7.5.10

The Pillar

Ο Χ ήταν από τους άνδρες που δεν μιλούσαν πολύ.
Μπορεί να συζητούσαμε τα πάντα - τα πάντα, όμως... - αλλά το στόμα του άνοιγε με μέτρο.
Δηλαδή, δεν μου είχε πει ποτέ πράγματα του στυλ: "Είστε η Θεά του σύμπαντος", "Σκίζω τις φλέβες μου για Εσάς", "Θα είμαι για πάντα σκλάβος Σας", "Έπρεπε να φοράτε στέμμα", κι άλλες παρόμοιες μαλακίες.
Οι πράξεις του μπορεί να έλεγαν πολλά περισσότερα, εκείνος, ωστόσο, μετρούσε τα λόγια του.

Την Παρασκευή το βράδυ, τον περίμενα λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, βηματίζοντας πάνω-κάτω στην πρόσοψη του τετραγώνου. Μόλις είδα το αυτοκίνητο να έρχεται, μόνο που δεν έτρεξα. Μπήκα μέσα, πριν καλά-καλά πατήσει το φρένο, κάνοντας σχεδόν βουτιά στο πίσω κάθισμα.
-Πες μου ότι το έχεις μαζί σου..., ρώτησα χαμηλόφωνα, κοιτάζοντάς τον κάπως.
-Εδώ το έχω, Αφέντρα, χαμογέλασε χαρούμενος.
-Εσύ γιατί χαίρεσαι;
-Δεν θα έπρεπε να χαίρομαι, Αφέντρα;, χαμογέλασε πιο πλατιά.
-Όχι. Εσύ θα έπρεπε ήδη να οδηγείς.
-Όπως επιθυμείτε, Αφέντρα, το χαμόγελο έκανε φτερά.

Πήρα το CD στα χέρια και έκανα όνειρα για την ώρα που θα φτάναμε σπίτι.
Ο Χ κάπου θα πήγαινε με τους άλλους, θα επέστρεφε αργά, και είχα όλο το σπίτι δικό μου να ξελυσσάξω. Το ότι ήταν μέρες 15αύγουστου, το έκανε πολύ καλύτερο, διότι όλη η Αθήνα έλειπε και θα είχα ησυχία να κάνω φασαρία.
-Τι ώρα θα τελειώσετε;
-Δεν ξέρω, Αφέντρα... Θέλετε να γυρίσω κάποια συγκεκριμένη ώρα; Να γυρίσω νωρίς; Να σας τηλεφωνήσω;
-Δεν είμαστε καλά! Να πας και να μείνεις μέχρι αύριο το πρωΐ! Φίλοι σου είναι!
-Μάλιστα, Αφέντρα..., χαμογελούσε πάλι. Θα αργήσω όσο περισσότερο μπορώ.
-Να πάρεις και πυτζάμες. Μπορεί να χρειαστούν.
-Θα πάρω, Αφέντρα, είπε και ήταν, όντως, ικανός να πάρει. Εάν φορούσε...

-Αφέντρα, θέλω να σας πω κάτι... αλλά δεν ξέρω πως θα σας φανεί..., είπε διστακτικά.
-Μη μου πεις, ότι έχει χαλάσει το CD Player στο σπίτι..., τον βούτηξα από το πουκάμισο.
-Όχι, Αφέντρα, συνέχιζε να χαμογελάει.
-Τότε δεν με νοιάζει ό,τι κι αν πεις, τον διαβεβαίωσα ξαπλώνοντας στην θέση μου. Shoot.
-Τα παιδιά μού λένε εδώ και μέρες, να σας πω ότι θα ήθελαν πολύ να έρθουν αύριο να φάμε... Να κάνουμε ό,τι και στις διακοπές... Δεν ξέρω αν το θεωρείτε υπερβολικό...
-Υπερβολικό δεν θα είναι να έρθουν. Υπερβολικό θα είναι ότι θα ακούνε συνέχεια το Killing Time. Αν τους βαστάει, ας κοπιάσουν, ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω. Έχουμε παραγγελιές;
-Όχι, Αφέντρα, κούνησε αμέσως το κεφάλι. Ό,τι θέλετε εσείς. Μου είπαν, αν συμφωνήσετε, να γράψετε ό,τι θέλετε να σας φέρουν, και να μαγειρέψουμε, όπως στις διακοπές.
-Ok. Θα κάνω την λίστα μέχρι να φτάσουμε. Θα το σανιδώσεις, επιτέλους;

