18.12.09

Planet Earth's Calling Barbarella...

Στεκόμουν αμίλητη. Ξαφνιασμένη. Σοκαρισμένη. Ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω...

Μπροστά μου στέκονταν η φαντασίωσή μου... Ζωντανή... Και με κοιτούσε κι εκείνη...

Φορούσε μαύρο δερμάτινο εφαρμοστό παντελόνι, ο κορμός γυμνός, στο στήθος γραμμένο με κόκκινο κραγιόν και με μεγάλα γράμματα "slave", στους καρπούς μαύρα δερμάτινα περικάρπια, ξυπόλητη...

Με κοιτούσε... Μες στα μάτια...
Την κοιτούσα... Μες στα μάτια...

Ένοιωθα ναυτία... Όλα γύρω μου γύριζαν, το δάπεδο σείονταν... Δεν μπορούσα να γεμίσω τα πνευμόνια μου με τον αέρα που ζητούσαν...

Ήμουν μία γυναίκα σε κώμα... Μέσα μου, όμως, λυσσομανούσε η Domme... Θύελλα σφοδρή... Ούρλιαζε... Ήθελε να βγει... Να πλησιάσει...
Η Λογική, η Ψυχραιμία, η Σκέψη, Της έκλειναν τον δρόμο... Κι Εκείνη ούρλιαζε ακόμη πιο δυνατά... Οι φωνές Της μου διέλυαν το μυαλό...

-Σκάσε! Σκάσε! Δεν είναι για Σένα!, Της φώναζαν επιτακτικά οι άλλες τρεις. Σταμάτα! Είναι gay! Δεν έχει καμμία σχέση με Σένα! Σκάσε!
-Όχι!, φώναζε Εκείνη. Είναι δικός Μου! Μπορώ να τον γονατίσω σε δευτερόλεπτα! Μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω, αν βγω! Αφήστε Με!

Μέσα μου φυσούσε παγωμένος αέρας... Με είχε παραλύσει... Όταν, όμως, η Domme τις ξέφευγε για λίγο, με έκαιγε... Με έκαιγε... Ήθελα να σπάσω τα πάντα γύρω μου... Και να φύγω...

Μπορεί να κοιταζόμασταν αμίλητοι και ανέκφραστοι, για περισσότερο από 5 λεπτά... 5 αιώνες...
Τρόμαξα όταν μίλησε πρώτος.
-Θέλετε να ντυθώ;... Μήπως δεν έπρεπε;...
Έκανε να γυρίσει.
-Όχι!, του είπα αμέσως. Γιατί να μην πρέπει; Συμφωνήσαμε να γίνετε εσείς.
Ήμουν απόμακρη... Ψυχρή... Όχι εγώ...

Όπως προχώρησα στο δωμάτιο, για να τον σταματήσω από το να αλλάξει, είδα κάτι επάνω στο κρεβάτι του Β. Πλησιάζοντας να δω καλύτερα, τα πόδια μου λύγισαν...
Κάθησα αμέσως στο κρεβάτι. Δίπλα σε ένα μικρό flogger από σαμουά...

-Το έφερα για εσάς... Εάν θέλετε να το κρατάτε... Και κάτι ακόμα..., είπε χαμηλόφωνα...
Μέσα από την τσέπη του κοστουμιού του, έβγαλε ένα ζευγάρι δερμάτινες χειροπέδες...
Πρώτη φορά έβλεπα δερμάτινες χειροπέδες... Όσο μισούσα τις μεταλλικές, τόσο αγάπησα εκείνες... Αμέσως...

Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου...
Η Domme μέσα μου ήταν έξαλλη... Έξαλλη...
Φωνές, ουρλιαχτά... Φωτιά και πάγος μαζί... Έκαιγαν εξ' ίσου και τα δύο...

-Είστε καλά;, ρώτησε ο Χ τρυφερά, με ανησυχία. Και πήγε να γονατίσει μπροστά μου...

Η Domme ξέφυγε από τα χέρια των τριών... Έτρεχε να βγει έξω... Να του μιλήσει... Τον ήθελε... Τον έψαχνε χρόνια... Δεν Την ένοιαζε τίποτα...
Με μία γρήγορη κίνηση, οι τρεις τους έδεσαν και φίμωσαν την Domme...
-Σταμάτα! Θα την εκθέσεις! Εδώ τον έφερε για να γνωρίσει τον Β! Όχι Εσένα! Πάψε! Πάψε!

Σηκώθηκα απότομα.
-Είμαι καλά. Απλώς, ήρθα σχεδόν κατευθείαν από τη δουλειά και είμαι πολύ κουρασμένη. Είχα και μία περίεργη μέρα... Ναι, δώστε μου το μαστίγιο και τις χειροπέδες. Θα έχει πλάκα. Μόνο φορέστε τα παπούτσια σας. Δυστυχώς, έξω γίνεται πανικός. Μπορεί να το μετανοιώσετε, του χαμογέλασα. Υποτίθεται...

