1.11.10

I Just Want You

Και ξαφνικά, μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ο Χ έγινε άλλος άνθρωπος.
Τρελός.

Άρχισε να μιλάει για άσχετα και ανόητα πράγματα, σαν να είχαμε ανοίξει προηγουμένως την συζήτηση, και είχε έρθει η ώρα να την συνεχίσουμε. Έχω γυρίσει και τον κοιτάζω με μισάνοιχτο στόμα, παρακολουθώντας τον να λέει μαλακίες. Δεν είχε πιει, δεν τον είχε χτυπήσει τίποτα στο κεφάλι. Συνειδητοποιώντας την σοβαρότητα τής κατάστασης, γύρισα μπροστά, και υπέθεσα ότι θα έπρεπε να του είχα κάνει μεγάλη ζημιά.

Μη μπορώντας να αντέξω την μαλακία που τον έδερνε, που τον είχε κάνει να χαζογελάει με ό,τι έλεγε, να μοιάζει με ηλίθιο που δεν ξέρει τι να πει και λέει ό,τι του κατέβει, αποφάσισα να του κάνω την χάρη, και άνοιξα το ραδιόφωνο. Το ευτύχημα ήταν ότι βρήκα έναν σταθμό που έπαιζε rock - slow, αλλά δεν με πείραζε καθόλου. Μπορούσα να ακούσω μέχρι και Άντζελα Δημητρίου προκείμενου να απομονώσω μουσικά την παράλογη συμπεριφορά του. Ήταν καταφανές ότι προσπαθούσε να αποφύγει την συζήτηση τού τι του συνέβαινε, οπότε θεώρησα καλό το να μην δώσω σημασία.

Αλλά και πράγματι. Δεν με ένοιαζε.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό μέσα μου, που ακόμα κι αν καίγομαι για κάτι/κάποιον, όταν έρχομαι αντιμέτωπη με ανάλογες καταστάσεις ή συμπεριφορές, όλα παγώνουν και δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Δεν δίνω δεκάρα τσακιστή. Ακόμα και με εκείνον, μετά από όσα είχαμε περάσει, απλά, δεν με ενδιέφερε. Ό,τι κι αν έχω ζήσει, όσο κι αν μου άρεσε κάτι - έστω και 5 λεπτά πριν -, απέναντι σε άνθρωπο ή κατάσταση που τα χαρακτηρίζει αδιαφορία/ψυχρότητα/παραλογισμός/οτιδήποτε παρεμφερές, υπάρχει ένας μηχανισμός μέσα μου που απομονώνει τα πάντα, και δεν αισθάνομαι τίποτα. Και εάν αυτό συνεχιστεί, η κατάστασή μου είναι μη αναστρέψιμη και οριστική.

Και η συμπεριφορά τού Χ εκείνη την στιγμή, ήταν στραμμένη 180 μοίρες.
Πίεζα τον εαυτό μου να αναρωτηθεί, να κάνει κάτι εν πάση περιπτώσει, αλλά τίποτα: ήμουν τόσο αδιάφορη όσο δεν πήγαινε άλλο. Προσπαθούσα να με πείσω με διάφορα επιχειρήματα όπως "δεν ήταν έτσι", "μήπως έχει συμβεί κάτι που δεν πάει το μυαλό σου;", κτλ, αλλά τίποτα. Δεν με ενδιέφερε να μάθω, δεν με ενδιέφερε να ακούσω, και όσο τον άκουγα να λέει μαλακίες, τόσο ήθελα να πάω σπίτι μου, να κάνω μπάνιο, και να πέσω ξερή για ύπνο, γιατί ήδη νύσταζα αρκετά. Και να τελείωνε εκεί.