Μπήκαμε σπίτι, έκανε μπάνιο, άλλαξε, του έδωσα την λίστα στο χέρι, και τον πέταξα έξω.
Άνοιξα πόρτες-παράθυρα - έκανε απίστευτη ζέστη. Κρατιόμουν με δυσκολία να μην βάλω το CD να παίζει. Κάθησα για ένα τσιγάρο στον καναπέ, στα σκοτεινά, με τα φώτα του δρόμου να φωτίζουν το διαμέρισμα. Είχε ησυχία. Η αδημονία είχε φύγει, και την θέση της είχε πάρει ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Όλη αυτή η επιμονή του - να φέρει κάτι ήσσονος σημασίας, κάτι που θα μπορούσα να το έχω εύκολα -, και ο τρόπος του πέραν των λέξεων, ήταν σαν να μου ζητούσε να τον αφήσω να βρει edelweiss. Και εκτός της δικής μου χαράς, που ήταν δικαιολογημένη, η δική του ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Για ένα τραγούδι...

Έβαλα ραδιόφωνο, έκανα μπάνιο, και μπήκα στο δωμάτιο.
Μου είχαν λείψει πολύ τα φετιχιστικά μου. Πάρα πολύ.
Άνοιξα την ντουλάπα, βρήκα τα ωραιότερα τακούνια που είχα, και η ματιά μου έπεσε σε ένα φόρεμα. Ο Χ, κάποια στιγμή - όταν τελείωσαν οι βασικές εισαγωγές... -, έφερνε πράγματα που πίστευε ότι θα μου άρεσαν. Και δεν είχε πέσει ποτέ έξω. Μαζί με αυτά, ήταν και ένα φόρεμα μακρύ, μαύρο, που ήταν μέσα στα κρόσσια, την δαντέλα, και είχε δερμάτινες λεπτομέρειες. Το είχε φέρει, όμως, όταν είχε ήδη μπει το καλοκαίρι, και, από την μία ζεσταινόμουν, από την άλλη μία φορά που είχαμε επιχειρήσει να το φορέσω, ξενερώσαμε στο λύσε-δέσε-ξεμπέρδεψε μία ώρα. Συμφωνήσαμε ότι ήταν αμφίεση για show και όχι για οικιακή περιβολή, και το ξεχάσαμε.

Δεν ξέρω που βρήκα την όρεξη.

Τόσος κόπος - δεν ξέρω πόση ώρα γύριζα γύρω από τον εαυτό μου, μέχρι να βρω που μπαίνει τι... -, τόση υπομονή, μέσα σε τόση ζέστη, και τους Beggars να περιμένουν να σκοτώσουν τον χρόνο τους μαζί μου. Τι είδους μαζοχισμός ήταν αυτός, να μην ανοίγω ούτε το air-condition... ειλικρινά, δεν ξέρω.

Ετοιμάστηκα. Και πάτησα το play... Αυτό ήταν...
Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνονται οι άλλοι τα αγαπημένα τους κομμάτια. Και δεν μπορώ να περιγράψω τι αισθάνομαι εγώ. Αν γράψω, ότι αισθάνομαι ότι γίνομαι ένα με την μουσική, θα φανώ ρομαντική. Και θα πρέπει να φτύνω τον κόρφο μου, γράφοντας. Αλλά αυτή είναι η αλήθεια.

Άρχισα να χορεύω.
Δεν υπήρχε αυτό το κομμάτι... Δεν υπήρχε, όμως...
Βασικά, δεν ήμουν εκεί. Δεν ξέρω που ήμουν. Ο ιδρώτας κυλούσε ακατάπαυστα στην ραχοκοκκαλιά μου, το φόρεμα είχε κολλήσει επάνω μου, τα μαλλιά μου - που μούσκευαν αργά - πήγαιναν όπου ήθελαν, και πως την είδα, και βγήκα έξω. Στην βεράντα, είχε μία τεράστια κολώνα, που χρειάζονταν 2 άτομα για να την αγκαλιάσουν. Εκεί πήγαινε τον Χ να ξαποστάσει στην σκιά της, όταν το κοριτσάκι του ήθελε βόλτες κάτω από τον ήλιο.

Άρχισα να γυρίζω γύρω της. Δεν ξέρω για πόση ώρα.
Κάποια στιγμή, άναψε το φως του σαλονιού, και με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να σκύβει στην βαλίτσα που είχε αφήσει δίπλα από την πόρτα, και να παίρνει κάτι. Ήμουν πίσω από την κολώνα, και υπέθεσα ότι δεν με είδε. Το φως έσβησε, σχεδόν αμέσως, και υπέθεσα ότι είχε φύγει.

Ο Χ, όμως, δεν είχε φύγει.
'Ηταν εκεί.
Και έβλεπε.