14.12.09

Barbarella



Το Σάββατο του πάρτυ έπηζα στη δουλειά. Έπηζα, όμως...
Παρ' όλα αυτά, είχα μία καλή διάθεση. Εκείνο το βράδυ θα ζευγάρωνα τον Β με τον Χ. Ο δεύτερος είχε δείξει μεγάλο ενθουσιασμό, ο Β δεν ήξερε τίποτα. Αν, όμως, γινόταν κάτι, ο Β ήταν ο καλύτερος gay φίλος που έχω. Ακομπλεξάριστος, με απίστευτο humor, τρελά δραστήριος, μετρημένος, τρυφερός. Ο Χ θα έπεφτε σε καλά χέρια. (Χμ... χέρια... ok...)

Είχα, όμως, και δύο εντελώς ηλίθιες ιδέες. Να αγοράσω ένα ζευγάρι μπότες, που τις ζαχάρωνα καιρό - ταίριαζαν με ό,τι θα φορούσα και ίσα που προλάβαινα να τις χαρώ πριν έρθει η άνοιξη - και να πάω σε ένα κομμωτήριο που δεν είχα ξαναπάει - γιατί δεν προλάβαινα.

Στο κατάστημα με τα υποδήματα, μετά λύπης μου ανακοίνωσαν πως δεν τις είχαν στο νούμερο που ζητούσα. (Πάντα φορώ ένα νούμερο μεγαλύτερο. Δεν μπορώ να διανοηθώ, ότι μία μέρα θα γεμίσω κάλους και κότσια, από στενά παπούτσια! Φρικάρω). Ήταν, όμως, τόσο ωραίες, που είπα να κάνω την εξαίρεση. Πήρα το νούμερό μου.

Μες στην τρελή χαρά, μπήκα στο κομμωτήριο. Ζήτησα ένα ελαφρύ χτένισμα με μπούκλες και, λόγω ώρας, με ψαλίδι. Άνοιξα το βιβλίο μου και το 'ριξα στο διάβασμα. 'Οταν η κοπέλα μού είπε ότι τελειώσαμε, κόντεψα να πάθω έμφραγμα... Στον καθρέφτη ήταν μία άγνωστη με τρομώδη παράλυση, που κρατούσε ένα βιβλίο ανοικτό στην αγκαλιά της, και τα μαλλιά της ήταν σαν της Μέδουσας... Εγώ δεν υπήρχα πουθενά...

Αφού δε με βρήκα, είπα να γλυτώσω τα ισόβια, να μη σακατέψω τη κομμώτρια και να με ψάξω σπίτι μου. Εκεί κατέρρευσα. Η γκόμενα με τις μπούκλες είχε έρθει και στον δικό μου καθρέφτη. Μέσα στο κεφάλι μου άκουγα από μακριά τη φωνή της κομμώτριας: "Θα πέεεσουν... Θα ανοίοιοιξουν..."

Ώρες αργότερα, το μόνο που είχε πέσει, ήταν το ηθικό μου και το μόνο που ήθελα να ανοίξει, ήταν το κεφάλι της κομμώτριας. Από τα χεράκια μου.
Δε γαμιέται!, είπα. Ούτως ή άλλω, δεν πας για σένα στο πάρτυ. Κάνε ό,τι μπορείς και ξεκίνα.
Υπάκουσα. Δεν ήταν μέρα για να μου φέρω αντιρρήσεις.

Κατέβασα όσο μπορούσα τα μαλλιά(;) μου και παρηγορήθηκα φορώντας τις καινούριες μου μπότες. Μόλις τελείωσα, χτύπησε το κινητό και στην οθόνη εμφανιζόταν ένας άγνωστος αριθμός. Ο ψιλο. Του εξήγησα πως θα βρει το σπίτι του Β και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε εκεί, καμμιά ώρα μετά. Αν με αναγνώριζε, σκέφτηκα...

Στο σπίτι του Β, γινόταν ο κακός χαμός. Μουσική στη διαπασών, κόσμος να ποδοπατείται.
Έτρεξε να με φιλήσει. Τον σταμάτησα με το χέρι μου.
-Ίσα πέρα, λέμε! Δεν ήρθα για να κολλήσω αφροδίσια, του είπα απότομα.
-Είσαι super!, αναφώνησε ενθουσιασμένος.
-Είσαι ηλίθιος, του είπα μιμούμενη το ύφος του.
-Εγώ σ' αρέσω;!, με ρώτησε με αγωνία.
-Αν εξαιρέσουμε ότι η τρίχα σου πετάγεται από το καλσόν σου σαν κάκτος και ότι το μακιγιάζ σου είναι θλιβερό, είσαι θεά, του απάντησα με ένα παγωμένο χαμόγελο.
-Αχ, Νανά! Γιατί να είσαι έτσιιι;, είπε με νάζι.
-Γιατί δεν μπορώ να είμαι αλλιώς. Πάμε να πιούμε τώρα κάτι, γιατί σήμερα γλύτωσα το αυτόφωρο.

