29.11.11

The Parallel Universe

Η ανικανότητα αντίληψης τής πραγματικότητας, αποτελεί σοβαρό πρόβλημα.
Ένα σοβαρό πρόβλημα, που έχει και όνομα και τρόπους αντιμετώπισης.
Και τις περισσότερες φορές, αυτή η κατάσταση είναι εξαιρετικά επκίνδυνη.

Και ακολουθεί μία πολύ κατατοπιστική ιστορία.

Τον Ψ
τον είχα γνωρίσει μέσα φθινοπώρου.
Το καλοκαίρι που είχε περάσει, ήμουν καλεσμένη σε έναν γάμο, στον οποίο θα παρευρίσκονταν πολλά γνωστά μου άτομα αλλά και φίλοι. Επειδή ήταν γύρω στον 15Αύγουστο, και σε ένα νησί πολύ κοντά σε άλλα - εξ ίσου δημοφιλείς προορισμούς -, ήταν εύκολο για τους περισσότερους να παραστούν.

Σε ένα νησάκι που φημίζεται για τα ζευγάρια που φιλοξενεί κάθε χρόνο, δίπλα από εκείνο που θα γινόταν η τελετή, είχε φτάσει τρεις-τέσσερις μέρες πριν μία φίλη μου με τον νέο καλό της. Ο νέος καλός της, είχε ήδη θητεία δύο ή τριών μηνών. Όλες οι φίλες μας ήταν ενθουσιασμένες μαζί του. Ήταν ευγενής, διασκεδαστικός, πρόσχαρος, ευχάριστος, με καλή αίσθηση τού humor. Και αυτή ήταν η περιγραφή που μου έκαναν τα άλλα κορίτσια όταν τον γνώρισαν. Το νέο amore τής φίλης μας τους είχε κερδίσει όλους. Συν την φίλη μας, που βρήκε πρώτη φορά γκόμενο που δεν την πουλούσε 15Αυγουστιάτικα για τους φίλους του, και που είχε συμφωνήσει με χαρά να την συνοδεύσει στον γάμο, χωρίς να προβάλλει 100 δικαιολογίες για να το αποφύγει.

Εμένα αυτός ο τύπος δεν μου άρεσε.
Όχι ότι μου είχε κάνει κάτι. Απεναντίας. Ήταν πιο καλός και γλυκός μαζί μου, γιατί μάλλον είχε πέσει χοντρό σύρμα. Το βράδυ, όμως, που μου τον σύστησαν - σε μία νυχτερινή έξοδο, με μεγάλη παρέα - κάτι με προβλημάτισε. Έντονα. Εκεί που μιλούσαμε και γελούσαμε, έχει σκύψει στο αυτί μου και μου λέει: "Αυτός εκεί πρέπει να την ξέρει την Φ". Γυρίζω, κοιτάζω εκείνον που μου δείχνει διακριτικά, βλέπω ότι ο άνθρωπος είχε στην αγκαλιά του μία κοπέλα - την οποία κοιτούσε στα μάτια... -, και επειδή γνωρίζω τους άνδρες φίλους τής φίλης μου, του λέω: "Είναι λίγο δύσκολο... Δεν είναι γνωστός. Θα τον ήξερα. Αλλά και να ήταν, θα είχε έρθει να μας μιλήσει ή θα πήγαινε η Φ να τον χαιρετίσει...". Κι εκείνος, κοιτάζοντας πολύ περίεργα τον άνθρωπο, μου απαντά: "Όχι μόνο την ξέρει. Την γουστάρει, κι όλα!".

(...)

Μία λέξη μού ήρθε στο μυαλό: "Παράνοια".
Όχι με την έννοια τής παρεξήγησης, όμως.
Με την έννοια τής τρέλας.

