνατό του και άρχισε να μου κάνει μασάζ... Αφοσιωμένος...

Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα... Δεν ήταν ότι κάλμαρε τον πόνο... Ούτε ότι μου ζέσταινε το πέλμα... Ήταν η αίσθηση ενός άνδρα, που συνειδητά, έχει γονατίσει μπροστά σου, λες και αυτό που έκανε, είχε την μεγαλύτερη σημασία του κόσμου, εκείνη τη στιγμή...
Και αυτό δεν το είχα ξαναζήσει ποτέ...

Τα χέρια του κινήθηκαν προς το άλλο μου πόδι...
Έβαλα τα χέρια μου δεξιά-αριστερά από τον κορμό μου, πάνω στο παγκάκι, για να στηριχθώ...
Κατέβασε αργά το φερμουάρ, γύμνωσε το πόδι μου, το έβαλε επάνω στο γόνατό του και έκανε το ίδιο... Μάλαζε απαλά και τα δύο, εναλλάξ...

Χτύπησε το κινητό του... Δεν απάντησε... Δεν σταμάτησε...
Οι κλήσεις συνεχίζονταν, καθώς και οι ήχοι των μηνυμάτων...
Τίποτα δεν το διέκοπτε...

-Θα ήθελα να απαντήσετε, του είπα σοβαρά.
-Μάλιστα..., υπάκουσε.
Πήρε αμέσως το κινητό. Με το άλλο χέρι, σκέπαζε τα πόδια μου, όσο μπορούσε.
Ήταν οι φίλοι του, που τον ρωτούσαν που βρίσκεται. Έβαλε το τηλέφωνο στο πλάι του ποδιού που ήταν σε γωνία.
-Μπορώ να τους πω ότι είμαι εδώ...;, ζήτησε την άδειά μου.
-Φυσικά, του απάντησα μηχανικά.
Έδωσε το στίγμα και αμέσως ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην εσοχή. Ο Γ οδηγούσε, ο Β συνοδηγός. Από το πίσω κάθισμα, ο Α έμεινε να μας κοιτάζει από το παράθυρο. Σε δευτερόλεπτα, χωρίς να πει κάτι, μας κοιτούσαν και οι άλλοι δύο.

Ο Χ δεν είχε σταματήσει να προσέχει τα πόδια μου ούτε για μία στιγμή, από όταν έκλεισε το τηλέφωνο. Άκουσε το αυτοκίνητο, γύρισε λίγο το κεφάλι μηχανικά αριστερά αλλά δεν σταμάτησε.
-Νομίζω ότι φέρνετε τους φίλους σας σε δύσκολη θέση.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά και με κοίταξε μες στα μάτια.
-Αυτή είναι η δική μου θέση... Και οι φίλοι μου οφείλουν να τη σεβαστούν...

Ασυναίσθητα, έκανα λίγο πίσω, έκπληκτη και τον κοίταξα συνοφρυωμένη. Πριν προλάβω να πω κάτι, ο Α έβγαινε από το αυτοκίνητο και μας πλησίαζε.
-Καλησπέρα, είπε σοβαρός.
-Καλησπέρα, του είπα.
-Είστε καλά;, με ρώτησε.
-Ναι. Είμαι καλύτερα. Και το οφείλω στον φίλο σας.
-Θέλετε να σας πάμε κάπου;
-Όχι. Θα πάρω ταξί για το σπίτι. Είμαι, πραγματικά, καλύτερα. Εσείς έχετε να πάτε κάπου, έτσι δεν είναι;
-Ναι... Ήρθαμε να πάρουμε τον Χ, γιατί εκεί που θα πάμε δεν έχει ξαναπάει και είναι λίγο μπέρδεμα... Θα μας ακολουθήσει με το αυτοκίνητο... Αν θέλ...
-Πηγαίνετε εσείς, είπε ο Χ, σοβαρά. Εγώ θα μείνω.

Ο Α κοίταξε αμήχανα τι έκανε ο φίλος του. Ήθελε να πει κάτι αλλά δυσκολευόταν.
-Ε... θα... μας περιμ..., ξεκίνησε.
-Ξέρω ποιος θα μας περιμένει, τον έκοψε ο Χ.
Κοιταχτήκαμε με νόημα με τον Α.

