31.5.10

The Freak Show

Είχε έρθει η ώρα της απόλυτης σιωπής.
Κοιτούσαν τα πιάτα τους, αμήχανοι.
Εκείνος κοιτούσε εμένα, ξαφνιασμένος.

Σηκώθηκα αργά από το τραπέζι.
-Μην περιμένετε από εμένα να κάνω την αρχή, τους δήλωσα.
Πήρα το κρασί και τα τσιγάρα μου και κάθησα στον καναπέ, σταυρώνοντας τους αστραγάλους πάνω στο τραπεζάκι του καφέ.
Σιωπή.
-Μην το πάμε έτσι όλη μέρα. Shoot.

-Ό,τι συμβαίνει μεταξύ σας, είναι δική σας υπόθεση..., έκανε δειλά την αρχή ο Α.
-Αυτό είναι δεδομένο, του απάντησα. Δεν είναι, όμως, το θέμα μας. Ακούω.
-Εγώ θα ήθελα να μάθω, αν έχει αλλάξει κάτι στην σχέση σας, ακούστηκε σοβαρή η φωνή του Γ.
Οι άλλοι δύο τον κοίταξαν, σαν να του έλεγαν να βγάλει τον σκασμό.
Ο Χ ακίνητος.
-Πολλά. Εσύ σε τι αναφέρεσαι;
-Γιατί έχετε μελανιές, Νανά; Τι έγινε;

Ο Γ ήταν ταραγμένος.
Οι άλλοι ανησύχησαν με την ερώτηση. Και μάλλον δεν την περίμεναν. Αλλά ο Γ δεν κρατιόταν.
-Πολλά. Οι μελανιές, είναι απλώς το τίμημα. Εκτός του ότι εγώ μελανιάζω σαν ροδάκινο, για την πλάκα.
-Έχει ξεφύγει η κατάσταση από τα χέρια σας, Νανά;, σειρά τού Β να ρωτήσει.
-Η κατάσταση δεν έχει ξεφύγει από κανέναν, του απάντησα αυστηρά. Όλα είναι υπό έλεγχο. Όσο για τα χέρια μας, μάλλον παραδούλεψαν εχθές. Όχι άσχημα.
-Δηλαδή αυτά τα σημάδια είναι φυσιολογικά;, επέμενε ο Γ.
-Για εσάς, όχι. Για εμάς, ναι.

Ο Χ σηκώθηκε.
Τον κοίταξαν και οι τρεις, σχεδόν φοβισμένοι. Πήρε το κρασί του, τα τσιγάρα του, και κάθησε δίπλα μου στον καναπέ.
-Δικάζετε την Νανά;, τους ρώτησε νευριασμένος.
-Δεν δικάζουν κανέναν, είπα πριν προλάβει να απαντήσει κάποιος. Είναι απόλυτα λογικό να ανησυχούν, στην κατάσταση που μας βρήκαν. Δεν είχαμε σχεδιάσει κάτι, δεν το υπολογίσαμε, συνέβη. Ok. Προσπάθησε να καταλάβεις πώς αισθάνονται από την ώρα που ήρθαν. Δεν θα ήθελες να είσαι στην θέση τους. Δεν ξέρουν. Δεν είναι υποχρεωμένοι. Δεν υπάρχει λόγος να εκνευρίζεσαι. Εξήγησέ τους.
Ο Χ με κοιτούσε στα χείλη και σιγά-σιγά χαμογέλασε.
-Να τους εξηγήσω;, με ρώτησε πονηρά.
-Φυσικά, του είπα κι εγώ πονηρά, σηκώνοντας λίγο τους ώμους.

Μάλλον ξεχάσαμε ότι ήταν εκεί, γιατί κοιταζόμασταν με νόημα.
Στο μυαλό μας είχαν έρθει σκηνές από τα πραχθέντα της προηγούμενης νύχτας. Και το διασκεδάζαμε, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον.
-Δηλαδή, είναι όλα καλά;, ο Γ δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Καλύτερα από ό,τι φαντάζεσαι, τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου, χωρίς να στρέψω το πρόσωπο από τον Χ.
-Τότε;, συνέχισε.
-Τότε;, γύρισα και τον κοίταξα. Τότε τι; Γιατί κάναμε ό,τι κάναμε; Ok. Εσύ γιατί πήρες παστουρμά; Μου ζητήσατε μία λίστα, με το τι θα αγοράσετε για να μαγειρέψουμε. Σας την έδωσε εχθές ο Χ. Σε ποιο σημείο διάβασες εσύ για παστουρμά;

Είχαν φοβηθεί. 'Ολοι τους. Εκτός από τον Χ.
-Δεν είχε παστουρμά η λίστα..., μόλις που τον ακούσαμε να λέει.
-Όχι, δεν είχε. Αλλά εσύ αγόρασες. Γιατί;
-Γιατί είπα να κάνουμε αυτό που κάναμε στις διακοπές..., σχεδόν τραύλιζε. Για να ξαναφάμε...
-Και γιατί δεν πήγαινες έξω να φας; Δύσκολα θα βρεις μεζεδοπωλείο που δεν φτιάχνει πίτες Καισαρείας. Που είναι το θέμα σου, λοιπόν;
Ο Γ είχε παγώσει.
-Θα σου πω εγώ ποιο είναι το θέμα σου, σηκώθηκα σβήνοντας το τσιγάρο. Γιατί αυτό, ήθελες να το κάνουμε μαζί. Γιατί δεν ήθελες μόνον να φας, ήθελες να συμμετέχεις, κι όλα. Γιατί αυτό σου άρεσε περισσότερο από όλα όσα κάναμε. Οι άλλοι έφαγαν από ένα κομμάτι με το ζόρι, κι εσύ έφαγες το μισό ταψί. Θυμάσαι ότι περνούσαμε καλά στις διακοπές. Το ότι θα βρωμάς σαν ασβός για μία εβδομάδα, το θυμάσαι;
-Το... το ξέρω..., με κοιτούσε τρομοκρατημένος.
-Τότε;, σχεδόν κόλλησα το πρόσωπό μου με το δικό του, σκύβοντας. Τότε, Γ; Γιατί ήθελες να φας κάτι, που δεν ήταν στην λίστα, που θα σε έκανε να βρωμάς για μέρες; Γιατί δεν έφαγες ό,τι και ο άλλοι;

Καμμία απάντηση.
Ο Γ στραβοκατάπινε παγιδευμένος από το έντονο βλέμμα μου και δεν ξέρω αν ανέπνεε, καν.
-Απάντησε, Γ!, είπα δυνατά. Τότε;!
Τίποτα.
Γύρισα να καθήσω. Είχαν καταλάβει όλοι.
-Η πίτα, όμως, δεν θα τον έβαζε σε κίνδυνο..., ακούστηκε ο Β.

Όρθια ακόμη, τον είχα πλάτη.
Κοιταχτήκαμε με τον Χ. Πήρε βαθιά ανάσα, και είδα να αλλάζει έκφραση. Ο αφέντης είχε πάρει την θέση του. Έτοιμος.
-Ώπα, του είπα. Ώπα. Άσε εμένα.
Γύρισα στην μεριά τους.
-Και τι θα έβαζε ποιον σε κίνδυνο;, τον ρώτησα με μισόκλειστα μάτια.
-Δεν ξέρω..., μαζεύτηκε.
-Ok..., είπα. Σηκωθείτε.

Έκανα το ημικύκλιο του καναπέ, περνώντας πίσω του.
Στάθηκα στην πόρτα του δωματίου και έπιασα το πόμολο.
-Λοιπόν; Θέλετε στα αλήθεια να μάθετε;