Δεν είπα τίποτα.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε - αφού δεν έχω διασκεδάσει ούτε για την παρέα μετά από την στιχομυθία -, αρπάζω από το χέρι την πιο κοντινή κοινή μας φίλη, την βάζω στο ταξί με το οποίο θα έφευγα μόνη μου, και της λέω: "Κοπελιά. Κάτι δεν πάει καλά με αυτόν τον τύπο. Μην φρικάρεις. Αλλά δεν έχω καλό προαίσθημα...". Της αναφέρω τα λεχθέντα, κι αφού με κοιτάζει για λίγο προβληματισμένη, μου λέει: "Μην είσαι τόσο καχύποπτη! Δεν τον είδες που ήθελε να σε κερδίσει; Προφανώς ήθελε να σε εντυπωσιάσει. Τώρα, αν είναι και ζηλιάρης, αυτό είναι καλό. Την αγαπάει και δεν θέλει να την χάσει. Έτσι δεν είναι στις αρχές; Όταν δεν είσαι σίγουρος;". Δεν με έπεισε. Με αποτέλεσμα να την κοιτάζω έντονα, χωρίς να μιλάω. "Ok", της είπα. "Σταμάτα να παίρνεις αυτό το ύφος! Με τρομάζεις!", γέλασε. Έτσι, άφησα αυτό το ύφος, και ξεκινήσαμε μία άλλη, άσχετη συζήτηση.

Αλλά εγώ, από εκείνη την ημέρα, ήμουν ανήσυχη.
Όποτε σκεφτόμουν την φίλη μου ή με έπαιρνε τηλέφωνο ή μου μιλούσε για εκείνον, την ψάρευα διαρκώς για το ποιος / πως / τι είναι. Η φίλη μου στον κόσμο της: ευτυχισμένη. Και μπορείς να μην χαρείς για εκείνη; Όχι. Μπορείς, όμως, να συνεχίσεις να ανησυχείς - εάν είσαι εγώ...

Έτσι, λοιπόν, όταν η μέλλουσα νύφη μάς ανακοίνωσε πως θέλει να κάνει έναν παραδοσιακό γάμο σε νησί, χάρηκα ιδιαιτέρως που θα μου δινόταν η ευκαιρία να τον πιάσω χαλαρό και ανυποψίαστο. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω, πως να το κάνω, και ήθελα να το κάνω σαν τρελή. Το ότι οι φίλοι και οι γνωστοί απόρρησαν που εγώ δέχθηκα με τόση χαρά να κάνω ταξίδι μέσα στο κατακαλόκαιρο μόνο για έναν γάμο, δεν άρκεσε για να καταλάβουν ότι άλλος ήταν ο σκοπός μου.

Φτάνω στο νησί το πρωΐ τού γάμου.
Ρωτάω για τα παιδιά, μου λένε ότι θα έρθουν λίγο πριν την τελετή. Ερωτευμένοι. Δεν θα μπορούσαν να χάσουν στιγμή. Σωστά. Ok. Ο γάμος θα γινόταν νωρίς το απόγευμα. Το μεσημέρι βλέπω τηλεόραση στο δωμάτιό μου, ό,τι έχω τελειώσει με καλλωπισμούς / κομμώτριες κτλ, στα διπλανά δωμάτια να επικρατεί πανδαιμόνιο με όσες είχαν σειρά, και χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν καταλαβαίνω από την φασαρία ποιος είναι και τι μου λέει, και κατεβάζοντας τα hands-free, βλέπω το όνομα τής φίλης μου στην οθόνη. Κλείνω την τηλεόραση, ανακάθομαι στο κρεβάτι και προσπαθώ να ακούσω. Και από μέσα ακούγονται φωνές και ουρλιαχτά... Θόρυβοι, σπασίματα, φασαρία...

