16.11.10

A Fresh Start

Και η σχέση άλλαξε υπόσταση.
Ξανά.
Αυτή την φορά, έγινε πιο γερή, πιο δυνατή.

Αναμφίβολα, όταν μία γυναίκα και ένας άνδρας έχουν συντριπτικά περισσότερα κοινά από όσες διαφορές, το δέσιμο είναι σφιχτό. Και τα δεσμά τόσο γερά, που δεν μπορεί να τα σπάσει κανείς. Το να μοιράζεσαι - με κάποιον που ανήκει στο αντίθετο φύλο - τόσες κοινές συνιστώσες, να ταυτίζονται ως δια μαγείας απόψεις/οπτικές γωνίες/φιλοσοφίες, να γνωρίζουν και οι δύο που τελειώνει ο ένας και που ξεκινά ο άλλος, είναι αξίες που δύσκολα βρίσκεις. Και ο παράγοντας τού BDSM κάνει τα γεγονότα και τις καταστάσεις που βιώνεις πιο έντονες, πιο βαθιές, πιο αληθινές.

Την ισορροπία την είχαμε από την αρχή.
Στεκόμασταν εκεί που έπρεπε, χωρίς να πιάνει ο ένας τον χώρο τού άλλου, χωρίς να πατάει ο ένας το πόδι τού άλλου, χωρίς να στριμωχνόμαστε, χωρίς να δυσανασχετούμε. Και στεκόμασταν πολύ καλά. Όλα τα άλλα πήγαιναν μόνα τους. Και η D/s πήγαινε εμάς. Κι εμείς πηγαίναμε όπου μας οδηγούσε.

Το πάρτυ τής φίλης μου ξαναέγινε, ο γαμπρός ήταν εκεί.
Με κοίταξε ψιλοσκεπτικός.
-Εσείς είστε..., ξεκίνησε να λέει καθώς με πλησίαζε.
-Εμείς είμαστε, ναι, του χαμογέλασα.
-Με κοροϊδέψατε την προηγούμενη φορά, είπε κουνώντας το δάκτυλο.
-Δεν φταίω εγώ που δεν σας άρεσε το "Κατίνα", παρεξηγήθηκα.
-Να ξεκινήσουμε από την αρχή;, πρότεινε.
-Όχι.

Ο Χ δεν ήταν εκεί.
Ήθελε να είναι στο πάρτυ που γνωριστήκαμε, και στις κασσέτες του μόνο γι' αυτό μιλούσε. Αλλά δεν μπορούσε. Τον δελέαζα με την επέτειο των γάμων των παιδιών, κι εκείνος ψάρωνε χοντρά. "Τι είναι πιο σημαντικό; Να έρθεις στο πάρτυ που έφυγα ή να πάμε εκεί που κοιμηθήκαμε μαζί για πρώτη φορά;", τον ρωτούσα και κατόρθωνα να τον κάνω να μην το σκέφτεται.

Και η επέτειος των γάμων των παιδιών ήταν εντυπωσιακότερη από τον ίδιο τον γάμο τους. Περάσαμε απίστευτα ωραία, εμείς κι εμείς, ο Χ με τα αγόρια μου σε άλλο τραπέζι, να τους πετυχαίνω να με κοιτάζουν και μετά επίτηδες να κοιτάζουν αλλού σαν να με τιμωρούσαν για τότε, με κανέναν να μην γνωρίζει τίποτα. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη διασκέδασή μου. Η τότε μπροστινή μου συνέχιζε να λυσσάει: "Πάλι μόνοι τους ήρθαν αυτοί! Και ο άλλος;! Σιγά μην έβρισκε ο άλλος γκόμενα!", έλεγε. "Εμ, βέβαια! Που να την βρει την γκόμενα, η παλιοαδερφή!", σιγοντάριζα κι εγώ με χαρά. "Το φαντάζεσαι να τον ξαναχάσουν κι απόψε;!", ρωτούσε. "Και να τον χάσουν; Τι μας νοιάζει εμάς; Άλλος τον τρώει!", της έλεγα με νόημα, σαν κακή πεθερά. Ήταν πολύ ωραίο πάρτυ, λέμε...

Μέχρι που ήρθε η στιγμή να ανέβω στο δωμάτιο.
Μετά από λίγη ώρα χτύπησε την πόρτα, και μόλις άνοιξα έσπευσε να χωθεί μέσα. Κρατούσε μία σαμπάνια στο χέρι και δύο ποτήρια. Άδειασε τις τσέπες του που ήταν γεμάτες με πακέτα από τα τσιγάρα μας, και κοίταζε γύρω του σαν να μην είχε ξαναδεί δωμάτιο ξενοδοχείου.
-Δεν ξέρω αν θυμάσαι... δεν είναι αυτό το δωμάτιό μου..., του είπα μήπως τον συνεφέρω.
-Το ξέρω, Αφέντρα..., είπε μελαγχολικά. Αλλά θυμάμαι πως ήταν...
-Ε, σαν κι αυτό θα ήταν, τον ειρωνεύτηκα.
Αλλά ο Χ δεν καταλάβαινε. Είχε πάει πίσω έναν χρόνο.
-Το ότι κοιμηθήκαμε μαζί το θυμάσαι. Τα χαστούκια που έφαγες τα θυμάσαι;...
-Όχι!, είπε σαν να συνήλθε. Αυτό μου την δίνει!
-Και γι' αυτό στενοχωριέσαι;!, τον ρώτησα "έκπληκτη". Κάνε λίγο πιο πίσω!