Γύρισε να βάλει τα παπούτσια του. Άγγιξα το μαστίγιο... Ήθελα να κλάψω... Δεν μπορούσα να διαχειριστώ τόση ένταση... Το ζύγισα στο χέρι μου από τη λαβή του... Ήταν σχετικά βαρύ για το μέγεθός του... Αλλά όμορφο... Κομψό... Κάτι που θα επέλεγα να αγοράσω κι εγώ... Μαύρο, με ένα χρυσό δακτυλίδι στην ένωση της λαβής με τις ουρές του... Πανέμορφο... Καινούριο... Και μύριζε υπέροχα... Όπως και οι χειροπέδες...

Δεν ξέρω πως περπάτησα από το δωμάτιο, στον διάδρομο, στο σαλόνι, πως τον πήγα στον Β, πως βρήκα να πω κάτι, να αστειευθώ... Δεν ξέρω...

-Α! Μια χαρά ταιριάξατε οι δυο σας!, είπε χαρούμενα ο Β. Ούτε παραγγελία να σε είχε! Αλλά είσαι τυχερός, φίλε μου! Κι εγώ θα ήθελα να με βασάνιζε μία γυναίκα σαν την Νανά! Και να με τραβούσε και από τη μύτη! Αλλά δεν είναι για τα δόντια μου! Είσαι πολύ τυχερός!

Οι τρεις συνασπισμένες πήραν τα χέρια τους από την Domme, για να κλείσουν στόμα και μάτια. Κοιτάζονταν μεταξύ τους αιφνιδιασμένες. Και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα...
Από πίσω τους η Domme γελούσε με την καρδιά Της...
-Σας το είπα! Είστε ηλίθιες! Θα γίνει δικός Μου! Είναι έτοιμος! Και το βλέπουν όλοι! Όλοι!

Ο Χ με κοίταξε χαμογελώντας.
-Αυτό είναι!, του είπα. Σήμερα πίνει άλλος για σας! Μια χαρά!
-Τι; Μιλάτε στον πληθυντικό;! Γιατί;! Ο Β δεν καταλάβαινε τίποτα. Τον καημένο...
-Σωστά!, είπα. Τι τον θέλουμε τον πληθυντικό πια; Και κατέβασα μονοκοπανιά το ποτό μου. Ενικός, λοιπόν. Είμαι η Νανά και είσαι ο Χ.
-Είμαι ο Χ και είστε η Νανά, είπε ντροπαλά. Για απόψε τουλάχιστον, και έδειξε με το βλέμμα του το κραγιόν.
-Α, ναι! Ναι! Βέβαια! Να μην ξεχνιόμαστε, απάντησα δήθεν ενθουσιασμένη...
Ήταν δεδομένο. Ήμουν παγιδευμένη.

Δεν ξέρω πως άντεξα 2 ώρες ακόμα...

Μιλούσαμε γενικά για εμάς, ήμασταν ευχάριστοι, ανώδυνοι. Άσχετα πράγματα. Τετριμμένα. Τον πήγαινα προς τον Β, εκείνος επέστρεφε σε εμένα. Του μιλούσα για τον Β, εκείνος ρωτούσε για μένα. Υπέθετα πως ήταν μέρος της μεταμφίεσής μας. Και ότι δεν μπορούσε να εκφραστεί ακόμα, όπως νόμιζα πως θα ήθελε. Ο συνασπισμός έκανε καλά τη δουλειά του...

Όταν πλέον δεν πήγαινε άλλο, του είπα ότι θα έπρεπε να φύγω. Εκείνος, όμως, εάν ήθελε, μπορούσε να μείνει. Είχαμε μιλήσει σχεδόν με τους περισσότερους και ήταν πολύ άνετος. Μου είπε πως μετά θα έβγαινε με τους φίλους του κι αν ήθελα μπορούσα να πάω μαζί τους. Θα είχαν και τις κοπέλες τους μαζί. Αρνήθηκα, εξηγώντας του τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα και ότι οι μπότες με πέθαιναν πολλή ώρα τώρα και έπρεπε να πάω σπίτι να τις βγάλω επειγόντως. Τις κοίταξε με έκπληξη.
-Δεν ήξερα ότι πονάτε... Μισό λεπτό να τους πάρω τηλέφωνο! Να σας πάμε σπίτι! Δεν είναι μακριά!
Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, μιλούσε μαζί τους. Παγιδευμένη...
-Πηγαίνω να αλλάξω γρήγορα! και έφυγε με μεγάλα βήματα, σπρώχνοντας τον κόσμο. Έμεινα να τον κοιτάζω να χάνεται. Με το μαστίγιο και τις χειροπέδες στο χέρι...