Δεν θυμάμαι.
Ούτε πως πετάχτηκα από το κρεβάτι, ούτε πως προσπέρασα όλον τον κόσμο - που με ανοιχτές τις πόρτες των δωματίων ετοιμάζονταν μες στην τρελή χαρά για το γεγονός, μέσα στα γέλια και τον ενθουσιασμό - που προσπαθούσε να με σταματήσει φωνάζοντας "που πας, Νανά;!", ούτε πως βγήκα με ξυπόλητη με την ρόμπα να σέρνεται, ούτε πως δεν μου έστριψε εντελώς από την ένταση.

Δεν ξέρω που βρήκα την ψυχραιμία.
Και το μυαλό μου πήγε αμέσως σε έναν τύπο που γνωρίσαμε στο πλοίο και μου έδωσε το τηλέφωνό του, εάν θέλουμε να πάμε μαζί με την παρέα που πήγαινε για να συναντήσει και ήταν με σκάφος, για να κάνουμε τον γύρο των κοντινών νησιών, πριν φύγω. Και του τηλεφωνώ, και πριν ο άνθρωπος καλά-καλά καταλάβει ποια είμαι, τον παρακαλώ να στείλει κάποιον να με πάρει από το ξενοδοχείο - γιατί δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν, διότι θα αναστατωθούν οι πάντες -, και αν μπορεί εκείνος που έχει το σκάφος, να λύσει και να με πάει στο άλλο νησί, γιατί ανέκυψε μία εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση.

Και, ευτυχώς, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, χάρη σε εκείνον, που ακόμα τον ευγνωμονώ μέσα από την καρδιά μου, και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ...

Ήρθε ο ίδιος με μηχανή που δανείστηκε, στο λιμάνι μάς περίμενε φίλος του με ταχύπλοο που τον σήκωσε από το τραπέζι, και έτσι φύγαμε για απέναντι. Εγώ όρθια, να μην ξέρω αν θα προλάβω την φίλη μου ζωντανή, αν είναι κάποιος εκεί να βοηθήσει, αν θα έπρεπε να είχα τηλεφωνήσει στην αστυνομία πριν, αν ήθελα να λιποθυμήσω από την ένταση ή από τον ήλιο που με έκαιγε.

Φτάνουμε ρωτώντας που είναι, τι.
Βρίσκουμε το συγκρότημα με τα ενοικιαζόμενα, ακούμε τις φωνές του, και από μακριά βλέπω καμμία 10ριά άτομα, ζευγάρια, να έχει αγκαλιάσει ο ένας τον άλλον, και να κοιτάνε...

Είχαν
αγκαλιάσει
ο
ένας
τον
άλλον
και
κοιτούσαν...

Μπαίνω, τρέχοντας, από την μπαλκονόπορτα - οι άλλοι δύο με τραβούσαν από την ρόμπα, τώρα... -, και βλέπω ένα διαμέρισμα ρημαδιό, και ένα ντουλάπι τής κουζίνας να κρέμεται από τους μεντεσέδες. Την φίλη μου, χτυπημένη, να έχει κουρνιάσει σε μία γωνία, με τα πέλματα στον αέρα, έτοιμα να κλωτσήσουν, και τον τύπο όρθιο από πάνω της να λέει: "Καριόλα! Θα σου γαμήσω τον αντίχριστο! Νόμιζες ότι θα με κεράτωνες;! Πόσους έχεις φέρει εδώ;! Τι είμαι εγώ;! Ο μαλάκας σου;! Θα σε σακατέψω! Ακούς, μωρή πουτάνα;! Θα σε θάψω! Εμένα πας να κοροϊδέψεις;!". Και γυρίζει, κοιτάζει τους 2 άνδρες που ήμασταν μαζί, και συνεχίζει: "Αυτοί σε γαμάνε, μωρή ξεκωλιάρα;! Νόμιζες ότι δεν θα το καταλάβαινα;! Μαζί σε παίρνουν;! Θα σε σκοτώσω;!".

