12.12.09

So Confused


Πως είναι δυνατόν να νοιώθεις ότι δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν, όταν έχεις τόσους φίλους και άλλους τόσους γνωστούς; Πως είναι δυνατόν να μιλάς με όλους αλλά να μη συννενοήσε με κανέναν; Πως είναι δυνατόν όλοι να θέλουν κάτι που εσένα σε αφήνει αδιάφορο και εσύ να είσαι ο μόνος που θέλει αυτό που οι άλλοι αποδοκιμάζουν; Πως είναι δυνατόν εσύ να καταλαβαίνεις όλους και κανείς να μην καταλαβαίνει εσένα;

Μεγαλώνοντας, οι διαφορές μας με τα άλλα κορίτσια της ηλικίας μου μετατρέπονταν σε βαθιά ρήγματα. Εκείνες περπατούσαν στο χάος αλλά τα πήγαιναν μια χαρά, εγώ ισορροπούσα σε λεπτό πάγο αλλά ήμουν σίγουρη για τα βήματά μου. Εκείνες με τα αγόρια ήταν οι μοιραίες γκόμενες, εγώ η κυρία δε με μέλλει.

Με εκείνους που τα πήγαινα άριστα, ήταν οι γονείς τους. Με λάτρευαν.
Όταν πήγαινα να τις πάρω για να βγούμε - διότι εγώ ετοιμαζόμουν πάντα πρώτη -, συνήθως ήταν τσακωμένες γιατί δεν τις άφηναν να φορέσουν αυτά που ήθελαν. Εγώ περίμενα στο σαλόνι, ακούγοντας τους καυγάδες και τις φωνές. Όταν έρχονταν, επιτέλους, εγώ στεκόμουν στην πόρτα σαν τον δήμιο. Κι αν κατάφερναν να περάσει το δικό τους, έρχονταν από πίσω και οι γονείς τους.
-Νανά!, πες της κι εσύ! Τι είναι αυτό που φοράει;!

Τις περισσότερες φορές, όμως, δεν προλάβαιναν να πουν τίποτα.
Μόλις με πλησίαζαν όλοι, ακούγονταν κοφτή η φωνή μου.
-Αυτό που φοράς, θα πας να το βγάλεις. Ντυμένη έτσι, μαζί μου, δεν θα βγεις από εδώ.
Και ξαναπήγαινα στο σαλόνι.

Μόνο στις αρχές έλεγαν κάτι δραματικό οι φίλες μου, κάτι επαινετικό οι γονείς τους. Μετά, απλώς, ο καθένας έκανε αυτό που έπρεπε. Οι φίλες μου άλλαζαν, οι γονείς τους επέστρεφαν στο δωμάτιό τους.

Με τα αγόρια, είχαμε ακόμα προβλήματα. Αυτά που έκαναν, σε μένα δεν περνούσαν. Και αυτό τους έκανε να πεισμώνουν. Και όσο αυτά πείσμωναν, άλλο τόσο πιο αντιδραστική γινόμουν. Τα αγόρια ήταν το μόνο πράγμα που με άφηνε παγερά αδιάφορη. Μου άρεσαν, όμως, οι άνδρες. Πολύ. Όταν τους έβλεπα να ανοίγουν την πόρτα του αυτοκινήτου τους στη συνοδό τους, όταν της έπαιρναν το παλτό, όταν της τραβούσαν το κάθισμα, όταν της άναβαν το τσιγάρο. Με πέθαινε όταν έβλεπα να της ανάβουν το τσιγάρο...

Μέσα στο δικό μου μυαλό, αυτή η συμπεριφορά ήταν η μόνη λογική. Όταν έβλεπα έναν άνδρα να κυνηγάει μία γυναίκα, να την διεκδικεί και να κάνει τα πάντα που την κάνουν ευτυχισμένη, ήξερα ότι αυτός είναι ο ιδανικός. Το μοντέλο που άρμοζε απόλυτα στο εφηβικό μου ένστικτο.

Και, φυσικά, με τις φίλες μου είχαμε θαυμάσιους διαλόγους.
-Ο άνδρας πρέπει να ξέρει να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι!
-Ο άνδρας, το δικό μου τραπέζι, πρέπει να ξέρει να το μαζεύει.
-Ο άνδρας είναι εκείνος που έχει την πρωτοβουλία!
-Ο άνδρας είναι αυτός που θα μου ζητάει την άδεια.
-Ο άνδρας είναι ο αρχηγός!
-Ο άνδρας, χωρίς εμένα, είναι τ' αρχείδια μου.

Οι φίλες μου δήλωναν παραιτήσεις. Τις έκανα, ευχαρίστως, δεκτές.
Οι πιο ψυχοπονιάρες, ωστόσο, ήθελαν να με σώσουν.
-Βρε Νανά... Δεν είναι έτσι οι άνδρες... Ο άνδρας θέλει να είναι η γυναίκα γλυκιά, συμμαζεμένη, να τον ακούει... Εσένα σε βλέπουν και σε φοβούνται...
-Και πολύ καλά κάνουν, τους απαντούσα.
-Μα, τι θα γίνει όμως έτσι;... Που θα βγει;... Ρίξε κι εσύ λίγο νερό στο κρασί σου... Να δεις πως θα αλλάξουν τα πράγματα...
-Τα πράγματα δεν αλλάζουν. Ούτε εγώ. Αν πρέπει να αλλάξει κάτι, είναι αυτοί.
-Μα οι άνδρες, είναι άνδρες...
-Ωραία. Από απόσταση τότε, λοιπόν, μέχρι να γίνουν άνθρωποι.
-Μα οι άνδρες φοβούνται τις γυναίκες που είναι δυναμικές και αυταρχικές... Γίνε πιο μαλακή, πιο συγκαταβατική...
Και εκεί γινόταν ο μεγάλος χαμός...
-Δεν θέλω να γίνω μαλακή! Δεν θέλω να γίνω γλυκιά! Θέλω να είμαι αυτό που είμαι! Δεν θέλω άνδρα που φοβάται! Θέλω να τον πατάω και να μη κάνει πίσω! Όχι! Όχι να μην κάνει πίσω... να πηγαίνει και ένα βήμα μπροστά... και να αναπηδά... και να φωνάζει "κι άλλο!"! Το καταλάβαμε;!

Όχι. Δεν το καταλάβαιναν. Και δεν τις αδίκησα ποτέ. Γιατί εκείνες ήθελαν έναν εργοστασιακό άνδρα. Τόσο επί τόσο. Και να περιορίζονται στο εμβαδόν του.

Εγώ ζητούσα ένα custom made πολεμιστή. Που να γνωρίζει εξ αρχής, ποια είναι η θέση του. Σε ποιον θα έπρεπε να χτυπάει προσοχή. Ποιανού εντολές θα υπακούει. Σε ποιον θα παραδίδεται αμαχητί. Ότι το πεδίο δράσης του θα είναι χαρτογραφημένο. Ότι μπορεί να πεινάσει και να διψάσει στις αποστολές του αλλά θα είναι πάντα δυνατός. Και ότι μπορεί να πληγώνεται και να ματώνει στις μάχες αλλά δεν θα χάσει καμμία. Γιατί ο στρατηγός, θα ήμουν εγώ.