Κι εκείνη την στιγμή κάποιος χτυπάει την πόρτα...
Κοιταζόμαστε ξαφνιασμένοι, και του κάνω νόημα να μπει στην τουαλέτα. Ανοίγω λίγο την πόρτα, και είναι μία φίλη που με ρωτάει εάν είναι κανείς μαζί μου γιατί άκουσε ομιλία. Της λέω ότι θα ήταν η τηλεόραση, και ευτυχώς που κρατούσα την πόρτα γιατί η τηλεόραση ήταν κλειστή. Κι εκείνη με ενθουσιασμό μου ανακοινώνει πως πάει να χτυπήσει δίπλα να φέρει και τις άλλες, να κάνουμε κάνα τσιγάρο μέχρι να νυστάξουμε (...)

Κλείνω την πόρτα, και μέσα στον πανικό ανοίγω την πόρτα της τουαλέτας, κι αρχίζω να τον σπρώχνω.
-Προχώρα!, τσίριζα χαμηλοφώνως.
-Που να πάω;!, τσίριζε κι εκείνος το ίδιο, και κοίταζε γύρω του σαν χαμένος.
-Δεν ξέρω!, του έλεγα. Πίσω από την κουρτίνα! Τι θα έκανες αν ήμουν παντρεμένη;!
-Θα τον σκότωνα και θα σας έπαιρνα μαζί μου!, είπε αμέσως.
-Τι τραβάω, Χριστούλη μου..., απελπίστηκα. Κάτω από το κρεβάτι! Μπρος!
-Δεν χωράω!, με κοίταξε φοβισμένος καθώς τον έσπρωχνα.
-Θα χωρέσεις!

Και χώρεσε.
Τρεις ώρες... Τρεις ολόκληρες ώρες κάτω από το κρεβάτι, που κάθονταν επάνω του τέσσερις γυναίκες... Που χοροπηδούσαν για να καθήσουν καλύτερα... Που κάθε φορά που γελούσαν κοπανούσαν και τα σκεπάσματα... Κι εγώ, η δόλια η Αφέντρα, να κατεβάζω τα πλαϊνά τού παπλώματος μην τυχόν ξεβραστεί κανένα πόδι... Ωραίο πράγμα η φιλία, αλλά το να κινδυνεύεις να σκάσεις τον σκλάβο σου, είναι μεγάλο μαρτύριο... Όταν δεν το προκαλείς εσύ, εννοείται...

Δεν ήξερα εάν θα έβγαινε ζωντανός.
Ήπιαμε την σαμπάνια, κάναμε τού κόσμου τα τσιγάρα, γελάσαμε όσο δεν έπαιρνε, και έφυγαν. Όταν έκλεισα την πόρτα, δεν ήξερα αν ήθελα να δω τι είχε απογίνει. Τον φανταζόμουν με τα έντερα χυμένα απ' έξω, και την γλώσσα να του κρέμεται πλαγίως από τα δόντια.
-Πες μου ότι ζεις... σε παρακαλώ... είπα γονατισμένη, με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά.
Και δεν παίρνω καμμία απάντηση...
Δεν σαλεύει τίποτα από κάτω...

Και με πιάνει πανικός...
Αρχίζω να πετάω σκεπάσματα, και να προσπαθώ να βγάλω το στρώμα, με μανία...

Κι εκεί που είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω, ένα κεφάλι βγαίνει από κάτω μου, με ένα χαμόγελο από αυτί σε αυτί... Έχω μείνει αναμαλλιασμένη, να τον κοιτάζω κατάπληκτη, με το κεφάλι να γέρνει όλο και πιο πολύ, μη πιστεύοντας τα μάτια μου.
-Αφέντρα..., είπε βραχνιασμένος.
-"Αφέντρα";!, τσίριξα χαμηλοφώνως. Ποια "Αφέντρα" μη γαμήσω;! Γιατί δεν μιλάς;!
-Γιατί έφυγαν τόσο γρήγορα...;, παραπονέθηκε.
Αφήνω τα πάντα να γλιστρήσουν από τα χέρια μου, και πηγαίνω να καθήσω στο σκαμπώ.

Και βγαίνει, με τα ρούχα του τόσο τσαλακωμένα...
Και έρχεται γονατιστός μπροστά μου. Με ένα χαμόγελο που ακτινοβολούσε χιλιόμετρα.
-Είσαι καλά;, τον ρώτησα.
-Είμαι πολύ καλά, Αφέντρα..., είπε ευτυχισμένα.
-Δεν ρωτάω για την ψυχολογική σου κατάσταση! Στην σωματική σου αναφερόμουν!
-Και η σωματική μου θα συνέχιζε να είναι καλά, αλλά το διαλύσατε..., είπε πιο ευτυχισμένα.
-Το διαλύσαμε...;
-Ναι... Αλλά και πάλι δεν είχα αρκετό χώρο για να είμαι όσο καλά θα ήμουν αν είχα...

