29.10.10

Reading The Fine Prints

Ήταν η πρώτη Παρασκευή που δεν πήρα κασσέτες.
Σε λίγο καιρό θα κλείναμε έναν χρόνο, και όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρξε Παρασκευή που να μην έρθουν κασσέτες. Λίγο πριν κλείσει, τηλεφώνησα στην εταιρεία courier, να ρωτήσω εάν είχε γίνει κάποιο λάθος, εάν υπήρξε κάποια αμέλεια, οτιδήποτε. Μου έδωσαν τον υπεύθυνο, και μου είπε ότι κι εκείνοι είχαν παραξενευτεί και είχαν ρωτήσει στα κεντρικά, διότι μετά από έναν χρόνο τούς είχε γίνει συνήθεια.

Εάν για εκείνους ήταν θέμα συνήθειας, για εμένα ήταν θέμα επαφής.
Επαφή με εκείνον, με ό,τι έκανε, με ό,τι ένοιωθε. Και ίσως το να είμαι τόσο καλά, το να τον θέλω περισσότερο, το να δένομαι μαζί του πιο πολύ, προκαλείτο από αυτές τις κασσέτες. Για εμένα εκείνες οι κασσέτες ήταν καθαρή ενέργεια. Μπροστά σε αυτό, δεν ήταν τίποτα αυτά που έλεγε - και αυτά που έλεγε ήταν τα πάντα. Η ενέργειά του προκαλούσε την δική μου ενέργεια, που μετουσιώνονταν σε ενδιαφέρον, σε προσοχή, σε οτιδήποτε μπορεί ένας άνδρας να προκαλέσει σε μία γυναίκα που θέλει. Και από την άλλη, ήταν σαν να ήμασταν μαζί: είτε εγώ εκεί είτε εκείνος εδώ. Είτε ερχόταν την ίδια μέρα το απόγευμα είτε την άλλη το πρωΐ, οι κασσέτες ήταν στα χέρια μου Παρασκευή μεσημέρι.

Υπέθεσα ότι ήταν λόγω των αυξημένων υποχρεώσεών του στην δουλειά, και δεν είχε κουράγιο(;), διάθεση(;) να μιλά τόσες ώρες κάθε μέρα. Ή ότι μετά από την εβδομάδα που περάσαμε μαζί δεν είχε πλέον τι να μου πει(;), ότι μπορεί να το θεωρούσα υπερβολή(;). Και δεν ήταν ότι αυτά δεν άρμοζαν στον χαρακτήρα του: ο Χ ήταν τόσο σταθερός σε ό,τι έκανε και σε ό,τι έλεγε, που υποψιαζόμουν ότι κάτι δεν πήγε καλά εκείνη την εβδομάδα. Ήταν ότι δεν μπορούσα να υποθέσω ασφαλώς και εν τη απουσία του.

Δεν ήρθε εκείνη την Παρασκευή, αν και ήταν σίγουρος μέχρι τότε ότι θα ερχόταν. Ήρθε το Σάββατο το πρωΐ. Είχα ξυπνήσει από νωρίς - αν είχα κοιμηθεί και καθόλου... -, είχα ακυρώσει τα πάντα, και τον περίμενα καπνίζοντας σαν την τρελή, κόβοντας βόλτες μέσα στο διαμέρισμα, ανοίγοντας και κλείνοντας πόρτες/παράθυρα/συρτάρια/το ψυγείο, σκεπτόμενη από απίθανα έως και παρανοϊκά πράγματα.

Όταν άνοιξε η πόρτα, και με την πρώτη ματιά, ο Χ ήταν διαφορετικός.
Δεν χρειάστηκε ούτε να πιαστώ από κάπου, ούτε να αφήσω ό,τι κρατούσα. Για λίγα δεύτερα έμεινε εκεί που ήταν και με κοιτούσε. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Άφησε τα πράγματά του δίπλα από την πόρτα που έκλεισε, και με αργά βήματα ήρθε να γονατίσει μπροστά μου. Μόνον αυτό. Μείναμε έτσι.

Έφυγα από μπροστά του, και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω τσάϊ, ρωτώντας τον αν είχε καλό ταξίδι - μιλώντας ψυχρά τυπικά. Αφού με ρώτησε εάν ήθελα να το κάνει εκείνος, και του απάντησα ξερά "όχι", μου απάντησε το ίδιο ψυχρά τυπικά ότι το ταξίδι ήταν καλό. Δεν θυμάμαι να είπαμε κάτι άλλο, αλλά και να είπαμε, ήταν στο ίδιο ύφος και στον ίδιο τόνο: ήμασταν ξένοι.

Όταν βγήκε από το μπάνιο, κάθησε απέναντί μου. (...)
Με ρώτησε εάν μπορεί να κοιμηθεί, έστω για μία ώρα, γιατί είχε ξενυχτήσει. Και επειδή το βράδυ έπρεπε να πάμε κάπου, δεν θα άντεχε. Δεν ήπιε ούτε γουλιά από το αφέψημα, και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι. Οι ώμοι του πεσμένοι, το βήμα του αργό. Έκλεισα την πόρτα, και πήγα στο παράθυρο τής κουζίνας. Δεν ξέρω πόσα τσιγάρα κάπνισα. Δεν ξέρω πόσα τσάγια ήπια, μέχρι να ξυπνήσει. Δεν θυμάμαι τι περνούσε από το μυαλό μου, καν...

