Όσοι με γνωρίζουν - είτε προσωπικά είτε από το cm είτε από αυτό το blog -, γνωρίζουν επίσης τον σεβασμό μου στους οιωνούς. Πιστεύω ακράδαντα σε όσα σημάδια με προειδοποιούν ή με προϊδεάζουν. Λυπάμαι τους ανθρώπους που δεν τα ακολουθούν, διότι δεν υπάρχει τίποτα στην ζωή για το οποίο δεν δέχεσαι θετικά ή αρνητικά σημάδια, εκ των προτέρων. Κάποιοι μπορεί να τα λένε "οιωνούς", "σημάδια", ή να εκφράζονται με προτάσεις όπως "δεν μου έβγαινε με τίποτα", "έγινε σαν να ήταν δεδομένο ότι θα γίνει", "ενώ δεν ήθελα, κάτι μου έλεγε να το κάνω". Εάν δεν δώσεις την αρμόζουσα σημασία, θα το πληρώσεις ακριβά.
Είτε είναι διαίσθηση είτε είναι γεγονός, οι οιωνοί είναι πάντα εκεί για να σε καθοδηγήσουν. Κι από εμάς εξαρτάται πάντα εάν θα συμμορφωθούμε. Προσωπικά, οι φορές που έχω μετανοιώσει στην ζωή μου, έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τις φορές που αγνόησα αυτά τα σημάδια - ή τις αισθήσεις. Και, φυσικά, το πλήρωσα εκ των υστέρων. Οι δικοί μου άνθρωποι το ξέρουν, και πάντοτε θα συζητήσουμε για ό,τι σκέφτονται να (μην) κάνουν, εξετάζοντας τους οιωνούς. Αλλά εάν ακόμη δεν "βλέπουν" κάτι εκείνοι, εάν το "δω" εγώ, ακολουθούν αυτό που τους επισημαίνω, και είναι λίγοι εκείνοι που ακολουθούν την επιθυμία τους, όταν εκείνη έρχεται σε αντιπαράθεση. Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε κάνει λάθος.
Βρίσκομαι σε έναν κλειστό χώρο, με μία μεγάλη πισίνα με καθαρό νερό. Μόνη. Οι πισίνες δεν είναι το καλύτερό μου, και, μάλλον, τις σιχαίνομαι κι όλα. Εν τούτοις, θέλω να κολυμπήσω. Βγάζω τα ρούχα μου και αρχίζω να περπατάω μέσα σε αυτή. Η πλευρά στην οποία στέκομαι, μοιάζει με παραλία - χωρίς τοιχίο, δηλαδή -, και σταδικά υψώνονται τα πλαϊνά, το νερό να βαθαίνει. Όπως περπατώ, παρατηρώ ότι μέσα στο νερό υπάρχουν χρυσόψαρα(;), αλλά σχεδόν τα διπλάσια σε μήκος, και κόκκινα. Προβληματίζομαι αλλά χαίρομαι. Με κάθε βήμα το νερό - ενώ δείχνει να βαθαίνει - δεν ξεπερνά το γόνατό μου σε ύψος. Πληθαίνουν, όμως, τα κόκκινα χρυσόψαρα. Κι αρχίζουν να μου τσιμπούν τα γόνατα. Σκέφτομαι εάν πρέπει να βουτήξω.
Και, ξαφνικά, βλέπω έναν κύριο να στέκεται στην απέναντι πλευρά, πολύ ψηλότερα από εμένα, εκεί που υποτίθεται τελείωνε η πισίνα και το νερό, λογικά, θα ήταν πολύ βαθύ. 'Ηταν ντυμένος με στολή οικιακής υπηρεσίας, κάτι σαν butler(;).
-Θα φάτε;, με ρωτάει.
-Όχι, του απαντώ. Θέλετε να περάσετε έξω μέχρι να ντυθώ;
Κάνω την κίνηση να γυρίσω πίσω, και πριν προλάβω, με σταματάει η φωνή του.
-Δεν προλαβαίνετε, μου λέει επιτακτικά. Πρέπει να φάτε, τώρα.
-Δεν θέλω να φάω, κουνώ το κεφάλι μου με αποδοκιμασία.
-Θα φάτε, ακούστηκε, όχι να μου προτείνει, να με προειδοποιεί.
Δεν του απαντώ, παρά αρχίζω να περπατώ προς το μέρος του θυμωμένη. Και βλέπω ότι στα πόδια του είναι ένας μεγάλος δίσκος γεμάτος τηγανητά ψάρια. Ακαθάριστα, όλα γυρισμένα κάθετα ανάποδα, και φαίνονται τα δόντια τους.