Μέχρι που ακούστηκε η εισαγωγή τού I Just Want You.
Ήταν η σειρά μου να το παίξω τρελή. Αφού δεν μπορούσα να διακτινιστώ σπίτι μου, ας του έκανα το χατήρι, και ας άρχιζα κι εγώ τις μαλακίες. Στ' αρχείδια μου, λέμε.
-Θυμάσαι το Killing Time;, τον ρώτησα αδιάφορη για το αν/τι θα μου απαντήσει, ανοίγοντας την ένταση. Χωρίς να το φτάνει ούτε στο ελάχιστο, κι αυτό είναι ένα από τα καλά slow. Το έχεις ακούσει;

Ήταν σαν να του πάτησα το pause. Ή το stop.
Ο Χ σταμάτησε απότομα να μιλάει. Κάνοντας τον σταυρό μου από μέσα μου, ευχαριστώντας και διαβεβαιώνοντας τον Ozzy πως αν είχα καντήλι μπροστά μου θα του το άναβα, άναψα ένα τσιγάρο - που μου πηγαίνει πολύ περισσότερο -, και γύρισα το κεφάλι μου για να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, σιγοτραγουδώντας το κομμάτι.

Το μόνο που πρόλαβα να ακούσω, ήταν τα λάστιχα να στριγγλίζουν στην άσφαλτο.
Είδα, ξαφνικά, το χέρι του απλωμένο μπροστά στο στήθος μου, αλλά δεν είχε προλάβει, γιατί με είχε επαναφέρει η ζώνη. Τρομοκρατημένη, κάρφωσα τα μάτια μου μπροστά στο οδόστρωμα. Δεν ήξερα τι είχε γίνει. Δεν ήξερα αν είχαμε χτυπήσει κάποιο ζώο, αν είχαμε χτυπήσει άνθρωπο, αν μας είχαν τρακάρει. Είχα μαρμαρώσει στην θέση μου, και δεν ξέρω πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου. Το μόνο που θυμάμαι, ήταν ο ήχος τού λεβιέ των ταχυτήτων, και ο τρόμος που με κατέλαβε όταν συνειδητοποίησα ότι έβαζε την όπισθεν.

Ήμασταν στην παραλιακή, στην μεσαία λωρίδα, και πηγαίναμε με την όπισθεν...
Δεν ήξερα που να πρωτοκοιτάξω. Μπροστά, μήπως βγει κάτω από τις ρόδες ό,τι είχαμε χτυπήσει, πίσω, μήπως μας χτυπήσει κάποιο από τα αυτοκίνητα που έρχονταν με ταχύτητα κατά πάνω μας. Όλα αυτά, μέσα σε δευτερόλεπτα μετά από το φρενάρισμα.

Η ματιά μου έπεσε πάνω του.
Δεν ήταν απλώς τρελός. Ήταν δολοφόνος. Τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλοιωθεί τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο άνθρωπος δίπλα μου ήταν ο Χ. Από τους καθρέφτες έβλεπα τους πίσω να αναβοσβήνουν τις σκάλες και τους άκουγα να κορνάρουν ασταμάτητα. Και ο Χ συνέχιζε να πηγαίνει με την όπισθεν, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα είχε πιάσει δεξιά, και έστριβε το αυτοκίνητο σε έναν παράδρομο.

Πάρκαρε, και στύλωσε τα μάτια στο τιμόνι, ανέκφραστος, αμίλητος.
Και αντί να πει κάτι, οτιδήποτε, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει, άνοιξε τέρμα τον ήχο, βγήκε από το αυτοκίνητο, και χτύπησε την πόρτα τόσο δυνατά, που τραντάχτηκε όλο το αμάξωμα. Έντρομη τον παρακολουθούσα να περνάει μπροστά από το αυτοκίνητο, και ενώ περίμενα να ανοίξει την πόρτα μου, ίσως, να με βρίσει(;), να με χτυπήσει(;), να με αρπάξει από τα μαλλιά(;), δεν ήξερα τι άλλο, πήγε και στάθηκε στην άκρη τού πεζοδρομίου, σαν να ήταν έτοιμος να πέσει στην θάλασσα και το σκεφτόταν.

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα, γιατί ο ήχος μού τρυπούσε τα αυτιά, και στάθηκα απ' έξω.
Κι ενώ το κομμάτι πλησίαζε στο τέλος, ο Χ γύρισε και με κοίταξε, σαν να με μισούσε.
Σαν να με μισούσε με όλη του την ψυχή.

Και ακούστηκε μία φωνή, σαν κραυγή, σαν λύτρωση, σαν γροθιά.
-Δεν μπορώ άλλο!