16.5.10

Ready For The Worst

Όταν αρχίσαμε να μαγειρεύουμε, συζητούσαμε για τα μαχαίρια των chef.
Πόσο χρήσιμα είναι στην κουζίνα, πόσο μου άρεσε να βλέπω να φιλετάρουν κρέας και ψάρι.
Και οι συνειρμοί ήταν αναπόφευκτοι: ο κάθε ειδικός θέλει τον εξοπλισμό του.
Τον σωστό εξοπλισμό.

Σε ένα του ταξίδι, μου έφερε μία δερμάτινη θήκη.
Το μυαλό μου πήγε στον δικό μου ειδικό εξοπλισμό.
Αλλά μέσα, αντί για ταξιδιωτικό μαστίγιο, είχε 6 μαχαίρια.

Τα χρησιμοποιούσαμε σπάνια, γιατί έκοβαν βλεφαρίδα στον αέρα.
Του είχα πει, ότι θα ήταν καλύτερα να έφερνε σπαθιά - που ήταν και τα αγαπημένα μου -, και γελούσαμε.

Όταν είδα το είδωλό του στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, δεν γελούσε κανείς μας.
Μέσα στο σκοτάδι του υπνοδωματίου - που είχε γίνει πιο έντονο, με το φως του σαλονιού -, τον παρακολουθούσα ακίνητη. Δεν ήξερα τι θα έκανε. Αλλά δεν φοβόμουν. Δεν είχε χάσει τον έλεγχο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μου κάνει κακό. Αλλά δεν ήξερα αν θα το γύριζε σε εκείνον, προκειμένου να μου αποδείξει κάτι.

-Άνοιξε την μουσική, είπα αυστηρά.
Πήγε στο σαλόνι, και το Killing Time ακουγόταν ξανά, σε χαμηλότερη ένταση.
Ήρθε με αργά βήματα και στάθηκε μπροστά μου. Γονάτισε ξανά και με έπιασε από την μέση, με το αριστερό του χέρι. Μπορούσα να αναπνεύσω. Αλλά κράτησα την αναπνοή μου. Είχε φέρει το μαχαίρι στο ύψος του στήθους μου. Κοιτούσα την μεγάλη λεπίδα, ανέκφραστη.

-Δεν με φοβάστε, Αφέντρα...;, ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Όχι, του απάντησα στον ίδιο τόνο.
Έκλεισε τα μάτια. Τον κοίταξα, και ευχήθηκα αυτό που θα κάνει, να μην είναι μοιραίο. Δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Το μόνο που με ενδιέφερε, ήταν να μην γίνει κάτι μη αναστρέψιμο.

Με την λεπίδα ένα εκατοστό από το σώμα μου, φαινόταν να το σκέφτεται.
Το χέρι του δεν έτρεμε.
Είχε τον έλεγχο.
Η έκφρασή του είχε μαλακώσει.

"Όταν γυρίσαμε σπίτι, ήθελα να σας κάνω ό,τι δεν είχα ποτέ φανταστεί... Ήθελα να πέσουμε στο κρεβάτι και να μην σηκωθούμε ποτέ... Με έπιασε πανικός... Προσπάθησα να διώξω την σκέψη και έλεγα στον εαυτό μου ότι αυτό δεν είναι σωστό... Δεν είναι έτσι οι σκλάβοι... Στενοχωριόμουν, γιατί δεν σκεφτόμουν όπως εκείνος που θέλατε... Μία εβδομάδα μαζί σας και χώρια σας, μου στοίχισε... Αυτό που μου έβγαλε, δεν το είχα φανταστεί..."

"Ήθελα να σας αγκαλιάσω... να ξαπλώσω επάνω σας... να σας φυλακίσω με το σώμα μου... να μην αναπνέετε από το βάρος μου... Ήθελα να σας βασανίσω... Ήθελα να σας φέρνω σε οργασμό, ξανά και ξανά, μέχρι να μην μπορώ άλλο... Ήθελα να μην σηκωθείτε, ούτε για να αλλάξετε πλευρό... Ήθελα να μην μπορείτε να ανασάνετε από τα φιλιά... Ήθελα να σας φάω... Αλλά έκανα πίσω... Φοβήθηκα..."