Του εξήγησα τι έγινε, με αγκάλιαζε να με παρηγορήσει, του είπα ότι θα έρθει κι εκείνος από εκείνον τον γάμο, με ρώτησε πονηρά αν τρέχει κάτι. Σιγά μη του έλεγα.
-Φυσικά!, του έριξα στάχτη. Αν περίμενα να βρω άνδρα από 'δω μέσα, θα έμενα στο ράφι. Πήγαινε τώρα εσύ και άσε με να ηρεμήσω. Θα σε βρω όταν έρθει ο άλλος για τις τυπικές συστάσεις.
Με αγκάλιασε ξανά.
-Θέλω να είσαι ευτυχισμένη, μου είπε πολύ σοβαρά και πολύ γλυκά.
-Κοίτα να δεις, που αυτό ακριβώς θέλω κι εγώ για σένα..., του απάντησα μέσα στην αγκαλιά του.

Το κινητό ξαναχτύπησε με τον αριθμό του Χ. Ό,τι είχε φτάσει και μου ανακοίνωνε ότι ανεβαίνει. Μέσα από τον πανζουρλισμό και τα άτομα που χόρευαν ξέφρενα μέσα σε σερπαντίνες και κομφετί, είδα τον Χ να πλησιάζει. Μόλις με εντόπισε, έμεινε στήλη άλατος. Τον μιμήθηκα. Είχε έρθει με κοστούμι. Κανονικό. Περπάτησα προς το μέρος του. Πριν προλάβω να του βάλω χέρι, είπε:
-Είστε πολύ όμορφη....! Είστε... Είστε...
-Ναι. Ξέρω. Είμαι σαν σεντόνι του Versace, τον διέκοψα.
-Όχι... Είστε σαν τη Barbarella..., συνέχισε απτόητος.
Έβαλα τα χέρια στη μέση, απειλητικά και μισόκλεισα τα μάτια.
-Μη μου πείτε ότι πάλι έχετε πιει...
-Όχι! Όχι! Αλήθεια σας λέω...
-Ότι μοιάζω με την Jane Fonda... Ok... Τότε μήπως παίρνετε ναρκωτικά;
-Όχι... Μοιάζετε με την Barbarella... Είναι η αγαπημένη μου ταινία από παιδί. Την είχε φέρει ο πατέρας μου απ' έξω, γιατί όταν ήταν μικρός ήταν ερωτευμένος μαζί της. Και την έβλεπα συνέχεια. Και τη βλέπω ακόμα.
-Να σταματήσετε να βλέπετε τέτοιες ταινίες. Σας κάνουν κακό.
Χαμογέλασε. Ο συναγερμός ετέθη σε λειτουργία, για άλλη μία φορά. Προσπάθησα να τον σταματήσω.
-Δεν σας είπα ότι είναι μασκέ το πάρτυ; Κι εσείς ήρθατε με τα ρούχα της δουλειάς;
-Τα φοράω από μέσα, σοβάρεψε απότομα.
Που στο διάολο, χωράνε φούστες και σουτιέν κάτω από ένα κλασσικό ανδρικό κοστούμι, αναρωτήθηκα. Αλλά δεν πειράζει, είπα. Έστω κι έτσι.
-Θα πάτε να αλλάξετε;, τον ρώτησα πιο μαλακά. Δεν έπρεπε να τον κομπλάρω. Έφτασε μέχρι εδώ που έφτασε.
-Θέλετε;, με ρώτησε ντροπαλά.
Συναγερμός. Άη στο διάολο, πια!
-Φυσικά. Γι' αυτό είμαστε εδώ.

Τον πήρα από το χέρι, τον σύστησα στον Β που ξαναενθουσιάστηκε και μας πήγε στο δωμάτιό του.
-Αν χρειαστείτε κάτι, έχει ο Β να σας δώσει ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, του είπα κλείνοντας την πόρτα.
-Έχω τα πάντα, απάντησε σοβαρά.

Πήγα στον καθρέφτη του διαδρόμου και έλεγξα τα χάλια μου. Τα μαλλιά μου ήταν φρικτά. Τα πόδια μου με πονούσαν. Η φασαρία μού τρυπούσε τα αυτιά.

Όταν άνοιξε η πόρτα, όλες οι αισθήσεις μου γύρισαν στο off.