-Δεν μου αρέσουν τα ψάρια, του λέω νευριασμένη.
-Ψάρια θα φάτε, μου λέει ήρεμα.
-Σας είπα. Δεν τρώω ψάρια. Μπορείτε να φύγετε.
-Θα φάτε, είπε βέβαιος.
Κι εκείνη την στιγμή αισθάνομαι την στάθμη να ανεβαίνει απότομα, κοιτάζω γύρω μου και το νερό έχει γίνει κατακόκκινο από το πλήθος των χρυσόψαρων που αρχίζουν να με τσιμπούν παντού στο σώμα, και αρχίζω να κολυμπάω προς τα πίσω, αλλά το νερό με σκεπάζει, κι αρχίζω να πνίγομαι.
Ξύπνησα ξημερώματα, με τα γόνατά μου μουδιασμένα.
Ήξερα ότι ήταν ένα πολύ κακό όνειρο. Η ανικανότητά μου να εξηγώ ό,τι βλέπω, με περιόρισε στο να υποθέσω ότι θα μάθαινα κάτι πολύ κακό. Μόνον αυτό. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος μαζί μου, οπότε αυτό αφορούσε αποκλειστικά εμένα. (Στην δεύτερη ανάγνωση, το όνειρο τα είχε πει όλα, με τον δικό του τρόπο...).
Ήμασταν μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα.
Ο Χ είχε έρθει στην Αθήνα, αλλά είχαμε συμφωνήσει να το παίξουμε αδιάφοροι. Έπρεπε να κάνει κάποιες δουλειές και να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Οι γονείς του έμεναν πλέον στο χωριό τους, κι εκείνος θα έκανε διαδρομές για να διεκπεραιώσει γραφειοκρατικά θέματα με τον πατέρα του, που απαιτούσαν μετακινήσεις εδώ κι εκεί είτε μαζί του είτε χωρίς εκείνον. Αποφασίσαμε να κάνει ό,τι έπρεπε, χωρίς να συναντιόμασταν ενδιάμεσα, διότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνα να φύγει την ώρα που έπρεπε. Ούτε κι εκείνος θα το ήθελε, κι αυτό θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Οπότε θα συναντιόμασταν στο τέλος. Δεν δοκιμάσαμε να μιλήσουμε ούτε στο τηλέφωνο - το να υποτροπιάζαμε ήταν ζήτημα μίας λέξης και μόνο. Ακόμα και τα sms ήταν εντελώς ακατάλληλα ακόμη και για ενηλίκους.
Η χαρά και ο ενθουσιασμός τού Χ με έκαναν να ξεχάσω εντελώς το όνειρο που είχα δει. Για τον Χ αυτό το ταξίδι ήταν η τακτοποίηση της ζωής του. Όλα έμπαιναν σε μία σειρά: οι γονείς του είχαν φύγει από το σπίτι, είχε μία δουλειά που σύντομα στόχευε να αφήσει για να έρθει εδώ, η δική μας σχέση ήταν από τις σχέσεις που δύσκολα δομούνται, αλλά είχαμε καταφέρει να την κάνουμε ισχυρή και ακλόνητη. Έτσι, όλα έδειχναν τακτικά και συγκεκριμένα.
Το βράδυ θυμήθηκα το όνειρο.
Σκέφτηκα ότι σε λίγο θα ήταν παρελθόν.
Και άκυρο.
Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο αριθμός τού Χ.
Σκέφτηκα ότι δεν άντεξε.
Σκέφτηκα να μην απαντήσω.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
Ο Χ δεν θα ξαναέπαιρνε.
Σήκωσα το κινητό, και δεν ήταν εκείνος.
Ήταν ο Α.
Το μόνο που είπε, μετά από μία παύση, ήταν "Νανά...;".
Καταλαβαίνω από την φωνή του.
Στο μυαλό μου έρχονται τα δόντια, τα χρυσόψαρα, το νερό, ότι πνίγομαι.
Το τελευταίο που θυμάμαι καλά, ήταν αυτό που του είπα: "Πες μου που να έρθω".
Με το δεύτερο "Νανά...", αρχίζω να αντιλαμβάνομαι μέσα σε ομίχλη.
"Σε ρώτησα, που να έρθω", του είπα, μου απάντησε, κι έφυγα.