Μόλις κατάλαβα τι μου έλεγε, σοβάρεψα.
-Συγγνώμη... Εγώ ανησυχούσα, κι εσύ τόσες ώρες είχες καύλες;...
Κοίταξε το πάτωμα κοκκινίζοντας.
-Και σε προβλημάτιζε ότι δεν είχες καταλάβει τα χαστούκια μου την προηγούμενη φορά...; Μισό λεπτό.
Κι έχω σηκωθεί και τον χαστουκίζω ασταμάτητα.
Και το ευχαριστιέμαι τόσο πολύ...

Αλλά περισσότερο από εμένα, το ευχαριστιόταν εκείνος.
Και φαινόταν.
Και μου άρεσε πολύ περισσότερο.
Μέχρι που άρχισα να γελάω.
-Μας ήπιαν την σαμπάνια, παραπονέθηκα όταν βαρέθηκα.
-Δεν πειράζει, Αφέντρα... Περάσατε ωραία... Κι εγώ, μαζί με εσάς... Να πάω να φέρω άλλη;...
-Όχι. Προτιμώ να κοιμηθούμε. 6 η ώρα πρέπει να βάλω αφύπνιση.

Και τότε σταμάτησαν και τα ευτυχισμένα χαμόγελα, και οι στύσεις, και όλη η ατμόσφαιρα βάρυνε. Ο Χ είχε ξαναπάει πίσω με αυτό που είχα πει. Ξαπλώσαμε, αλλά δεν κοιμήθηκε. Και μαζί με εκείνον, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ κι εγώ.
-Δεν ξέρω εάν έχει αξία, αλλά ούτε και την προηγούμενη φορά κοιμηθήκαμε..., του είπα ψιθυριστά στο σκοτάδι.
-Ναι... δεν είχαμε κοιμηθεί, Αφέντρα...
Ο Χ ήταν κομμάτια...

Άναψα τις απλίκες, και πήγα στο mini bar.
Έβαλα όσα ποτά χωρούσαν στην αγκαλιά μου, και τα άδειασα πάνω στο κρεβάτι. Ανασηκώθηκε διαστακτικός, τα κοίταξε μελαγχολικά, και μετά κοίταξε εμένα σαν να τον είχα μαλώσει. Και θέλω να γελάσω... Να γελάσω τόσο πολύ...
-Αφέντρα..., είπε με παράπονο.
-Ορίστε...
-Είμαι πολύ ευτυχισμένος...
-Εγώ χαίρομαι που δεν είσαι σκασμένος. Τώρα. Ευτυχισμένος-ξευτυχισμένος, αρκεί που είσαι ζωντανός.
-Αφέντρα..., ξαναπροσπάθησε.
-Άντε πάλι... Ακούω...
-Δεν ξέρω τι με έκανε να τρέξω να σας μιλήσω τότε... Δεν το έχω κάνει ποτέ... Και μέχρι να ξανασυναντηθούμε εδώ, το μετάνοιωνα που φάνηκα σαν μαλάκας... Και έλεγα ότι εδώ θα επανόρθωνα... Να μην με σκεφτόσασταν σαν μαλάκα... Να σας εξηγούσα... Αλλά εδώ τα έκανα χειρότερα... Όσο σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σας χάσω...

Τον κοιτάζω και χαμογελάω...
Αυτές οι στιγμές, ήταν οι ωραιότερες με εκείνον...

Μιλούσαμε μέχρι την ώρα που χτύπησε η αφύπνιση.
Καπνίζαμε και πίναμε, όπως πριν βρούμε το σπίτι μας.
Παρ' όλες τις ατέρμονες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί, είχαμε κι άλλα να πούμε. Τόσα κάθε φορά, που έμοιαζε σαν να μην υπήρχε περίπτωση να τελειώσουν ποτέ. Τώρα είχαμε και "κοινούς" γνωστούς, ένα σημείο αναφοράς που ήταν το σπίτι, αλλά και κοινούς στόχους μετά τα τελευταία γεγονότα. Και μιλούσαμε με τον ίδιο τρόπο, όπως από τότε που γνωριστήκαμε: σαν να γνωριζόμασταν καλά από πάντα, σαν να μην υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί από αυτά που θα λέγαμε, όσο ακραία και απαγορευμένα κι αν ακούγονταν.

Άνοιξα την πόρτα, συνοδεύοντάς τον.
-Δεν θέλω να φύγω..., είπε με παράπονο, και στάθηκε.
Χαμογέλασα.
-Δεν θα χαθούμε. Σε λίγες ώρες ραντεβού σπίτι. Έχεις κάτι γραμμάτια να ξεχρεώσεις.
Εξαφανίστηκε.

Αλλά η πληγή του δεν είχε κλείσει.
Όλα αυτά, απλώς, την μεγάλωναν.
Η μόλυνση θα εμφανιζόταν έναν μήνα μετά.