Ξέρω, όμως, πως ό,τι περνούσε είχε να κάνει με την εβδομάδα που είχε περάσει. Και μπορεί να μην μου αρέσουν οι υποθέσεις όταν ο άλλος είναι εκεί και μπορείς να τον ρωτήσεις, αλλά ο Χ ήταν απών. Και δεν ήξερα ποιος κοιμόταν στο κρεβάτι μου. Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα μάθαινα, αλλά οι ενοχές είχαν ξαναγυρίσει δριμύτερες, σκληρότερες, πιο επώδυνες. Το "δεν έπρεπε να..." ήταν η αρχή τής κάθε σκέψης που έκανα. Η πιθανότητα να τον είχα σπρώξει πιο πολύ(;), πιο δυνατά(;) από όσο έπρεπε(;), άντεχε(;), έπαιζε σαν standard στο μυαλό μου.

Ο Χ ήταν σαλιγκάρι.
'Ετσι τον φώναζα όταν μέναμε σπίτι. Του άρεσε η βροχή, η καταιγίδα, το ψιλόβροχο. Αλλά περισσότερο από όλα αυτά, του άρεσε η δική μου υγρασία. Και την έψαχνε είτε επάνω είτε κάτω. Όπου/όπως και να καθόμουν, θα έβρισκε τρόπο να καθήσει στα πόδια μου, με το κεφάλι ανάμεσά τους. Δεν έκανε τίποτα. Απλά, καθόταν εκεί, τόσο ήσυχος, που όταν δεν ένοιωθα την αναπνοή του στο δέρμα μου, τον έσπρωχνα να δω αν ζει. Και πάντα θα ρωτούσε "σας εμποδίζω;/σας ενοχλώ;". Εάν ήμασταν όρθιοι, έψαχνε για το στόμα μου. Μπορεί να μην του έκανα τίποτα, να μην του μιλούσα, να μην τον κοιτούσα καν, αλλά όταν η ματιά μου διασταυρώνονταν με την δική του, είχε αυτό το βλέμμα τού "μπορώ να σας φιλήσω;", του "ναι-μεν θα το ήθελα, αλλά δεν είναι στο χέρι μου, γι' αυτό σας παρακαλώ". Και δεν νομίζω να υπήρξαν πολλές φορές που να τον απέτρεψα, γιατί δεν νομίζω να υπήρχαν πολλές γυναίκες που θα έβλεπαν στα μάτια ενός άνδρα εκείνον τον απίστευτο ερωτισμό, και θα μπορούσαν να αρνηθούν.

Και όταν ο Χ έβαζε τα χείλη του επάνω στα χείλη τα δικά μου ή της μικρής, δεν υπήρχε ούτε άνθρωπος, ούτε ήχος, ούτε κατάσταση για να τον ξεκολλήσει. Εκτός από εμένα. Και τότε θα σταματούσε, αλλά θα τα κοιτούσε για λίγο, σαν να περίμενε το σύνθημα για να το ξανακάνει. Εάν δεν τον σταματούσα, δεν γνωρίζω για πόσες ώρες θα μπορούσε να συνεχίζει κολλημένος επάνω τους. Όταν, όμως, ήμασταν έξω, ο Χ γινόταν μέδουσα: διάφανος με όσους μιλούσα, έτοιμος να τσιμπήσει όποιον με πλησίαζε κάπως.

Αλλά εκείνο το Σάββατο το σαλιγκάρι δεν βγήκε.
Κοιμόταν στο ομόκεντρο καβούκι του, αποφεύγοντάς με.

Ούτε και η μέδουσα παρουσιάστηκε.
Εκεί που πήγαμε - το μέχρι να πάμε δεν χρειάζεται να το γράψω, είναι σαφές: ένα ψυχρό τυπικό τίποτα - πήγα μόνον εγώ. Εκείνος είχε αφήσει το σώμα του να με συνοδεύει, και όταν με κοιτούσε, η ματιά του έδειχνε ότι απουσίαζε, ότι κάπου ήταν χαμένος και έψαχνε.

Ήταν το πιο γελοίο και ψεύτικο βράδυ που περάσαμε μαζί.
Ήταν η ελεύθερη πτώση τού ό,τι πίστεψα αφ' ότου τελείωσε εκείνη η εβδομάδα.
Ήταν η απόλυτη απογοήτευση τού ό,τι αισθάνθηκα.

Εάν κάποιος μάς γνώριζε πριν, δεν θα μπορούσε να μας αναγνωρίσει εάν μας έβλεπε μετά. Φαινόμασταν αδιάφοροι, άγνωστοι μεταξύ μας, υποχρεωμένοι να μιλάμε και να χαμογελάμε με όλους, να λέμε τυπικά πράγματα ο ένας στον άλλον.

Φυσικά και φύγαμε νωρίς.
Όταν φτάσαμε στο αυτοκίνητο, έκλεισα την πίσω πόρτα που μου άνοιξε και, κοιτάζοντάς τον έντονα και αδιάθετα, άνοιξα την μπροστινή, κάθησα, και την έκλεισα πριν προλάβει να την αγγίξει. 'Ηταν δεδομένο και εμφανές ότι είχα φτάσει στα όριά μου, και ότι εάν δεν ξεκινούσε να μιλάει από μόνος του, εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να παίξω τον ρόλο τού ανακριτή.

Ο ρόλος, όμως, που θα έπαιζα θα ήταν του ανακρινόμενου.
Και θα ήμουν κομπάρσος.