21.5.10

A Drop Of Sweat

Πετάχτηκε πανικόβλητος από το κρεβάτι.
Το αίμα έτρεχε από την μύτη μου σαν νερό.
Ό,τι του είχα κάνει πριν από λίγα λεπτά, και για τόση ώρα, δεν τον φρίκαρε.
Στην θέα της αιμορραγίας μου, αφηνίασε.

-Αφέντρα!, φώναξε σαστισμένος.
-Δεν είναι τίποτα, τον καθησύχασα. Είναι από την ζέστη. Δεν έπρεπε να μείνω τόση ώρα με σκυμμένο το κεφάλι.
Τον κοιτούσα ψύχραιμη, με το αίμα να κυλάει επάνω στο στήθος μου, στην αγκαλιά μου, στα σεντόνια.
Εκείνος είχε σοκαριστεί.

Έτρεξε στην κουζίνα.
-Μην φέρεις πάγο. Είναι χειρότερα.
-Αφέντρα, δεν μπορώ να σας αφήσω έτσι! Αιμορραγείτε πολύ! Να σας κρατήσω το κεφάλι πίσω!
-Θα καταπίνω το αίμα μου. Θα περάσει. Κλείσε τις πόρτες και άνοιξε το air-condition.
Πολύ γρήγορα, κατέβασε τα παντζούρια, έκλεισε τα παράθυρα, και άνοιξε το κλιματιστικό.
Δυστυχώς, όμως, άναψε το φως...
Και τρελάθηκε.

-Αφέντρα! Σας παρ...
-Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις έτσι. Είμαι καλά. Θα σταματήσει. Θα είμαι αδύναμη, γιατί θα χάσω πολύ αίμα. Δεν έπρεπε να μείνω τόσο πολύ στην ζέστη, και τόση ώρα σκυμμένη. Αν φρικάρει κάποιος, αυτός είμαι εγώ. Γιατί είναι κάτι που δεν το ελέγχω. Και με δαιμονίζει. Θα μείνω έτσι καθισμένη, και το πολύ-πολύ να πετάξουμε τα σεντόνια.

Το αίμα έτρεχε καυτό επάνω στα χείλη μου.
-Ήταν μεγάλη απερισκεψία, αυτό που έκανα. Ήταν το Killing Time που με ξεμυάλισε... και μετά εσύ... Διάολε... αν γύριζε ο χρόνος πίσω, μπορεί και να το ξαναέκανα!
Πήγε να χαμογελάσει, σταμάτησε, ξαναφάνηκε λίγο το χαμόγελό του, έσκυψε το κεφάλι.
Γονάτισε μπροστά μου, και έβγαλε μία μαξιλαροθήκη.
Πήγε στην κουζίνα, την έβρεξε, και γύρισε πίσω.

Εγώ καθισμένη οκλαδόν, κι εκείνος γονατισμένος και συνοφρυωμένος, σκούπιζε τα πόδια μου, κλείνοντας που και που τα μάτια του, λυπημένος. Σκούπιζε τα χέρια μου, το στήθος μου. Τον κοιτούσα σχεδόν χαμογελαστή. Ένοιωθα την αδυναμία να έρχεται, γιατί μούδιαζε το στόμα μου. Ο αέρας στο δωμάτιο γινόταν σιγά-σιγά δροσερός και σύντομα κρύος. Η ρινορραγία άρχισε να σταματάει σταδιακά.

Όταν σταμάτησε εντελώς, ήμουν εξαντλημένη.
-Θέλω να ξαπλώσω..., είπα με όση δύναμη είχα.
Σηκώθηκε αμέσως, με έπιασε από την πλάτη, και έβαλε ένα μαξιλάρι στο ύψος του κεφαλιού μου. Με βοήθησε να ξαπλώσω στο πλάϊ, και ήρθε να γονατίσει μπροστά μου. Του χάϊδεψα το πρόσωπο.
-Λες να υπάρχει Θεός;..., τον ρώτησα αδύναμα.
-Υπάρχει, Αφέντρα, είπε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντάς με στα μάτια.
-Επειδή με τιμώρησε;..., του χαμογέλασα, όσο μπορούσα.
-Επειδή σάς γνώρισα, είπε σοβαρός.

Έκλεισα τα μάτια, και το χαμόγελό μου έγινε πλατύτερο.
Σηκώθηκε, έσβησε τα φώτα, έκλεισε την μουσική, άνοιξε την τηλεόραση, και ήρθε και ξάπλωσε πίσω μου.
-Αφέντρα;...
-Ναι;
-Μπορώ να σας αγκαλιάσω;...
-Ναι.
Έσυρε το σώμα του στο στρώμα, και πήρε την στάση που είχε το δικό μου, κολλώντας επάνω του.
Έφερε το χέρι του στο στήθος μου, και έπιασε το δικό μου, βάζοντας το πρόσωπό του στα μαλλιά μου.

-Αφέντρα... Αν πάθετε κάτι..., ψιθύρισε.
-Μία ερώτηση μόνο. Ποια ήταν η αφορμή για ό,τι έκανες;
-Μία σταγόνα από τον ιδρώτα σας, Αφέντρα...