28.12.09

Born To Be Wild


Ό,τι μου συνέβαινε κατά την εφηβεία, το έριχνα πάνω της.
Όλοι δεν έλεγαν ότι όταν μπαίνεις στην εφηβεία τα χάνεις;
Ότι η εφηβεία ήταν δύσκολη;
Ότι χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου;
Ε, ωραία, λοιπόν.

Μόνο που εγώ δεν είχα χάσει τίποτα. Μάλλον έβρισκα. Και μάζευα.
Μέσα μου καινούρια συναισθήματα έπαιρναν την θέση τους κι εγώ τους έκανα χώρο. Δεν τα γνώριζα κι εκείνα δεν μιλούσαν. Μόνο πίεζαν.
Ούτε έκανα κραιπάλες. Μάλλον απέτρεπα και τους άλλους. Και με άκουγαν.
Μέσα μου υπήρχε μία δύναμη που δεν επέτρεπε τις ασυδοσίες. Δεν την γνώριζα κι εκείνη ήταν πολύ μυστικοπαθής. Μόνο κανόνιζε.
Ούτε απώλεσα ποτέ κανέναν έλεγχο. Μάλλον ο έλεγχος ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Και μου άρεσε. Οι άλλοι είχαν το πρόβλημα. Κι εγώ δεν καταλάβαινα το γιατί.

Ο Έλεγχος ήταν πολύ ωραίος γκόμενος. Αρρενωπός, λιγομίλητος, στιβαρός. Με γέμιζε δέος.
Ο Έλεγχος ήταν παντρεμένος. Τη γυναίκα του την έλεγαν Ηρεμία. Αυτή κι αν ήταν πολύ ωραία γκόμενα. Θηλυκότατη, μακάρια, λεπτοκαμωμένη. Θεά.
Και οι δύο, εξαιρετικό ζευγάρι. Ζούσαν μέσα μου από πάντα, αρμονικά. Αγαπιόνταν τρελά και με πρόσεχαν σαν τα μάτια τους.
Παιδιά δεν είχαν. Δεν έχουν αποκτήσει μέχρι σήμερα. Υιοθέτησαν εμένα. Χωρίς να με ρωτήσουν. Δεν έφερα ποτέ αντίρρηση. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερους δεύτερους γονείς.

Προφανώς, όμως, δεν είχαν άλλα αδέρφια τότε. Πέρασαν χρόνια μέχρι να γνωρίσω άτομα που είχαμε τους ίδιους θετούς γονείς. Και η χαρά ήταν απερίγραπτη. Διότι έως τότε, δεν καταλάβαινα γιατί εγώ θα έπρεπε να είμαι τόσο διαφορετική.

Στην εφηβεία, τα κορίτσια φορούσαν μίνι και έκαναν έξαλλα μακιγιάζ.
Εγώ φορούσα δερμάτινες φούστες, αυστηρά ρούχα και λάτρευα το μαύρο eyeliner.
Στην εφηβεία, τα κορίτσια δεν πήγαιναν πουθενά εάν δεν είχαν κοιταχτεί 45 φορές στους καθρέφτες.
Εμένα δεν μου έπαιρνε ούτε 10 λεπτά να ετοιμαστώ για έξω. Πολλές φορές και χωρίς καθρέφτη.
Στην εφηβεία, τα κορίτσια έπαιζαν με τα μαλλιά τους και σχημάτιζαν ημικύκλια με τις μύτες των παπουτσιών τους στο πάτωμα και άλλαζαν τη φωνή τους σε απαλή, όταν ένα αγόρι τις πλησίαζε.
Εγώ, από τα 14 μου, φορούσα 8ποντες μαύρες δερμάτινες γόβες - που τις πρόσεχα πολύ για να τις χαλάω για τα μαλακισμένα -, τα μαλλιά μου δεν τα πείραζα, - για τον ίδιο λόγο -, κι όταν με πλησίαζε ένα αγόρι, σταύρωνα τα χέρια στο στήθος, περιμένοντας να ακούσω τι μαλακία θα μου πει. (Για τη φωνή μου δεν θα πω τίποτα. Και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να την αλλάξω. Δεν μου άρεσε - και δεν μου αρέσει - αλλά αυτή είχα - και εξακολουθώ να έχω. Τη φωνή του μπετατζή).
Στην εφηβεία, τα κορίτσια ήταν αθώα, ρομαντικά, περίμεναν να ακούσουν κομπλιμέντα, ήταν ήσυχα, κοιτούσαν κάτω.
Εγώ ήμουν υποψιασμένη, σκληρή ρεαλίστρια, σιχαινόμουν τα κομπλιμέντα, ήμουν άγρια, σε κοιτούσα μες στα μάτια.

Και όλα αυτά, ήταν κυρίως τα έξω. Το πρόβλημά μου, ωστόσο, ήταν το μέσα.
Εκεί ήταν που κάτι πήγαινε εντελώς διαφορετικά. Και δεν καταλάβαινα το γιατί. Και δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για ό,τι αισθανόμουν. Και όσο δεν καταλάβαινα, τόσο κλεινόμουν στον εαυτό μου.

Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Ανήκα στο περιθώριο. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Επίσης, ήμουν λάθος. Διότι, δεν μπορεί όλοι οι άλλοι να μην πάνε καλά και να είμαι εγώ η σωστή. Σωστά;

Λάθος.