29.12.09

Stalking Barbarella



Περπατώντας - δηλαδή, κουτσαίνοντας... - στον παραλιακό δρόμο, η συστάδα των θάμνων έκανε ένα κενό. Με χαρά ανακάλυψα ένα παγκάκι. Ήθελα να τρέξω να καθίσω αλλά αυτό ήταν μεγάλη πολυτέλεια, στην κατάσταση που βρισκόμουν. Κάνοντας ό,τι μπορούσα για να επισπεύσω την ξεκούρασή μου, χτύπησε το τηλέφωνο.

-Που είσαι;!, πήδηξε από το ακουστικό η φωνή της τρελής.
-Που να είμαι, χαρά της αποτρίχωσης;
-Τι θες να πεις;!, ρώτησε ξαναμμένος.

-Τίποτα. Απλά, μην παρεξηγηθείς αν σε πλησιάσει κανείς με τη μηχανή του γκαζόν. Τι θέλεις τώρα; Πονώ!

Ο Β έβαλε τα γέλια.

-Σταμάτα να γελάς, ηλίθια! Υποφέρω, σου λέω! Λέγε!
-Είμαι τόσο χάλιααα;, ρώτησε με νάζι.

-Τελείωνε! Τι θέλεις;

-Να σου πω!

-Ε, λέγε, μη σου γαμήσω!
-Ο δικός σου έφυγε μετά από σένα!

-Το ξέρω, του είπα άτονα. Θα βγει με φίλους του.
-Αμ, δεν θα βγει! Είναι πίσω σου! Τον βλέπω από το μπαλκόνι!


Ό,τι είχα πλησιάσει εκείνο το παγκάκι και ετοιμαζόμουν να καθίσω. Ξαναστυλώθηκα και κοίταξα το μπαλκόνι του. Τον είδα να χοροπηδάει σαν χαζό και να με χαιρετάει.
-Σταμάτα, μωρή, να κοπανιέσαι... Θα σου φύγει η σερβιέτα...

-Τέτοια λέγε μου, να με φτιάχνεις!, είπε χαρούμενα.

-Τώρα θα φτιάξω άλλον, έννοια σου. Που είναι;

-Αν βγεις από εκεί που έχεις κρυφτεί, θα τον δεις. Έχει σταματήσει και μιλάει στο κινητό. Μπαίνω μέσα γιατί έχω ξυλιάσει, η γυναίκα!


Βγήκα από την εσοχή, κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, τίποτα. Άντε να ξαναπάς μέχρι το παγκάκι... Κάθισα. Όσο σκληρό ήταν το ξύλο, τόσο ανακουφισμένα αισθανόμουν τα πόδια μου... Πως την είχα πατήσει έτσι... Φυσούσε ωραία και γύρισα στα αριστερά μου να βλέπω τη θάλασσα. Έψαξα στην τσάντα τα τσιγάρα μου και άναψα ένα. Τα ταξί περνούσαν συνέχεια και δεν είχα καμμία ανησυχία εάν θα βρω για να φύγω. Τα πόδια μου με πέθαιναν, λέμε...


Όπως γύρισα στην κανονική θέση για να κατεβάσω λίγο τα φερμουάρ, στο άνοιγμα της εσοχής, στεκόταν ο
Χ...
-Δεν σας πρόλαβα...
-Συγγνώμη...;
-Δεν πρόλαβα να σας ανάψω το τσιγάρο...
-Τι κάνετε εσείς εδώ;, τον ρώτησα μάλλον νευριασμένα.
-Δεν ήξερα αν θα βρίσκατε γρήγορα ταξί, πονούσατε κιόλα και είπα να σας ακολουθήσω μέχρι να φύγετε...
Μαλάκωσα.
-Που να πάω; Αυτές οι μπότες με έχουν πεθάνει. Έκανα μεγάλη βλακεία. Δεν έπρεπε να τις φορέσω απόψε. Έπρεπε να τις είχα περπατήσει μερικές μέρες στο σπίτι για να τις ανοίξω. Πρώτη φορά χαίρομαι που υπάρχουν παγκάκια. Τι να πω... Οι φίλοι σας;
-Τώρα μίλησα μαζί τους... Είναι καθ' οδόν...
-Πολύ καλά.
-Αλλά έχω και το δικό μου αμάξι...
-Πολύ καλά.
-Αν θέλατε...
-Αν ήθελα...;
-Αν θέλατε να σας πάω σπίτι σας... Δεν θα πείραζε να πήγαινα αργότερα να τους βρω...
-Να πάτε εκεί που πρέπει. Εγώ είμαι μια χαρά.

Πήγα να σηκωθώ. Ο πόνος με έκανε να μορφάσω και να ξανακαθίσω αμέσως. Ήρθε με δύο δρασκελιές κοντά μου.
-Πονάτε;..., με ρώτησε με ενδιαφέρον.
-Ναι.
Μου έπιασε τα χέρια. Και γονάτισε μπροστά μου...
Κοκκάλωσα στη θέση μου και γύρισα λίγο το κεφάλι μου παρακολουθώντας τον καχύποπτα.


Συναγερμοί άρχισαν να χτυπάνε μανιασμένα, το τρίο έτρεχε πάλι να μαντρώσει την Domme. Εκείνη, όμως, χτενιζόταν όλο φιλαρέσκεια στην καθρέφτη Της... Στο δωμάτιό Της... Εκεί ήταν το βασίλειό Της... Η είσοδος δεν επιτρεπόταν σε κανέναν... Η Λογική, η Ψυχραιμία και η Σκέψη, έπεσαν η μία πάνω στην άλλην, κάθως φρέναραν απότομα στην ανοιχτή Της πόρτα.


