28.5.10

Ground Control To Major Tom

Ήταν ένας πολύ ωραίος, γλυκός ύπνος.
Νομίζω πως δεν πρέπει να άλλαξα καν πλευρό.
Κοιμόμουν με το air-condition τσίτες, σκεπασμένη με το σεντόνι του, και με εκείνον να έχει κολλήσει πίσω μου - θα το πω - σαν την βδέλλα.

Αλλά δεν είχα κουράγιο να κάνω παράπονα.
Είχα χάσει το αίμα μου, είχα στεγνώσει από σωματικά υγρά, γενικώς.
Κάποια είχαν πάει χαμένα. Κάποια είχαν πιάσει τόπο.

Μέσα στην υπέροχη αυτή αίσθηση, κάτι άκουσα.
Νευρίασα.
Γύρισα στην μεριά του. Μισάνοιξα το μάτι. Ονειρευόταν.
Ξανάκλεισα τα μάτια. Ήρθε, σπρώχνοντάς με, πιο κοντά, μέχρι να ξανακολλήσει - αλίμονο...
Δεν είχα όρεξη για μονομαχίες. Τον άφησα.

Δεν πρόλαβε να με πάρει ο ύπνος, και πάλι με ξύπνησε κάτι.
Τον άκουσα να μουρμουρίζει... Το ύφος δεν άλλαξε ούτε στον ύπνο του...
Μέχρι που ξυπνήσαμε και οι δύο.
Χτυπούσε το κουδούνι.
Κοιταχτήκαμε, στην αρχή με μισόκλειστα μάτια και μετά με γουρλωμένα.

Δεν ξέρω για πότε πεταχτήκαμε όρθιοι, για πότε άρχισε ο ένας να πετάει ρούχα/σεντόνια/μαξιλάρια/ό,τι έβρισκε, στον άλλον... Δεν είχαμε ξυπνήσει, λέμε... Τον έσπρωχνα να φέρει την βαλίτσα του από το σαλόνι, εκείνος άνοιγε την ντουλάπα. Του έλεγα ότι είναι το κουδούνι, έκλεινε το air-condition.
-Χριστέ μου..., είχα πιάσει το κεφάλι μου. Ήθελα και σκλάβο, τρομάρα μου... Άσε. Κάτσε να ξαποστάσεις. Θα ανοίξω εγώ. Εσύ δεν πας καλά.

Είχε σταθεί γυμνός μπροστά μου, και με κοιτούσε με απορία, λες και μου ζητούσε τον λόγο.
-Να πάω να ανοίξω ή έχεις κάτι να πεις;
Τίποτα. Καμμία επαφή με το περιβάλλον.
-Θέλεις να κάνουμε sex;
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε μπροστά μου. Το χαμόγελο του χαζού παιδιού.
-Δεν θα συνεννοηθούμε..., παραιτήθηκα.

Άνοιξα την εξώπορτα, έφερα την βαλίτσα του στο δωμάτιο.
Ακόμα με κοιτούσε.
-Λαμβάνεις;
-Αφέντρα..., είπε χαμογελώντας, σαν να είχε χαπακωθεί με L.S.D.
-Χριστέ μου... τι τραβάω..., είπα μες στην απελπισία. Θα ξυπνήσεις; Εντός ολίγων λεπτών, θα γίνουμε ρεζίλι στον κόσμο. Μπορείς να ντυθείς; Ήρθαν τα παιδιά.
-Τα παιδιά...;, αναρωτήθηκε σαν κάτι να του θύμιζε.
-Ok. Άσ'το σε εμένα. Σε ντύνω εγώ.

Συνήλθε. Και ντράπηκε.
Πήρε αμίλητος το jean του, φόρεσε ένα T-shirt και βγήκε ξυπόλητος στο σαλόνι.
-Είμαστε σοβαροί;, τον ρώτησα καθώς ντυνόμουν. Θα είσαι μπροστά μου, τόση ώρα με το jean, χωρίς εσώρουχο, και ξυπόλητος; Θέλεις να έχουμε άλλα;
Γύρισε αναμαλλιασμένος, όπως ήταν, και μου χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο που δεν είχα ξαναδεί. Ήρθε κοντά μου, γονάτισε, με αγκάλιασε σφιχτά, και με φίλησε ανάμεσα στα πόδια.
-Πήγαινε, διάολε, να ανοίξεις πρωΐ-πρωΐ..., έκλεισα τα μάτια. Πήγαινε μην τους αφήσω απ' έξω για κάνα 2ωρο... Πήγαινε, γιατί θα σε ψάχνουν και δεν θα σε βρίσκουν, διάολε, λέμε...

Ο Χ είχε γαντζωθεί επάνω μου και δεν κουνιόνταν από την θέση του.
-Αν δεν ανοίξεις, δεν θα τελειώσουμε νωρίς, δεν θα μείνουμε μόνοι, και θα χάσω την siesta μου... Αυτό θέλεις;
Σήκωσε το κεφάλι, και με κοίταξε προβληματισμένος, σαν να δούλευε την ερώτησή μου στο μυαλό του. Όταν το αποφάσισε, σηκώθηκε, και πήγαμε μαζί να ανοίξουμε, καθώς έκλεινα την πόρτα του δωματίου πίσω μας.

Μετά από λίγη ώρα, θα είχαμε τρελά γλέντια.
Τρελά γλέντια, όμως.