Έτρεξα στον Β.
-Να σου πω! Τον έφερα για σένα! Αλλά δεν ξέρω γιατί δεν κάθησε η φάση! Του μιλούσα γρήγορα για να προλάβω.
-Για μένα;! Τι να τον κάνω;, με ρώτησε έκπληκτος ο Β. Είσαι καλά;! Μα, δεν είστε ζευγάρι;!
-Όχι, ηλίθιε! Υποτίθεται ότι θα ήταν έκπληξη! Αλλά όλα έγιναν σκατά! Άσε με!
-Εγώ έχω κλείσει, μωρό μου!, μου είπε περήφανα. Αυτός που κάθεται πίσω μου ντυμένος αστυνομικός, μου έκλεισε το μάτι.
-Σήμερα βρήκες να σε συλλάβουν;! Τότε τι στο διάολο κάνω εγώ εδώ;! Ωραία τα κανόνισα...
-Γιατί δεν τον κρατάς εσύ;, με ρώτησε πονηρά.
-Τι να τον κάνω, χαρά μου, τον gay; Ή, μάλλον, τι να μου κάνει εμένα ο gay;
-Ποιος είναι gay;!, έσκασε στα γέλια. Αυτός;! Ααα, πρέπει να σε μάθω να τους αναγνωρίζεις, Νανά! Είσαι πολύ πίσω! Από δω και στο εξής όταν σου λέω για Γκάζι και Ψυρρή, δεν θα λες όχι!
-Δεν αναγνώρισα εγώ τίποτα, βλαμμένε! Οι άλλες μου το είπαν! Κι εγώ στον έφερα πακέτο. Απλά, δεν μπορεί να ανοιχτεί ακόμα, φαντάζομαι.
-Όχι, όχι, χρυσό μου, είπε ο Β με ύφος παντογνώστη. Δεν είναι δικιά μας το παιδί.
-Και ποιανού είναι το παιδί, μωρή;!, τον ρώτησα επιθετικά.
-Δεν ξέρω! Αν ήταν, όμως, να είσαι σίγουρη δεν θα πήγαινε χαμένος εδώ μέσα,! είπε και έδειξε με το δάχτυλο από το χέρι που κρατούσε το ποτό του.
-Α! Άκου να σου πω! Κανονίστε τα μόνες σας! Άντε μου στον διάολο! Πάω να φύγω! Οι μπότες με πεθαίνουν, λέμε! Θέλω να πάω σπίτι μου! Ό,τι μπόρεσα έκανα. Όχι να γίνω η Αδερφή του Ελέους, κιόλα!
-Να σου πω... Μεγαλύτερες πιθανότητες έχεις εσύ να γίνεις αδερφή, παρά αυτός, δήλωσε και χαμογέλασε βεβιασμένα ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια του "έρχεται...!"

Ο Χ επέστρεψε όπως ήρθε. Τίποτα επάνω του δεν μαρτυρούσε πως ήταν πριν. Η Domme, όμως, που διασκέδαζε με όλα αυτά, μόνον έτσι τον έβλεπε... Και χαμογελούσε... Δαιμόνια...

-Έρχονται, μην ανησυχείτε, με καθυσήχασε.
-Δεν ανησυχώ. Θα φύγω πρώτη. Δεν μπορώ να σας ακολουθήσω. Θα βρω αμέσως ταξί τέτοια ώρα και σε τόσο κεντρικό δρόμο, του είπα αποφασισμένη. Δεν πήγαινε άλλο...
Με κοιτούσε σχεδόν λυπημένος.
-Όπως θέλετε, είπε και έσκυψε το κεφάλι. Είπαμε... Σήμερα είστε η Αφέντρα μου... Πρέπει να κάνω ό,τι μου λέτε...
-Φυσικά..., του είπα με υποτιθέμενη άνεση. Τα γέλια της Domme ήταν ακράτητα... Ελπίζω να περάσατε ωραία, απόψε. Και να μην βαρεθήκατε μέσα σε τόσο άγνωστο κόσμο. Καληνύχτα.
Του έδωσα το μαστίγιο και τις χειροπέδες.

Ο Χ έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά. Πήρε το χέρι μου στα δικά του, έβαλε το flogger στη μία τσέπη του και τις χειροπέδες στο άλλο. Ήθελε να πει κάτι. Αλλά το μετάνοιωσε, ξεφυσώντας. Έφερε το χέρι μου στα χείλη του.
-Καληνύχτα, Αφέντρα... Εγώ ελπίζω να ήμουν καλός σκλάβος για εσάς... Και να διασκεδάσατε μαζί μου... Δεν θα ήθελα να φύγετε... Αλλά δεν θα ήθελα να πονάτε...

Η Ψυχραιμία μού τράβηξε το χέρι απότομα.
-Ήταν ωραία. Και σας ευχαριστώ.
-Μου μιλάτε στον πληθυντικό;..., ρώτησε στενοχωρημένα.
-Από συνήθεια... μη νομίζετε... εξ' άλλου, τελείωσε το σκηνικό.
-Ναι..., τελείωσε..., είπε ακόμη πιο στενοχωρημένα.
-Καληνύχτα, λοιπόν, Χ. Καλή συνέχεια.

Τον άφησα με σκυμμένο το κεφάλι.
Βγήκα έξω και για πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα ένοιωθα ανακούφιση... Μπορεί να μην ένοιωθα τα δάκτυλά μου από τον πόνο αλλά ήταν τόσο καλά έξω... Μύριζε θάλασσα, είχε κρύο, ήταν ωραία...

Νόμιζα ότι όλα είχαν τελειώσει. Και ηρεμούσα σιγά-σιγά.
Νόμιζα λάθος.