Και με το "θα σε σκοτώσω", λέω ήρεμα στους άλλους "πάρτε την αστυνομία", και παίρνω μία καρέκλα και τον χτυπάω με δύναμη στην πλάτη. Ήταν να μην τον έριχνα κάτω... Έχω ανέβει επάνω του, και τον χτυπάω στα νεφρά τόσο δυνατά, όσο δεν έχω χτυπήσει ποτέ άνθρωπο. Προσπαθεί να ξεφύγει, και από πάνω μου έρχεται να με τραβήξει ο άνθρωπος που κάλεσα, κρατώντας με από την μέση. "Πήγαινε στην φίλη μου!", του λέω απότομα, σπρώχνοντάς τον. Ο άλλος ήρθε να βοηθήσει, μιλώντας στο τηλέφωνο, αλλά με το ένα χέρι δεν μπορούσε να με κουμαντάρει. Και γυρίζω τον τύπο ανάσκελα... Η έκφραση "κενό βλέμμα"; "θολό βλέμμα"; δεν ξέρει κανείς τι σημαίνει, εάν δεν έχει δει άτομο σε παρόμοια κατάσταση... Και τον χτυπάω... Τον χτυπάω με γροθιές... Και όσο και να γύριζε το κεφάλι του μετά από κάθε χτύπημα στην αρχική του θέση, το βλέμμα του δεν άλλαζε. Και όσο έβλεπα αυτό το βλέμμα, τόσο τρελαινόμουν. Τον χτυπούσα και σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να τον σκοτώσω...

Με μάζεψαν.
Ήρθε η αστυνομία.
Έχω πάρει αγκαλιά την φίλη μου και περπατάμε, και θέλω τόσο πολύ να χτυπήσω όλους εκείνους που έβλεπαν τόση ώρα μη κάνοντας το οτιδήποτε - τόσο πολύ, όμως... -, και ιδίως τους άνδρες, που κλείνω για λίγο τα μάτια να μην τους βλέπω. Φτάνουμε στο νησί, πηγαίνουμε στο τμήμα, κι εκεί περιμένει ένας πιτσιρικάς γιατρός με τα χάπια στο χέρι. Τον κοιτάζω: "Με κοροΐδεύεις...", του λέω με εκείνη την ηρεμία που έχουμε πριν επιτεθούμε. "Πήγαινε να φέρεις ένεση!", του φώναξα. Μόλις ακούει "ένεση" ο τύπος, αρχίζει να οδύρεται. "Ένεση;! Ένεση;! Εγώ δεν είμαι τρελός! Αυτή η πουτάνα φταίει για όλα!". Και πάει ο γιατρουδάκος να του πιάσει την κουβέντα, αν ξέρει ποιος είναι, που είναι, κτλ. (...)

Πηγαίνω στον αξιωματικό υπηρεσίας και του λέω: "Πείτε στον γιατρό σας, ότι ο τύπος βρίσκεται σε κρίση! Δεν είναι ώρα για ψυχανάλυση! Πείτε του κάτι! Δεν καταλαβαίνει, ο άνθρωπος!". Και αμέσως ακούγεται ένας γδούπος, και γυρίζοντας βλέπω τον τύπο να έχει πέσει στο πάτωμα και να χτυπιέται... "Αφήστε με! Αφήστε! Δεν είμαι τρελός! Μην με αγγίζετε! Αφήστε με!". (Κανείς δεν είχε επιχειρήσει ούτε καν να τον αγγίξει...). Και τότε, επιτέλους, ο γιατρουδάκος τού έκανε την ένεση.

Ο γάμος έγινε.
Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.
Πήγαμε με την φίλη μου, από μακριά, να μας δει η νύφη, δεν την χαιρετήσαμε, και όταν ρώτησε γιατί φύγαμε, της είπαν ότι είχαμε αρχίσει τα πιώματα από το ξενοδοχείο, και ξερνοβολάγαμε στα δωμάτιά μας. Έπρεπε να ξαναγυρίσουμε στο τμήμα. Η φίλη μου είχε πάρει τηλέφωνο τους γονείς του, και στο νησί κατέφθασε η μητέρα του και η αδερφή του.

