1.6.10

Welcome To The Jungle

Ήθελαν να πεταχτούν από τις θέσεις τους αλλά δεν το αποφάσιζε κανείς.
Ο Χ γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε πάνω από την πλάτη τού καναπέ.
-Δεν θα το αντέξουν, είπε με την φωνή τού αφέντη.
-Τότε να μην αναρωτιούνται γιατί μοιάζουμε με γεωφυσικούς χάρτες, του χαμογέλασα δαιμονικά.

Σηκώθηκε και ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
-Τόση ώρα ρωτούσατε, τους είπε ειρωνικά. Τώρα γιατί δεν έρχεστε να δείτε;
-Θέλετε να έρθουμε να σας πάρουμε από το χέρι; Μην φοβάστε. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε μεταξύ μας. Αν θελήσουμε τρίτο, θα φροντίσουμε να είναι έμπειρος. Εσείς αποκλείεστε, ούτως ή άλλω.
-Εγώ θα πάω!, σηκώθηκε το βλαμμένο μου.
-Σιγά, χαρά μου εσύ, μην σκίσεις κανά καλσόν..., ανασήκωσα το φρύδι. Μεριάστε, ωρέ, να διαβεί ο λεβέντης μου...

Άνοιξα την πόρτα.
Ο Γ έβαλε το χέρι στο στόμα του και γούρλωσε τα μάτια. Αμέσως έσπευσαν και οι άλλοι. Και έμειναν κι εκείνοι αποσβολωμένοι. Κοιταζόμασταν με τον Χ με απορία. Δεν καταλαβαίναμε γιατί έκαναν έτσι. Προφανώς γιατί είχαμε ξεχάσει τα μισά από όσα συνέβησαν, από την χαρά μας...

Μπήκαμε κι εμείς στο δωμάτιο.
Το κρεβάτι ήταν ακόμα διαγώνια προς τα αριστερά, κολλημένο στην άκρη του με την ντουλάπα. Δεξιά του στο πάτωμα, το στρώμα, με τα ανακατωμένα σεντόνια. Πιο δεξιά, η ράγα μαζί με την κουρτίνα, κουβάρι. Και, δυστυχώς, πιο πέρα το μαχαίρι, δίπλα από την ματωμένη μαξιλαροθήκη...
-Τώρα, εάν σας πούμε ότι δεν είναι αυτό που νομίζετε..., σταύρωσα τα χέρια στο στήθος και ακούμπησα στο κάσωμα.
Είχαν παγώσει. Δεν κουνιόταν ούτε βλέφαρο. Διάολε, ήθελα να γελάσω. Πόσο κακιά μπορούσα να είμαι;...
-Ok, είπα προσπερνώντας τους. Το κρεβάτι είναι εκεί, επειδή ρίξαμε το στρώμα κάτω γιατί εμείς κάναμε sex κι εκείνο έκανε θόρυβο. Την κουρτίνα την σακάτεψε ο φίλος σας, γιατί δεν κρατιόταν. Η μαξιλαροθήκη είναι γεμάτη αίματα, γιατί έκανα ταρζανιές με την ζέστη και μου άνοιξε η μύτη.

-Το μαχαίρι;..., με κοίταξε ο Γ σαν πληγωμένο ζώο, έτοιμο να χάσει τις αισθήσεις του. Γιατί είναι το μαχαίρι στην κρεβατοκάμαρα;
-Γιατί ο φίλος σας μου έσκισε το φόρεμα, του είπα σκύβοντας λίγο το κεφάλι, μήπως πάρω το βλέμμα του από την λεπίδα.
-Το δικό σου;, ρώτησε ο Β.
-Το δικό μου το έχω στείλει καθαριστήριο, είπε με βαριά ειρωνική φωνή ο Χ, κοιτάζοντάς τον βλοσυρά.
Δεν ξέρω μέχρι που ακούστηκαν τα γέλια μου... Δεν ξέρω πόση ώρα γελούσα, λέμε... Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα να ειρωνεύεται. Και ήταν καλός! Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου, καθώς έψαχνα για το φόρεμα. Όταν το βρήκα κάτω από το στρώμα, το πήρα στα χέρια, και άνοιξα τα δάχτυλα ώσπου τα κομμάτια του έπεφταν το ένα μετά το άλλο στο πάτωμα.