Μπαίνοντας στο νοσοκομείο και κοιτάζοντας γύρω μου σαν να έχω χαθεί, βλέπω ένα ασανσέρ με ανοικτές πόρτες, μέσα δύο νοσοκόμους με ένα φορείο. Μπήκα, τρέχοντας να το προλάβω - ενώ δεν θα έπρεπε - αλλά κανείς τους δεν μου είπε τίποτα. Θυμάμαι τον έναν να με κοιτάζει, σαν να καταλάβαινε, μες στα μάτια. Λίγο πριν σταματήσει το ασανσέρ, ακούστηκε μία γυναικεία κραυγή "Το παιδί μου!".
Βγαίνοντας, το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, ήταν την μητέρα του να λιποθυμά στην αγκαλιά τού πατέρα του.
Είτε είναι διαίσθηση είτε είναι γεγονός, οι οιωνοί είναι πάντα εκεί για να σε καθοδηγήσουν. Κι από εμάς εξαρτάται πάντα εάν θα συμμορφωθούμε. Προσωπικά, οι φορές που έχω μετανοιώσει στην ζωή μου, έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τις φορές που αγνόησα αυτά τα σημάδια - ή τις αισθήσεις. Και, φυσικά, το πλήρωσα εκ των υστέρων. Οι δικοί μου άνθρωποι το ξέρουν, και πάντοτε θα συζητήσουμε για ό,τι σκέφτονται να (μην) κάνουν, εξετάζοντας τους οιωνούς. Αλλά εάν ακόμη δεν "βλέπουν" κάτι εκείνοι, εάν το "δω" εγώ, ακολουθούν αυτό που τους επισημαίνω, και είναι λίγοι εκείνοι που ακολουθούν την επιθυμία τους, όταν εκείνη έρχεται σε αντιπαράθεση. Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε κάνει λάθος.
Βρίσκομαι σε έναν κλειστό χώρο, με μία μεγάλη πισίνα με καθαρό νερό. Μόνη. Οι πισίνες δεν είναι το καλύτερό μου, και, μάλλον, τις σιχαίνομαι κι όλα. Εν τούτοις, θέλω να κολυμπήσω. Βγάζω τα ρούχα μου και αρχίζω να περπατάω μέσα σε αυτή. Η πλευρά στην οποία στέκομαι, μοιάζει με παραλία - χωρίς τοιχίο, δηλαδή -, και σταδικά υψώνονται τα πλαϊνά, το νερό να βαθαίνει. Όπως περπατώ, παρατηρώ ότι μέσα στο νερό υπάρχουν χρυσόψαρα(;), αλλά σχεδόν τα διπλάσια σε μήκος, και κόκκινα. Προβληματίζομαι αλλά χαίρομαι. Με κάθε βήμα το νερό - ενώ δείχνει να βαθαίνει - δεν ξεπερνά το γόνατό μου σε ύψος. Πληθαίνουν, όμως, τα κόκκινα χρυσόψαρα. Κι αρχίζουν να μου τσιμπούν τα γόνατα. Σκέφτομαι εάν πρέπει να βουτήξω.
Και, ξαφνικά, βλέπω έναν κύριο να στέκεται στην απέναντι πλευρά, πολύ ψηλότερα από εμένα, εκεί που υποτίθεται τελείωνε η πισίνα και το νερό, λογικά, θα ήταν πολύ βαθύ. 'Ηταν ντυμένος με στολή οικιακής υπηρεσίας, κάτι σαν butler(;).
-Θα φάτε;, με ρωτάει.
-Όχι, του απαντώ. Θέλετε να περάσετε έξω μέχρι να ντυθώ;
Κάνω την κίνηση να γυρίσω πίσω, και πριν προλάβω, με σταματάει η φωνή του.
-Δεν προλαβαίνετε, μου λέει επιτακτικά. Πρέπει να φάτε, τώρα.
-Δεν θέλω να φάω, κουνώ το κεφάλι μου με αποδοκιμασία.
-Θα φάτε, ακούστηκε, όχι να μου προτείνει, να με προειδοποιεί.
Δεν του απαντώ, παρά αρχίζω να περπατώ προς το μέρος του θυμωμένη. Και βλέπω ότι στα πόδια του είναι ένας μεγάλος δίσκος γεμάτος τηγανητά ψάρια. Ακαθάριστα, όλα γυρισμένα κάθετα ανάποδα, και φαίνονται τα δόντια τους.
-Δεν μου αρέσουν τα ψάρια, του λέω νευριασμένη.
-Ψάρια θα φάτε, μου λέει ήρεμα.
-Σας είπα. Δεν τρώω ψάρια. Μπορείτε να φύγετε.
-Θα φάτε, είπε βέβαιος.