-Δεν θα μείνω άλλο, τους ανακοίνωσε. Ήρθε η ώρα.

Το τρίο προσπάθησε να Την μεταπείσει, σχεδόν παρακαλώντας Την.
Σήκωσε το χέρι Της, αδιάφορα.
-Όταν λέω ήρθε η ώρα, εννοώ να το βουλώσετε!, είπε δυνατά.
Γύρισε και τις κοίταξε χαμογελώντας σκληρά.

-Είναι θέμα χρόνου. Μα, ελάτε μέσα... Μη στέκεστε εκεί...

Το τρίο φοβήθηκε πολύ. Αλλά είπε να δοκιμάσει μήπως Της αλλάξει γνώμη. Εξ' άλλου ήταν τόσο καλή και ήμερη τώρα...

-Μα, περάστε... Θα μιλήσουμε... Αυτό δεν θέλετε...;, τις ρώτησε δόλια...
Ο συνασπισμός προχώρησε. Η μία δίπλα στην άλλη σαν σιαμαίες. Κάθησαν στο κρεβάτι. Η Domme σηκώθηκε. Είχε κάνει το καλύτερό Της μακιγιάζ, είχε φορέσει το πιο ωραίο άρωμά Της, είχε ντυθεί με το πιο ωραίο Της φόρεμα. Και ήταν πιο όμορφη από ποτέ.

-Λοιπόν; Πως σας φαίνεται το δωμάτιό μου; Δεν είναι πολύ άνετο;, έκανε να δείξει γύρω Της.

Τσιμουδιά ο συνασπισμός.

Η Domme πήρε τα γάντια Της από την τουαλέτα και τις πλησίαζε παίζοντας με αυτά στα χέρια Της.

-Μα, γιατί δεν μιλάτε...; Δεν είναι ωραία εδώ; Ε, λοιπόν, Εγώ το αγαπώ πολύ αυτό το δωμάτιο. Και ξέρετε γιατί; Είναι δίπλα στην καρδιά της
Νανάς. Είναι, ασφαλώς, η καλύτερη θέση. Αλλά, αυτό που ήθελα να κάνω, ήταν περιορισμένο σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Δεν ξέρω καν πως είναι το σαλόνι. Δεν ξέρω πως είναι εκεί που είστε εσείς. Βλέπετε, πάνε χρόνια που έπαψα να προσπαθώ να βγω έξω. Δεν λέω... Ο Έλεγχος με την Ηρεμία, έρχονταν συχνά για να μου κάνουν παρέα και να πούμε τα δικά μας. Αλλά τι σημασία είχε; Πάλι έμενα μόνη.
Τσιμουδιά ο συνασπισμός.

-Χμ... Νομίζω πως τώρα πρέπει να καταλαβαίνετε που το πάω, έτσι δεν είναι;
Οι τρεις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

-Όχι...;, τις ρώτησε μαλακά.
Οι άλλες κούνησαν γρήγορα αρνητικά τα κεφάλια τους.

-Είναι απλό, είπε σκληρά βάζοντας τα γάντια Της και έβγαλε το κλειδί πίσω από την πόρτα.
Οι τρεις πετάχτηκαν πάνω ξαφνιασμένες.

-Μην μπαίνετε στον κόπο!, ακούστηκε βροντερή η φωνή Της.

Πήρε από το κομοδίνο Της το riding crop.

-Όποια από εσάς τολμήσει να με πλησιάσει, θα ανακαλύψει για τι είμαι γενημμένη!, είπε με χαμηλή φωνή. Δεν θέλω να γίνομαι κακιά αλλά τι να κάνω... Αυτή Είμαι! Στα γόνατα τώρα!, διέταξε.
Και οι τρεις, ταυτόχρονα, έπεσαν στο πάτωμα. Στα γόνατα... Εκείνη χαμογέλασε ικανοποιημένη.
-Αυτό είναι... Τώρα καταλαβαίνετε... Σωστά...;
Έγνεψαν αμέσως καταφατικά και οι τρεις.

Η Domme πλησίασε την άκρη του riding crop στο στόμα της πρώτης.
-Φίλησέ το.
Η Λογική κοίταξε την Domme με ύφος ικέτιδας.
-Είπα, φίλησέ το!, θύμωσε η Domme.

Η λογική φίλησε το μαστίγιό Της.
-Εσύ!, είπε στην Ψυχραιμία.
Η Ψυχραιμία έκανε το ίδιο.

Η Domme πλησίασε το μαστίγιό Της στην Σκέψη.
Το φίλησε αμέσως.


-Πολύ καλά, λοιπόν. Αυτό ήταν το φιλί του αποχαιρετισμού. Δεν νομίζω να μου λείψετε. Έχω πάρα πολλά να κάνω.

Πήρε τη βαλίτσα Της στο άλλο χέρι.
-Μάτια χαμηλά!, διέταξε.

Βγήκε από το δωμάτιό Της, κλείδωσε τη πόρτα και τίναξε τα μακριά ξανθά μαλλιά Της.

Γυρίζοντας στον διάδρομο, είπε με σιγουριά.

-Ήρθε η ώρα...