-Αυτό τι είναι;, μίλησε ο Α.
Ακολουθήσαμε το βλέμμα του.
-Προφυλακτικά είναι, πρόλαβε να δει ο Χ. Τι θέλεις να είναι; Δεν έχεις ξαναδεί;
Μπήκε κι εκείνος μέσα στο δωμάτιο, πέρασε πάνω από το στρώμα και μάζεψε τα απομεινάρια του έρωτά μας, που κείτονταν φαρδιά-πλατιά στα πατώματα, δεμένα κόμπο, μην ξεχυθούν οι απόγονοί του πανωλούθε και γονιμοποιηθεί το παρκέ. Του έδωσα και το μαχαίρι και με έπιασε από το χέρι να με βοηθήσει να βγω από εκεί που είχα στριμωχτεί, όση ώρα έκανα την επίδειξη στο σοκαρισμένο κοινό.

-Εντάξει;, τους ρώτησα αφού σταθήκαμε δίπλα τους. Αυτό εδώ σαν τι σας φαίνεται, λοιπόν; Ότι κοιτιόμασταν όλη μέρα και πλακωνόμασταν στα χαστούκια;
Καμμία αντίδραση.
Κοίταξα τον αφέντη Χ, που τους κοιτούσε κάπως.
-Ok. Δείξ' τους, χαρά μου, τι μου έκανες εχθές το βράδυ, να τελειώνουμε. Ok! Ποιος θα κάτσει;
Σαν να ξύπνησαν, άρχισαν να κουνούν τα κεφάλια τους, σημάδι ότι καταλάβαιναν επιτέλους τι είχε γίνει. Πιθανόν να είχαν κάτι να πουν αλλά εμείς είχαμε γυρίσει τις πλάτες μας και πηγαίναμε στην κουζίνα.

-Να σας ετοιμάσω ένα τσάϊ;, ρώτησε ευγενικά ο Χ.
-Όχι, του απάντησα. Θα ήθελα κάτι κρύο αλλά το τσάϊ δεν θα με αφήσει να κοιμηθώ. Μετά από όλα αυτά θέλω την siesta μου. Και θα ήθελα να καταφέρω να κοιμηθώ λίγο.
-Σόδα, τότε;...
-Σόδα, τότε...
Κοιταζόμασταν, έτοιμοι να ξαναρπαχτούμε.
-Αφέντρα..., είπε συνωμοτικά, με την φωνή του σκλάβου μου, ξανά. Θα ήθελα τώρα...
-... ό,τι θα ήθελα κι εγώ..., συμπλήρωσα στον ίδιο τόνο. Δώσε τους λίγο χρόνο να αφομοιώσουν τι έχει γίνει. Πρέπει να ήταν μεγάλο το σοκ που πέρασαν σήμερα. Δεν φταίνε σε τίποτα.
Χαμογελούσαμε. Ήμασταν συνένοχοι του ίδιου εγκλήματος. Ευτυχισμένοι συνένοχοι.

-Κάνατε... Κάνετε..., ακούστηκε ο Γ.
-Ναι, Γ, ναι, γύρισα και τον κοίταξα βαριεστημένα. Ο μπαμπάς και η μαμά το κάνουν. Εντάξει, τώρα;
-Απλά το κάνουν πιο άγρια από άλλους γονείς, είπε ο Χ, πετώντας το μαχαίρι στον νεροχύτη και τα παιδιά του στα σκουπίδια.
Γελούσα σαν τρελή. Διάολε, ήταν πολύ καλός! Κάθησα στον καναπέ, ενώ οι άλλοι έπαιρναν τις θέσεις τους στο τραπέζι.

Όταν ο Χ μού έφερε την σόδα, ακούσαμε κάτι που μας άφησε άναυδους.
-Δηλαδή... κάνετε sex;