8.11.10

The Observer

Προσπαθούσα να συνέλθω από το σοκ.
Όχι μόνο δεν είχε καμμία σχέση αυτό που υπέθετα με αυτό που του συνέβαινε, ήταν το ακριβώς αντίθετο... Και δεν ξέρω σε τι κατάσταση θα ήμουν, εάν δεν με ταρακουνούσε σχεδόν σε κάθε πρότασή του. Με τράνταζε, με τα χέρια του σαν μέγγενη να έχουν σφίξει τα δικά μου. Με τράνταζε, και με πονούσε αφάνταστα... Το πρόσωπό του ήταν τόσο κοντά στο δικό μου, που έπρεπε να ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου γιατί η αναπνοή του μου στέγνωνε τα μάτια...

Αλλά ο πόνος ο δικός μου δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον δικό του...

Όταν σταμάτησε να μιλάει, με κοίταξε θλιμμένος, και άφησε τα χέρια μου απότομα. Ήθελα να φωνάξω από τον πόνο, αλλά το μόνο που έκανα ήταν να μορφάσω έντονα. Πήγα στο αυτοκίνητο, κλείδωσα, και πήρα τηλέφωνο τον Α. Του είπα να έρθει να το πάρει, γιατί εμείς διασκεδάζαμε και είχαμε πιει... Του έπιασα το χέρι και του είπα να πάμε σπίτι μας.
-Δεν μπορώ..., είπε αμέσως, αδύναμα. Δεν θέλω να πάω σπίτι...
-Τι θέλεις;, τον ρώτησα.
-Θέλω να τα σπάσω!, είπε αγανακτισμένος μέσα από τα δόντια του.

Τον άφησα και σταμάτησα ένα ταξί.
Γύρισα και τον πήρα από το χέρι, οδηγώντας τον στο πίσω κάθισμα, δείχνοντάς του να μπει πρώτος. Μπήκα, είπα στον οδηγό που πηγαίνουμε, και τον κοίταξα. Είχε στρέψει το κεφάλι του, και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Έβαλα το χέρι μου πάνω στο πόδι του, και γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένος. Τότε, σαν να άδειασε, άφησε το σώμα του να ξαπλώσει, και έβαλε το κεφάλι του στα πόδια μου, με τα χέρια του να κρέμονται από το κάθισμα. Ο Χ ήταν άρρωστος. Η απόσταση είχε αρχίσει να τον ενοχλεί...

Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μας, του κρατούσα το σώμα σφιχτά, σαν να τον είχα πάρει από το νοσοκομείο, σαν να νοσηλευόταν μέρες, σαν να μην είχε δυνάμεις ούτε να καθήσει. Ούτε να μιλήσει. Όταν πήγα να βάλω το κλειδί στην εξώπορτα, με τράβηξε από το χέρι, τρομαγμένος.
-Δεν μπορώ να ανέβω επάνω..., είπε σαν να του έρχονταν εμετός.
Έβαλα το χέρι του μέσα στο δικό μου, και σχεδόν τραβώντας τον, ανεβήκαμε επάνω. Μόλις έκλεισα την πόρτα, έμεινε ακίνητος, μόλις 1-2 βήματα μέσα στο διαμέρισμα. Πήγα στην κουζίνα, άφησα την τσάντα μου στο πάσο, άδειασα ένα εμφιαλωμένο νερό, και έκοψα το μπουκάλι. Ρίχνοντάς του μια ματιά, πήγα στο σαλόνι, πήρα το βάζο, άδειασα το νερό μέσα στο μπουκάλι και έβαλα τα λουλούδια.

Του έδωσα το βάζο στο χέρι, και προχώρησα στο σαλόνι για να βάλω τέρμα την μουσική. Το θέμα μας με την αστυνομία έμοιαζε να μην μπορούσαμε να το ξεπεράσουμε με τίποτα. Γύρισα και τον κοίταξα. Με κοίταξε έντονα - όπως κι εγώ - και έσφιξε τα χείλη, θυμωμένος. Πέταξε το βάζο στον τοίχο, χωρίς καν να το κοιτάξει. (Αυτός ο ήχος είναι ακόμη στα αυτιά μου...) Το βάζο έγινε κομμάτια, θρύψαλα, χτυπώντας σε τραπέζι και καρέκλες. Τον ξανακοίταξα. Με κοιτούσε αμίλητος, περιμένοντας να ανιχνεύσει κάποια αντίδρασή μου. Όταν είδε πως η έκφρασή μου δεν άλλαξε στο παραμικρό, γαμήθηκε ο Δίας...

Άνοιγε τα ντουλάπια, και πετούσε με δύναμη στους τοίχους ό,τι έβρισκε...
Ποτήρια, φλιτζάνια, πιάτα, σταχτοδοχεία... Ανέκφραστος, αμίλητος... Σαν να ήταν ένας τοξότης, και σκόπευε στόχους... Η ένταση τής μουσικής δεν μπορούσε να καλύψει τους ήχους, και δεν μπορούσε να ξεπεράσει ούτε την δική του... Αναποδογύριζε συρτάρια, πετούσε κάτω ό,τι δεν έσπαγε μέχρι να βρει αυτό που σπάει...