Δεν ξέρω πως γλίτωσε η μητέρα του από τα χέρια μου.
Προφανώς, όπως γλιτώνουν όλοι εκείνοι που μου προκαλούν αυτού του είδους τα συναισθήματα: από τον φόβο τής φυλάκισης. Διότι η μητέρα του ήρθε βαμμένη / ντυμένη / χτενισμένη, σαν να ήταν κι εκείνη καλεσμένη στον γάμο, και όχι σε αστυνομικό τμήμα για να μαζέψει τον γιο της... Και να την ρωτάνε οι αστυνομικοί αν έχει κάτι ο γιος της, κι εκείνη να λέει "Τι εννοείτε; Ο γιος μου είναι μια χαρά! Δεν καταλαβαίνω τι με ρωτάτε.", ενοχλημένη... Να της λέει ο κύριος που ξεσηκώθηκε για να μας πάει εγκαίρως στο νησί τι είχε κάνει ο γιος της, κι εκείνη να μην τον κοιτάζει καν, και να ζητάει από τον αξιωματικό υπηρεσίας να τον βγάλουν έξω από το τμήμα γιατί "δεν έχει καμμιά δουλειά να είναι εκεί"...

Η αδερφή του, όμως, είχε λουφάξει σε μία καρέκλα, και κοιτούσε το πάτωμα.
Την πλησίασα.
"Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Μόνο δύο ερωτήσεις θέλω να σου κάνω. Ήξερες. Και δεν έκανες τίποτα. Γιατί γίνατε φίλες με την Μ. Και θα μπορούσες να της είχες πει κάτι, έστω και κάτι αόριστο, εάν δεν ήθελες να πεις την αλήθεια. Αν ήσουν εσύ στην θέση της, θα σε συγχωρούσες ποτέ; Και αν η φίλη μου, τώρα, ήταν νεκρή, θα μπορούσες να ζήσεις με αυτό;".
Και έφυγα.

Μετά μάθαμε, ότι ο τύπος είχε και διάγνωση και φαρμακευτική αγωγή.
Και δεν ήθελε να παίρνει τα χάπια του, γιατί, είπε, ότι του δημιουργούσαν προβλήματα στύσης, και δεν ήθελε να τον λένε "ανίκανο"...
Στην Αθήνα το ρύθμιζε με κάποιον τρόπο, προφανώς.
Στις διακοπές, όμως, όλη την ημέρα μαζί της, του ήταν αδύνατον.
Κι έτσι έγινε ό,τι έγινε.

Λοιπόν, όλη αυτή η ιστορία - μετά την ανάλυση τού Ψ - στριφογύριζε στο μυαλό μου.

Και αν η αντίληψή του - περί Αφέντρας / σαδίστριας / σκλάβου / μαζοχιστή / δεν ξέρω -, δεν ήταν το μόνο που ήταν διαστρεβλωμένο στο μυαλό του; Αν μία μέρα πήγαινα στο σπίτι του, και μου έλεγε ότι όταν έβρεξε σχηματίστηκε το πρόσωπο τού Ιησού στο τζάμι, ζητώντας του να φύγει ιεραπόστολος στο Mauri; Αν μου έλεγε ότι είχε εμφανιστεί μπροστά του το πνεύμα του Σατάνα, ζητώντας του να θυσιάσει μία σαδίστρια στο όνομά του;...

Και τότε σκέφτηκα το απλό.
Θα έπρεπε - για πρώτη φορά στα χρονικά των σχέσεών μου - να μάθω για τις πρώην.
Τα στοιχειώδη τα γνώριζα από την φίλη μου και υπάλληλό του.

Οι λεπτομέρειες, ήταν η ειδικότις μου...