"Τόσο καιρό, πριν σας γνωρίσω, έλεγα πως όλο αυτό που ήθελα, είχε και λίγο ηθοποιΐα μέσα... Ότι κάποιες στιγμές, πρέπει να υποκρίνομαι... Αυτό έβλεπα ότι γίνεται... Καταλάβαινα ότι έτσι είναι... Αφού υποκρίνονται οι Αφέντρες, θα έπρεπε να υποκρίνονται και οι σκλάβοι... Αλλά εγώ δεν έχω υποκριθεί μαζί σας... Γιατί εσείς δεν έχετε υποκριθεί μαζί μου... Εσείς μου αποδείξατε πως αυτό δεν είναι ηθοποιΐα... Εγώ νόμιζα πως δεν γινόταν αλλιώς... Έτσι είναι... Εγώ θα φορούσα τις χειροπέδες κι εσείς τα δερμάτινα, και θα κάναμε κάτι, ίδιο κάθε φορά..."

"Έχω ζήσει τέτοιες καταστάσεις... Μπορεί απ' έξω, αλλά τις έζησα... Εσείς, όχι... Περίμενα από εσάς, κάτι άλλο... Πιο στημένο ακόμα... Κι εσείς είστε το ακριβώς αντίθετο... Νόμιζα ότι χωρίς αυτά, δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα... Αλλά και πάλι, ήμουν λάθος... Αν δεν σας γνώριζα, δεν θα το μάθαινα ποτέ..."

Και με εκείνα τα λόγια, έφερε το μαχαίρι στο δέρμα μου.
Γύρισε την κόψη προς τα έξω, και άρχισε να κόβει τα δεσίματα.
Αμίλητος.
Το στήθος μου αφέθηκε γυμνό μπροστά του.

Κατέβασε το μαχαίρι, και άρχισε να κόβει ό,τι έβλεπε δεμένο.
Το ύφασμα σιγά-σιγά χαλάρωνε και έπεφτε από το σώμα μου.
Μέχρι που, από το βάρος του ιδρώτα, έπεσε στο πάτωμα, κομματιασμένο.
Πήρε ό,τι είχε μείνει στο άλλο του χέρι και το κοίταξε.

Και η φωνή του άλλαξε...
Η έκφρασή του, το ίδιο...
Άρχισε να μου στρίβει...

"Σε εκείνη την συζήτηση, δεν ήμουν καλός... Με ό,τι είπα, θεωρήσατε πως περιμένω από εσάς να είστε δήθεν... Από βλακεία μου... Δεν με ενδιαφέρουν αυτά που φοράτε... Δεν με ενδιαφέρει αν είστε ξυπόλητη ή αν φοράτε τακούνια... Όλα αυτά, με ενδιέφεραν πριν σας γνωρίσω... Όχι τώρα πια... Για εμένα όλα αυτά μετράνε, όταν τα φοράτε εσείς... Σημαίνουν πράγματα για εμένα, όταν βλέπω εσάς να τα φοράτε... Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχουν, όμως... Με ενδιαφέρει να υπάρχετε εσείς... Και να είμαι σκλάβος σας..."

Η φωνή του είχε περισσότερο νάζι...
Περισσότερο παράπονο...
Μου έστριβε στ' αλήθεια...

"Το πρωΐ, στην μπανιέρα, ήταν η καλύτερή μου ανάμνηση, όλη αυτή την εβδομάδα... Ήμασταν μέσα στο νερό, και γελούσαμε... Μου βάζατε χέρι, και αισθανόμουν σημαντικός... Με διορθώνατε... Με βάζατε στην θέση μου... Εκεί που κανονικά πρέπει να είμαι... Να είμαι εκεί για εσάς... Να μην χάνομαι στις σκέψεις μου... Να σας ρωτάω... Και να σας ακούω... Γιατί κάνω λάθη... Και εσείς έχετε υπομονή μαζί μου... Γιατί με αγαπάτε..."

Η φωνή του έσπασε.
Άφησε το μαχαίρι στο πάτωμα.
Ακούμπησε την πλάτη του πίσω στον τοίχο, δίπλα από την μπαλκονόπορτα.
Και έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια, φέρνοντας τα γόνατα στο στήθος.
Το ύφασμα από το φόρεμά μου, ήταν ακόμη στις παλάμες του.

Μαύρο.