Όταν δεν έμεινε τίποτε όρθιο - ακόμα και οι μικροσυσκευές, τα μαχαιροπήρουνα, τα πάντα - μπροστά του, άνοιξε το ψυγείο. Κι εκεί στάθηκε. Κοιτούσε το εσωτερικό του, απαθής. Άπλωσα το χέρι και έκλεισα την μουσική, κοιτάζοντας τον χαλασμό. Γύρισε αργά και με κοίταξε. Και αφήνοντας το ψυγείο ανοικτό, ήρθε με δυσκολία μπροστά μου, και γονάτισε. Αγκάλιασε τα πόδια μου, και μείναμε έτσι, δεν θυμάμαι για πόση ώρα...

Μέχρι που η αγκαλιά του χαλάρωσε, και τα χέρια του έπεσαν χαμηλά στους αστραγάλους μου, και το κεφάλι του βαρύ πάνω στις γάμπες μου. Τον βοήθησα να σηκωθεί, τραβώντας τον από τους αγκώνες, και τον οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα. Τον έβαλα να καθήσει στην άκρη του κρεβατιού, και άρχισα να τον γδύνω. Τον παρατηρούσα προσεκτικά, μήπως και συνέλθει, έστω και/για λίγο. Αλλά ο Χ δεν ήταν εκεί... Εάν ήταν, θα ξέφευγε πανικόβλητος από τα χέρια μου, κατακόκκινος από ντροπή. Μπροστά μου ήταν ένας άνθρωπος εξουθενωμένος, ανήμπορος, αμέτοχος, αλεξίθυμος. Έβαλα τα πόδια του στο κρεβάτι, και ξάπλωσε στο πλάϊ, μαζεύοντάς τα στο στήθος του.

Κλείδωσα, έσβησα τα φώτα, και άναψα τα πορτατίφ τού δωματίου για να μπορώ να τον βλέπω καλά. Γδύθηκα και ξάπλωσα δίπλα του. Δεν με κοιτούσε. Προφανώς, ούτε εγώ ήμουν εκεί για εκείνον... Η ματιά του έπεφτε ακριβώς απέναντι, στην ευθεία που ήταν το πρόσωπό του. Τον πλησίασα και τον χάϊδεψα απαλά στα μαλλιά.
-Τελείωσε, του είπα απλά.
Μόλις άκουσε την φωνή μου, με κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια σε μία έκφραση λύπης/πόνου.
-Τελείωσε, επανέλαβα και άνοιξα την αγκαλιά μου.
Κοίταξε τα χέρια μου με το ίδιο ύφος, και χώθηκε στην αγκαλιά μου, βάζοντας το κεφάλι του στο στέρνο μου, σπρώχνοντας όσο μπορούσε για να χωθεί κάτω από τον λαιμό μου. Με έπνιγε, αλλά χαμογελούσα... Και όταν αισθάνθηκε ασφαλής, χαμήλωσε το σώμα του στο κρεβάτι, και έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη μου, κουνώντας το δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να μπει όσο πιο βαθιά μπορούσε. Με έσπρωχνε προς τα πίσω, και με έκανε να γελάω, παρακολουθώντας τον για να δω πότε θα σταματούσε. Όταν άρχισα να τον φιλάω στο μέτωπο - περισσότερο για να σταματήσω να γελάω, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να γελάω πνιχτά... -, έμεινε ακίνητος.

Και μετά από λίγο κοιμήθηκε...

Όταν κατάλαβα ότι κοιμόταν βαθιά, αποτραβήχτηκα για να τον αφήσω να αναπνεύσει. Τα ρουθούνια του είχαν γίνει βεντούζες, και σχεδόν μου τραβούσαν το δέρμα. Για να μην σκάσει - αλλά κυρίως για να μην σκάσω εγώ από τα γέλια... -, απομακρύνθηκα, με σκοπό να σηκωθώ να κάνω ένα τσιγάρο. Θα σκότωνα για ένα τσιγάρο εκείνη την στιγμή... Αλλά δεν πρόλαβα ούτε το πόδι μου να βγάλω έξω από το σεντόνι... Άνοιξε τα μάτια έντρομος, κοίταξε όπου μπορούσε, μετά η ματιά του έπεσε πάνω στα στήθη μου, πήρε φόρα, και ξαναβούτηξε ανάμεσά τους. Έβαλα το χέρι μου στο στόμα για να συγκρατήσω τον ήχο, και γελούσα άηχα, καθώς εκείνος έψαχνε να βρει την αρχική του θέση. Τα ρουθούνια του πρέπει να είχαν αφήσει αποτύπωμα στο δέρμα μου, γιατί την βρήκε, και πήγε και ξανακόλλησε εκεί.

Δεν ξέρω που βρήκα την ψυχραιμία και δεν ξέσπασα σε γέλια...
Βρήκα, όμως, παιχνίδι...!
Μόλις καταλάβαινα ότι κοιμόταν βαθιά, τραβιόμουν, περίμενα, άνοιγε τα μάτια, κοιτούσε όπου έβρισκε, ταραγμένος, και ξανάκανε την βουτιά, ανήσυχος. Και ξανά, και ξανά, και ξανά. Γελούσα με την ψυχή μου, γιατί αν γελούσα κανονικά θα τα χάλαγα όλα... Μέχρι να ξημερώσει, τον είχα σπρώξει δύο φορές στην άλλη άκρη, για να μπορώ να πηγαίνω πάλι πίσω και να έρχεται ψάχνοντας, σαν το νεογέννητο...

Και τότε κοιμήθηκα κι εγώ.