Οι άλλοι δύο βγήκαν από το αυτοκίνητο, με καλησπέρισαν αμήχανοι και ρώτησαν τον Α εάν είναι όλα καλά.
-Ε... ναι... όλα καλά... ο Χ δεν μπορεί να έρθει τώρα... πάμε εμείς... μπορεί να μας βρει μετά...
-Δεν θα έρθω, ξαναείπε απότομα ο Χ. Γύρισε να τους κοιτάξει, χωρίς να σταματάει να κάνει αυτό που έκανε. Εντάξει;
-Εντάξει, συμφώνησαν όλοι.
Έφυγαν.

-Οι φίλοι σας θα νομίζουν ότι είχα κανένα ατύχημα, του είπα, προσπαθώντας να ελαφρύνω το κλίμα.
-Οι φίλοι μου ξέρουν ότι για μένα είστε ευτύχημα, απάντησε χαμηλόφωνα.
Τον κοίταξα αποσβολωμένη...
-Τι εννοείτε...;, τον ρώτησα, παραξενεμένη.
Ο Χ σταμάτησε. Με κοίταξε με ενοχή.
-Μπορώ να σας μιλήσω ελεύθερα...;, με ρώτησε διστακτικά.
-Ασφαλώς! Θα ήθελα να ξέρω τι εννοείτε, απαίτησα.
-Νομίζω... πιστεύω... ότι έχετε καταλάβει το ενδιαφέρον μου για εσάς... Δεν ξέρω πως να το πω... Αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω... αν υπάρχει έστω και ένα ψήγμα ενδιαφέροντος, από τη δική σας την πλευρά...
Έμεινα να τον κοιτάζω άφωνη... Δεν ήξερα τι να πω... Ή, μάλλον, ήξερα αλλά ήταν πάρα πολλά για να μπουν σε τάξη εκείνη τη στιγμή...
Έσκυψα ελαφρά προς το μέρος του.
-Τι λέτε...;, τον ρώτησα σαν να ήταν μεθυσμένος.
-Θέλω να σας πω πολλά... Αν μου δώσετε την ευκαιρία..., έσκυψε το κεφάλι και αγκάλιασε τα πόδια μου.

Έπιασα τα χέρια του και τα απομάκρυνα. Φοβήθηκε.
Έβαλα τις μπότες μου και σηκώθηκα.
-Πάμε!
-Σηκώθηκε αμέσως όρθιος.
-Που θέλετε να πάμε;, με ρώτησε γεμάτος ανυπομονησία.
-Κάπου ανοιχτά. Να περπατήσουμε.
-Μάλιστα, υπάκουσε σοβαρά.

Με οδήγησε στο αυτοκίνητό του.
-Μήπως θα θέλατε να οδηγήσετε εσείς;, με ρώτησε ευγενικά.
-Αστειεύεστε;!, έβαλα τα γέλια. Θέλετε να μου φέρνετε τσιγάρα στον Κορυδαλλό;!
-Γιατί το λέτε αυτό;, ρώτησε χαμογελώντας.
-Γιατί αν οδηγούσα, θα σκότωνα κάθε κάφρο που κυκλοφορεί! Είτε πατώντας τον με το αμάξι είτε βγαίνοντας έξω και πλακώνοντάς τον στο ξύλο! Προτιμώ, λοιπόν, να δίνω τα προικιά μου στους ταξιτζήδες! Το καταλάβατε τώρα;!

Ο Χ έγνεψε καταφατικά. Χαρούμενος. Μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μπήκα στο αυτοκίνητο. Εκείνος έτρεξε να πάρει τη θέση του οδηγού.

Διασκέδαζα. Νόμιζα πως ήθελε να είμαστε φίλοι. Ότι αισθάνθηκε πως τον καταλαβαίνω. Ότι, βλέποντας τον Β, κατάλαβε ότι δεν τον αποδοκιμάζω σαν ομοφυλόφιλο. Πως του είμαι αγαπητή, διότι μαζί μου μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Και ήθελε, με κάποιον τρόπο, να μου το ανταποδώσει.

Είχα στο μυαλό μου να τον καθησυχάσω.
Διότι, απλούστατα, δεν ήξερα τι με περίμενε...