Κι εκείνη την στιγμή αισθάνομαι την στάθμη να ανεβαίνει απότομα, κοιτάζω γύρω μου και το νερό έχει γίνει κατακόκκινο από το πλήθος των χρυσόψαρων που αρχίζουν να με τσιμπούν παντού στο σώμα, και αρχίζω να κολυμπάω προς τα πίσω, αλλά το νερό με σκεπάζει, κι αρχίζω να πνίγομαι.
Ξύπνησα ξημερώματα, με τα γόνατά μου μουδιασμένα.
Ήξερα ότι ήταν ένα πολύ κακό όνειρο. Η ανικανότητά μου να εξηγώ ό,τι βλέπω, με περιόρισε στο να υποθέσω ότι θα μάθαινα κάτι πολύ κακό. Μόνον αυτό. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος μαζί μου, οπότε αυτό αφορούσε αποκλειστικά εμένα. (Στην δεύτερη ανάγνωση, το όνειρο τα είχε πει όλα, με τον δικό του τρόπο...).
Ήμασταν μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα.
Ο Χ είχε έρθει στην Αθήνα, αλλά είχαμε συμφωνήσει να το παίξουμε αδιάφοροι. Έπρεπε να κάνει κάποιες δουλειές και να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες. Οι γονείς του έμεναν πλέον στο χωριό τους, κι εκείνος θα έκανε διαδρομές για να διεκπεραιώσει γραφειοκρατικά θέματα με τον πατέρα του, που απαιτούσαν μετακινήσεις εδώ κι εκεί είτε μαζί του είτε χωρίς εκείνον. Αποφασίσαμε να κάνει ό,τι έπρεπε, χωρίς να συναντιόμασταν ενδιάμεσα, διότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον άφηνα να φύγει την ώρα που έπρεπε. Ούτε κι εκείνος θα το ήθελε, κι αυτό θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Οπότε θα συναντιόμασταν στο τέλος. Δεν δοκιμάσαμε να μιλήσουμε ούτε στο τηλέφωνο - το να υποτροπιάζαμε ήταν ζήτημα μίας λέξης και μόνο. Ακόμα και τα sms ήταν εντελώς ακατάλληλα ακόμη και για ενηλίκους.
Η χαρά και ο ενθουσιασμός τού Χ με έκαναν να ξεχάσω εντελώς το όνειρο που είχα δει. Για τον Χ αυτό το ταξίδι ήταν η τακτοποίηση της ζωής του. Όλα έμπαιναν σε μία σειρά: οι γονείς του είχαν φύγει από το σπίτι, είχε μία δουλειά που σύντομα στόχευε να αφήσει για να έρθει εδώ, η δική μας σχέση ήταν από τις σχέσεις που δύσκολα δομούνται, αλλά είχαμε καταφέρει να την κάνουμε ισχυρή και ακλόνητη. Έτσι, όλα έδειχναν τακτικά και συγκεκριμένα.
Το βράδυ θυμήθηκα το όνειρο.
Σκέφτηκα ότι σε λίγο θα ήταν παρελθόν.
Και άκυρο.
Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο αριθμός τού Χ.
Σκέφτηκα ότι δεν άντεξε.
Σκέφτηκα να μην απαντήσω.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
Ο Χ δεν θα ξαναέπαιρνε.
Σήκωσα το κινητό, και δεν ήταν εκείνος.
Ήταν ο Α.
Το μόνο που είπε, μετά από μία παύση, ήταν "Νανά...;".
Καταλαβαίνω από την φωνή του.
Στο μυαλό μου έρχονται τα δόντια, τα χρυσόψαρα, το νερό, ότι πνίγομαι.
Το τελευταίο που θυμάμαι καλά, ήταν αυτό που του είπα: "Πες μου που να έρθω".
Με το δεύτερο "Νανά...", αρχίζω να αντιλαμβάνομαι μέσα σε ομίχλη.
"Σε ρώτησα, που να έρθω", του είπα, μου απάντησε, κι έφυγα.
Μπαίνοντας στο νοσοκομείο και κοιτάζοντας γύρω μου σαν να έχω χαθεί, βλέπω ένα ασανσέρ με ανοικτές πόρτες, μέσα δύο νοσοκόμους με ένα φορείο. Μπήκα, τρέχοντας να το προλάβω - ενώ δεν θα έπρεπε - αλλά κανείς τους δεν μου είπε τίποτα. Θυμάμαι τον έναν να με κοιτάζει, σαν να καταλάβαινε, μες στα μάτια. Λίγο πριν σταματήσει το ασανσέρ, ακούστηκε μία γυναικεία κραυγή "Το παιδί μου!".
Βγαίνοντας, το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, ήταν την μητέρα του να λιποθυμά στην αγκαλιά τού πατέρα του.